Ποιος μπορεί να ξεχάσει το Μινιόν; Τέτοιες μέρες, το πολυκατάστημα στην Πατησίων ήταν φωτισμένο και στολισμένο και περίμενε εμάς τα παιδιά να το επισκεφτούμε, να χαζέψουμε τις βιτρίνες του, να ανεβοκατεβούμε τους ορόφους με τις κυλιόμενες σκάλες, να, δούμε τον Αη-Βασίλη, να αγοράσουμε τα ρούχα και τα παιχνίδια μας. O Γιώργος Παυριανός θυμάται την άνοδο και την πτώση του Παράδεισου των παιδικών μας χρόνων .
“Τώρα θα ψωνίζουμε από το Μινιόν!” Αυτά ήταν τα πρώτα λόγια που είπε η μανούλα όταν το 1971 μετακομίσαμε από την Πάτρα στην Αθήνα. Το ξέραμε το Μινιόν από την Πάτρα. Είχαμε ακούσει πως έβρισκες εκεί τα πάντα, πως έκανε εκπτώσεις, πως οι τιμές του ήταν χαμηλές αλλά fix, δεν μπορούσες να κάνεις παζάρια, μπορούσες όμως να αγοράσεις με δόσεις. Ετσι, όταν ήρθαν τα Χριστούγεννα, πήρε εμένα και την αδελφή μου και πήγαμε Πατησίωνκαι Δώρου, στο πολυκατάστημα που είχε δημιουργήσει ο εμπνευσμένος επιχειρηματίας Γιάννης Γεωργάκας. Ο Γεωργάκας ήταν ένα πάμφτωχο παιδί από την Ολυμπία που ήρθε 13 χρονών στην Αθήνα και άρχισε να κάνει διάφορες δουλειές για να ζήσει. Δούλεψε πρώτα στο μπακάλικο του θείου του, μετά σερβιτόρος στην πλατεία Βάθη σε ένα πρατήριο τσιγάρων ακόμα και σαν τσιλιαδόρος ενός παπατζή.Συγχρόνως άρχισε μαθήματα σε νυχτερινό σχολείοκαι κατόρθωσε να αποκτήσει δύο πανεπιστημιακά πτυχία! Οταν τέλειωσε τη στρατιωτική του θητεία και απολύθηκε, άρχισε να δουλεύει σαν πλασιέ και να μεταφέρει με το ποδήλατο, εμπορεύματα στα καταστήματα γύρω από την Ομόνοια. Εκεί, το ενδιαφέρον του τράβηξε το Μινιόν.
Το Μινιόν ήταν ένα περίπτερο στα Χαυτεία, διαφορετικό από τα άλλα, αφού πουλούσε εκτός από τσιγάρα και εφημερίδες, στιλό, είδη καπνού, ξυριστικά, κάλτσες, γυαλιά ηλίου και διάφορα άλλα χρήσιμα μικροαντικείμενα. Εδώ θα πρέπει να πούμε ότι η λέξη “μινιόν” έχει αρχαιοελληνική ρίζα, προέρχεται από το ομηρικό “μινύος” που σημαίνει πολύ μικρός. Ο Γεωργάκας έπεισε τον ιδιοκτήτη του Μινιόν, ΑγγελοΣεραφειμίδη, να συνεταιρισθούν. Εκεί φάνηκε για πρώτη φορά το εμπορικό δαιμόνιο του μικρού επαρχιώτη. Οπως έγραψε αργότερα στην αυτοβιογραφία του, “Πουλούσαμε σε καλές τιμές πακετάκια με δέκα λάμες, αντί να πουλάμε ένα -ένα τα ξυραφάκια. Για τον κοσμάκη αυτό ήταν μεγάλη οικονομία. Φτάσαμε να πουλάμε χίλια πακετάκια την ημέρα!”
Μετά τον πόλεμο ο Σεραφειμίδης πούλησε το μερίδιό του στον Γεωργάκα και έφυγε στην Αμερική. Ο Γεωργάκας συνέχισε, έφτιαξε και δεύτερο περίπτερο Μινιόν, ενώ ένα ανταγωνιστικό περίπτερο που στήθηκε απέναντι από το δικό του, το Μπιζού, δεν κατάφερε να του πάρει την πελατεία. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ΄50, αγόρασε ένα δεκαόροφο κτίριο στην Πατησίων και έκανε το όνειρό του πραγματικότητα. Δημιούργησε το πρώτο πολυκατάστημα στην Ελλάδα. Τι αστείο αλήθεια! Το “μεγαλύτερο μεγάλο κατάστημα” όπως έλεγε το διαφημιστικό του, να έχει το όνομα Μινιόν! Πέρα από τα αστείαόμως, κάποια στιγμή έφτασε να έχει 120.000 είδη, να απασχολεί1.000 άτομα προσωπικόκαι να κάνει ετήσιο τζίρο πάνω από 1 δις δραχμές!
Χριστούγεννα του 1971. Στέκομαι μπροστά στις βιτρίνες του Μινιόν και έχω μαγευτεί. Ολόκληρα σκηνικά, χιόνι να πέφτει πάνω στο σπήλαιο, ο μικρός Χριστούλης να κουνάει τα χεράκια του και τα ποδαράκια του, η Παναγία να σκεπάζει τον Χριστούλη με ενα τούλι, ο Ιωσήφ να κουνάει συλλογισμένος το κεφάλι του, άγγελοι να πετούν στον ουρανό, οι Τρεις Μάγοι με τα δώρα να γονατίζουν και να ξανασηκώνονται. Υπήρχαν και βιτρίνες με θέματα από ταινίες του Ντίσνεϋ, “Η Χιονάτη και οι 7 νάνοι”, “Ρομπέν των Δασών”Δεν μπορούσα να ξεκολλήσω τα μάτια μου από τα κουρδιστά παιχνίδια, τα ηλεκτρικά τρενάκια, τις κούκλες που μιλούσαν και περπατούσαν. Ιδίως το βράδυ, με τα χιλιάδες φωτάκια, οι βιτρίνες ήταν σα να ζωντάνευαν και έδιναν παράσταση. Κάποια στιγμή η μανούλα με ξεκόλλησε από τις βιτρίνες και μετά από σπρωξίδι, φωνές και διαμαρτυρίες με τις άλλες κυρίες, μπήκαμε μέσα.
Μια γλυκιά ζέστη μας τύλιξε. Το Μινιόν ήταν από τα πρώτα καταστήματα που είχε κλιματισμό. Στο ισόγειο είχε σχολικά είδη και καλλυντικά. Η μανούλα δεν χάνει την ευκαιρία και περνάει από όλες τις πωλήτριες για να πάρει δωρεάν δείγματα. Για να πάμε στον πρώτο όροφο έγινε ολόκληρο επεισόδιο, γιατί εγώ και η αδελφή μου θέλαμε να ανεβούμε με τις κυλιόμενες σκάλες, κάτι που δεν είχαμε ξαναδεί ποτέ, η μανούλα όμως, φοβόταν μήπως πιαστούν τα τακούνια της στα μεταλλικά σκαλοπάτια και μας τράβαγε προς τις κανονικές σκάλες. Τελικά της ξεφύγαμε και ανεβήκαμε με τις κυλιόμενες. Στον πρώτο είχε βιβλιοπωλείο, γραφείο ταξιδίων και έβγαζε φωτοτυπίες. Στο δεύτερο δεν σταματήσαμε καθόλου, είχε αντρικά είδη. Στον τρίτο είχε γυναικεία είδη, στον τέταρτο αθλητικά, στον πέμπτο είδη σπιτιού, στον έκτο ηλεκτρικά και ιδιαίτερο τμήμα με δίσκους και κασέτες, αλλά όταν φτάσαμε στο έβδομο μείναμε με το στόμα ανοιχτό. Ενας όροφος γεμάτος με παιχνίδια! Aφού περιμέναμε αρκετή ώρα τη μανούλα, που έφτασε λαχανιασμένη από τις σκάλες, χαθήκαμε μαζί με την αδελφή μου ανάμεσα στα παιχνίδια.
Δεν ήξερα τι να πρωτοδιαλέξω.Τρενάκια, επιτραπέζια, αυτοκινητάκια, ρομπότ, όπλα και χιλιάδες άλλα παιχνίδια απλώνονταν μπροστά μου και περίμεναν να τα αγοράσω. “Τελείωνε! Ενα θα διαλέξεις, δεν θα πάρεις όλο το μαγαζί!” άκουσα την φωνή της μανούλας. Η Χρυσάνθη πιο γρήγορη από εμένα, κατέληξε σε μια κούκλα που όταν την γύριζες ανάποδα έλεγε “Μαμά”. Εγώ αφού προβληματίστηκα ανάμεσα στα “Πειράματα Χημείας” και τον “Μικρό Ταχυδακτυλουργό“, πήρα τελικά ένα άλλο, τον “Φωτεινό Παντογνώστη”, ένα παιχνίδι γνώσεων, που λειτουργούσε με μπαταρία και είχε δύο βύσματα. Εβαζες το ένα βύσμα στην ερώτηση και το άλλο στην απάντηση. Αν η απάντηση ήταν σωστή, άναβε ένα λαμπάκι. Πήραμε τα παιχνίδια μας και πήγαμε στο ταμείο να πληρώσουμε. Η μανούλα άρχισε να κάνει παζάρια. “Οι τιμές είναι fix κυρία μου, δεν μπορώ να κάνω κάτι καλύτερο” της είπε ο ευγενέστατος υπάλληλος. “Αν είναι έτσι, δεν θα τα πάρουμε, δεν μας φτάνουν τα λεφτά!” του λέει σκληρά η μανούλα και κάνει να μου αρπάξει τον “Φωτεινό Παντογνώστη”. Θα της δάγκωνα το χέρι, αλλά ευτυχώς ο καλός υπάλληλος, είδε το ύφος μου, κατάλαβε ότι δεν ήμουν διατεθειμένος να τον δώσω πίσω και είπε: “Tέλος πάντων, θα σας κόψω ένα δεκάρικο από κάθε παιχνίδι”.
Πήραμε τα παιχνίδια μας και ανεβήκαμε στον όγδοο όροφο. Εδώ γινόταν χαμός. Δεκάδες παιδιά περίμεναν στη σειρά για να πάνε να κάτσουν στα γόνατα του Αη-Βασίλη. Ο Αη-Βασίλης τα έπαιρνε αγκαλιά, έβγαζαν φωτογραφία μαζί και μετά ρωτούσε χαμηλόφωνα: “Tι παιχνίδι θέλεις;” Κάθε παιδάκι έλεγε την επιθυμία του και έτσι, όταν ο Αη-Βασίλης το παρέδιδε στους γονείς, τους ψιθύριζε: “Τρενάκι”, “Κουκλόσπιτο” “ΤουβλάκιαLego” και οι γονείς ανάλογα με την τσέπη τους αποφάσιζαν τι θα κάνουν. Είχα πάντα μια απέχθεια για τους Αη–Βασίληδες. Αυτά τα ρούχα που φόραγαν, τα γένεια και τα άσπρα μαλλιά από μπαμπάκι, αλλά πάνω από όλα το γέλιο τους, αυτό το χο–χο–χο, μου φαινόταν τόσο ψεύτικο, τόσο υποκριτικό. Μια χρονιά με κατάφεραν να κάτσω στα γόνατα ενός Αη-Βασίλη. “Χο–χο–χο. Ησουν καλό παιδάκι φέτος; Τι δώρο θέλειες να σου φέρει ο Αγιος Βασίλης;” με ρώτησε και αρχισε να με χαϊδεύει τολμηρά χαμηλά στην πλάτη. Μύριζε τσιγαρίλα και ουίσκι. Συνέχισε να με χαϊδεύει και δεν με άφηνε να φύγω από την αγκαλιά του. Οι γονείς μου δεν είχαν πάρει χαμπάρι, έτσι έπρεπε να τον αντιμετωπίσω μόνος μου. Εκανα μια απότομη κίνηση για να φύγω από τα χέρια του και στην προσπάθειά μου να απαγκιστρωθώ, τον έριξα κάτω από το θρόνο. “Κωλόπαιδο! Εχε χάρη που είμαι ο Αη-Βασίλης αλλιώς θα σε έκανα μαύρο στο ξύλο!” ψιθύρισε μέσα από τα δόντια του. Και όταν πλησίασαν οι γονείς μου “Να μην του πάρετε τίποτα φέτος!” γυρνάει και τους λέει. “Δεν ήταν καλό παιδί!” Ε, μετά από όλα αυτά, πως να μην αντιπαθώ τον Αη-Βασίλη;
Ανεβήκαμε και στον ένατο όροφο. Εδώ ήταν το εστιατόριο. Η θέα ήταν πανοραμική, έβλεπες όλη την Αθήνα πιάτο, την Ακρόπολη και στο βάθος την θάλασσα. Το εστιατόριο είχε διάφορα μαγειρευτά, αλλά και σουβλάκια και μαλλί της γριας και ποκορν και CocaCola! Γινόταν ο κακός χαμός. Παιδάκια, μανάδες, πατεράδες, γέλια, κλάματα, τσακωμοί. Καθίσαμε σε ένα τραπεζάκι, φάγαμε από ένα σουβλάκι και μετά η μανούλα μας πήρε και μια μερίδα λουκουμάδες που μοιραστήκαμε εγώ και η αδελφή μου. Μετά έβγαλε διακριτικά τις γόβες της κάτω από το τραπέζι, πήρε από την τσάντα της ένα πακέτο τσιγάρα, άναψε ένα και άρχισε να φουμάρει. Οταν τελειώσαμε, μαζέψαμε τα πράγματά μας και αρχίσαμε να κατεβαίνουμε τους ορόφους με τις κυλιόμενες σκάλες. Την μανούλα την κρατούσαμε από το ένα χέρι εγώ και από το άλλο η Χρυσάνθη. Στην αρχή έχασε λίγο την ισορροπία της, αλλά μετά, σαν γνήσια Ταυρίνα, κατάλαβε πως λειτουργεί και άρχισε να γελάει και να παίζει με τις σκάλες σαν μικρό παιδί.
Το Μινιόν έγινε το αγαπημένο μας στέκι. Εκτός από τις γιορτές πηγαίναμε συχνά για να αγοράσουμε δώρα, ρούχα, παιχνίδια. Πηγαίναμε και όταν εμφανίζονταν εκεί γνωστοί καλλιτέχνες. Το καλοκαίρια, όταν έκανε πολλή ζέστη, εύρισκα εκεί δροσιά, αφού είχε παντού κλιματιστικά. Ξεκίναγα από τον πρώτο όροφο, το βιβλιοπωλείο, είχα αγοράσει από εκεί όλα τα βιβλία του ΕριχφονΝταίνικεν για τους εξωγήινους! Συνέχιζα στον έκτο όπου άκουγα όλους τους καινούργιους δίσκους και έβλεπα τα καινούργια μηχανήματα. Από εδώ είχα αγοράσει ένα πικάπ και ένα κασετόφωνο Philips, και από δίσκους, τον Μεγάλο Ερωτικό του Μάνου Χατζιδάκι, τoThedarksideofthemoon των ΠινκΦλόϊντ, το Selfportrait του ΜπόμπΝτύλαν, το LiveatMontreux του ΡόρυΚάλαχερ, τέτοια. Μετά ανέβαινα στον ένατο και απολάμβανα τον φραπέ μου, άσε που σιγά-σιγά, όσο μεγάλωνα, άρχισα να κάνω και γνωριμίες, που πολλές από αυτές εξελίχθηκαν σε όμορφες ερωτικές ιστορίες.
Στις 18 Δεκεμβρίου 1980, πήγα για τελευταία φορά.Για να αγοράσω ρούχα. Ηταν πολύ της μόδας το κοτλέ, φορούσαμε παντελόνια, σακάκια, πουκάμισα, γιλέκα, τραγιάσκες, όλα κοτλέ. Είχα δει στη βιτρίνα ένα πράσινο – λαδί πουκάμισο, μου άρεσε, πήγα στον δεύτερο, στα αντρικά, το αγόρασα, γυρίζω σπίτι, ανοίγω το πακέτο, τι να δω; στο δεξί μανίκι, όλη η μανσέταξηλωμένη! Εσκασα από το κακό μου! “Θα στο ράψω εγώ, μην κάνεις έτσι!” μου λέει η μανούλα. “Οχι, όχι, θα πάω να το αλλάξω αύριο”, της λέωνευριασμένος. “Πάει, χάλασε και το Μινιόν!” σχολίασε η μανούλα και είχε δίκιο, δεν είχαμε αγοράσει ως τότε τίποτα που να είναι ελαττωματικό ή χαλασμένο.Την άλλη μέρακατέβηκα στο κέντρο. Κίνηση, φασαρία, πυροσβεστικές, μαύρος καπνός παντού. “Τι συμβαίνει;” ρωτάω έναν περαστικό. “Καίγεταιτο Μινιόν και ο Κατράντζος!” μου απαντάει. Τρέχω στην Πατησίωνκαι τι να δω;Από το τεράστιο δεκαόροφο κτίριο είχαν μείνει μόνο τα μπετά! Ολο το Μινιόν είχε μετατραπεί σε ένα σωρό από αποκαϊδια! Η φωτιά δεν άφησε τίποτα όρθιο, ακόμα και οι τοίχοι είχαν λιώσει από την θερμοκρασία.Καπνοί έβγαιναν από τον έβδομο όροφο, εκεί που κάποτε ήταν τα παιχνίδια.Φανταζόμουν τα αυτοκινητάκια να αρπάζουν φωτιά, τις κούκλες νακαίγονται και ναλιώνουν και τον “Μικρό Ταχυδακτυλουργό” μαζί με τα “Πειράματα Χημείας” να γίνονται στάχτη. Βούρκωσα. Δεν άντεξα να μείνω παραπάνω. Πήρα το λεωφορείο και γύρισα σπίτι. Μετά από καιρό ο “Φωτεινός Παντογνώστης” χάλασε. Το λαμπάκι του δεν άναβε πια, όποια απάντηση και αν έδινες, σωστή ή λάθος.Δεν τον πέταξα. Τον κράτησα καικάθε φορά που τον βλέπω, θυμάμαι το Μινιόν, τον Παράδεισο των παιδικών μου χρόνων, που έχει γίνει στάχτη…
Βαρέθηκα το μέσα... αποφάσισα να βγαίνω μέσα στην παύρη νύχτα, να βλέπω λίγη κίνηση του δρόμου, να συναντάω ανθρώπους, να φεύγει λίγο το μυαλό... ότι βλέπω, ότι σκέφτομαι, ότι μου αρέσει, θα το γράφω το βράδυ και κάθε βράδυ στην cosmopoliti... εκεί μπορείτε να ακούτε "το τρίτο στεφάνι" του Κώστα Ταχτσή, τραγούδια σε αποκλειστική πρώτη μετάδοση, παρουσιάσεις βιβλίων και παραστάσεων... ευχαριστώ Χριστίνα Πολίτη, που με έβγαλες από το σπίτι και με έκανες cosmopoliti!
Σχόλια για αυτό το άρθρο
Κλείστε διακόπες με σκάφος απο την BednBlue.com και λάβετε έκπτωση χρησιμοποιώντας το κούπονι: cosmopoliti
Σχόλια για αυτό το άρθρο