Οδός Αργοναυτών στο Μαρούσι. Χτυπάμε το κουδούνι στο σπίτι του Σπαθάρη. Από μέσα ακούγεται η φωνή του, σαν του Καραγκιόζη: “Φανούλα άνοιξε, είναι ο Γιωργάκης και ο Δημητράκης!” Ο Γιωργάκης είμαι εγώ κι ο Δημητράκης, ο Δημήτρης Λέκκας. Εχουμε ξανάρθει εδώ, ο Σπαθαρης μας γνωρίζει, έχουμε κάποια οικειότητα. Μας ανοίγει η γυναίκα του, η Φανή. Είναι μια έξυπνη, ευγενική και ευχάριστη γυναίκα, μια πραγματική αρχόντισσα. Μας καλωσορίζει, “πάμε να κάτσουμε στην κουζίνα, εσείς δεν είστε ξένοι” μας λέει και επιμένει να μας τρατάρει. Μας βγάζει μελιτζανάκι γλυκό και καφέ. Μετά από λίγο εμφανίζεται και ο Σπαθάρης. Με τα φουντωτά μαλλιά και το μουστάκι του, μοιάζει κάτι ανάμεσα σε Αϊνστάιν και Σαρλώ. Τα παιχνιδιάρικα μάτια του μας περιεργάζονται από πάνω μέχρι κάτω. Τα χέρια του είναι λερωμένα με μπογιές. Φοράει ένα παλιό πουκάμισο και παντελόνι με τιράντες. Είναι και τα δύο γεμάτα μπογιές. Αλλά εκείνο που προξενεί έκπληξη είναι η φωνή του. Μιλάει σαν τον ήρωά του, τον Καραγκιόζη. Η ταύτιση είναι πλήρης. Του εξηγώ το λόγο της επίσκεψης. “Ο Χατζιδάκις θέλει να κάνουμε μια καινούργια παράσταση στο Φιλοπρόοδο Ομιλο Υμηττού”. Τα μάτια του ανοίγουν διάπλατα από έκπληξη και ενδιαφέρον. “Για λέγε, για λέγε…
“Θα παίξουμε μια τραγωδία και μια κωμωδία. Την “Ιφιγένεια εν Αυλίδι” με χάρτινες σκαλιστές φιγούρες όπως έπαιζαν παλιά και τους “Βατράχους” με δερμάτινες χρωματιστές”. “Πολύ ωραία ιδέα μανάρι μου, αλλά τι τις θέλεις τις δερμάτινες; Είναι μπελάς να τις φτιάξω και σκεβρώνουν εύκολα από την υγρασία. Η φιγούρα διπλώνει και γίνεται σα ντολμάς! Αντε μετά να κάνεις παράσταση!” μου λέει. “Δεν ξέρω δάσκαλε, ο Χατζιδάκις έτσι μας το ζήτησε”. Πάντοτε όταν τα βρίσκαμε δύσκολα λέγαμε αυτή τη φράση και όλες οι δυσκολίες λύνονταν ως δια μαγείας! Ετσι κι εδώ. “Ε, αφού ο Μάνος ζήτησε δερμάτινες, θα κάνουμε δερμάτινες. Αλλά σας προειδοποιώ! Θα σκεβρώσουν και δεν θα μπορούμε μετά να παίξουμε! Τέλος πάντων, πες μου λεπτομέρειες.” “Στην “Ιφιγένεια εν Αυλίδι” θα κρατήσουμε την βασική ιστορία, αλλά τον υπηρέτη του Αγαμέμνονα θα τον παίξει ο Καραγκιόζης”. “Ε, βέβαια, να παίξει κάτι και ο Καραγκιόζης, μην τον αφήσουμε απέξω τον καημένο!” “Στους “Βατράχους”, ο Διόνυσος πηγαίνει στον κάτω κόσμο για να βρει τον Αισχύλο και τον Ευριπίδη. Κι εδώ θα παίζει ο Καραγκιόζης, θα είναι ο υπηρέτης του Διονύσου. Αλλά το πιο ωραίο σε αυτή τη διασκευή είναι ότι ο Αισχύλος θα λέγεται Αισχυλάκης και θα είναι ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Ευριπίδης θα λέγεται Ευριπιδάκης και θα είναι ο Μάνος Χατζιδάκις!” “Χαχαχά! Καταπληκτική ιδέα! Το ξέρει ο Μάνος;” “Οχι, του το φυλάμε για έκπληξη, θα το δει στην παράσταση”. “Χαχαχά! Ε ρε γέλια που έχουμε να κάνουμε! Λοιπόν, θα έρχεστε εδώ και θα μου λέτε τις ιδέες σας, θα δουλεύουμε μαζί. Εσείς θα λέτε κι εγώ θα φτιάχνω.” “Ωραία, να μιλήσουμε για την αμοιβή σου.” “Ασε μωρέ την αμοιβή μου, όταν υπάρχει μια ωραία ιδέα, τα λεφτά έρχονται από μόνα τους!” μου λέει σαν σωστός Αιγόκερως. “Οκ τότε. Από την άλλη βδομάδα πιάνουμε δουλειά!” λέμε με με τον Λέκκα και σηκωνόμαστε να φύγουμε. “Που πάτε;” μας σταματά η Φανή. “Θα κάτσετε να φάτε μαζί μας. Εχω μπιφτέκια και σταμναγκάθι”.
Αρχίσαμε να ανεβαίνουμε στο Μαρούσι και να δουλεύουμε. Οι φιγούρες και τα σκηνικά της “Ιφιγένειας εν Αυλίδι” βγήκαν σχετικά εύκολα. Του έλεγα τους ρόλους και ο Σπαθάρης σχεδίαζε με ένα τόσο δα μολυβάκι, μετέφερε το πατρόν σε ένα σκληρό χαρτόνι και μετά με ένα σφυράκι κι ένα κοπίδι έκανε τα σκαλίσματα. Οταν άρχισε όμως τις φιγούρες για τους “Βατράχους” τα βρήκε σκούρα. Για να γίνουν έπρεπε να πάρει δέρμα από λευκό μοσχάρι και να το ξύσει με ένα κομμάτι γυαλί μέχρι να αποκτήσει διαφάνεια. Ανεβαίνω μια μέρα στο σπίτι του και τον βλέπω νευριασμένο. “Εφαγα τα χέρια μου να ξύνω! Τι ήθελα και σε άκουσα; Πιάσε ένα γυαλί και ξύνε, μην τα πετάξω όλα από το παράθυρο!” Ομως δεν είναι μόνο το δέρμα. Αντιμετωπίζει και προβλήματα όταν φτάνει η στιγμή να σχεδιάσει τις φιγούρες. “Προσπαθώ να φτιάξω τα βατράχια και μου βγαίνουν σαν αστροναύτες!” γκρινιάζει. “Ευγένιε, γιατί δεν δοκιμάζεις να τα φτιάξεις ανφάς;” του λέει ο Λέκκας. “Ανφάς; Αφού όλες οι φιγούρες του Καραγκιόζη είναι προφίλ. Πως θα τα κάνω ανφάς μανάρι μου;” και την ίδια στιγμή πιάνει το μολυβάκι του και σχεδιάζει. “Ετσι δηλαδή;” και μας το δείχνει. “Ετσι!” “Πρώτη φορά γίνεται αυτό στον Καραγκιόζη! ” Και την ίδια στιγμή μουρμουρίζει, “Μωρέ αν δεν τρελαθώ μαζί σας δεν θα τρελαθώ ποτέ!” Ερχεται η Φανή και πάμε όλοι μαζί στο ταβερνάκι να το γιορτάσουμε. Ο Σπαθάρης τρώει λιτά, συνήθως ψάρι, πίνει το κρασάκι του και το τέλος σηκώνεται και ρίχνει και μια ζεμπεκιά.
Εχω γράψει τα κείμενα και τους στίχους για τα τραγούδια. Ο Λέκκας έχει κάνει τις μουσικές και ο Ευγένιος έχει τελειώσει τις φιγούρες και τα σκηνικά. “Θα χρειαστώ βοηθούς” μου λέει. Φέρνω δυό φίλους μου, τον Γιώργο Ευσταθίου και τον Θοδωρή Αραβάνη. Μαζί με εμένα είμαστε οι τρεις τυχεροί, που ο Σπαθάρης μας μαθαίνει τα μυστικά της τέχνης του: Πως βγαίνει η φιγούρα στο μπερντέ, πως περπατάει, πως κινείται όταν μιλάει και το πιο δύσκολο, πως γυρνάει από τη μια μεριά στην άλλη. Μας δείχνει πως να κρατάμε τις μεταλλικές βέργες, τις “σούστες”, που συγκρατούν τις φιγούρες. “Το σώμα σας πρέπει να ακολουθεί την κίνηση της φιγούρας. Σκύβει η φιγούρα; Θα σκύβετε κι εσείς. Περπατάει μπροστά; Θα περπατάτε μαζί της. Εμφανίζεται απότομα στον μπερντέ; Θα χτυπάτε πρώτα το δεξί σας πόδι και μετά θα την βγάζετε στη σκηνή.” Μαζί με αυτά μαθαίνουμε πως μπορούμε με απλά μέσα, να κάνουμε τα οπτικά, τα ηχητικά αλλά μερικές φορές και τα οσφρητικά εφέ: “Με ένα φακό, που κινείται πάνω στο πανί, κάνουμε το φεγγάρι, με ένα τενεκέ με καψούλια κάνουμε τον παφλασμό της θάλασσας, με μια λαμαρίνα που την κουνάμε πέρα-δώθε κάνουμε την βροντή, όταν εμφανίζεται κάποια φιγούρα να λιβανίζει, καίμε λιβάνι, όταν έχει ομίχλη φυσάμε στον μπερντέ τον καπνό από το τσιγάρο, ακόμα και όταν σουβλίζουν τον Αθανάσιο Διάκο, μερικοί, για να έχει αληθοφάνεια, καίνε ξύγκι!”
Φτάνει η μέρα της παράστασης. Ο Φιλοπρόοδος Ομιλος Υμηττού είναι γεμάτος κόσμο. Ερχεται και ο Χατζιδάκις με πολλούς συνεργάτες του Τρίτου. Τα φώτα σβήνουν και αρχίζει η παράσταση με την “Ιφιγένεια εν Αυλίδι”. Πίσω από τον μπερντέ, ο Σπαθάρης με τους βοηθούς του, αρχίζει να παίζει. Είναι μια συγκλονιστική στιγμή, κάθε φορά που εμφανίζεται κάποια από τις υπέροχες σκαλιστές φιγούρες, ο κόσμος χειροκροτεί με ενθουσιασμό. Οι μαγικές σκιές του κινούνται αργά, με σοβαρότητα, οι φωνές, που τις κάνει όλες ο Ευγένιος, νομίζεις ότι τις παίζουν διαφορετικοί ηθοποιοί. Ιδίως οι γυναικείοι ρόλοι, είναι τόσο δραματικοί και έχουν ένα τέτοιο ηθικό ανάστημα που ξεχνάς ότι είναι θέατρο σκιών, ξεχνάς ότι είναι άντρας αυτός που τις κάνει, νομίζεις ότι παίζουν η Παξινού με τον Μινωτή. Από το πλάι του μπερντέ βλέπω κάτω στην πλατεία τον Χατζιδάκι, σαν παιδάκι, με ανοιχτό το στόμα, να παρακολουθεί με θρησκευτική ευλάβεια τον τελικό μονόλογο της Ιφιγένειας: “Πατέρα και μητέρα μου μην κλαίτε. Aποφάσισα να θυσιαστώ για το καλό της πατρίδος. Δίνω τη ζωή μου στην Ελλάδα, εμπρός θυσιάστε με και εύχομαι οι θεοί να σας βοηθήσουν να κατακτήσετε την Τροία. Γιατί οι Ελληνες πρέπει να υποτάξουν τους βάρβαρους και όχι οι βάρβαροι τους Ελληνες!” Και τη στιγμή που βάζει η Ιφιγένεια το λαιμό της στο βωμό, φεύγει το πανί του μπερντέ, έχουμε όλοι σκύψει για να μη φαινόμαστε και έχουμε αντικαταστήσει τις φιγούρες, με κούκλες, και παίζουμε πια σαν κουκλοθέατρο. Με μια πετονιά κατεβάζω ένα ελάφι πάνω στο βωμό, “σιγά, σιγά, μη βιάζεσαι!” μου ψιθυρίζει ο Σπαθάρης, ακούγεται θριαμβευτική μουσική, τραβάω την Ιφιγένεια κι αφήνω το ελάφι πάνω στο βωμό. “Ελληνες!” φωνάζει ο Σπαθάρης με τη φωνή του μάντη Κάλχα. “Η θεά Αρτεμις, δεν θέλησε να θυσιαστεί η Ιφιγένεια! Να, κοιτάξτε! Πάνω στο βωμό…” αλλά πλέον δεν ακούγεται. Το κοινό από την άλλη μεριά του μπερντέ, φωνάζει, σφυρίζει, χειροκροτεί και τον αποθεώνει.
Γίνεται διάλειμμα και παίρνουμε μια ανάσα. Μετά αρχίζουμε να ετοιμάζουμε τα σκηνικά και τις φιγούρες για τους “Βατράχους”. Επειδή είναι δερμάτινες, τις έχουμε μέσα σε μια βαλίτσα για να μη σκεβρώσουν. “Που είναι ο λόρδος;” με ρωτάει ο Σπαθάρης. Λόρδο έλεγε τον Λέκκα. “Εξω, μιλάει με τον Χατζιδάκι”. Δεν προλαβαίνω να τελειώσω τη φράση μου και τους βλέπω να έρχονται καμαρωτοί-καμαρωτοί κι οι δύο. Και πριν προλάβουμε να τον σταματήσουμε, ο λόρδος ανοίγει τη βαλίτσα, βγάζει τη φιγούρα του Χατζιδάκι και του τη δείχνει! “Να κοίτα Μάνο, φοράτε τα ίδια ρούχα!” Ο Σπαθάρης το βλέπει και είναι έτοιμος να τον σκοτώσει. “Αει, καημένε Δημητράκη, μας χάλασες την έκπληξη!” του λέει νευριασμένος και αρπάζει τη φιγούρα από τα χέρια του Χατζιδάκι, που έχει λυθεί στα γέλια. “Μα το ήξερε, του το είχαν πει ότι τον έχουμε κάνει φιγούρα!” δικαιολογείται ο Λέκκας. “Επρεπε να μου το είχατε πει πιο νωρίς, να καλέσω και τον Μίκη!” μας λέει ο Χατζιδάκις σκασμένος στα γέλια. Βλέπει όμως τον Σπαθάρη που έχει φουρκιστεί και γυρνάει και του λέει: “Δεν πειράζει Ευγένιε, μη μου στεναχωριέσαι, όταν θα βγει η φιγούρα μου στο μπερντέ, θα κάνω σα να την βλέπω για πρώτη φορά!”
Νευριασμένος κι εγώ, ανοίγω τη βαλίτσα με τις φιγούρες. Πάω να βγάλω τη φιγούρα του Χάρου και τη βλέπω να έχει διπλώσει και να έχει γίνει σαν ρολό! Το βλέπει ο Σπαθάρης, γουρλώνει τα μάτια, “Στο είπα! Δεν στο είπα; Οι δερμάτινες φιγούρες σκεβρώνουν! Τι θα κάνω τώρα που ο Χάρος έγινε σα ντονέρ; Πως θα τον βγάλω στο μπερντέ;” Δεν λέω τίποτα, έτσι που τον βλέπω αγριεμένο, κινδυνεύω να φάω καμιά σφαλιάρα. Πιάνει τη φιγούρα, την ξεδιπλώνει στο πάτωμα, βάζει από πάνω τη βαλίτσα και ανεβαίνει κι ο ίδιος από πάνω. Το θέαμα είναι αστείο και συμβολικό συγχρόνως: O Eυγένιος Σπαθάρης πατάει τον Χάρο! Με τα πολλά, ο Χάρος έρχεται στα ίσια του, τον βγάζει στο μπερντέ και τον κάνει να χορέψει ένα φοβερό ζεϊμπέκικο, σαν κι αυτά που χόρευε ο ίδιος στο ταβερνάκι. Κάθομαι και τον χαζεύω. “Μην αφαιρένεσαι!” με ξυπνάει από τις σκέψεις μου. “Πιάστε όλοι τα βατράχια! Οταν σας δώσω το σύνθημα, θα τα βγάλετε από όλες τις πλευρές του μπερντέ! Και κολλητά στο πανί, ε;” Το χειροκρότημα για τη ζεμπεκιά του Χάρου δεν έχει καταλαγιάσει, βγαίνουν τα βατράχια και τραγουδούν “Βρεκεκέξα κουάξα κουάξα βρέ!” και στην πλατεία γίνεται πανζουρλισμός! Ο κόσμος χειροκροτεί ενθουσιασμένος. Και πριν προλάβουν να συνέλθουν από την έκπληξη, βγαίνουν στο πανί ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης. “Μπράβο! Μπράβο!” ακούω τον Χατζιδάκι να φωνάζει και βλέπω τους θεατές να έχουν σηκωθεί όρθιοι και να χειροκροτούν ρυθμικά.
“Είναι από τα πιο μαγικά πράγματα που έχω δει στη ζωή μου!” μας λέει ο Χατζιδάκις όταν ήρθε να μας χαιρετήσει έναν-έναν. “Σας περιμένω στον “Μαγεμένο Αυλό” να φάμε”. Τον συνοδεύω προς την έξοδο, και ξαφνικά, σε μια γωνιά βλέπω την μανούλα να μου κάνει νόημα. Μας πλησιάζει ντροπαλά. “Πολύ ωραία παράσταση” μου λέει και βλέπω πως είναι συγκινημένη. “Μάνο, αυτή είναι η μανούλα μου”. Σκύβει και της φιλάει το χέρι. “Κυρία μου συγχαρητήρια, ο γιος σας έχει πολύ ταλέντο!”. Η Αννούλα χαμογελάει ευχαριστημένη. “Να τον προσέχετε, είναι πολύ ευαίσθητο παιδί” του λέει αμήχανη. “Οι ευαίσθητοι είναι οι πιο δυνατοί άνθρωποι” της απαντάει και πάει να την χαιρετήσει, η μανούλα τον αγκαλιάζει, “Σας ευχαριστώ. Σας ευχαριστώ για όσα κάνετε για τον Γιώργο!” Επειτα σκύβει με τρόπο στο αφτί μου. “Εφτιαξα γεμιστά. Ελα αύριο να σου δώσω”.
Στον “Μαγεμένο Αυλό” πήρα αυτό που λέω “το πτυχίο μου”. Αφού φάγαμε και ήπιαμε, έδωσα στον Χατζιδάκι το κείμενο των “Βατράχων” και τον παρακάλεσα να γράψει κάτι. Εβγαλε την Mont Blanc και έγραψε: “Αγαπητέ και λατρευτικέ Παβριανέ. (Εγραφε το Παυριανός με “β”, γιατί με “υ” του θύμιζε την “Αυριανή”, μια σιχαμένη εφημερίδα που τον έβριζε χυδαία). Θερμά συγχαρητήρια για την ποιητική σου αίσθηση ενός γνήσιου λαϊκού χιούμορ που με έθελξε απόψε και μου έδωσε αισιοδοξία και υποσχέσεις για μια ακριβή σταδιοδρομία σου. Με τις πιο θερμές ευχές μου, Μάνος Χατζιδάκις. Τετάρτη 12.12.1978, ώρα 2.30 πρωϊνή”. Και επειδή το ματάκι του είχε δει τους βοηθούς, τον Γιώργο και τον Θοδωρή, σημείωσε στο πλάι της σελίδας: “Xαρά στους βοηθούς, που είναι χαρά ματιών και ελπίδα μιας ακριβής ιδιωτικής παράστασης”. Σχεδίασε μετά ένα πεντάγραμμο και έγραψε τις πρώτες νότες από τη δική του μουσική για τους “Βατράχο.
“Λοιπόν, τι άλλο θα κάνουμε τώρα με τον Καραγκιόζη;” Είναι λίγες μέρες μετά την παράσταση και βρίσκομαι ξανά στην κουζίνα του σπιτιού του Σπαθάρη, που είναι πια το στρατηγείο μας. Εκεί, η ακούραστη Φανή μας μαγειρεύει όλα τα καλά. Εχω γίνει πλέον μέλος της οικογένειας. Με τα παιδιά του, τη Μένια και τον Σωτήρη, είμαστε σαν αδέλφια. Γάτες με πολύ αστεία ονόματα, “Φιρφιρίκος”, “Ντοντόνα”, “Λίγδα”, “Κουφοντίνα”, κυκλοφορούν ανάμεσα στα πόδια μας. Ο αλησμόνητος δάσκαλος Τάσος Λιγνάδης, κριτικός της ποίησης και του θεάτρου, πατέρας του Δημήτρη Λιγνάδη και λάτρης του Καραγκιόζη, μου έχει προτείνει να πάμε μια περιοδεία στα ακριτικά νησιά και να παίξουμε τον “Μεγαλέξανδρο και το καταραμένο φίδι” σε απομακρυσμένα χωριά. Το λέω στο Σπαθάρη. “Να πάμε μανάρι μου, να πάμε. Ποιός θα πληρώσει τα έξοδα;” “Το Ιδρυμα Βασιλεύς Παύλος”. Χαμογελάει. “Είχα γνωρίσει τη γυναίκα του, τη βασίλισσα Φρειδερίκη. Είχε έρθει σε μια έκθεσή μου στο Ζάππειο. Πολύ κυρία, με τις γούνες της, με τα όλα της. “Εσύ μεγκάλο καλλιτέχνης” μου είπε. “Να έρτει στο παλάτι να παίξει Καραγκιόζη στα παιντιά μου!” και μου έδωσε το χέρι της να το φιλήσω. Εγώ έκανα πως δεν κατάλαβα και την χαιρέτησα με χειραψία”. “Και πήγες στο παλάτι για να παίξεις;” ” Είσαι με τα καλά σου; Ο Καραγκιόζης είναι για το λαό, δεν είναι για τους βασιλιάδες. Της έστειλα κάτι καραγκιοζάκια και αυτό πολύ της ήταν!”
Παίξαμε στα περισσότερα ακριτικά νησιά. Πήγαμε στη Ρόδο, στη Σύμη, στη Λέσβο, στη Χίο, στη Σάμο, στην Ικαρία. Εκεί κατάλαβα πόσο σκληρή ήταν η ζωή που είχε περάσει. Μόνος τις περισσότερες φορές, με τα λιγοστά μέσα μεταφοράς, έπρεπε να φτάσει στον τόπο που θα έπαιζε, να στήσει τη σκηνή του, να παίξει, να ξεστήσει, να τα μαζέψει, να πάει αλλού και να επαναλάβει από την αρχή όλη τη διαδικασία. “Οσο θυμάμαι τον εαυτό μου, είμαι με μια βαλίτσα στο χέρι και με ένα μπερντέ στην πλάτη. Ολη μου τη ζωή την έχω συνδέσει με τις παραστάσεις του Καραγκιόζη” μου λέει ενώ πίνουμε τα ουζάκια μας στην παραλία και περιμένουμε να έρθουν τα μουλάρια που θα μας πάνε στα ορεινά χωριά της Ικαρίας. Τον ακούω, έχω μεθύσει για τα καλά, φτάνουν τα μουλάρια, φορτώνω τη βαλίτσα και τη σκηνή στο ένα, στα άλλα δύο ανεβαίνουμε εμείς. Φτάνουμε σε ένα χωριό που λέγεται Ακαμάτρα, στήνουμε τη σκηνή, έρχεται όλο το χωριό να δει, αρχίζουμε την παράσταση. Είναι απόλαυση να παρακολουθείς τον Σπαθάρη όταν παίζει. Αυτοσχεδιάζει με το παραμικρό, ένας ήχος, μια φράση, του δίνουν ευκαιρία για να πει ένα καλαμπούρι. Ενώ μιλάει ο Καραγκιόζης με τον Μπέη, ένα από τα μουλάρια μας αρχίζει να γκαρίζει. Και ο Σπαθάρης με τη φωνή του Καραγκιόζη: “Aκούς Μπέη μου; Σε φωνάζει ο αδελφός σου!” Μετά από λίγο, ο Αλέξανδρος πρέπει να πει “Θεέ μεγαλοδύναμε, μεγάλο το όνομά σου, φύλλο δεν πέφτει από δεντρί, χωρίς το θέλημά σου!” και εγώ πρέπει να βάλω μια μουσική από το μαγνητόφωνο. “Κάτι έπαθε το μαγνητόφωνο. Δεν παίζει” του ψιθυρίζω. Και ο Σπαθάρης: “Θεέ μεγαλοδύναμε, μεγάλο το όνομά σου, κάνε να πάρουνε μπροστά, τα μαγνητόφωνά σου!” λέει και ω! του θαύματος! το μαγνητόφωνο αρχίζει να παίζει!
Το 1986, ο Νίκος Πιλάβιος μας πρότεινε να κάνουμε την “Οδύσσεια” σε 27 ημίωρα επεισόδια για την τηλεόραση της ΕΡΤ. Δεχόμαστε και το “Τρίο Μπελκάντο”, όπως έχει βαφτίσει την ομάδα μας ο Σπαθάρης, πέφτει με τα μούτρα στη δουλειά. Με τον Λέκκα αποφασίζουμε κάθε επεισόδιο να έχει και ένα τραγούδι, που θα το λέει ένας γνωστός τραγουδιστής.”Θα κάνουμε το πρώτο μιούζικαλ στην ιστορία του θεάτρου σκιών!” αναγγέλλω στον Σπαθάρη πανευτυχής. “Μωρέ εσείς θα με τρελάνετε! Τι ήθελα και έμπλεξα μαζί σας;” και μετά από λίγο “Δηλαδή πως θα είναι ντυμένος ο Οδυσσέας; Ο Καραγκιόζης θα παίξει; Η Καλυψώ ήταν ξανθιά ή μελαχρινή;” Η Χάρις Αλεξίου, ο Γιώργος Νταλάρας, ο Γιάννης Πάριος, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, η Μαρία Δημητριάδη, ο Αντώνης Καλογιάννης, η Δόμνα Σαμίου, η Δήμητρα Γαλάνη, η Ελένη Δήμου και πολλοί άλλοι, τραγούδησαν στα 27 επεισόδια της “Οδύσσειας”! Η Εθνική Ελλάδος Τραγουδιστών! Οταν όμως ο Γιώργος Ζαμπέτας είπε το τραγούδι του Κύκλωπα “Ημουν των θεών ποιμένας, στων Κυκλώπων το νησί, ώσπου ήρθε ο Κανένας και με πότισε κρασί…” έγινε χαλασμός! Το επεισόδιο μεταδόθηκε ξανά μετά από απαίτηση των τηλεθεατών της ΕΡΤ.
Χρόνια μετά, το 2009, είμαι πάλι σπίτι του, στη αγαπημένη μας κουζίνα. Εχω ετοιμάσει για την εφημερίδα “Τα Νέα” ένα αφιέρωμα στο έργο του. Θα βγουν 4 DVD με παραστάσεις του και έχω έρθει εδώ για να διαλέξουμε φιγούρες και για να μου δώσει μια συνέντευξη. “Πόσα χρόνια γνωριζόμαστε Ευγένιε;” “Ουου! Είναι πολλά τα χρόνια”. “Τι σκέφτηκες όταν με είδες για πρώτη φορά;” “Να ένας παλαβός!” “Θυμάσαι τη δουλειά, το τρέξιμο,την αγωνία, τα ξενύχτια;” “Ε, πως να τα ξεχάσω όλα αυτά;” Μιλάει και συγχρόνως διαλέγει φιγούρες και τις τοποθετεί σε μια βαλίτσα. Τον παρατηρώ καθώς τρέχει από εδώ κι από εκεί. Ηταν 50 χρονών όταν τον γνώρισα και τώρα πρέπει να είναι πάνω από 80. Διατηρεί όμως τη ζωντάνια και τον αυθορμητισμό του. ” Που έβαλα τον Χατζιδάκι; Πιάσε από εκεί τον Κύκλωπα! Βγάλε τις σούστες από τα Βατράχια! Γρήγορα, μην κοιμάσαι!” Εκτελώ τις εντολές του χωρίς αντίρρηση. Είναι ο δάσκαλός μου, ο μέντοράς μου, αυτός που μου έμαθε να δημιουργώ ομορφιά με τις μαγικές σκιές του. Βλέπω σε μια γωνιά το Χάρο και του θυμίζω το περιστατικό. Γελάει. “Που τα θυμάσαι όλα αυτά; Πιάσε από εκεί τον Καραγκιόζη!”
Τελειώνει με τις φιγούρες και κατεβαίνουμε στον κάτω όροφο. Τον έχει μετατρέψει σε Μουσείο. Εδώ μέσα είναι τα έργα μιας ζωής. “Τι είναι αυτή η συνέντευξη που θέλεις να κάνουμε;” “Σκέφτηκα να μου μιλήσεις για όλη τη ζωή σου και να την βάλουμε στο τελευταίο DVD”. “Ε, ρώτα με ότι θέλεις, να τελειώνουμε!” Κι εκεί, ανάμεσα στις φιγούρες, τα σκηνικά, τις βαλίτσες, τα μετάλλια, τις διακρίσεις, τα βραβεία, μου διηγήθηκε τη ζωή του. Για τον πατέρα του, τον μεγάλο καραγκιοζοπαίχτη Σωτήρη Σπαθάρη. Για τις πρώτες του παραστάσεις. Για την Γερμανική Κατοχή και την πείνα. Για τον έρωτά του με τη Φανή. Για τις περιοδείες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Για τον Χατζιδάκι, τον Τσαρούχη, τον Κουν, την Καρέζη και το “Μεγάλο μας Τσίρκο”, την Επίδαυρο. Για τις εκπομπές στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Για τις προσπάθειες να βγάλει τον Καραγκιόζη από την αφάνεια και την ανυποληψία. “Γλυκό ψωμί δεν έφαγα, λεφτά πολλά δεν έβγαλα, μια ζωή στο τρέξιμο με τον Καραγκιόζη. Ευτυχώς έχω τη γυναίκα μου, τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου, μα πάνω από όλα έχω τον αγαπημένο μου Καραγκιόζη. Θα ήθελα να πεθάνω με τη φιγούρα του αγκαλιά.” “Τι είναι αυτά που λες; Εχεις να φας πολλά καρβέλια ακόμα δάσκαλε!” “Δάσκαλος και κολοκύθια τούμπανα! Εμείς θα φύγουμε μια μέρα. Ο Καραγκιόζης δεν πρέπει να πεθάνει. Νύχτωσε. Κουράστηκα. Να σταματήσουμε εδώ”. “Ε, πες κάτι για να κλείσουμε!” “Τι να πω; Κυρίες μου και κύριοι και αγαπημένα μου παιδιά, η παράστασή μας έλαβε τέλος. Γεια σας! Γεια σας!”… Ηταν η τελευταία του συνέντευξη. Πέθανε μια βδομάδα αργότερα, έτσι όπως ήθελε. Με τον Καραγκιόζη του αγκαλιά…
Σχόλια για αυτό το άρθρο