Πάμε για καφέ; Μια φράση που τη λέμε όλοι μας, ακόμα και όσοι δεν πίνουν καφέ, τη χρησιμοποιούν. Δεν είναι τυχαία η επιλογή του καφέ, όταν θέλουμε να κανονίσουμε μια συνάντηση ή ένα ραντεβού μας. Διότι ο καφές αποτέλεσε για αιώνες πυρήνα πολιτισμού. Κόσμος μαζευόταν και μαζεύεται γύρω από το αγαπημένο του προϊόν, συζητά, πραγματοποιεί πολιτικές και κοινωνικές ζυμώσεις. Ο παλμός της κοινωνίας και της
Πολιτείας χτυπά στα καφενεία. Εκεί που τα κεράσματα γίνονται βασικό κομμάτι της σύσφιξης σχέσεων και
ανταπόδοσης. Με οδηγό μας το “People of Cyprus” που έχουν δημιουργήσει η Ιλιάνα Κουλαφέτη και ο Χρήστος Μιχάλαρος, περιπλανηθήκαμε στα καφενεία «ορόσημα» της Λευκωσίας, ακολουθήσαμε τους δρόμους του καφέ και μάθαμε τη συναρπαστική ιστορία του, που είχε συμμετοχή και στην πολιτική και την πολιτιστική και την οικονομική επίδραση του τόπου. Μάθαμε για τα θρυλικά καφενεία –ή κκαφέ όπως τα λένε στην Κυπριακή διάλεκτο- που συνέβαλλαν και εξακολουθούν να συμβάλλουν στη γοητεία που ασκούν στους επισκέπτες της Λευκωσίας και παρακολουθήσαμε πώς εξελίχθηκαν στην πάροδο των χρόνων. Ιδανική ξεναγός μας σε αυτό το οδοιπορικό ήταν η Ιλιάνα Κουλαφέτη, που μας μύησε στην ιστορία του καφέ μέσα από τα βήματα της χόβολης αλλά μας έμαθε επίσης το Brandy Sour και τη ζιβανία.
Αφορμή για αυτό τον όμορφο περίπατο στα βήματα της χόβολης, ήταν η εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στο ιστορικό Παλαιό Δημαρχείο της Λευκωσίας για τις δύο σημαντικές διακρίσεις που αναδεικνύουν την αξία της Λευκωσίας ως γαστρονομικό προορισμό, το βραβείο ως Best Beverage Experience for Culinary Travelers στα Global Culinary Travel Awards και η πιστοποίηση ως Culinary Capital από την World Food Travel Association (WFTA) που ενισχύουν την εικόνα της στην παγκόσμια γαστρονομική σκηνή. (Δες αναλυτικά για τις διακρίσεις και τη βραδιά της εκδήλωσης εδώ)
Συναντηθήκαμε με την Ιλιάνα στην Πλατεία Ελευθερίας που λειτούργησε διαχρονικά ως ο κεντρικός χώρος συγκέντρωσης των πολιτών και ταυτίστηκε με όλες τις ιστορικές στιγμές της Κύπρου ενώ φιλοξένησε και τους σημαντικότερους εορτασμούς της πρωτεύουσας. Η ανάπλαση της πλατείας, έδωσε νέα πνοή στο κέντρο της Λευκωσίας με την εντός των τειχών πόλη. «Σημείο αναφοράς» για τον περίπατό μας το γνωστότατο Καφενείο Χατζησάββα, το οποίο ιδρύθηκε κατά τα τέλη του 19ου αιώνα από τον Κυπρή Χατζησάββα. Όταν ο ιδιοκτήτης πέθανε το 1952, κληροδότησε το καφενείο και τον χώρο στο Παγκύπριο Γυμνάσιο, και έγινε έτσι μεγάλος ευεργέτης του ιστορικού αυτού εκπαιδευτηρίου. Έθεσε όμως έναν όρο: Ο,τιδήποτε κι αν γινόταν ο χώρος στο μέλλον, να υπάρχει πάντοτε εκεί ένα καφενείο με λαϊκές τιμές. Σήμερα, στο χώρο εκείνο υπάρχει πολυώροφο οικοδόμημα πολλών γραφείων και διαμερισμάτων, του οποίου όμως το ισόγειο εξακολουθεί να είναι ένα «Κέντρο Χατζησάββα».
Δημήτρης Σταθόπουλος, Ιλιάνα Κουλαφέτη
Συνεχίζουμε τον περίπατό μας στην οδό Λήδρας, εκεί που βρίσκεται το πρώτο καφεκοπτείο της Κύπρου, το Καφεκοπτείο Γ. Χαραλάμπους. Ιδρύθηκε το 1943 ως εταιρεία με την επωνυμία George Charalambous Ltd και είναι το πρώτο οργανωμένο καφεκοπτείο στην Κύπρο με παγκύπρια δραστηριότητα. Πρόκειται για μια οικογενειακή επιχείρηση, που ειδικεύεται στην παραγωγή και διάθεση του ομώνυμου καφέ Χαραλάμπους στην τοπική αγορά και το εξωτερικό, με μεγάλη και σημαντική ιστορία στην παραγωγή αυθεντικού κυπριακού καφέ. Η ιστορία του μεγάλη, ξεκινά το 1940 και έχει άμεση σύνδεση με την ιστορία της Κύπρου. Πλέον έχει περάσει στην τρίτη γενιά της οικογένειας.
Στη στοά Παπαδοπούλου, βρίσκουμε το καφενείο Καλά Καθούμενα, ένα από τα πιο εναλλακτικά
καφενεία της πόλης, που ξέρει καλά την τέχνη του καφέ. Ο Σύμης Σουκιούρογλου, που ίδρυσε το καφενείο το 1997, διηγείται ο ίδιος την ιστορία του: «Είμαι γέννημα θρέμμα του Αγίου Κασσιανού. Το σπίτι μας εν πας στη Νεκρή Ζώνη. Όταν εστράφηκα που την Ευρώπη, το ‘84, αποφάσισα ότι θα επιστρέψω στο σπίτι μας. Το σπίτι όμως ήταν κατειλημμένο από τους στρατιώτες, παράνομα, αλλά εξ ανάγκης και που δική μας αμέλεια, αλλά δεν ήταν επίσημα επιταγμένο. Οπότε αποφάσισα να το διεκδικήσω. Επήα, έκαμα τα απαραίτητα διαβήματα, μίλησα στους στρατιώτες, εθκιώξαν με. Επήαμεν νύχτα με ένα φίλο αρχιτέκτονα και άλλα παιδιά και καταλάβαμε το σπίτι. Και το πρωί που ήρτεν ο στρατός ήβρεν μας μέσα. Έπιασα το σπίτι πίσω, το κομμάτι που ήταν διαθέσιμο τότε, το οποίο ήταν χάλια, κάτσαμε με ένα γέρο χτίστη, έξι μήνες να το συντηρήσουμε και εκάμαμεν το σπίτι μας, εμένα και της συντρόφου μου τότε και μητέρας όλων μου των παιδιών, Μαρίας Παπά. Ε, ετέλειωσεν το σπίτι, εμείναμεν άνεργοι. Είπαμε, «ρε παιδί μου, τι να κάνουμε. Εν κάμνουμε το σπίτι μας καφενείο;».
Τζιαι κάμαμεν το καφενείο. Εγόρασα 40 καρέκλες, 10 τραπέζια, έκανα μια ταμπέλα, «Καφενείο, τεϊοποτείο, η Πράσινη Γραμμή». Σε μια περιοχή όπου δεν υπήρχε τίποτε, μόνο κάποιες γριές, στρατιώτες, όπλα, σκύλοι, ΟΗΕδες, οι Τούρκοι απέναντι στα 20 μέτρα, και μες τούν’ το χάος και μες στην αυλή που ήταν ούλλο χαλάσματα, σε μια περιοχή η οποία ήταν κράτος εν κράτη. Εν έπιαννεν ο νόμος τσιαμέ, εν είχαμεν άδειες, εν εχρειάστηκεν καν να ρωτήσω για να φκάλω άδεια ποτού. Εν έμπαινεν η αστυνομία μες τσείν’ την περιοχή. Εκρεμμάσαμεν την ταμπέλα, διαδώσαμεν το ποτσεί ποδά σε φίλους-γνωστούς και ούλλοι οι ψαγμένοι, προοδευτικοί, εναλλακτικοί, σε εισαγωγικά ή χωρίς, άνθρωποι της Λευκωσίας, τότε, εξεκίνησαν να ‘ρκουνται, για τη μουσική, για το στιλ. Εν μπορείς να καταλάβεις ναν που ήταν το ‘80. Το ‘80 είσσεν μόνον το ΡΙΚ. Εμείς επαίζαμεν που Λένα Πλάτωνος μέχρι Μικρούτσικο, Κατσιμιχαίους, Σαββόπουλο, Χατζηδάκι, jazz, Jethro Tull, progressive μουσική, η οποία ακόμη εν ακούετουν πουθενά, ούτε στο ραδιόφωνο. Ήταν έναν καφενείο το οποίο ήταν πρότυπο για ό,τι άλλο έκαμα μετά. Τα άλλα καφενεία αποτελούσαν συνέχεια τούτου. Ήρτεν ο Παπάζογλου έπαιζεν, ετραγούδαν πέντε μέρες συνεχόμενες, τη νύχτα ετζοιμούμασταν χαμέ στρωματσάδα, μες στον καφενέ. Δαμέ έμεινα που το ‘85 ως το ‘89».
Επόμενη στάση στην Πλατεία Φανερωμένης για το καφενείο Τρία Φανάρια, δίπλα στην εκκλησία της Παναγιάς Φανερωμένης. Στα Τρία Φανάρια έπινε καφέ ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ΄ και κρύβονταν
αντάρτες της ΕΟΚΑ. Ο 93χρονος ιδιοκτήτης Σάββας Λεμονάρης διηγείται: «Δαμέ είσσεν ένα οικόπεδο τζιαι το ‘46-‘47 εχτίστηκεν το μαγαζί τούτο. Ήταν Ζαχαροπλαστείο Τα Τρία Φανάρια, είσσεν το ανοίξει κάποιος Κυριάκος από την Ορά της Πάφου, δίπλα που το χωριό μου. Τούτος ήταν βαφτιστικός του μάστρου μου του Ιβάννοφ. Εγώ έρεσσα κάθε μέρα που δαμέ, γιατί έστελλεν με ο μάστρος μου να πιάσω μια σακκουλού κρέατα για τους κάττους του που δαμέ πιο κάτω, είσσεν ένα μαγαζί που έκαμνεν ππατσιές. Κάποια στιγμή τα παιθκιά που το είχαν εθέλαν να το πουλήσουν τζι είπα τους να μου το δώκουν. Αλλά επειδή εν είχα λεφτά, είπα τους πρώτα να μου το ενοικιάσουμ τζι ύστερα να τους πληρώσω να το αγοράσω. Τζι έτσι εγίνηκεν. Στην αρχή εν ασχολούμασταν με καφέ, εκαταπιαστήκαμεν με τα γλυκά: έστελλα στα χωριά με τες λαμαρίνες, στες καντίνες των σχολείων, κεραστικά τες γιορτές ως τζιαι στα στρατόπεδα. Εν εσταμάτησα να έρκουμαι στο ζάχαρη μου. Είμαι δαμέ κάθε Σαββατοκύριακο πλέον τζιαι κάμνω 200-300 καφέδες».
Σάββας Λεμονάρης
Κρυμμένο στην παλιά πόλη, συναντάμε το υπέροχο καφενείο 7 Κλειδιά, που δεν είναι μόνο καφενείο. Εδώ είναι το σπίτι του κυπριακού αμπελώνα, με τα περισσότερα κυπριακά κρασιά στον κατάλογό του, με κορυφαίο ποτό την κυπριακή ζιβανία. Οι νέοι ιδιοκτήτες Φοίβος, Σταύρος και Ξένιος κατάφεραν να κάνουν στέκι πολλών θαμώνων τα “7 κλειδιά” και να αναδείξουν τη ζιβανία, που αποτελεί το παραδοσιακό ποτό της Κύπρου, σε all day drink. Η ζιβανία πήρε το όνομα της από τη λέξη ζίβανα ή ζίβανο, όπως ονομάζονται στην κυπριακή διάλεκτο τα στέμφυλα, τα απομεινάρια των σταφυλιών από τα οποία παράγεται.
Λίγο παρακάτω, υπήρχε το καφενείο του Μάγκα (κατά κόσμον Γιώργος Ιωαννίδης) που είναι χαραγμένο στη μνήμη όσων έζησαν τη Λευκωσία ως κάτοικοι, ως υπάλληλοι, ως περαστικοί μα και ως ξενύχτηδες.
Ζωή Παπαφωτίου, Βασίλης Νάτσιος
Η Μιράντα και ο Πάνος μας καλωσορίζουν στο καφενείο 11 και μας υποδέχονται σε ένα χώρο που θυμίζει σκηνικό ταινίας. Όπως μάθαμε από την κουβέντα μας μαζί τους, έχουν γυριστεί πλάνα από ταινίες και σίριαλ εδώ, αφού και οι δύο έχουν άμεση σχέση με τον κινηματογράφο και το θέατρο. Μετά από διαδρομή πολλών χρόνων στον καλλιτεχνικό χώρο, ήρθαν στην Κύπρο και έφτιαξαν με μεράκι και γούστο το καφενείο 11, που σερβίρει γλυκά του κουταλιού από τη Λευκωσία και χειροποίητο σάμαλι.
Δροσιστικό φινάλε στον περίπατό μας, το απόλυτο κυπριακό ποτό, το Brandy Sour, το εθνικό κοκτέιλ του νησιού και παρόλο που καταναλώνεται και σ΄ άλλα μέρη του κόσμου, η κυπριακή εκδοχή του είναι μοναδική λόγω του κυπριακού κονιάκ που χρησιμοποιείται και λόγω της ενδιαφέρουσας βασιλικής προέλευσής του. Σύμφωνα με την ιστορία το ποτό είχε εφευρεθεί στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ειδικά για τον βασιλιά Φαρούκ της Αιγύπτου σ΄ ένα από τα παλαιότερα ξενοδοχεία του νησιού στα βουνά του Τροόδους. Ο βασιλιάς αγαπούσε ιδιαίτερα το κυπριακό κονιάκ, έτσι το προσωπικό του ξενοδοχείου δημιούργησε ένα ποτό χρησιμοποιώντας το κονιάκ, το οποίο έμοιαζε μ΄ ένα αθώο παγωμένο τσάι, έτσι ώστε να μην είναι προφανές ότι ο βασιλιάς απολάμβανε ένα αλκοολούχο ποτό! Το ήπιαμε στο Χαράτσι, ένα καφενείο που άνοιξε το 2011 με νέα φιλοσοφία και χαλαρούς ρυθμούς.
Ο περίπατος μας με την Ιλιάνα στα ιστορικά καφενεία της Λευκωσίας τελειώνει και ο Γιώργος Φιλίππου αναλαμβάνει τη βραδινή ξενάγησή μας, στο Vintage, όπου ο καταξιωμένος Πάνος Κυριαζής με εμπειρία από τα ομώνυμο φημισμένο bistro της Αθήνας, δημιούργησε το δικό του χώρο στη Λευκωσία, ένα casual fine dining εστιατόριο που ενσαρκώνει υψηλή μαγειρική και ανεπανάληπτες γαστρονομικές απολαύσεις σε συνδυασμό με επιμελημένη λίστα κρασιών.
Πάνος Κυριαζής
Η Λευκωσία ως γαστρονομικός προορισμός, ζωντανεύει τις αυθεντικές παραδόσεις που “αφηγούνται” την ιστορία του τόπου και προσφέρει εξαιρετικές επιλογές για κάθε γούστο. Έντονη και εξωστρεφής, η Λευκωσία έδωσε και δίνει χώρο σε συναρπαστικές αντιθέσεις με δυναμική εξέλιξη, που την κατατάσσουν στην κορυφή της γαστρονομίας. Πάμεν λοιπόν για καφέν, φαγητό και ζιβάνα στην Λευκωσία!
Σχόλια για αυτό το άρθρο