Η Μαριάμ -όπως ήταν το πραγματικό της όνομα πριν εξελληνιστεί σε Μαρία– ήταν η μονάκριβη κόρη ενός ηλικιωμένου ζευγαριού, της Άννας και του Ιωακείμ. Επειδή ο Ιωακείμ και η Άννα ήταν άτεκνοι, παρακαλούσαν για πολλά χρόνια το Θεό να τους χαρίσει ένα παιδί, με την υπόσχεση ότι το παιδί που θα γεννηθεί, θα το αφιερώσουν σ’ Αυτόν. Πρέπει να σημειωθεί ότι η ατεκνία την εποχή εκείνη ήταν ντροπή-κατάρα για ένα ανδρόγυνο και όλοι τους περιφρονούσαν μέσα στην κοινωνία. Ακόμα και οι ιερείς δεν δέχονταν τα δώρα που πρόσφεραν στο ναό του Θεού, λόγω της ατεκνίας τους. Με δάκρυα παρακαλούσαν το Θεό να τους χαρίσει ένα παιδί και να λύσει την ατεκνία τους. Και ο Θεός τους προμήνυσε με τον αρχάγγελό Του Γαβριήλ ότι θα συλλάβει η πρώην άγονος και στείρα Άννα και θα γεννήσει παιδί άγιο. Παρά το προχωρημένο της ηλικίας του ζευγαριού, τα λόγια του αγγέλου βγήκαν αληθινά και γέννησαν ένα όμορφο κορίτσι.
Έτσι λοιπόν γεννήθηκε η αγία Παρθένος Μαρία, χωρίς σαρκική συνάφεια των γονέων της. Γεννήθηκε σε εννέα μήνες και, ναι μεν ήταν καρπός της υπόσχεσης του Θεού, αλλά έγινε με σπέρμα ανδρός με τη συνεύρεση των γονιών της. Μόνο ο Ιησούς Χριστός γεννήθηκε από την αγία Παρθένο Μαρία με τρόπο ανέκφραστο και ανερμήνευτο, όπως Εκείνος Μόνος γνωρίζει, χωρίς να υπάρχει το σαρκικό θέλημα.
H Παναγία γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ. Όταν η Μαριάμ έγινε τριών ετών, οι γονείς της, τήρησαν την υπόσχεση τους και την οδήγησαν στο Ναό όπου την παρέλαβε ένας ιερέας ο οποίος δεν ήταν άλλος από τον Προφήτη Ζαχαρία, τον πατέρα του αγίου Ιωάννη του Προδρόμου.
Η Παναγία έζησε 12 χρόνια στο Ναό, στα Άγια των Αγίων. Κατά τη διδασκαλία της Εκκλησίας αυτός που της έφερνε καθημερινά τροφή ήταν ο ίδιος ο Αρχάγγελος Γαβριήλ. Όταν ήρθε η ώρα να βγει από το Ναό, οι ιερείς αποφάσισαν να την δώσουν σε κάποια οικογένεια, δεδομένου πως οι γονείς της είχαν ήδη φύγει από τη ζωή.
Τότε, γνωρίζοντες την ειδική αποστολή της Μαριάμ, βρήκαν έναν μεγάλο σε ηλικία άνδρα, τον Ιωσήφ, ο οποίος ήταν χήρος και πατέρας τριών παιδιών (άλλες πηγές αναφέρουν επτά παιδιά). Αυτά είναι τα «θετά» άδέλφια του Ιησού και όχι παιδιά της Θεοτόκου, η οποία είναι Αειπάρθενος, παρέμεινε δηλαδή Παρθένος και μετά τη γέννηση του Κυρίου και ποτέ δεν ήλθε σε σαρκική επαφή με τον Ιωσήφ. Έτσι ο αρραβώνας ήταν απαραίτητος, για να καλυφθεί η υπερφυσική γέννηση του Ιησού με την παρουσία του Ιωσήφ. Τέσσερις μήνες έμεινε κοντά στον Ιωσήφ η Μαριάμ μέχρι να ξεκινήσει πλέον το Θεϊκό σχέδιο.
Στη Ναζαρέτ όπου ζούσε την επισκέφθηκε ξανά ο Γαβριήλ όπου της είπε το ιστορικό: «Χαίρε κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά σου». Τότε έμαθε και η ίδια ποια ήταν η αποστολή της την οποία αποδέχτηκε με χαρά. Το μυστήριο της Θείας σαρκώσεως ξεπερνάει την ανθρώπινη λογική. Στο έργο της σωτηρίας είναι απαραίτητη και η ανθρώπινη θέληση. Αυτήν προσφέρει και η Παναγία, καθώς δέχεται με όλη της την καρδιά να υπηρετήσει το Θεό και να δώσει ολόκληρο τον εαυτό της στο θέλημα Του. Στη συγκατάθεση της Μαρίας εκφράζεται η ολοκληρωτική συγκατάθεση του ανθρώπου να συνεργήσει στο θεϊκό σχέδιο της σωτηρίας του.
Ο Ιωσήφ, μετά από λίγο καιρό, προβληματίζεται έντονα διότι ερμηνεύοντας ανθρώπινα την αδικαιολόγητη εγκυμοσύνη της Παναγίας, αποφασίζει να την διώξει. Επειδή ήταν “δίκαιος”, δεν ήθελε να την διαπομπεύσει παραδειγματικά, όπως προέβλεπε ο νόμος. Τότε παρουσιάζεται στον Ιωσήφ, άγγελος Κυρίου και του λέει ότι, το παιδί θα γεννηθεί από Πνεύμα Άγιο. Έτσι ο Ιωσήφ έκανε όπως τον διέταξε ο άγγελος και παρέλαβε την Μαρία στο σπίτι του.
Όταν συμπληρώθηκαν οι μέρες της Μαρίας για να γεννήσει τον Ιησού, αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Οκταβιανός, που ονομάστηκε Αύγουστος, και είχε διατάξει να απογραφεί όλος ο πληθυσμός που ήταν κάτω από τη Ρωμαϊκή κυριαρχία και ο καθένας έπρεπε να πάει στον τόπο της καταγωγής του. Ο Ιωσήφ, πού ήταν από τη γενιά του Δαβίδ, έπρεπε να πάει να απογραφεί, μαζί με την Μαρία στην πόλη του Δαβίδ, τη Βηθλεέμ. Λόγω της πληθώρας των απογραφομένων, δεν βρίσκουν πουθενά κατάλυμα παρά μόνο σ’ ένα στάβλο. Εκεί γεννήθηκε ο Χριστός, στο πιο ταπεινό μέρος του κόσμου, με τις ανάσες των ζώων να τον ζεσταίνουν. Σε οκτώ μέρες από τη γέννηση, η Μαρία και ο Ιωσήφ έκαναν, σύμφωνα με το νόμο, την περιτομή του παιδιού και του έδωσαν το όνομα «Ιησούς». Σαράντα μέρες μετά τη γέννησή Του, ο Ιησούς σύμφωνα με τον Ιουδαϊκό νόμο οδηγείται για πρώτη φορά στα Ιεροσόλυμα, στο ναό του Θεού, για να αφιερωθεί στο Θεό. Εδώ την υποδέχτηκε ο γέροντας Συμεών που παρακαλούσε το Θεό να μην πεθάνει πριν δει το Μεσσία. Ο γέροντας Συμεών κρατώντας το θείο Βρέφος στην αγκαλιά του είπε ότι: «ο Ιησούς θα γίνει αιτία να πέσουν και να σηκωθούν πολλοί στο Ισραήλ και θα προκαλέσει διχογνωμία». Και στην Παναγία είπε: «και σένα την ψυχή σου θα την διαπεράσει πόνος οξύς, σαν σπαθιά», υπονοώντας τη σταύρωση του Γιου της.
Η Θεοτόκος ακολούθησε τον Ιησού σ’ όλες τις ευαγγελικές Του οδοιπορίες κατά τη διάρκεια της δημόσιας ζωής Του, μετά τη βάπτισή Του. Είχε όμως πάντοτε σιωπηλή παρουσία. Τελευταίοι λόγοι της Παναγίας παρουσιάζονται στα Ευαγγέλια στο γάμο της Κανά. Εκεί είχε ένα διάλογο με τον Ιησού επειδή έλειψε το κρασί. Μετά από λίγο συνέβη η θαυμαστή μετατροπή του νερού σε κρασί, το πρώτο θαύμα της δημόσιας ζωής του Χριστού.
Η Μαρία κατά τη Σταύρωση του Ιησού, βρίσκεται πάνω στο Γολγοθά μαζί με την Μαρία του Κλωπά και την Μαρία τη Μαγδαληνή. Ευρισκόμενη κάτω απ’ το Σταυρό, αισθάνεται σαν να τη διαπερνά ρομφαία, κατά την προφητεία του αγίου Συμεών. Ουσιαστικά δεν συμπαρίσταται μόνο στο δράμα αλλά συμμετέχει στον πόνο του Γιου της και Θεού της. Διπλός ο πόνος και η πίκρα. Η Θεοτόκος πρώτη από όλες τις άλλες συνάντησε, είδε και αναγνώρισε τον Αναστάντα Κύριο. Πρώτη μίλησε μαζί Του και έπιασε τα άχραντα πόδια Του. Πρώτη απ’ όλους τους ανθρώπους, η Θεοτόκος δέχθηκε το Ευαγγέλιο της Αναστάσεως του Κυρίου. Από το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων γνωρίζουμε ότι η Παναγία παρέμεινε κοντά τους μέχρι την ημέρα της Πεντηκοστής.
Η τελευταία συνάντηση με τον αρχάγγελο που την συντρόφευε από τα τρία της χρόνια, έγινε τρεις μέρες πριν την κοίμησή Της. Τότε ο Γαβριήλ την ενημέρωσε ότι πλέον ήρθε η ώρα, δίνοντας της μεγάλη χαρά αφού θα έβλεπε ξανά το παιδί Της. Η παράδοση αναφέρει ότι την τρίτη ήμερα από την εμφάνιση του αγγέλου, λίγο πριν κοιμηθεί η Θεοτόκος, οι Απόστολοι δεν ήταν όλοι στα Ιεροσόλυμα, αλλά σε μακρινούς τόπους όπου κήρυτταν το Ευαγγέλιο. Τότε, ξαφνικά νεφέλη τους άρπαξε και τους έφερε όλους μπροστά στο κρεβάτι, όπου ήταν ξαπλωμένη η Θεοτόκος και περίμενε την κοίμηση Της. Μαζί δε με τους Αποστόλους ήλθε και ο Διονύσιος Aρεοπαγίτης, ο Άγιος Ιερόθεος ο διδάσκαλος του Διονυσίου, ο Απόστολος Τιμόθεος, και άλλοι.
Η Παναγία όταν μπήκε στο Ναό ήταν τριών ετών. Έμεινε στο ιερό δώδεκα χρόνια. Τρεις μήνες αφού βγήκε από το ιερό μέχρι τον Ευαγγελισμό και εννέα μήνες κυοφορία, δεκαέξι ετών γεννά το Χριστό. Έζησε με το Χριστό τριάντα δύο χρόνια, άρα 48 ετών ζει τη Σταύρωση, την Ανάσταση και την Ανάληψή Του. Έζησε μετά απ’ την Πεντηκοστή άλλα έντεκα χρόνια και εκοιμήθη στη Γεσθημανή. Ήταν 59 ετών.
Σχόλια για αυτό το άρθρο