“Δεν υπάρχει έρωτας χωρίς πόνο. Εδώ όμως πρόκειται για πολύ μεγάλο έρωτα και για πολύ μεγάλο πόνο. Ό,τι είναι απαγορευμένο αντέχει στο χρόνο. Φτάνει να αντέχεις να πονάς. Ο μεγάλος εχθρός του έρωτα είναι το φως του ήλιου και ο γάμος. Το γάμο τον γλιτώσαμε, από την πείρα που είχαμε και οι δύο. Και φαίνεται ότι ήταν τόσο δυνατός ο έρωτάς μας, που για πολλά χρόνια νίκησε και το φως του ήλιου. Εγώ ήμουν σε διάσταση από πολύ καιρό και εκείνη την εποχή έβγαινε επιτέλους το διαζύγιό μου. ΄Ηταν καλοκαίρι του 1969. Ο Αλέκος ήταν ο πρώτος που ερχόταν στην πρόβα και ο τελευταίος που έφευγε. Ήξερα πως ήταν παντρεμένος και πως είχε ένα αγοράκι. Δεν είχαμε ανταλλάξει ποτέ κουβέντα εκτός από καλημέρα και, επειδή δεν τολμούσα να τον κοιτάω, πήγαινα από πίσω του και κοίταζα το σβέρκο του και τα μαλλιά του. Ήταν πολύ ωραίος, ένιωθα μεγάλη έλξη αλλά ποτέ δεν φανταζόμουν πως μια μέρα –σύντομα- θα ήμαστε ζευγάρι. Δεν φανταζόμουν καν πως του άρεσα. Την πρώτη φορά που μου μίλησε στην πρόβα μου είπε: «Καλοκαίρι με την Μόνικα». Του είπα: «Μόνο που εμένα με λένε Νόνικα». Και μου απάντησε: «Το ξέρω». Δεν μίλαγε ο άτιμος και εγώ ήμουν τρισχειρότερη. Έλεγα μέσα μου: «Αντίσταση, βάλε αντίσταση, θα γίνεις ρεζίλι». Αυτό που αισθανόμουν μέρα με τη μέρα μεγάλωνε. Φαίνεται όμως πως όταν θέλω κάτι είμαι πολύ κρυφή, γιατί ο Αλεξανδράκης δεν είχε καταλάβει το παραμικρό. Μιλούσαμε, σιγά σιγά άρχισε ο διάλογος που αφορούσε αποκλειστικά τη δική του ζωή. Για μένα δεν μιλούσαμε ποτέ. Σαν να μην είχα εγώ ζωή. Τα βράδια ποτέ δεν έτρωγε μαζί μας αλλά μόνος του στον κήπο του σπιτιού του στη Γλυφάδα γιατί, όπως μου είχε πει, η γυναίκα του κοιμόταν νωρίς. Του άφηνε το φαγητό στο φούρνο, το ζέσταινε και καθόταν στον κήπο κι έτρωγε. Ήταν ήρεμος στην οικογενειακή του ζωή, αποφασισμένος να μην κάνει άλλες τρέλες. Και τι δεν είχε κάνει και με ποια δεν ήταν…
Στο θέατρο μοιραζόμουν το ίδιο καμαρίνι με την Νίκη Τριανταφυλλίδη που ήταν η πρωταγωνίστρια του θιάσου. Δεν είχα υποψιαστεί πως δεν μπορούσε να με υποφέρει. Έδειχνε άγγελος επί της γης αλλά πρέπει να είχε διαισθανθεί ότι άρεσα στον Αλέκο. Όπως και να΄χει το θέμα, στις 29 Ιουνίου 1969, μέρα Σάββατο, βγαίνοντας από το καμαρίνι μας, με κλείδωσε μέσα και έφυγε. Άρχισα να φωνάζω. Ο φύλακας ήταν θεόκουφος αν και φορούσε διπλά ακουστικά. Και με άκουσε ο Αλεξανδράκης από τη μάντρα, δυο τετράγωνα πιο κάτω, όπου είχε πάει να πάρει το αυτοκίνητό του. Γύρισε πίσω και μου άνοιξε μαζί με τον φύλακα, γιατί η άλλη είχε βάλει λουκέτο. Του είπα πως δεν είχα αυτοκίνητο, παρόλο που είχα ένα κάμπριο διθέσιο, το οποίο μόλις είχα πάρει. Το είχα στην ίδια μάντρα που ήταν και το δικό του αλλά μια και ο Αλέκος έμενε στη Γλυφάδα κι εγώ στον Αστέρα της Γλυφάδας με πήγε εκείνος. Στη διαδρομή έτρεμα ολόκληρη από τρακ και νόμιζα πως θα τρελαινόμουν. Όταν βγήκε από το αυτοκίνητο για να με καληνυχτίσει, του είπα (πώς το τόλμησα ούτε ξέρω): «Φίλησέ με». Εκείνος μου είπε: «Άστο καλύτερα» και το επόμενο πράγμα που θυμάμαι είναι ότι βρεθήκαμε κάτω από ένα δέντρο ενώ τα αυτοκίνητα περνούσαν το ένα πίσω από το άλλο, ρίχνοντας τα φώτα τους πάνω μας. Στον Αστέρα, ήταν η φίλη μου Μαρλέν Καρρέρ που έμενε μαζί μου. Ήξερε την αγωνία μου και έριχνε πασιέντσες. Μπήκα στην καμπάνα και της είπα: «Δεν χρειάζεται πια, μην κουράζεσαι». Θεέ μου τι ευτυχία! Πήγα την άλλη μέρα στην παράσταση σαν να μην συνέβαινε τίποτα. Γέλασα πάρα πολύ όταν διαπίστωσα πως ο Αλέκος είχε διαλέξει αυτοκίνητο που γινόταν κρεβάτι. Ο αιώνιος Αλέκος! Έβλεπα τον Αλέκο να ξαναγεννιέται. Με ανέβαζε στον ουρανό. Μου είχε πει: «Η αισθητική είναι η ηθική του μέλλοντος». Δεν το ξέχασα ποτέ, όπως και τόσα άλλα που μου έλεγε. Βγαίναμε κάθε βράδυ, περπατάγαμε στη θάλασσα, γελούσε δυνατά, είχε όρεξη για τα πάντα, ξανάβρισκε τον εαυτό του, τη ζωή, τον έρωτα, το γέλιο, το θέατρο.
Ήρθαν Χριστούγεννα. Η γυναίκα του Αλέκου είχε γεννήσει ένα κοριτσάκι. Είχε αντιληφθεί ότι ο Αλέκος δεν ήταν πια ο ίδιος. Η ατμόσφαιρα στο σπίτι τους ήταν γεμάτη εντάσεις αλλά όχι ξεκαθαρισμένη. Εγώ ζούσα το δράμα της καθημερινής αβεβαιότητας. Με διαβεβαίωνε πως η κατάσταση θα ξεκαθάριζε. Η οικογένειά του θα περνούσε τις γιορτές στην Ελβετία και εμείς τα πρώτα μας Χριστούγεννα στο σπίτι μου στο Κολωνάκι, οι δυο μας. Όμως η γυναίκα του και τα παιδιά του ήρθαν από την Ελβετία και θα έκανε Χριστούγεννα μαζί τους. Είχε φτάσει η ώρα της απόφασης. Αλλά δεν ήταν καθόλου απλό να γίνει πράξη. Χωρίσαμε. Του είπα πως καταλάβαινα, πως δεν ήθελα να κάνω κακό αλλά κι ότι δεν είχα δύναμη για τόσο πόνο. Πήγα στο Λονδίνο. Ο Αλέκος κόντεψε να τρελαθεί. Ήρθε και με βρήκε στο Λονδίνο. Προσπάθησα πολλές φορές να διακόψω το δεσμό μας γιατί δεν άντεχα τόσο πόνο αλλά δεν με άφησε. Τελικά έφυγε από το σπίτι του και ήρθε να μείνει μαζί μου. Ήμαστε πάρα πολύ ερωτευμένοι αλλά και βαθιά πληγωμένοι, ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Η γυναίκα του, ένας αξιοπρεπέστατος άνθρωπος, γύρισε στην Ελβετία με τα παιδιά τους. Εκεί γνώρισε τον Pedro και παντρεύτηκαν. Λίγο καιρό μετά το γάμο τους, πήγαμε στη Σιγκαπούρη για να δει ο Αλέκος τα παιδιά, και μας φιλοξένησαν. Μας ευχαρίστησαν που τους δώσαμε την ευκαιρία να γνωριστούν και κατά κάποιο τρόπο αισθανόντουσαν πως μας χρωστούσαν την ευτυχία τους! Αυτό θα πει πολιτισμός!
Τα Χριστουγέννα του 1971 ξεκινήσαμε τη δική μας δουλειά στο Θέατρο Διονύσια. Η μητέρα μου , μου πήρε δώρο ένα πολύ ωραίο διαμέρισμα στο Παλαιό Ψυχικό, στο οποίο έζησα είκοσι χρόνια με τον Αλέκο Αλεξανδράκη. Χωρίσαμε με τον Αλέκο με πολύ κόπο το 1992, διατηρώντας πάντα μια πολύ ουσιαστική σχέση και αντιμετωπίζοντας το χωρισμό μας με αλήθεια και σεβασμό. Αυτό έσωσε τη σχέση μας. Όταν υπάρχει σεβασμός και αλληλοεκτίμηση, η παρηγοριά είναι μεγάλη”.
“Νόνικα Γαληνέα: Η ζωή μου” εκδόσεις Λιβάνη
Νόνικα Γαληνέα: Ο δεύτερος γάμος στο Λονδίνο & η δεξίωση στη Μεγάλη Βρετανία
Σχόλια για αυτό το άρθρο