Η Ρίτα Σακελλαρίου μαγείρεψε μια μπριζόλα για τον Γιώργο Παυριανό και αυτός της έγραψε το “Εγώ δεν πάω Μέγαρο”. Μέχρι να την πείσει όμως να το πει και να γίνει σουξέ, παίχτηκε πολύ παρασκήνιο!
Σαν αρχαίο άγαλμα της Νεφερτίτης, σαν ιερό τοτέμ κάποιας μυστικής θρησκείας, σαν βασίλισσα της ζούγκλας, η Ρίτα Σακελλαρίου κάθεται ακίνητη πάνω σε ένα τεράστιο χρυσοποίκιλτο θρόνο. Τα πόδια της πατάνε πάνω στο τομάρι μιας λευκής αρκούδας. Τα χέρια της κρατάνε με νάζι τα μπράτσα της πολυθρόνας. Φοράει μια εκπληκτική τουαλέτα, το άψογο μακιγιάζ του Αχιλλέα Χαρίτου κάνει το πρόσωπο να λάμπει, τα μαλλιά είναι τέλεια χτενισμένα από τον βοηθό και φίλο της Λάκη Κορρέ, ο οποίος στέκεται δίπλα της και της δίνει οδηγίες: “Πιο ψηλά το σαγόνι! Πιο έξω το στήθος! Ετσι! Θεά! Θεά!” Ο φωτογράφος αρχίζει να τραβάει τις φωτογραφίες τη μια μετά την άλλη.
Είναι Φεβρουάριος του 1992, έχει βγει ο δίσκος του Σάκη Ρουβά, έχω γράψει τα λόγια, ο Νίκος Τερζής έχει βάλει τις υπέροχες μουσικές του, και ήδη το “Πάρτα!” και το “Χίλια εννιακόσια ενενήντα δύο” έχουν γίνει επιτυχίες και η Ρίτα, που έχει δει τα βίντεο και τις φωτογραφίες του Σάκη, με έχει καλέσει στο σπίτι της στην Νέα Σμύρνη “για να μιλήσουμε”. Είμαι εδώ μαζί με τον παραγωγό της, το Νίκο Καραγιάννη και περιμένουμε να τελειώσει η φωτογράφιση.
Η θεά εχει αρχίσει να εκνευρίζεται. “Τι θα γίνει ρε Λάκη;” λέει και χτυπάει εκνευρισμένη το ΄πόδι της πάνω στο κεφάλι της αρκούδας. “Θα τελειώσουμε καμια φορά; Πιάστηκα! Εχω και τους ανθρώπους που περιμένουν!” και δείχνει εμάς. “Μισό λεπτάκι Ρίτα μου, μισό λεπτάκι θεά μου, μην κουνιέσαι, τελειώνουμε!” λέει με αγωνία ο Λάκης και τρέχει να της διορθώσει μια τούφα από τα μαλλιά της. Πέφτει απόλυτη σιωπή, ακούγεται μόνο το κλικ! της φωτογραφικής μηχανής , η Ρίτα ποζάρει για λίγο χαμογελαστή, μετά αλλάζει έκφραση, πατάει πάνω στο κεφάλι της αρκούδας, κατεβαίνει από το θρόνο, βγάζει τα σκουλαρίκια, τα πετάει στο πάτωμα και λέει με τη γνωστή, τη λαϊκή, την βραχνή φωνή της: “Μωρέ δεν πάτε στο διάολο, με έχετε εδώ πέρα όλο το μεσημέρι! Εγώ πείνασα! Πάω να μαγειρέψω καμιά μπριζόλα!” Ερχεται κοντά μου γελαστή, όλο νάζι. “Αγοράκι, να σου κάνω το τραπέζι, να μου κάνεις το κρεβάτι;” με ρωτάει πονηρά, ξεσπάει σε ένα βραχνό, πλούσιο γέλιο και με παρασύρει στην κουζίνα. “Κάτσε εδώ να πάω μια στιγμή να αλλάξω και θα έρθω να μαγειρέψω να φάμε!” Πάει, αλλάζει, επιστρέφει με μια αθλητική φόρμα, βάζει μια λουλουδιαστή ποδιά, πλένει τα χέρια της.
“Ρε τι κούκλος είναι αυτός; Τι παίδαρος;” Εχει βγάλει από το ψυγείο δυο μοσχαρίσιες μπριζόλες, τις έχει ετοιμάσει στα γρήγορα και τώρα τις ψήνει στο τηγάνι. “Θέλω να μου τον γνωρίσεις. Ξέρεις αν έχει κανένα δεσμό; Καμιά γκόμενα;” “Νομίζω ότι τα έχει με μια Αγγλίδα” ” Ρε τι του κάνει η Αγγλίδα; Τι να του κάνει η Αγγλίδα; Εδώ, η Ελληνίδα!” λέει όλο καμάρι και δείχνει το σώμα της. “Με βλέπεις; Κούκλα! Αλλά κι αυτός, πολύ ωραίο παιδί. Και του έχεις γράψει ωραία τραγούδια. Να μου γράψεις κι εμένα, να το πούμε μαζί. Εγώ κι αυτός ο παίδαρος. Αλλά να είναι μεγάλο σουξέ! Θέλεις και μια μπιρίτσα;” λέει και μου σερβίρει τη μπριζόλα. “Να σου κανω μια σαλάτα; Να σου τηγανίσω πατάτες;” “Εντάξει είμαι Ρίτα μου, μόνο και μόνο ότι θα φάω μπριζόλα από τα χεράκια σου, μου φτάνει”. “Α, εγώ τον άντρα τον περιποιούμαι! Είμαι σκλάβα του. Τον θέλω να έχει φάει καλά, να είναι ευχαριστημένος, χορτασμένος. Αλλά μετά θέλω να με περιποιηθεί και αυτός!” γελάει πάλι δυνατά και βάζει μπύρα στο ποτήρι μου.
Ενώ μιλάμε, άντρες μπαινοβγαίνουν στην κουζίνα. “Μα τι διάολο, χαρέμι έχει στο σπίτι της;” σκέφτομαι. “Είναι οι γιοί μου, τα αγοράκια μου!” λέει σα να μαντεύει τη σκέψη μου. “Τα έχω μαζέψει όλα εδώ, κάτω από τις φτερούγες μου. Αυτοί είναι όλη μου η ζωή. Αν κάποιος μου τα πειράξει θα έχει να κάνει μαζί μου!” Εχω ακούσει ότι η Κατερίνα Στανίση, που τα έχει φτιάξει με έναν από τους γιους της, τραβάει μαρτύρια, αλλά δεν λέω τίποτα, ο Καραγιάννης με έχει προειδοποιήσει, όταν ακούει το όνομά της γίνεται έξαλλη. Αλλά η Ρίτα έχει πάρει μπρος: ” Hρθε να μου αρπάξει το αγοράκι μου, να πάρει το σπλάχνο μου μέσα από την αγκαλιά μου. Ποια είσαι κυρία μου; Ποια είναι η ιστορία σου;” “Ιστορία μου, αμαρτία μου! ” λέει ο Καραγιάννης και μου κλείνει το μάτι.
“Τραγουδάς το “Ιστορία μου αμαρτία μου” στον Παπανδρέου;” ρωτάω για να αλλάξουμε κουβέντα. “Το “Αυτός ο άνθρωπος αυτός” του αρέσει περισσότερο, γιατί είναι ζεϊμπεκιά. Αλλά και το “Ιστορία μου, αμαρτία μου” το τραγουδάω για τη Δήμητρα. Α, τον λατρεύω τον Αντρέα!” Παίρνει ένα πορτοκάλι και αρχίζει να το ξεφλουδίζει. “Είναι πολύ κιμπάρης τύπος, πολύ ευγενικός, άντρας με τα όλα του! Μαγκιά του, που παντρεύτηκε με την Δήμητρα. Η άλλη, η Μάργκαρετ, ήταν άχρηστη, ούτε ένα αυγό δεν ήξερε να του φτιάξει. Ενώ η Δήμητρα τον έχει από κοντά! Ολα στα χέρια του τα φέρνει. “.
Μαζεύει τα πιάτα, πάει στα εικονίσματα, κάνει το σταυρό της. “Δόξα τω Θεώ φάγαμε και σήμερα!” ψιθυρίζει και επειδή βλέπει ότι την κοιτάζω παραξενεμένος, “Αααχ αν ήξερες τι πείνα έχω περάσει, θα έγραφες ολόκληρο μυθιστόρημα. Μέσα στα σκουπίδια δούλευα μικρό παιδάκι, μέσα στις χωματερές και στα λιπάσματα για να βγάλω ένα μεροκάματο και να το πάω να φάει όλη μου η οικογένεια. Πείνα και των γονέων. Θυμάμαι στην Κατοχή…” “Ε, που τη θυμάσαι εσύ την Κατοχή;” πετάγεται ο Λάκης που θελει να θολώσει τα νερά σχετικά με την ηλικία της. “Εσύ τότε ήσουν μικρό κοριτσάκι!” “Κοριτσάκι, ξεκοριτσάκι Λάκη μου, κόντεψα να πεθάνω από την πείνα. Τα νύχια μου έτρωγα για να χορτάσω. Είχα παντρευτεί και μικρή, 15 χρονών είχα κάνει το πρώτο μου παιδί.
Ευτυχώς που βρέθηκε ο Στέλιος Χρυσίνης, αυτός ο άγιος άνθρωπος και με έβγαλε στο τραγούδι. Αυτός ήταν συνθέτης και ήταν τυφλός. Ηταν ο δάσκαλος του Καζαντζίδη, είχε γράψει το “Τι όμορφη που είσαι όταν κλαις”. Επειδή δεν έβλεπε, δεν μπορούσες να τον ξεγελάσεις με σκέρτσα και κουνήματα. Σε άκουγε και άμα άξιζες στο έλεγε, άμα δεν άξιζες δεν σου έλεγε τίποτα. Εμένα με άκουσε και με πήρε στο μαγαζί του. Τότε όλοι καθόμασταν σε καρέκλες, σπάνια σηκωνόταν όρθιος ο τραγουδιστής. Και ήταν όλα αυστηρά. Για να καταλάβεις εμένα μου έβαζαν μια πετσέτα πάνω στα πόδια, για να μη φαίνονται τα μπουτάκια μου. Οχι όπως τώρα που μερικές-μερικές τα βγάζουν όλα στη φόρα!” και όλοι καταλαβαίνουμε ποιά εννοεί.
Ο Καραγιάννης της δίνει μια πρόσκληση για το Μέγαρο Μουσικής που εκείνη την εποχή έχει αρχίσει να κάνει ανοίγματα στο ελληνικό τραγούδι. “Εχει συναυλία ο Θανάσης Πολυκανδριώτης” της εξηγεί. “Να πας οπωσδήποτε. Θα είναι όλοι εκεί. ” “Εμένα δεν μπορεί να με καλέσει το Μέγαρο για μια συναυλία;” ρωτάει με παράπονο. “Τι ανάγκη έχεις εσύ από το Μέγαρο; Εχεις στα πόδια σου ολόκληρο Ανδρέα Παπανδρέου, ολόκληρο Προεδρικό Μέγαρο!” της λέω για να την παρηγορήσω αλλά στα μάτια της βλέπω τη λαχτάρα του λαϊκού ανθρώπου για καταξίωση σε “ανώτερους” κύκλους. “Γιατί δεν λες στον Παπανδρέου, να μιλήσει για σένα στον Λαμπράκη;” τη ρωτάει ο Καραγιάννης. (Σημείωση για τους νεώτερους: o Xρήστος Λαμπράκης ήταν μεγαλοεκδότης, ιδιοκτήτης των εφημερίδων “Τα Νέα” και “Το Βήμα” και Πρόεδρος του Μεγάρου Μουσικής) “Νίκο μου, εγώ χέστηκα για το Μέγαρο, εγώ έχω τραγουδήσει στην Αμερική, στο Κάρνεγκι Χολ, στις μεγαλύτερες αίθουσες. Για αυτούς το λέω, εγώ άμα έκανα εγώ συναυλία θα τους το γέμιζα με κόσμο!” λέει περήφανα και μετά χασμουριέται: “Nύστα κάνει ή εγώ νυστάζω;” ρωτάει το Λάκη και αυτός μας κάνει νόημα και ψιθυρίζει “Τζους!”, η ακρόαση τελείωσε.
Ενα μήνα μετά, άνοιξη του 1992, μετακομίζω στην οδό Βεντήρη, πίσω από το Χίλτον. Μεγάλη Παρασκευή, πηγαίνοντας στον Επιτάφιο, περνάω μπροστά από το Μέγαρο. Κόσμος πολύς, με γκρί κοστούμια και μαύρες τουαλέτες, μπαίνουν μέσα για να παρακολουθήσουν μια συναυλία. Το θέαμα μου φαίνεται εξωγήινο. Να είσαι στην Ελλάδα, να είναι άνοιξη και αντί να πηγαίνεις στον Επιτάφιο να χώνεσαι σε μια αίθουσα να ακούσεις κλασσική μουσική! Το Μέγαρο μου φάνηκε ξαφνικά σαν ένα τεράστιο κενοτάφιο. Ετσι, γυρίζοντας το βράδυ, μετά τον Επιτάφιο, έκατσα και έγραψα ένα από αυτά που τα ονομάζω “δύστυχα δίστιχα”. Είναι δυό στίχοι, που τις περισσότερες φορές δεν μπορώ να τους συμπληρώσω, παραμένουν δύο στίχοι, αλλά αρκετές φορές με έχουν βοηθήσει να κάνω ένα τραγούδι ολοκληρωμένο. Εγραψα λοιπόν: “Δεν πάω κενοτάφιο θα πάω Επιτάφιο”, το έβαλα μέσα στον φάκελο με τα “δύστυχα δίστιχα” και το ξέχασα.
Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς κάθομαι στο γραφείο μου και γράφω. Πάντα τα καλοκαίρια, μου έρχονται οι καλύτερες ιδέες. Δεν ξέρω τι΄συμβαίνει, όλος ο κόσμος θέλει να πάει διακοπές και να κάνει βουτιές στη θάλασσα, εγώ μέσα στη ζέστη και τον ιδρώτα, κάνω βουτιές στις αναμνήσεις, κοιτάω παλιά τεφτέρια, γράφω συνέχεια. Μια μέρα, ψάχνοντας ιδέες για να γράψω το τραγούδι της Ρίτας, πέφτω πάνω στο “δύστυχο δίστιχο” που είχα γράψει και μέσα από μια νευροχημικοψυχολογικοστιχουργική διαδικασία, γράφω το “Εγώ δεν πάω Μέγαρο”. Πως μου ήρθε; Λίγο δύσκολο να απαντήσω. Πάντως η γενική ιδέα ήταν η εξής: Αν εγώ έγραψα για το Μέγαρο “Δεν πάω κενοτάφιο θα πάω Επιτάφιο”, η Ρίτα πως θα έλεγε το ίδιο πράγμα με δικό της, το λαϊκό τρόπο; Για ποιό λόγο η Ρίτα δεν θα πήγαινε στο Μέγαρο; Μόνο αν είχε στο κρεβάτι έναν παίδαρο! Ολοι μας θα κάναμε το ίδιο!
Φθινόπωρο του 1992 στο Studio Sierra. Εξω ένας μελαγχολικός καιρός, φυσάει και βρέχει. Αλλά και μέσα στο στούντιο με τον Νίκο Τερζή και τη Ρίτα έχει πέσει μια μελαγχολία. Ο Νίκος έχει γράψει τη μουσική, ακούμε το demo, της Ρίτας της αρέσει, διαφωνεί όμως με τους στίχους. “Εγώ σου είπα να μου γράψεις ένα τραγούδι να το πούμε μαζί με τον Σάκη, όχι να λέω για ένα παίδαρο γενικά” μου λέει απογοητευμένη. Τι να της πω; Πήρα τηλέφωνο το Σάκη, του πρότεινα να κάνoυν ένα ντουέτο και ίσα που δεν με έβρισε. “Από όλες τις τραγουδίστριες τη Ρίτα βρήκες να μου προτείνεις;” μου είπε και απέκλεισε κάθε πιθανότητα να συνεργαστούν. Δεν το είπα στη Ρίτα για να μη την στεναχωρήσω αλλά και η δική μου γνώμη ήταν ότι έπρεπε να το πει μόνη της, τι τα ήθελε τα ντουέτα και τις αηδίες; “Ελα να το δοκιμάσουμε να το πούμε, να δούμε πως είναι με τη φωνή σου” της λέει ο Τερζής, μπαίνει μέσα ανόρεχτη, με τις πρώτες φράσεις που λέει “Εδωσα δέκα καφετιά, κι έκλεισα πρώτη θέση, στο Μέγαρο κάποια βραδιά, να πάω που μου αρέσει…” καταλαβαίνουμε ότι της πάει γάντι.
Το είπε μια φορά και βγήκε έξω φουρκισμένη. “Δεν το θέλω, βρίζει το Μέγαρο και θα μας χτυπήσει ο Λαμπράκης με τις εφημερίδες του”. Βρε καλή μου, βρε χρυσή μου, τίποτα! Μετά βίας την ξαναβάλαμε μέσα, να πει την ατάκα που ακούγεται στην αρχή του τραγουδιού, “Εγώ δεν πάω Μέγαρο, θα μείνω με τον παίδαρο!”. Πήρε την τσάντα της μουτρωμένη και έφυγε. “Τι κάνουμε τώρα;” με ρωτάει ο Τερζής. “Κάνε ένα πρόχειρο remix να το πάμε να το ακούσουν στην εταιρεία. Αυτοί θα καταλάβουν”. Εκατσε ο καημένος, με τη μια και μοναδική φωνοληψία που είχε, τό έφτιαξε, το στόλισε, έβαλε στην αρχή, πριν ξεκινήσει το τραγούδι, μια ορχήστρα κλασικής μουσικής να κουρδίζει, έβαλε τη Ρίτα να λέει “Eγώ δεν πάω Μέγαρο, θα μείνω με τον παίδαρο!” και μετά ξεκίναγε θριαμβευτικά η μουσική και το τραγούδι. Οταν τελείωσε, κοιταχτήκαμε, κουνήσαμε το κεφάλι και είπαμε και οι δύο με μια φωνή: “Σουξέ!”
Την άλλη μέρα πάω χαρούμενος στην εταιρεία. Φαίνεται πως η Ρίτα τους είχε ειδοποιήσει γιατί ήταν όλοι μαγκωμένοι. Ο Καραγιάννης το ακούει “Ωραίο είναι, αλλά φοβάμαι πως θα μας κυνηγήσει ο Λαμπράκης με τις εφημερίδες του”. Το ακούει ο Γιώργος Μακράκης, που θα έκανε την παραγωγή του δίσκου της, “Ωραίο είναι, αλλά φοβάμαι ότι θα μας χτυπήσει ο Λαμπράκης με τις εφημερίδες του”. Το ακούει ο διευθυντής της εταιρείας, “Ωραίο είναι αλλά φοβάμαι ότι θα μας χτυπήσει ο Λαμπράκης με τις εφημερίδες του”. Εχω αρχίσει και τα παίρνω στο κρανίο. Καλά άλλη δουλειά δεν έχει ο Λαμπράκης; Μέρα και νύχτα περιμένει πότε θα βγάλουμε το τραγούδι για να μας χτυπήσει με τις εφημερίδες του; Και γιατί το τραγούδι κοροϊδεύει το Μέγαρο; Ο Λαμπράκης δεν έχει το χιούμορ να δει ότι είναι διαφήμιση και όχι δυσφήμιση; Κόντευα να σκάσω! Να έχω το σουξέ έτοιμο και αντί για ευχαριστώ να μου λένε κουλά! Γιατί μου το είπαν καθαρά, αν ο Λαμπράκης δεν δώσει το οκ, το τραγούδι δεν θα μπει στο δίσκο!
Είχα μια φίλη, την Λίζυ Λασσιθιωτάκη, μαθήτρια του Σαρτρ, υπέροχη γυναίκα. Ηξερα πως ήταν φίλη με τον Λαμπράκη. “Σε παρακαλώ” της λέω “μπορείς να του δώσεις αυτή την κασέτα να την ακούσει, να μας πει τη γνώμη του;” Με πήρε τηλέφωνο την άλλη μέρα, σκασμένη στα γέλια. Ο Λαμπράκης γέλασε πολύ, δεν προσβάλλει το Μέγαρο, δεν θα μας χτυπήσει με τις εφημερίδες του, το θεωρεί διαφήμιση, μας δίνει την άδεια να το κυκλοφορήσουμε. “Το άκουσα κι εγώ! Είναι genial!” μου λέει η αγαπημένη Λίζυ, που έδωσε στο πρόβλημα τη λύση. Φυσικά, όταν γίνεται ένα τέτοιο αλαλούμ δεν προλαβαίνεις και δεν σου επιτρέπουν να μιλήσεις για λεφτά. Πόσο μάλλον για το τραγούδι αυτό που εκτός από εμένα και τον Τερζή, κανένας άλλος δεν πίστευε πως θα γίνει το σουξέ που έγινε. Ολοι είχαν ένα ύφος “χάρη σας κάνουμε”. Κατάλαβες τώρα γιατί μετά από τόσες επιτυχίες δεν κάναμε λεφτά;
Η αποτυχία είναι ορφανή, η επιτυχία όμως έχει πολλούς πατεράδες. Ετσι, μόλις το τραγούδι έγινε σουξέ, ο παραγωγός δήλωνε πως αυτός ήταν που το διάλεξε ανάμεσα σε πολλά που του είχαμε δώσει, ο διευθυντής έλεγε πως του είχε τηλεφωνήσει ο Λαμπράκης και του είπε ότι θα τον χτυπούσε με τις εφημερίδες του, αλλά δεν τον φοβήθηκε και το κυκλοφόρησε, μέχρι και συνέντευξη της Ρίτας διάβασα που έλεγε “Ο Παυριανός άκουγε που έλεγα “ο παίδαρος” και έτσι μου έγραψε το τραγούδι. Μαζί με αυτά, εμφανίστηκαν αυτόκλητοι γλείφτες από το έντεχνο, που θα σκότωναν τη μάνα τους για μια συναυλία στο Μέγαρο, να πουν ότι προσβάλλω τον μοναδικό χώρο πολιτισμού. Δεν έλεγα τίποτα, μέχρι που ο Λαμπράκης, σε μια συνέντευξη τύπου είπε: “Σας περιμένουμε να έρθετε στο Μέγαρο και να πάρετε και τον παίδαρο μαζί!” και τα πράγματα μπήκαν στη θέση τους.
Ενα χρόνο μετά, το “Εγώ δεν πάω Μέγαρο” είναι το απόλυτο σουξέ, έχει γίνει σλόγκαν, υπονοούμενο, γελοιογραφία, μέχρι και κούκλα “Παίδαρος” έχει κυκλοφορήσει. Είναι το αγαπημένο τραγούδι της Δήμητρας Παπανδρέου, όπου στο μυαλό της ” Μέγαρο” είναι το Προεδρικό Μέγαρο και “παίδαρος” ο Ανδρέας. Είμαι πάλι στο σπίτι της Ρίτας, στη Νέα Σμύρνη, είμαστε πάλι στην κουζίνα, μαγειρεύει και πάλι μπριζόλες. Σα να μην πέρασε μια μέρα. Της έχω φέρει στίχους. “Για πες μου τους τίτλους για να καταλάβω”. “Για έλα στη δασκάλα”. “Ωραίο είναι αυτό, είμαι όντως δασκάλα, τι λέω δασκάλα; καθηγήτρια!” “Εχε χάρη που είμαι κυρία”. “Κι αυτό καλό, αλλά δεν είμαι μόνο κυρία. Εγώ είμαι του σαλονιού και του λιμανιού. Ενα τέτοιο να μου γράψεις! Εγώ είμαι και του σαλονιού, εγώ είμαι και του λιμανιού.” “Ερωτας μαϊμού”. “Παρακάτω” “Αγάπη μου, λατρεία μου”. “Συνηθισμένο” ‘Παντρεμένοι-χωρισμένοι”. “Καλό ακούγεται αυτό; Λαϊκό είναι;” “Ναι, θέλεις να στο διαβάσω;” “Βάλ΄το στην άκρη”. “Βρε να ζήσουν οι τσολιάδες” “Για διάβασέ μου αυτό. Τι λέει το ρεφρέν;” “Βρε να ζήσουν οι τσολιάδες μέχρι και το τρεις χιλιάδες”. Το χέρι της έμεινε με το πηρούνι στον αέρα. “Ολες τις μαλακίες εγώ θα τις λέω;” γυρνάει και μου λέει και μετά άρχισε να γελάει. “Εχεις τίποτα άλλο, γιατί οι μπριζόλες είναι έτοιμες και θέλω να βάλω να φάμε”. “Ναι, έχω τη συνέχεια του “Εγώ δεν πάω Μέγαρο”. Θέλεις να το ακούσεις;” “Για λέγε”.”Είχα ορκιστεί στο Μέγαρο/ ποτέ να μην πατήσω/ μα τώρα και τον παίδαρο/ θέλω να παρατήσω./ Το σεξ μου κάνει πια κακό/ τίποτα δεν μου δίνει/ δεν έχει αυτό το θεϊκό/ του Μάλερ, του Πουτσίνι./ Βαρέθηκα τον παίδαρο, λέω να πάω Μέγαρο!/ Ηταν τρελή απόφαση/ τεκνό αντί για τέχνη/ μα τώρα την απόλαυση/ θα βρω στον καλλιτέχνη./ Δέκα θα βάλω στο Σοπέν/ στο Βάγκνερ και στο Στράους/ στον παίδαρο βάζω μηδέν/ και του φωνάζω “Ράους!”/ Βαρέθηκα τον παίδαρο, λέω να πάω Μέγαρο!”
Το τρανταχτό πλούσιο γέλιο της αντήχησε μέσα στην κουζίνα, σηκώνεται, με αγκαλιάζει και με φιλάει. “Αυτό είναι μεγαλύτερο σουξέ από το πρώτο! Περίμενε μια στιγμή!” λέει και εξαφανίζεται από την κουζίνα για λίγο. Επιστρέφει, με αγκαλιάζει ξανά. “Καλή χρονιά αγοράκι μου! Αυτό είναι ένα δωράκι για σένα!” και με μια ταχυδακτυλουργική κίνηση, μου βάζει στην τσέπη ένα μάτσο χιλιάρικα…
Βαρέθηκα το μέσα... αποφάσισα να βγαίνω μέσα στην παύρη νύχτα, να βλέπω λίγη κίνηση του δρόμου, να συναντάω ανθρώπους, να φεύγει λίγο το μυαλό... ότι βλέπω, ότι σκέφτομαι, ότι μου αρέσει, θα το γράφω το βράδυ και κάθε βράδυ στην cosmopoliti... εκεί μπορείτε να ακούτε "το τρίτο στεφάνι" του Κώστα Ταχτσή, τραγούδια σε αποκλειστική πρώτη μετάδοση, παρουσιάσεις βιβλίων και παραστάσεων... ευχαριστώ Χριστίνα Πολίτη, που με έβγαλες από το σπίτι και με έκανες cosmopoliti!
Σχόλια για αυτό το άρθρο
Κλείστε διακόπες με σκάφος απο την BednBlue.com και λάβετε έκπτωση χρησιμοποιώντας το κούπονι: cosmopoliti
Σχόλια για αυτό το άρθρο