Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης τραγουδάει «τα παιδιά κάτω στον κάμπο κυνηγάνε τους αστούς, πετσοκόβουν τα κεφάλια από εχθρούς και από πιστούς» και ο ΤΑΖ κάνει τα φωνητικά.
Έχω μόνο δύο δεδομένα ως αρχή και βάση του κειμένου που ακολουθεί και για τα υπόλοιπα, αφήνω τα δάχτυλα μου στο πληκτρολόγιο αυθαίρετα, χωρίς να ξέρω την κατάληξη.
Δεδομένο 1: Τρέφω ιδιαίτερη εκτίμηση για τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη και τον θεωρώ χαρισματικό καλλιτέχνη ιδιαίτερης ποιότητας. Αυτή η ποιότητα προκύπτει από τον ευέλικτο τρόπο με τον οποίο χειρίζεται τα υποκριτικά του εργαλεία, προσαρμόσιμα σε μια τεράστια γκάμα ειδών και ρόλων. Μια κομψή αλλά παθιασμένη ταυτόχρονα αστική φιγούρα με «λαϊκές» όσον αφορά την αμεσότητά του, επικοινωνιακές ικανότητες, πίσω από τις οποίες καραδοκεί πάντα ένα πονηρό κλείσιμο ματιού σε μόνιμη εγρήγορση και μια γεωμετρική καθαρότητα αντίληψης. Τα παραπάνω αντανακλώνται και στη σκηνοθετική του ματιά που χαρακτηρίζεται από σαρωτικό αλλά απόλυτα ελεγχόμενο ρυθμό και πάθος που δεν καπελώνει μέσα στην ορμητικότητά του το κείμενο αλλά το αναδεικνύει, φιλτράροντάς το από μια διακριτή προσωπική οπτική, πατινάροντας το με τον δικό του χαρακτήρα που είναι και το ζητούμενο από έναν καλλιτέχνη. Το να αφήνει τη σφραγίδα του πάνω σε ένα έργο κι όχι απλά να αρκείται στην ουδέτερη αναπαραγωγή του. Μοναδική παγίδα του Κωνσταντίνου, ο παιδικός του (αλλά απόλυτα επαγγελματικός σαν αποτέλεσμα δουλειάς) ενθουσιασμός με αυτό που καταπιάνεται. Παγίδα που γίνεται ορατή όταν το ίδιο το έργο δεν ανταποκρίνεται στις ταχύτητες που ο ίδιος θέλει και οραματίζεται ή το βάθος που βλέπει πάνω του. Αυτό με οδηγεί στο δεύτερο δεδομένο.
Δεδομένο 2: Προσωπικά, ποτέ μου δεν ενθουσιάστηκα με τον «Θεό της Σφαγής» που το θεωρώ ένα από τα πλέον υπερεκτιμημένα έργα του σύγχρονου θεάτρου. Mια αστική κωμωδία νευρώσεων και ξεγυμνώματος χαρακτήρων, που ενώ στέκεται κριτικά απέναντι στο καθώς πρέπει της δήθεν πολιτισμένης συμπεριφοράς των ηρώων της προκειμένου να αποκαλύψει στη συνέχεια τη ζωώδη τους φύση, μοιάζει σαν να έχει γραφτεί από μια εξ’ ίσου καθώς πρέπει συγγραφέα. Η Γιαζμίν Ρεζά που το υπογράφει, αυταπατάται ότι βάζει το μαχαίρι στο κόκκαλο, εφ’ όσον το κάνει με αυτόν τον δήθεν, καθώς πρέπει τρόπο που η ίδια υποτίθεται ότι καυτηριάζει. Ολοφάνερο το προηγούμενο όταν το κομβικό σημείο του έργου της, το όριο, η αφορμή υπέρβασης των πρέπει και των κανόνων είναι μία σκηνή στην οποία η ηρωίδα ξερνάει πυροδοτώντας την ομαδική υστερία. Δε λέω επ’ ουδενί πως το έργο είναι μπάζο. Κάθε άλλο. Ρουφιέται απολαυστικά, καταφέρνει να κρατήσει το κοινό που ταυτίζεται με τους ήρωες, προκαλεί γέλιο και προβληματισμό όσον αφορά την αντανάκλαση του δικού μας πολιτισμένου καθώς πρέπει και κατ’ επέκταση της δηθενιάς μας. Αλλά τόσο όσο χρειάζεται για να μην ενοχληθεί παραπάνω το κοινό. Αν αυτός ήταν ο στόχος της τότε ναι, έχει πετύχει. Και η ίδια και η ματιά του Μαρκουλάκη εφ’ όσον το κοινό το γεμάτου κάθε βράδυ θεάτρου «Αθηνών» είναι φανερό από τις αντιδράσεις του ότι το απολαμβάνει με την καρδιά του. Πιθανότατα επειδή ο Μαρκουλάκης το έχει στήσει με την καρδιά του. Για την Ρεζά είναι που έχω αμφιβολίες.
Ξεμπέρδεψα με τα δύο δεδομένα, επόμενος σταθμός η υπόθεση και μετά όπου με βγάλει μόνο του το κείμενο όπως έγραψα στην αρχή. Δύο καθώς πρέπει ζευγάρια συναντιούνται προκειμένου να διευθετήσουν πολιτισμένα τον καβγά των παιδιών τους, που κατέληξε στο σπάσιμο των δοντιών ενός από αυτά. Το δήθεν φαίνεται σχεδόν από την αρχή πάνω τους και ομολογουμένως η Ρεζά κλιμακώνει αριστοτεχνικά τα σκαλοπάτια μέχρι την έκρηξη, με παύσεις και ημιτόνια. Η συνάντηση γίνεται στο σπίτι των γονιών του θύματος (Oδυσσεάς Παπασπηλιόπουλος, Λουκία Μιχαλοπούλου). Ο Μισέλ είναι έμπορος ειδών κιγκαλερίας, η Βερονίκ μια νευρωτική πολιτικά ορθή ακτιβίστρια, παθιασμένη με την τέχνη και συγγραφέας βιβλίων ανάλογου ύφους με το τελευταίο της πόνημα να ασχολείται με το Νταρφούρ. Στο άλλο ζευγάρι (Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, Στεφανία Γουλιώτη), ο Αλέν είναι μεγαλοδικηγόρος, που μιλάει όλη την ώρα στο κινητό για τις υποθέσεις του και η Ανέτ οικονομολόγος. Το έργο ξεκινάει με το υποτιθέμενο πολιτισμένο κλέισιμο της υπόθεσης για τον καβγά των δύο παιδιών και την αναχώρηση των επισκεπτών. Όμως «Ο Θεός της Σφαγής» καραδοκεί, περίπου όπως ο «Εξολοθρευτής Άγγελος» του Μπουνουέλ, χωρίς να αφήνει ουσιαστικά κανέναν να φύγει από το χώρο του σπιτιού, με μια σειρά αφορμών, μέχρι να οδηγηθούν τα πράγματα εκτός ελέγχου.
Όσο δεν με πείθει σαν κάτι μοντέρνο το έργο της Ρεζά (για την ακρίβεια 9 μόλις χρόνια μετά το πρώτο του ανέβασμα, νομίζω πως έχει ήδη γεράσει) τόσο δεν μπορώ να μην παραδεχτώ, ότι τεχνικά είναι κεντημένο. Και αυτό το κέντημα το σέβεται και με το παραπάνω ο Μαρκουλάκης αλλά και οι πρωταγωνιστές του έργου. Η Μιχαλοπούλου καθιστά την νεύρωση του χαρακτήρα της εμφανή από το πρώτο λεπτό. Ο Παπασπηλιόπουλος, από τους πιο ταλαντούχους και «φυσικούς» στο παίξιμο ηθοποιούς της γενιάς του δεν μπερδεύεται ανάμεσα στο πως ένας Γάλλος θα αντιμετώπιζε την κατάσταση και το πως ένας Έλληνας. Δεν είναι τυχαίο το ότι όταν το έργο ανέβηκε στο Μπρόντγουεϊ, η δράση του τοποθετήθηκε στην Αμερική οπότε και οι αντιδράσεις των ηρώων σκηνοθετήθηκαν με αυτό τον γνώμονα (και τον αλα αμερικάνικα πληθωρικό Τζέιμς Γκαντολφίνι).
Ο Μαρκουλάκης διαθέτει εκ φύσεως αεράτο κοσμοπολιτισμό αλλά και νεύρο, χρησιμοποιεί αυτά τα δύο στοιχεία του στην υπηρεσία του έργου με ακρίβεια, περνώντας τη μεταμόρφωση του πολιτισμένου σε αγριάνθρωπο πρώτα από το βλέμμα του και μετά από το σώμα, πετυχαίνοντας την ποθητή για τον θεατή ταύτιση. Ο Παπασπηλιόπουλος που έχει στο οπλοστάσιο του ένα από τα πιο αιχμηρά βλέμματα των νέων ελλήνων ηθοποιών παντρεύει την αιχμή με το γούρλωμα, πράγμα που επίσης στη συνέχεια περνάει και στο σώμα. Ξεχωρίζει η Στεφανία Γουλιώτη και το καταπιεσμένο «ξίνισμα» της. Μεταμορφώνεται σταδιακά και απόλυτα πειστικά σε μαινάδα, ελέγχοντας απόλυτα το ανεξέλεγκτο της κατάστασης της, από τις τρίχες των βρεγμένων με τα ξερατά μαλλιών της μέχρι τα δάχτυλα των ποδιών της όταν μεθυσμένη προσπαθεί να φορέσει τις γόβες της.
Συνεπιβάτες όλοι σε ένα λεκτικό και όχι μόνο roller coaster (αυτό το τρενάκι του λούνα παρκ που κάνει απότομες ζαλιστικές βουτιές και ανυψώσεις), που αν μη τι άλλο, προσφέρει την απόλαυση που περιμένεις από μια πρωτοκλασάτη θεατρική βραδιά. Αν και η επιλογή του «Θεού της Σφαγής» από τον συνήθως πιο τολμηρό Μαρκουλάκη, μοιάζει στα μάτια μου σαν «σιγουράκι», δεν μπορείς να παραβλέψεις την συγγραφική τεχνική της δόμησής του, ούτε την πνοή ζωής που του δίνει ο σκηνοθέτης του, ανεβοκατεβάζοντας με μετρονόμο τους ρυθμούς και πετυχαίνοντας με στιλ και αποτελεσματικότητα, αυτό που κάθε παράσταση επιθυμεί: Την επαφή της με το κοινό και την ψυχαγωγική ενεργοποίηση των πιθανότατα κοιμισμένων εγκεφαλικών κυττάρων του. Οι θεατές γελάνε, το ευχαριστιούνται αλλά μέσα τους νιώθουν αυτό το περίεργο τσίμπημα που αφορά στις δικές τους ζωές και οδοφράγματα καθωσπρεπισμού. Στον δικό τους φιμωμένο «Θεό της Σφαγής» που καραδοκεί καταπιεσμένος από την πολιτική ορθότητα, τρώγωντας τους από μέσα, περιμένοντας μια σπίθα για να αρπάξει φωτιά. Μπορεί η προσωπική μου σχέση με το έργο, να μην είναι η καλύτερη αλλά αυτό δε σημαίνει ότι για το μέσο κοινό δεν υπάρχουν στον πυρήνα του εκπλήξεις και αλήθειες και ατάκες που καίνε, έντεχνα μασκαρεμένες με τον μανδύα της αστικής κωμωδίας. Απλά ίσως εγώ να μην είμαι χαρακτηριστικό δείγμα θεατρόφιλου αστού.
Σχόλια για αυτό το άρθρο