Το σχολείο μας ήταν το 14ο Δημοτικό Σχολείο Πατρών. Βρισκόταν στην αριστερή πλευρά του παραλιακού δρόμου που πάει προς την Ολυμπία, στην Ακτή Δυμαίων. Είχε δύο μεγάλες αίθουσες και στη μέση μια μικρότερη, το γραφείο των δασκάλων. Στο γραφείο αυτό έφερναν τους άτακτους μαθητές, τραβώντας τους από το αυτί και με τη βέργα ή με χαστούκια, τους έκαναν μαύρους στο ξύλο. Το ξύλο έπεφτε άφθονο εκείνη την εποχή, μιλάμε για τα τέλη της δεκαετίας του ΄60. Είχε προβληθεί και η ταινία “Το ξύλο βγήκε απ΄τον Παράδεισο” και οι δάσκαλοι μοίραζαν τα χαστούκια με κάθε ευκαιρία. Και οι γονείς όμως, συμφωνούσαν με αυτή την εκπαιδευτική μέθοδο. Οταν με πήγε η μανούλα, πρωτάκι στο σχολείο, είπε στο δάσκαλο : “Δάσκαλε, δικό σου το κρέας, δικά μου τα κόκαλα!” εννοώντας ότι τον εμπιστευόταν να τιμωρήσει το σώμα, το κρέας, χωρίς όμως να μου σπάσει τα πλευρά ή το κεφάλι! Και μαζί με εμένα, του παρέδωσε και μια βέργα από λυγαριά, που δεν σπάει εύκολα, για να με δέρνει. Ακόμα και τώρα που το γράφω ανατριχιάζω όταν θυμάμαι το ξύλο με τη βέργα. Απλώναμε το χέρι με ανοιχτή την παλάμη και ο δάσκαλος αποφάσιζε πόσες βιτσιές θα τρώγαμε. Συνήθως ήταν μια ή δύο, αλλά πολλές φορές αν δεν καθόσουν ήσυχος, έτρωγες και μερικές στην πλάτη ή στα πόδια. Μέσα στην απόγνωσή μας, κάναμε διάφορα κόλπα για να μην πονάμε και το δημοφιλέστερο τρικ ήταν να τρίψουμε τα χέρια μας, προτού μας δείρουν, με μια τσουκνίδα. Ηταν τέτοιο το κάψιμο της τσουκνίδας που μετά οι βιτσιές του δάσκαλου μας φαίνονταν σαν χάδι. Ομως η τσουκνίδα δεν ήταν λύση. Επρεπε να κάνω κάτι άλλο για να γλιτώσω το ξύλο. Επρεπε να γίνω άριστος μαθητής.
Η σχολική χρονιά άρχιζε με αγιασμό. Πηγαίναμε λοιπόν το πρωί, φρεσκολουσμένοι και φρεσκοκουρεμένοι, στο ναό των Αγίων Αποστόλων, που ήταν δίπλα στο σχολείο μας, για τη λειτουργία. Ο παπα–Καμπέρος, ένας ψηλός, όμορφος τραγόπαπας, που δεν είχε αφήσει ήσυχη ούτε γάτα θηλυκή, ράντιζε με αγιασμό τον καθένα μας ξεχωριστά και εμείς ρίχναμε ένα νόμισμα σε ένα κουτί που κράταγε ο διάκος. Υστεραστοιχημένοιβγαίναμε από την εκκλησία στο προαύλιο. Εκεί μας περίμεναν οι δάσκαλοι και οι μανάδες μας. Πολύ σπάνια να συνόδευε πατέρας το παιδί του. Συνήθως ήταν οι μανάδες μας, ντυμένες, στολισμένες, με μαλλί λάχανο, που μας παρέδιδαν στους δασκάλους. Ο διευθυντής του σχολείου έβγαλε λόγο, ξεκίνησε με συμβουλές για πειθαρχία και αφοσίωση στα μαθήματα και κατέληξε σε εθνικιστικές κορώνες: “Ζήτω η Πατρίς! Ζήτω το Εθνος! Ζήτω ο Βασιλεύς!” Μετά μας μοίρασαν τα βιβλία, που τα παίρναμε με δέος και τα βάζαμε στις τσάντες, μαζί με τις κασετίνες. Αχ! αλησμόνητη μυρωδιά του δέρματος από τις τσάντες, του ξύλου από τις κασετίνες και του φρεσκοτυπωμένου χαρτιού από τα βιβλία! Πάντα θα μου θυμίζετε τα σχολικά μου χρόνια!
Μπαίναμε στις τάξεις κι οι δάσκαλοι άρχιζαν το μάθημα.Ρούφαγα σαν σφουγγάρι, κάθε λέξη, κάθε πληροφορία, ότι άκουγα και διάβαζα. Ομως δεν ήταν όλοι οι συμμαθητές μου τόσο συγκεντρωμένοι στην διδασκαλία. Ιδίως τα κορίτσια αφαιρένονταν συχνά και υπήρχε λόγος σοβαρός γι΄αυτό. Μπροστά στο σχολείο μας ήταν μια μεγάλη αυλή με δύο μπασκέτες. Εκεί, την ώρα του μαθήματος έπαιζαν μπάσκετ ή έκαναν μονόζυγο οι αθλητές του “Αρίωνα” Πατρών. Τα κορίτσια μέσα από την αίθουσα κάθονταν και χάζευαν. Μια μέρα, η κυρία Κατερίνα, η δασκάλα μας, μιλούσε για τον Μωάμεθ: “…και μετά ο Μωάμεθ έγραψε το Κοράνι. Εκεί, υπόσχεται στους πιστούς, πως αυτοί που θα σκοτωθούν στο όνομα του Αλλάχ, θα πάνε στον Παράδεισο και εκεί θα τρέχουν ποτάμια μέλι και γάλα, θα υπάρχουν βουνά από πιλάφι…” Η Περάτη, η διπλανή μου, ένα ξανθό κοριτσάκι με κοτσίδες, είχε κολλήσει στο παράθυρο και χάζευε έξω τα αγόρια που είχαν έρθει με τα σορτσάκια τους και τις αθλητικές φανέλες τους και έτρεχαν πάνω-κάτω. Την είδε η κυρία Κατερίνα κι ενώ συνέχιζε να αφηγείται την ιστορία, συγχρόνως πλησίαζε την Περάτη: “…θα υπάρχουν βουνά από πιλάφι λέω, όμορφα κορίτσια, τα ουρί…” κι όλο πλησίαζε προς το μέρος μας. Σκούντηξατην Περάτη, της είπα σιγά, “η κυρία!”, την κλώτσησα κάτω από το θρανίο, τίποτα αυτή! Είχε μείνει ακίνητη σαν μαγεμένη και συνέχιζε να κοιτάει έξω. Οταν πια η κυρία Κατερίνα έφτασε δίπλα της, την αρπάζει από τις κοτσίδες και αρχίζει να της χτυπάει το κεφάλι πάνω στο θρανίο. “Τους μπασκεμπολίστες θα τους δεις ξαναδείς Περάτη! Για τον Μωάμεθ όμως δεν θα ξανακούσεις!” ούρλιαζε και δώστου να της κοπανάει το κεφάλι. Σταμάτησε μόνο όταν είδε να τρέχουν αίματα από την μύτη της Περάτη. Σα να μην είχε συμβεί τίποτα, την άφησε μισολιπόθυμη και συνέχισε το μάθημα. Είδα κι έπαθα για να τη συνεφέρω!
“Επάγγελμα πατρός;” με ρώτησε η κυρία Μαργαρίτα.Ημουν στην πρώτη τάξη και ήταν η πρώτη δασκάλα μου. “Εργάτης. Εδώ δίπλα, στο εργοστάσιο” της απάντησα. Δίπλα στο σχολείο μας ήταν το εργοστάσιο χαρτοποιίας Λαδόπουλου. Οι περισσότεροι από τους πατεράδες των συμμαθητών μου, δούλευαν εκεί εργάτες. “Θέλεις κι εσύ να γίνεις εργάτης;” “Οχι κυρία!” “Ακου παιδί μου, αν δεν θέλεις να γίνεις κι εσύ εργάτης, ένας τρόπος υπάρχει. Να μάθεις γράμματα. Κατάλαβες;” Οχι μόνο κατάλαβα αλλά ρίχτηκα με τα μούτρα στο διάβασμα. Κι όχι μονάχα στα σχολικά βιβλία. Οπως είπα ο πατέρας μου δούλευε στην χαρτοποιία Λαδόπουλου. Εκεί έφερναν τεράστιες μπάλες με βιβλία και περιοδικά. Τις έριχναν μέσα σε στέρνες, τις έκαναν πολτό και μετά χαρτόνι. Προτού λοιπόν να ρίξει αυτές τις μπάλες μέσα στην στέρνα, διάλεγε ότι του έκανε εντύπωση ή, επειδή ήταν και κομμουνιστής, ότι έλεγε το κόμμα ότι έπρεπε να διαβάσουν. Ετσι είχα στο σπίτι μια τεράστια ποικιλία, από τον “Καζαμία” μέχρι το “Ντομινό” και από την “Καλύβα του μπαρμπα-Θωμά” μέχρι το “Πώς δενότανε το ατσάλι”. Μόλις έμαθα ανάγνωση, τα έπιανα το ένα μετά το άλλο και τα διάβαζα χωρίς φυσικά να πολυκαταλαβαίνω τι έλεγαν τα περισσότερα. Οι συμμαθητές μου με βίας διάβαζαν τα σχολικά βιβλία κι εγώ γυρνούσα σπίτι και διάβαζα το “Ρομάντζο” και τη “Διάπλαση των Παίδων”. Με αυτά και με αυτά κατόρθωσα να γίνω ο καλύτερος μαθητής του σχολείου. Κανένας δεν τολμούσε να με δείρει, είχα κερδίσει την εκτίμηση των δασκάλων με το σπαθί μου. Η κυρία Μαργαρίτα ήταν ενθουσιασμένη. Εγινε ο μέντοράς μου. Μου έδινε βιβλία να διαβάσω, το “Ενα παιδί μετράει τα άστρα”, τον “Τρελαντώνη“, το “Είκοσι χιλιάδες λεύγες υπό τη θάλασσα”, τον “Ροβινσώνα Κρούσο“. Μια φορά με πήγε στο αρχαίο Ωδείο και είδα την Νίκη Τριανταφυλλίδη στην “Ερωφίλη” και άλλη μια φορά στο Δημοτικό Θέατρο και είδα την Αλίκη Βουγιουκλάκη στο “Η κόρη μου η σοσιαλίστρια”. Αλλά το πιο σπουδαίο δώρο ήταν στο τέλος κάθε χρονιάς, όταν έπαιρνα το ενδεικτικό με Αριστα 10΄ με τόνο και διαγωγή κοσμιωτάτη.
Ολα πήγαιναν καλά μέχρι την Πέμπτη Δημοτικού. Στην Πέμπτη Δημοτικού εμφανίστηκε στην τάξη ένας καινούργιος μαθητής, ο Ηλιόπουλος. Ηταν ένα συμπαθητικό παιδί, πολύ έξυπνο και μελετηρό. Οι γονείς του είχαν μετακομίσει πρόσφατα στη γειτονιά μας και έτσι αναγκάστηκε να αλλάξει σχολείο και να έρθει στο δικό μας. “Επάγγελμα πατρός;” τον ρώτησε η κυρία Μαργαρίτα στην αρχή της χρονιάς. “Υπάλληλος σε κατάστημα ηλεκτρικών ειδών!” είπε με περηφάνια. “Α, μπα; Μήπως ο πατέρας σου επισκευάζει και ηλεκτρικά σίδερα;” “Βεβαίως, είναι η ειδικότης του”. “Ε, τότε να σου φέρω αύριο ένα σίδερο που έχω, για να το κοιτάξει” του είπε η κυρία Μαργαρίτα και τον έβαλε να κάτσει στο πρώτο θρανίο μαζί μου! Και από εκείνη τη στιγμή, το ενδιαφέρον της, που ως τότε το μονοπωλούσα εγώ, μοιράστηκε στα δύο! Γιατί δεν ήταν μόνο η επιμέλεια και η δουλειά του πατέρα του που τον έκανε να ξεχωρίζει, ήταν πολύ καλός και στην απαγγελία! Μέχρι τότε, στα κείμενα, στα ποιήματα και στα θεατρικά, ήμουν εγώ ο πρωταγωνιστής. Τώρα ήμουν αναγκασμένος να τα μοιραστώ με τον Ηλιόπουλο! Ετσι, στην παράσταση της 25ης Μαρτίου, στο “Βασίλη κάτσε φρόνιμα να γίνεις νοικοκύρης” αντί για την Περάτη που θα έπαιζε τη μάνα μου, έβαλε τον Ηλιόπουλο να παίξει τον πατέρα μου. Του έδωσε και ένα μεγάλο τσιγγελωτό μουστάκι, ενώ σε εμένα που έπαιζα το γιο του, μου έδωσε ένα μουστακάκι τόσο δα, σαν του Χίτλερ. Και σα να μην έφταναν όλα αυτά, ήρθε και το θέμα του βασιλιά να με αποτελειώσει!
Στις 18 Σεπτεμβρίου 1964, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος παντρεύτηκε την Αννα Μαρία. Οι βασιλικοί γάμοι έγιναν με μεγαλοπρέπεια στη Μητρόπολη. Μετά το γάμο, το βασιλικό ζεύγος άρχισε να επισκέπτεται διάφορες περιοχές της Ελλάδος, για να δει η νύφη τη χώρα της. Αποφάσισαν να πάνε και στην Πελοπόννησο κι έτσι αναγκαστικά θα πέρναγαν από την Ακτή Δυμαίων, μπροστά από το σχολείο μας.Οταν οι δάσκαλοί μας το έμαθαν, έκαναν σύσκεψη και αποφάσισαν να τους ετοιμάσουν υποδοχή. Ολα τα παιδιά θα περίμεναν σε παράταξη έξω στο δρόμο και μπροστά θα έμπαινε ο καλύτερος μαθητής με τη σημαία του σχολείου, δηλαδή εγώ, που κάθε χρόνο έπαιρνα ενδεικτικό με Αριστα 10΄ με τόνο και διαγωγή κοσμιωτάτη. ” Τη σημαία θα την κρατήσει ο Ηλιόπουλος” μου λέει ο Διευθυντής μας, ο κύριος Αθανασάκης. “Τι να σου κάνω Παυριανέ; Μπορεί να είσαι ο πρώτος μαθητής αλλά ο πατέρας σου είναι κομμουνιστής. Και οι κομμουνισταί δεν σέβονται ούτε τη σημαία, ούτε την πατρίδα, ούτε τον βασιλιά. Ομως, για να μην σε αδικήσω, θα ντυθείς τσολιάς και θα σταθείς δίπλα στον Ηλιόπουλο σαν παραστάτης της σημαίας”. Ετρεξα στη κυρία Μαργαρίτα. Την παρακάλεσα να επέμβει. “Δεν μπορώ να κάνω τίποτα Γιωργάκη, μίλησα με τον κύριο Αθανασάκη, έχει πάρει τις αποφάσεις του” μου είπε λυπημένη.
Στο μεσημεριανό τραπέζι με έπιασαν τα κλάματα. “Τι έχεις;” μου λέει η μανούλα. ” Θα περάσει ο βασιλιάς μπροστά από το σχολείο και δεν μου δίνουν να κρατήσω τη σημαία γιατί ο μπαμπάς είναι κουμουνιστής!” λέω δυνατά για να το ακούσει ο πατέρας μου που έτρωγε σκεφτικός τα μακαρόνια του. Μόλις το ακούει, τινάζεται πάνω, “Την Παναγία μου, το Χριστό μου, νομίζεις πως για αυτό σε στέλνω στο σχολείο; Για να κρατάς κοντάρι στο βασιλιά;” μου λέει έξαλλος και εκσφενδονίζει το πιάτομαζί με τα μακαρόνια στο ταβάνι.Το πιάτο, σαν να έγινε κάποιο μαγικό τρικ, κόλλησε στο ταβάνι και δεν έπεφτε, μόνο κάτι μακαρόνια γλιστρούσαν από τα πλάγια σανσκουληκαντέρες και έπεφταν κάτω. Η μανούλα έβαλε τις φωνές, του θύμισε πως πριν δύο χρόνια η Φρειδερίκη είχε δώσει στην αδελφή μου ένα βιβλιάριο απόρων κορασίδων με 500 δραχμές, έστησαν καυγά. Κατάλαβα πως οι γονείς μου δεν θα μπορούσαν να με βοηθήσουν. Επρεπε εγώ να βρω κάποια λύση. Σκούπισα τα δάκρυά μου, σηκώθηκα, πήγα στην ντουλάπα και άρχισα να ψάχνω για την στολή του τσολιά. Ενα σατανικό σχέδιο είχε αρχίσει να σχηματίζεται στο μυαλό μου… Εφτασε η μεγάλη μέρα της επίσκεψης του βασιλιά. Στον παραλιακό δρόμο είχε μαζευτεί πλήθος κόσμου, άντρες, γυναίκες, γριές με λιβανιστήρια και μπουκαλάκια με κολόνια Φουζέρ στα χέρια, παππούδες με φωτογραφίες του βασιλιά και παιδιά ντυμένα τσολιαδάκια. Είναι εδώ και ένα μικρό άγημα στρατού, η μπάντα της Φιλαρμονικής και ο παπα–Καμπέρος με το Ευαγγέλιο κι ένα ματσάκι βασιλικό στο χέρι. Δίπλα του ο διάκος κρατάει ένα ασημένιο δοχείο με αγιασμό. Οι μαθητές, με σημαιάκια στα χέρια, έχουν παραταχθεί κατά μήκος του δρόμου. Είναι και ο Ηλιόπουλος εδώ, με τη σημαία του σχολείου και φυσικά εγώ, ντυμένος τσολιάς. Αστυνομικοί είναι διασκορπισμένοι παντού και προσπαθούν να επιβάλλουν την τάξη. Οι οδηγίες που μας έχουν δώσει οι δάσκαλοι είναι συγκεκριμένες. Μόλις εμφανιστεί το αυτοκίνητο, η μπάντα θα αρχίσει να παιανίζει και το άγημα του στρατού θα παρουσιάσει όπλα. Ο σημαιοφόρος θα κατεβάσει την σημαία κι ο βασιλιάς πρέπει να σταματήσει, να χαιρετήσει στρατιωτικά και μετά να πάει να προσκυνήσει το Ευαγγέλιο. Τότε οι μαθητές θα φωνάξουν όλοι μαζί “Ζήτω ο βασιλεύς!” ο Κωνσταντίνος θα χαιρετήσει στρατιωτικά, θα μπει στο αυτοκίνητό του και θα φύγει. Περιμένω γεμάτος αγωνία. Δίπλα μου ο Ηλιόπουλος με τη σημαία στα χέρια, αυτή την σημαία που θα έπρεπε να την κρατάω εγώ, χαζογελάει ευτυχισμένος. Που να ήξερε τι τον περιμένει…
Από το βάθος του δρόμου εμφανίζεται ένα αυτοκίνητο. Είναι μια ανοιχτή κόκκινη Mercedes. Πλησιάζει προς το μέρος μας, στο τιμόνι είναι ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, νέος, όμορφος και κομψός μέσα στη στολή του. Δίπλα του, η Αννα Μαρία, συμπαθητική, λίγο στρουμπουλή, φοράει ένα απλό μπλε ταγιέρ, μια σειρά λευκά μαργαριτάρια στο λαιμό και τα μαλλιά της είναι χτενισμένα με ένα στιλ, που θα γινόταν must τα επόμενα χρόνια στα κομμωτήρια της Πάτρας. “Πώς να σας τα χτενίσω;” ρώταγε η κομμώτρια. “Σαν της Αννας Μαρίας” απαντούσε η πελάτισσα. Το αυτοκίνητο σταματάει, ο βασιλιάς κατεβαίνει, η μπάντα παιανίζει, το άγημα αποδίδει τιμές, ο Ηλιόπουλος κατεβάζει τη σημαία, ο Κωνσταντίνος στέκεται μπροστά του και χαιρετάει στρατιωτικά, ο παπα–Καμπέρος τον πλησιάζει, του δίνει να ασπαστεί το Ευαγγέλιο, τον ραντίζει με αγιασμό, η Αννα Μαρία κάνει τον σταυρό της αδέξια, οι μαθητές φωνάζουν “Ζήτω ο βασιλεύς!”, ο Κωνσταντίνος χαιρετάει και ετοιμάζεται να μπει ξανά στη Mercedes, όταν ξαφνικά, πετάγομαι εγώ, στέκομαι μπροστά του και με δυνατή φωνή αρχίζω να απαγγέλλω ένα ποίημα που είχα ετοιμάσει: “Ω, Κωνσταντίνεβασιλιά κι εσύ Αννα Μαρία, μαζί θα μπούμε νικητές μες στην Αγιά-Σοφία! Για της Ελλάδος την τιμή και το δικό σας στέμμα, όλοι μας ορκιζόμαστε να χύσουμε το αίμα!” Ο κόσμος τα έχασε, δεν ήξεραν τι να κάνουν, έπεσε για λίγο σιωπή, τα βλέμματα όλων ήταν στραμμένα σε μένα και στον βασιλιά…
Ο βασιλιάς με πλησίασε χαμογελαστός. Με χαιρέτησε στρατιωτικά και μετά με χειραψία. “Πώς σε λένε παιδί μου;” ” Παυριανός Γεώργιοςτου Θεοδώρου και της Αννης!” “Και ποιος έγραψε αυτό το ποίημα;” “Εγώ μεγαλειότατε!” “Μπράβο σου Γιώργο, είναι πολύ ωραίο!” Μου χάιδεψε το κεφάλι και μπήκε στο αυτοκίνητο. Γυρνάω και βλέπω τον Ηλιόπουλο, προσπαθεί να μας πλησιάσει, είναι ιδρωμένος, η σημαία τον εμποδίζει αλλά δεν μπορεί να την αφήσει. “Σε παρακαλώ” μου λέει, “Κράτα λίγο τη σημαία να χαιρετίσω και εγώ τον βασιλιά!” Κάνω ότι δεν ακούω, πλησιάζω την Αννα Μαρία, την χαιρετάω κι αυτήν. “Μπράβο! Πολύ καλό παιντί!” και μου τσιμπάει το μάγουλο. Με την άκρη του ματιού μου βλέπω πως ο Ηλιόπουλος έχει δώσει τη σημαία στην Περάτη και πλησιάζει, μα είναι πλέον αργά, οι γυναίκες έχουν σπάσει τον κλοιό των αστυνομικών και ορμάνε να αγγίξουν τον βασιλιά, τον ραίνουν με κολόνια Φουζέρ, ο Κωνσταντίνος βάζει μπρος, το αυτοκίνητο απομακρύνεται, οι συμμαθητές μου αρχίζουν πάλι τα “Ζήτω ο βασιλεύς!”. Ολοι μου δίνουν συγχαρητήρια και με κοιτάζουν με θαυμασμό και ζήλια. Ο Ηλιόπουλος παίρνει ξανά τη σημαία από την Περάτη και με κατεβασμένο το κεφάλι, επιστρέφει στο σχολείο.
Γύρισα πανευτυχής στο σπίτι. Είπα ένα ποίημα, εντάξει, ήταν γλείψιμο, αλλά το έγραψα εγώ, όλοι με χειροκρότησαν, ο βασιλιάς και η βασίλισσα εμένα χαιρέτησαν, εμένα, τον Ηλιόπουλο ούτε που να τον χέσουν, εγώ ήμουν ο πρωταγωνιστής, εγώ που είμαι ο πρώτος μαθητής κι ας είναι ο πατέρας μου κομμουνιστής. Η μανούλα, που είχε έρθει στην υποδοχή και είχε δει τα καθέκαστα, τώρα καμάρωνε σαν γύφτικο σκεπάρνι. “Επρεπε να τον έβλεπες!” λέει στον πατέρα που την άκουγε συνοφρυωμένος “Επρεπε να τον έβλεπες την στιγμή που τον χαιρέτησε ο βασιλιάς! Ολη η γειτονιά έσκασε από τη ζήλια της! ” Συγχαρητήρια κυρία Παυριανού“, μου είπε ο διευθυντής του σχολείου.” Το ποίημα του Γιωργάκη λάμπρυνε την τελετή” μου είπε. Επίσης δώσανε και το όνομά του, να το γράψουν οι εφημερίδες.” “Δεν μας έφταναν τα ρεζιλίκια του γιου σου, τώρα θα μας γράψουν και οι εφημερίδες!” είπε ο πατέρας μου και άνοιξε το τρανζιστοράκι που είχε πάντα δίπλα του. ” ΓκαβαρίτΜάσκβα! ΓκαβαρίτΜάσκβα!”ακούστηκε η φωνή της εκφωνήτριας με τη βαριά σλάβικη προφορά. “Εδώ Μόσχα!Σήμερα, οι αγγλοκίνητες δυνάμεις των ανακτόρων κατάργησαν την αμερικανόδουλη κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου!”
Ενα χρόνο μετά, Παρασκευή 21 Απριλίου 1967. Ο διευθυντής του σχολείου μας μάζεψε στην αυλή και μας είπε πως δεν θα κάνουμε μάθημα και πως πρέπει να επιστρέψουμε αμέσως σπίτια μας. Ουρλιάζοντας από χαρά ξεχυθήκαμε στο δρόμο. Φτάνω στο σπίτι και βλέπω τη μανούλα να κλαίει και τον πατέρα μου σε μια γωνιά να βάζει ρούχα και αλλαξιές σε μια καρό βαλίτσα. Η μανούλα, μόλις με είδε, όρμηξε και με αγκάλιασε. “Αγόρι μου! Τον χάνουμε τον πατέρα σου! Θα έρθουν να τον συλλάβουν!” Μου εξήγησε ότι έγινε στρατιωτικό κίνημα και συλλαμβάνουν όσους είναι κομμουνιστές. Δεν πρόλαβα να ρωτήσω τι είναι στρατιωτικό κίνημα, χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας. Η μανούλα κλαίγοντας πήγε να ανοίξει.Ηταν ο γείτονάς μας, ο αστυνομικός Χρήστος Παπανδρέου. Παρ΄όλες τις πολιτικές διαφορές, ήταν φίλος με τον πατέρα μου. “Εσένα έστειλαν να με συλλάβεις ρε Χρήστo;” του είπε μόλις τον είδε. Ο κύριος Χρήστος χαμογέλασε. “Ησύχασε Θόδωρε, ησύχασε, δεν κινδυνεύεις” Και έκατσε και μας διηγήθηκε πως όταν είδε το όνομα του πατέρα μου στη λίστα, πήγε στον διοικητή του, ένα Μανιάτη, βασιλικό ως τα μπούνια και του είπε: “Μα είναι δυνατόν να συλλάβουμε αυτόν τον άνθρωπο; Πέρυσι ο γιος του, είπε ένα ποίημα ολόκληρο στον Μεγαλειότατο!” Ευτυχώς ο Μανιάτης ήταν στην υποδοχή του βασιλιά και θυμόταν το γεγονός. “Υπ΄ευθύνη σου!” είπε στον κύριο Χρήστο κι έσβησε το όνομα από τον κατάλογο. “Χρήστο, σε ευχαριστώ” είπε συγκινημένος ο πατέρας μου. “Αυτό που έκανες για μένα, δεν θα το ξεχάσω ποτέ!” “Τον Γιωργάκη να ευχαριστήσεις! Αυτός σε έσωσε! Αυτός κι ο βασιλιάς!” του απάντησε γελώντας ο κύριος Χρήστος
Βαρέθηκα το μέσα... αποφάσισα να βγαίνω μέσα στην παύρη νύχτα, να βλέπω λίγη κίνηση του δρόμου, να συναντάω ανθρώπους, να φεύγει λίγο το μυαλό... ότι βλέπω, ότι σκέφτομαι, ότι μου αρέσει, θα το γράφω το βράδυ και κάθε βράδυ στην cosmopoliti... εκεί μπορείτε να ακούτε "το τρίτο στεφάνι" του Κώστα Ταχτσή, τραγούδια σε αποκλειστική πρώτη μετάδοση, παρουσιάσεις βιβλίων και παραστάσεων... ευχαριστώ Χριστίνα Πολίτη, που με έβγαλες από το σπίτι και με έκανες cosmopoliti!
Σχόλια για αυτό το άρθρο
Κλείστε διακόπες με σκάφος απο την BednBlue.com και λάβετε έκπτωση χρησιμοποιώντας το κούπονι: cosmopoliti
Σχόλια για αυτό το άρθρο