Όταν ο Καποδίστριας ήρθε αντιμέτωπος με μια επιδημία πανώλης ζήτησε από τους πολίτες να μπουν σε καραντίνα και έκλεισε τις εκκλησίες.
Η εμφάνιση της επιδημίας πανώλης στον ελλαδικό χώρο
Μετά την καταστροφή του τουρκοαιγυπτιακού στόλου στο Ναυαρίνο στις 20 Οκτωβρίου 1827, η κατάσταση στο ελληνικό στρατόπεδο παρέμενε τραγική, καθώς δεν υπήρχαν ούτε τρόφιμα ούτε χρήματα όχι μόνο για να κινηθούν τα στρατεύματα, αλλά ούτε καν για να τραφεί ο πληθυσμός που πλέον λιμοκτονούσε. Η ελληνική επικράτεια είχε συρρικνωθεί στο Άργος, το Ναύπλιο, τη Μάνη, τις Σπέτσες και τα Ψαρά. Τα στρατεύματα της Στερεάς Ελλάδας λυμαίνονταν την Κορινθία καθώς δεν είχαν καθόλου πόρους. Η παραγωγική βάση όλων των επαναστατημένων χωρών είχε σχεδόν εκμηδενιστεί και οι Έλληνες φυτοζωούσαν χάρις τα εμβάσματα που έφταναν αφειδώς από τα φιλελληνικά κομιτάτα της Ευρώπης. Ο Ιμπραήμ ίσως είχε καταστεί ακίνδυνος, αλλά παρέμενε ενεργός και συνέχιζε το καταστροφικό του έργο στην Πελοπόννησο στο μέτρο των δυνάμεών του. Ο επταετής Αγώνας είχε αυξήσει δραματικά τις χήρες, τα ορφανά και τους ανάπηρους που είχαν ανάγκη άμεσης βοήθειας και κρατικής μέριμνας, ενώ το εμπόριο των ναυτικών νησιών είχε εκμηδενιστεί και πολλοί πλοιοκτήτες είχαν στραφεί ανοικτά στην πειρατεία. Έτσι η έλευση του Καποδίστρια στις 8 Ιανουαρίου 1828 στο Ναύπλιο αντιμετωπίστηκε από όλους τους Έλληνες ανεξαιρέτως, ως σωτήριο γεγονός, καθώς πλέον η κατάσταση είχε αποβεί δραματική.
Πολύ σύντομα ο Καποδίστριας είχε καταφέρει να θεμελιώσει εκ του μηδενός λίγους βασικούς θεσμούς της νέας ελληνικής πολιτείας και να ενεργοποιήσει εκ νέου τον ελληνικό λαό. Το ανορθωτικό έργο του κυβερνήτη διακινδύνευσε προσωρινά από την αιφνιδιαστική επιδημία πανώλης που έπληξε πολλά σημεία των χωρών που είχαν ελευθερωθεί ως τότε. Η επιδημία πανώλης ενέσκηψε αρχικά στην Ύδρα τον Απρίλιο του 1828 από το πλήρωμα του υδραϊκού πλοίου «Αφροδίτη», σε ένα ταξίδι μεταφοράς αιχμαλώτων από την Αίγυπτο στη Μεθώνη. Τα μέλη του πληρώματος προσβλήθηκαν από την πανώλη που θέριζε τον πληθυσμό της Αιγύπτου και οι περισσότεροι πέθαναν. Αρχικά από τη Μεθώνη η πανώλη διαδόθηκε στα στρατεύματα του Ιμπραήμ, με αποτέλεσμα μετά τα μέσα Απριλίου να πεθαίνουν 20 με 30 στρατιώτες την ημέρα, ενώ ο ίδιος ο Ιμπραήμ αναγκάστηκε να περιοριστεί σε ένα πλοίο του ώστε να μην προσβληθεί ο ίδιος.
Τα πρώτα κρούσματα επιδημίας στην Ύδρα και τα πρώτα περιοριστικά μέτρα (Απρίλιος 1828)
Δυστυχώς όμως, η πανώλη επεκτάθηκε και στην Ύδρα και ήδη στις 17 Απριλίου 1828 είχαν σημειωθεί τα πρώτα κρούσματα στο νησί. Ο Καποδίστριας, έχοντας σπουδάσει ο ίδιος ιατρική, δεν υποτίμησε τον κίνδυνο, αλλά απέστειλε τον γιατρό Σπυρίδωνα Καλογερόπουλο στο νησί με εντολή να λάβει αυστηρά μέτρα για τον περιορισμό της επιδημίας. Ο Καλογερόπουλος σύστησε μια πενταμελή επιτροπή από ντόπιους προκρίτους και τους επιφόρτισε να επιβάλλουν τα ακόλουθα μέτρα: α) να απομακρυνθούν από την πόλη και να μπουν σε καθαρτήριο οι οικογένειες όσων είχαν νοσήσει, β) να οριστούν συγκεκριμένοι “μόρτηδες” που θα θάβουν τους νεκρούς από τη νόσο και θα απολυμαίνουν τα σπίτια τους, γ) να υπάρχει ισχυρή επαγρύπνηση στις επαφές των συγγενών των νοσούντων σε δημόσιους χώρους, δ) να κλείσουν οι εκκλησίες, ε) να καίγονται τα ρούχα όσων είχαν πεθάνει από τη νόσο, ε) όσοι ήταν ύποπτοι ότι είχαν τη νόσο αλλά δεν την είχαν εκδηλώσει, να μπαίνουν σε καραντίνα για 50 ημέρες. Οι πρόκριτοι της Ύδρας συμμορφώθηκαν με τις υποδείξεις στέλνοντας ευχαριστήρια επιστολή στον κυβερνήτη για τη βοήθεια, όμως παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις τους, τα κρούσματα της επιδημίας αυξάνονταν τόσο στην Ύδρα, όσο και στις Σπέτσες και τα γύρω νησιά. Ο Καποδίστριας παρακολουθούσε το ζήτημα, καθώς η έξαρση της επιδημίας σε συνδυασμό με την πείνα και τη συνέχιση του πολέμου, επιβράδυναν τις προσπάθειες του για την ανόρθωση της Ελλάδας. Για το λόγο αυτό έλαβε αυστηρότερα μέτρα βάζοντας την Ύδρα και τις Σπέτσες σε καραντίνα για 40 μέρες με την αυστηρή διαταγή να μην βγαίνει οτιδήποτε από τα νησιά που είχαν πληγεί, είτε προϊόν είτε άνθρωπος. Η πρόθεση του ήταν να δημιουργήσει μια ζώνη με λέμβους στις οποίες θα επιβίβαζε στρατιώτες του Τακτικού υπό τον Φαβιέρο για να ζώσει τα δύο νησιά και να σφίξει τον αποκλεισμό. Επειδή όμως φαίνεται ότι δεν διέθετε τους οικονομικούς πόρους για κάτι τέτοιο, στις αρχές Μαΐου 1828, ο ίδιος ο Καποδίστριας επισκέφθηκε την Ύδρα σε μια προσπάθεια να ευαισθητοποιήσει τις Αρχές του νησιού και τους κατοίκους να τηρήσουν τους κανόνες της καραντίνας.
Όμως παρά τα περιοριστικά μέτρα που πάρθηκαν, σύντομα η επιδημία είχε μεταφερθεί στις Σπέτσες, στον Πόρο, στη Χαλκίδα, στα Μέγαρα, στα Καλάβρυτα και στην Αργολίδα.
Η επιδημία εξαπλώνεται – νέα αυστηρότερα περιοριστικά μέτρα από τον Βιάρο Καποδίστρια (Μάιος 1828)
Μετά τη διάδοση και στην Πελοπόννησο, ο Καποδίστριας απέστειλε τον αδερφό του Βιάρο στην Ύδρα, ως έκτακτο υγειονομικό επίτροπο με δικτατορικές αρμοδιότητες και με 60.000 γρόσια ως επιχορήγηση για την άσκηση της κρατικής πολιτικής. Ο Βιάρος αμέσως αυστηροποίησε την καραντίνα διορίζοντας επιστάτες επιφορτισμένους με το έργο να επισκέπτονται κάθε μέρα όλα τα σπίτια του νησιού ψάχνοντας για νέα κρούσματα. Αν συναντούσαν ασθενή, όφειλαν να τον περιορίσουν στο σπίτι του. Οι επιστάτες των λιμανιών όφειλαν να εμποδίζουν τον απόπλου όλων των πλοίων εκτός των αλιευτικών, ενώ καθόριζε μια νέα αγορά για προμήθειες με νέους αυστηρούς κανόνες υγιεινής. Οι Υδραίοι εξοργίστηκαν με τον αυταρχισμό του Βιάρου ζητώντας να χαλαρωθούν τα μέτρα που είχαν καταστρέψει το εμπόριο του νησιού, αλλά αυτός δεν έδωσε σημασία στις παρακλήσεις τους, υποστηριζόμενος και από τον κυβερνήτη που ήθελε πάση θυσία να εμποδίσει τη διάδοση της νόσου. Ο Καποδίστριας έμαθε για την αντιπολιτευτική διάθεση των προκρίτων της Ύδρας και απέστειλε επιστολή στον Βιάρο, ζητώντας του να είναι φιλικότερος με τους ντόπιους, να τους εξηγεί τους λόγους των αυστηρών μέτρων και να τους υπενθυμίσει τις μεγάλες δαπάνες που κάνει η κυβέρνηση υπέρ αυτών σε εποχή απόλυτης αχρηματίας του κράτους. Στο τέλος της επιστολής ο Καποδίστριας επιβεβαίωνε το γεγονός ότι δεν θα επέτρεπε καμία εμπορική δραστηριότητα στα δύο νησιά αν αυτά δεν έμεναν χωρίς κρούσματα επιδημίας για τουλάχιστον 40 ημέρες συνεχόμενες. Θέλοντας να εξαλείψει γρηγορότερα την πανώλη, στις 19 Μαΐου 1828 ο Καποδίστριας επέκτεινε την καραντίνα των νησιών στα παράλια της Αττικής, στην Εύβοια και στον κόλπο του Βόλου. Μια ναυτική μοίρα ανέλαβε την υποχρέωση να επιτηρήσει τις περιοχές αυτές και να μην επιτρέψει σε κανένα πλοίο να παραβιάσει τον αποκλεισμό. Όλα αυτά τα αυστηρά μέτρα σύντομα απέδωσαν καρπούς στην Ύδρα και η επιδημία εξαλείφθηκε πλήρως στο νησί κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.
Οι προσπάθειες του Ελβετού γιατρού Andre – Louis Gosse να καταπολεμήσει την επιδημία στον Πόρο, στα Μέγαρα και την Αίγινα (Μάιος – Αύγουστος 1828)
Η επιδημία όμως είχε παρουσιάσει τα περισσότερα κρούσματα στον Πόρο και αυτό ανάγκασε τον Καποδίστρια να επιφορτίσει τον διάσημο Ελβετό γιατρό Andre-Louis Gosse με την αρμοδιότητα να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα υγειονομικού χαρακτήρα ώστε να περιοριστεί και να καταπολεμηθεί η επιδημία και στα υπόλοιπα νησιά εκτός της Ύδρας και των Σπετσών. Ο Gosse αφού μελέτησε τα κρούσματα και κατέληξε στην μορφή της επιδημίας, διέταξε την έξοδο των αρρώστων από τα σπίτια και την τοποθέτηση τους κάτω από την σκιά φυλλωμάτων σε απόσταση έξι μέτρων του ενός από τον άλλο. Παράλληλα χρησιμοποίησε την ιατρική τεχνική της «καυτηρίασης των οιδημάτων» που εμπόδισε την εξάπλωση της επιδημίας, όρισε λοιμοκαθαρτήρια, επέβαλλε την καύση των ρούχων των νεκρών, την ματαίωση των εκκλησιασμών, κλείσιμο των καφενείων κ.λπ. Τα περιοριστικά μέτρα συντέλεσαν στην καταπολέμηση της επιδημίας και στον Πόρο και γενικότερα ο Gosse επέδειξε έναν ζήλο που οφειλόταν όχι μόνο στον αδιαμφισβήτητο ανθρωπισμό του αλλά και στο επιστημονικό ενδιαφέρον που παρουσίαζε η καταπολέμηση της επιδημίας. Ο Καποδίστριας ενημερωνόταν λεπτομερώς για τις προσπάθειες του Ελβετού γιατρού και με επιστολή του στον προσωρινό διοικητή του Πόρου, του συνιστούσε να συμμορφώνεται με τις οδηγίες του Gosse (Γόσσο ανέφερε τον γιατρό) ώστε να καταπολεμηθεί η επιδημία. Επίσης η κυβέρνηση μερίμνησε ώστε να αγοραστούν από τη Βενετία τα αναγκαία φάρμακα και να μεταφερθούν στον Πόρο υπό την ευθύνη του Τομπάζη. Ο Gosse κατέγραψε τα συμπτώματα της επιδημίας και τις θεραπείες που ακολούθησε στην Ελλάδα για να τις καταπολεμήσει, σε χωριστές ιατρικές μελέτες που εκδόθηκαν στην Ελβετία.
Οι μελέτες αυτές αποτέλεσαν σημαντικές πηγές πληροφόρησης τον 19ο αιώνα για την ίαση της πανώλης παγκοσμίως ενώ συγκεντρώνουν το επιστημονικό ενδιαφέρον και πωλούνται τόσο από βιβλιοπωλεία όσο και από το διαδίκτυο μέχρι και στις μέρες μας. Με ένα επιτελείο από βοηθούς που του είχε διατεθεί, ο Gosse ταξίδευε με αυτοθυσία σε όλες τις πανωλόπληκτες περιοχές (κυρίως τον Πόρο, την Αίγινα και τα Μέγαρα) προσπαθώντας να καταπολεμήσει την αρρώστια. Δυστυχώς όμως στην προσπάθεια του αυτή και υπό αντίξοες καιρικές συνθήκες και υψηλές θερμοκρασίες προσβλήθηκε ο ίδιος από κακοήθη πυρετό τον Αύγουστο του 1828. Και ενώ αρχικά πίστεψε πως δεν είναι κάτι σοβαρό, η κατάσταση του επιδεινώθηκε απότομα και ο Gosse κινδύνεψε να χάσει τη ζωή του. Σώθηκε κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή καθώς η αρρώστια υποχώρησε με την χρήση κινίνου και την παραμονή του σε ένα απομονωμένο μοναστήρι στον Πόρο. Σε επιστολή του, ο Καποδίστριας του έγραφε: «… Εκάνατε πολύ περισσότερα. Γλιτώσατε από το θάνατο έναν μεγάλο αριθμό κατοίκων του Πόρου κατά την εποχή αυτή, εποχή κακοηθών πυρετών. Παρά λίγο μάλιστα να γίνετε θύμα και εσείς ο ίδιος. …»
Επανεμφάνιση της επιδημίας στα Καλάβρυτα και οριστική καταπολέμησή της (Οκτώβριος – Νοέμβριος 1828)
Η επιδημία υποχώρησε αισθητά τους καλοκαιρινούς μήνες, στις 22 Ιουλίου με επιστολή του στον Εϋνάρδο, ο Καποδίστριας ανήγγειλε ότι είχε σχεδόν εξαλειφθεί η επιδημία, ενώ το Σεπτέμβριο δεν εμφανίστηκαν καθόλου νέα κρούσματα. Αυτό οδήγησε τις Αρχές και τους πολίτες να ελαττώσουν την επαγρύπνηση τους με αποτέλεσμα τη δραματική επανεμφάνιση της επιδημίας στα Καλάβρυτα και στα γύρω χωριά τον Οκτώβριο του 1828. Η πιο σοβαρή αμέλεια των κατοίκων ήταν ότι δεν τηρούσαν τους αυστηρούς κανόνες υγιεινής καθώς και την ειδική διαδικασία καθαρισμού των ρούχων τους. Η επιδημία μεταδόθηκε από το Διακοφτό και στο χωριό Βραχνί που είχε 700 κατοίκους πέθαναν 53 άτομα, ενώ στα Καλάβρυτα που είχαν 1000 κατοίκους πέθαναν 15. Ο έκτακτος απεσταλμένος της κυβέρνησης Γεώργιος Μαυρομάτης επισκέφθηκε το Βραχνί και επιτίμησε τους κατοίκους για την αμέλειά τους στην αντιμετώπιση της επιδημίας, θέτοντας το χωριό τους σε καραντίνα. Στη συνέχεια πήγε στα Καλάβρυτα, όπου συγκρότησε τέσσερα ολιγομελή στρατιωτικά σώματα με αποστολή να περιφρουρήσουν όλες τις επαρχίες των Καλαβρύτων με σκοπό τον άμεσο περιορισμό όλων των πιθανών αρρώστων στα σπίτια τους. Ο Γάλλος συνταγματάρχης Schneider κατέβαλλε 1000 φράγκα ώστε να προμηθεύσει με νέα ρούχα τους κατοίκους της περιοχής. Χάρις τις συντονισμένες προσπάθειες όλων των αξιωματούχων της κυβέρνησης στην περιοχή, η επιδημία δεν διαδόθηκε στην υπόλοιπη Πελοπόννησο αλλά καταπολεμήθηκε και στις περιοχές που είχε κάνει την επανεμφάνισή της.
Επίλογος
Η πολύμηνη καραντίνα της πανώλης στην οποία τέθηκαν τα περισσότερα νησιά του Σαρωνικού επέφερε και σοβαρές πολιτικές επιπτώσεις. Η Ύδρα υπέστη σοβαρά οικονομικά πλήγματα από την έξαρση της πανώλης και την αυστηρή καραντίνα στην οποία τέθηκε το νησί για πολλούς μήνες, καθώς εκμηδενίστηκαν οι πρόσοδοί της από το εμπόριο και δημιούργησε σοβαρές δυσαρέσκειες στους κατοίκους τους εναντίον της κυβέρνησης και του Καποδίστρια. Ο Gosse παρέτεινε την παραμονή του στην Ελλάδα ως το καλοκαίρι του 1829, περισσότερο για να ανακτήσει τις χαμένες δυνάμεις του, από την αρρώστια που πάρα λίγο να του στερήσει την ζωή. Είναι χαρακτηριστικό πως όταν ήρθε η στιγμή να φύγει, ο Gosse δεν διέθετε καν τα χρήματα για τους ναύλους του μακρινού ταξιδιού και αναγκάστηκε να δανειστεί από τον Βιάρο Καποδίστρια 2.000 πάστρα. Λίγο πριν την αναχώρηση του για την Ελβετία, η ελληνική κυβέρνηση του απένειμε τον τιμητικό τίτλο του επίτιμου πολίτη των Αθηνών και Καλαβρύτων, ενώ οι κάτοικοι του Πόρου τον πολιτογράφησαν ώστε “..να απολαμβάνει εφεξής καθ΄ όλην την έκτασιν τον τίτλον και τα δικαιώματα του γνησίου και αυτόχθονος Ποριώτου…”. Ο Gosse δεν ξέχασε ποτέ την Ελλάδα. Ακόμη και μετά την αποχώρησή του από την Ελλάδα, συνέχισε ως μέλος της Φιλελληνικής Επιτροπής της Γενεύης να στέλνει χρήματα, διατηρούσε τακτική αλληλογραφία με τον Ιωάννη Καποδίστρια και τον αδερφό του Βιάρο, ενώ το 1838 επισκέφθηκε με την σύζυγο του την ελεύθερη Ελλάδα, όπου συνάντησε παλιούς φίλους και συναγωνιστές. Σε ειδική τελετή ο Βασιλιάς Όθων του απένειμε το αριστείο του Αγώνος και τον αργυρό σταυρό του Σωτήρος για τις μεγάλες υπηρεσίες που πρόσφερε στην Ελλάδα.
Πηγές Βακαλόπουλος Κωνσταντίνος, Ευρωπαίοι φιλέλληνες παρατηρητές και τεχνοκράτες στην επαναστατημένη Ελλάδα και στο Ελλαδικό βασίλειο (1821 – 1843), εκδόσεις Σταμούλη Επιστολαί Ιωάννη Καποδίστρια κυβερνήτου της Ελλάδος, τόμος 2
Το κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στα Ιστορικά Θέματα. Αναδημοσιεύεται με την άδεια του συγγραφέα. Πηγή: www.lifo.gr
Σχόλια για αυτό το άρθρο