Έφυγε από τη ζωή ύστερα από μακροχρόνια ασθένεια ο σημαντικός Έλληνας ζωγράφος, χαράκτης και γλύπτης Χρήστος Σαρακατσιάνος. Η κηδεία του θα πραγματοποιηθεί αύριο Πέμπτη 20 Ιανουαρίου στη 1.00 το μεσημέρι από το Α΄ Νεκροταφείο, ναός Αγίων Θεοδώρων.
Γεννήθηκε το 1937 στη Μεγάλη Γότιστα Ιωαννίνων. Πρώτοι του δάσκαλοι στην τέχνη ήταν ο αγιογράφος Γιώργος Καζάκος και ο Πάνος Σαραφιανός. Στη συνέχεια σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Αθήνας, αρχικά στο εργαστήριο γλυπτικής του Θανάση Απάρτη και στη συνέχεια κοντά στον Γιάννη Μόραλη, με υποτροφία του ΙΚΥ. Έκανε επίσης σπουδές σκηνογραφίας και διακοσμητικής. Αποφοίτησε το 1967. Την περίοδο 1967-1973 ταξίδεψε σε διάφορες χώρες της Ευρώπης όπου επισκέφτηκε μουσεία και μελέτησε τα ρεύματα της σύγχρονης τέχνης. Μελέτησε επίσης την αρχαία ελληνική, τη βυζαντινή και τη λαϊκή τέχνη.
Παρουσίασε την πρώτη του ατομική έκθεση στην Αθήνα (Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο “Ώρα”, 1982). Τόσο στο ζωγραφικό όσο και στο χαρακτικό του έργο, κύριο θεματικό στοιχείο είναι το γυμνό γυναικείο σώμα ενώ σπανιότερα συναντάται το ανδρικό σώμα. Στη ζωγραφική του χρησιμοποιεί ως επί το πλείστον ακρυλικά και λάδια. Οι μορφές αποδίδονται μερικές φορές αποσπασματικά ή με ανατομικές αυθαιρεσίες. Έχουν ζωηρά επίπεδα χρώματα και καθαρά σχήματα, όπου κυριαρχούν οι καμπύλες. Οι φιγούρες συχνά συνοδεύονται από αφαιρετικά στοιχεία με έντονο γεωμετρικό χαρακτήρα, που καθορίζουν το φόντο. Η προσωπική γραφή του καλλιτέχνη έχει διαμορφωθεί με την αφομοίωση κυβιστικών, εξπρεσιονιστικών και σουρεαλιστικών στοιχείων, αλλά εμπεριέχει και αναφορές στη γεωμετρική αφαίρεση, καθώς και στην αγγειογραφία της αρχαιότητας. Το περιεχόμενο των έργων του, προβάλλει κυρίως έναν προβληματισμό για το φαινόμενο της ζωής της γονιμότητας και του θανάτου.
Στα ασπρόμαυρα χαρακτικά του έργα συναντάμε μια συγγενική θεματολογία και τους ίδιους κώδικες που χρησιμοποιεί στη ζωγραφική του. Ιδιαίτερα στις ξυλογραφίες του αναδεικνύει την σκληρότητα, την τραχύτητα αλλά και τη ζεστασιά που μπορεί να δώσει το υλικό του.
Στο πλαίσιο της ευρύτερης καλλιτεχνικής του δραστηριότητας ασχολήθηκε με την εικονογράφηση εντύπων και την επιμέλεια εκδόσεων. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Ομάδας Χαλκογραφίας (1977-1980) και είναι ενεργό μέλος πολλών συλλογικών φορέων σχετικών με την τέχνη.
Έχει κάνει ατομικές εκθέσεις και έχει λάβει μέρος σε πολλές ομαδικές, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό (Ιταλία, Βέλγιο, Αυστραλία, Βουλγαρία, Γερμανία, Κύπρο). Έργα του βρίσκονται σε μουσεία και πινακοθήκες (Εθνική Πινακοθήκη, Μουσείο Βορρέ, Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης-Άνδρος, Δημοτική Πινακοθήκη Αθηνών, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, Δημοτική Πινακοθήκη Ρόδου, Ηρακλείου κ.α.) καθώς και σε ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα, Ευρώπη, Αμερική και Ιαπωνία.
Ο Χρήστος Σαρακατσιάνος από τον καθηγητή ιστορίας της τέχνης Γιάννη Κολοκοτρώνη
Ο Χρήστος Σαρακατσιάνος εξέθεσε πρώτη φορά το 1967 (στην Αίθουσα Εποχή) αλλά όποιος προσέξει τον κατάλογο της πρώτης αναδρομικής έκθεσης (Μουσείο Βορρέ, 1990), θα διαπιστώσει ότι ο ίδιος σηματοδοτεί το ξεκίνημά του με τον πίνακα Άτιτλο Νο ΧΙ-402 (1973. Ακρυλικό, 135X90 εκ. συλλογή Ζ. Πορταλάκη). Σ’ αυτόν, εμπεριέχονται τα μορφοπλαστικά χαρακτηριστικά της τέχνης που επρόκειτο να αναπτύξει, τα επόμενα σαράντα χρόνια, πλουτίζοντας την όρασή μας με μοναδικές και πρωτότυπες συνθέσεις. Επίπεδοι χρωματικοί συνδυασμοί, μηχανικά και ανθρώπινα συμπλεκόμενα μορφότυπα, ρεαλιστικές περιγραφές και αφαιρετικές σχηματοποιήσεις, παραφορτωμένοι ή ανάλαφροι χώροι, δίνουν το στίγμα ενός καλλιτέχνη που δείχνει να αλώνει με ασφάλεια τα χωράφια της τέχνης για να υπογραμμίσει την ενότητα και τη συνέχεια που διέπει τον κόσμο των μορφών και των εννοιών.
Στο ίδιο προγραμματικό έργο, στα χωρισμένα χρυσά μαλλιά της δίχρωμης στρογγυλοπρόσωπης γυναίκας, μακρινή συγγενή της “σκυθρωπής1 Κόρης του Ευθυδίκου από την Ακρόπολη της Αθήνας, ενσωματώνονται και οι πρώτες λέξεις απαύγασμα εμπειρίας στους δύσκολους χρόνους της δικτατορίας και συνάμα στόχοι ζωής: στην κόμμωση της σκοτεινής πλευράς του προσώπου της η λέξη Ελευθερία και το έμβλημά της, και στην κόμμωση της φωτεινής πλευράς της, οι λέξεις Όραμα, Ήλιος Ζωή, Ελπίδα Φως, Πέτρα Θάνατος. Αυτή η συμβολική ανάμειξη φωτός – σκιάς που συμπίπτει με την οντολογική αντίληψη του Παρμενίδη, στρέφει την προσοχή μας στην ουσία των πραγμάτων και μας πάει σ’ ένα επίπεδο ψηλά τοποθετημένο πάνω από τη συμβατική αντίληψη της ζωής. Κοντά σ’ αυτόν τον πίνακα, ένα ψυχολογικό πορτρέτο εκείνης της εποχής, που φανερώνει συνάμα τη διάθεση να συμβαδίσει η τέχνη του παράλληλα με τη διαμόρφωση μιας νέας πολιτικής και κοινωνικής νοοτροπίας, πρέπει να προσθέσουμε περίπου είκοσι πίνακες σ’ όλη την περίοδο της καλλιτεχνικής του πορείας, διανθισμένους με προσωπικά αποφθέγματα και στίχους ελλήνων ποιητών. Αυτή η μικρή, σε ποσότητα, ενότητα έργων μοιάζει να είναι η λογική δομή εικόνας και λόγου που εισάγει την τάξη στη σύνθεση, σαν οδηγός για την υλοποίηση των επόμενων έργων που μεταβάλλουν την ιστορική πραγματικότητα σε συμβολική υπερπραγματικότητα.
Ο Σαρακατσιάνος ταγμένος στην υπόθεση της τέχνης, δημιούργησε με τα υλικά της ζωγραφικής, της γλυπτικής και της χαρακτικής, εικόνες σύμβολα του καιρού του και ανέδειξε την ποιητική διάσταση της καθημερινότητας του νεοέλληνα σε μια μεταβατική περίοδο της ιστορίας του. Από το 1973, που επέστρεψε στην Ελλάδα μετά από μια εξαετή περιπλάνηση στις μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες (Λονδίνο, Παρίσι, Ρώμη κ.ά.), εμφανίζεται με ένα ήδη διαμορφωμένο εικονιστικό λεξιλόγιο που του επιτρέπει να δομεί εικόνες με πολλαπλές σημασίες καθώς συνδέονται με συνειδητές εμπειρίες καθημερινής ζωής και ασύνειδες μνήμες: Σχηματοποιημένες πολυκατοικίες, φουγάρα εργοστασίων, μπουκάλες οξυγόνου, μηχανές σε λειτουργία, μοτοσυκλέτες, γρανάζια και σήματα κυκλοφορίας συνυπάρχουν με παχύσαρκες ή αθλητικές ανθρώπινες μορφές καθιστές και αιωρούμενες, καβαλάρηδες, ερωτιδείς, φτερωτά άλογα, σπασμένα αγάλματα και αγγέλους σαλπιστές. Ο καλλιτέχνης, αντιλαμβάνεται μια δέσμη καθημερινών συμβόλων σαν ένα νέο σύνολο σημείων επικοινωνίας του σύγχρονου έλληνα.
Για να αξιολογήσουμε επαρκώς τη μεστή και πρωτότυπη θεματογραφία του Χρήστου Σαρακατσιάνου, από τη δεκαετία του ’70, ας μην παραβλέψουμε το γεγονός ότι η ενεργή συμμετοχή του στις κοινωνικές διαδικασίες (σε ομάδες, συλλόγους, κριτικές επιτροπές, σε πολιτιστικούς κ.ά.) για την προώθηση της τέχνης στον ελλαδικό χώρο, του επέτρεψε να αναπτύξει έντονο κριτικό και επικριτικό λόγο με επιπτώσεις στη διαμόρφωση του μορφοπλαστικού του ιδιώματος. Όσοι έχουν ακούσει μάλιστα τη φράση «εγώ μπογιατζής είμαι!» γνωρίζουν καλά ότι πίσω από την αυτοσαρκαστική στάση του υπάρχει μια βαθιά τάση έρευνας και πειραματικής μεθόδευσης πάνω στο μουσαμά, γεγονός που τον υποχρεώνει στην παραγωγή περιορισμένου αριθμού έργων. Αξιοποιώντας με οξυδέρκεια στοιχεία από τις τεχνικές του Ματίς, την παραμορφωτική δεξιοτεχνία του Πικάσο, τον μηχανοποιημένο κόσμο του Λεζέ, τα σουρεαλιστικά παράδοξα και την επιφανειακή εικονογραφία της Ποπ Αρτ, δημιούργησε μια εμπνευσμένη ελκυστική θεματογραφία που προκαλεί το διάλογο. Για το φιλότεχνο ελληνικό κοινό που μέχρι τότε ήταν εξοικειωμένο κυρίως με τις εικόνες παραστατικής ζωγραφικής και στερημένο παντελώς από τις σύγχρονες τάσεις της δυτικής τέχνης, η ζωγραφική του ήταν μια προκλητική αισθητική πρόταση και συνάμα προφητική.
Ο Σαρακατσιάνος, αν και δεν έκανε αναφορές στις θεωρίες της κριτικής κοινωνιολογίας της εποχής, εντούτοις η επίδραση των ιδεών της Νέας Αριστερής διανόησης που βρισκόντουσαν στο επίκεντρο του πνευματικού κόσμου, την εποχή εμφάνισης του έργου του, συμπίπτει με τις θεματικές του επιλογές. Αφού ξέκοψε από την ακαδημαϊκή απόδοση της φόρμας και τα ταμπού του ρεαλισμού, ξεκίνησε από τις μονόχρωμες ντελικάτες παραμορφώσεις του ανθρώπινου σώματος που οδηγεί πίσω στον Ματίς και στον Πικάσο και ακόμη πιο πίσω, στις χυμώδεις παλαιολιθικές Αφροδίτες (Άτιτλο Νο ΧΙΙΙ-616. 1983. Ακρυλικό 136X89 εκ.), για να μελετήσει τον άνθρωπο στο νέο πολιτιστικό του περιβάλλον που καθορίζεται από την καταναλωτική μανία, τη μόδα, τη διαφήμιση, τη μηχανοποίηση της παραγωγής, την άμβλυνση της συνείδησης και την αναθεώρηση της ιστορίας του. Επί της ουσίας, ορμώμενος από τον μετασχηματισμό της νεοελληνικής πραγματικότητας, εστίασε σε μια εικονογραφία κριτικής του σύγχρονου πολιτισμού ο οποίος, όπως είχε υποστηρίξει ανάλογα ο Ουμπέρτο Έκο για το έργο τέχνης, ήταν ένα ανοιχτό σύστημα όπου η εμπειρία του γίνεται ελαστική και διαρκώς ανανεωμένη. Δεν είναι τυχαίο, ότι από το 1982, εμφανίζεται για πρώτη φορά το ρωμαλέο ανθρώπινο σώμα με γυρισμένη την πλάτη στο θεατή (Άτιτλο Νο ΧΙΙΙ-611. 1982. Ακρυλικό 120X100 εκ. Συλλογή Σταύρου Μιχαλαριά), εικόνα που αντανακλά μια πανηγυρική μοναξιά και μεταφράζει αυτόματα το σκεπτικισμό του Σαρακατσιάνου απέναντι στον εξωτερικό κόσμο.
Από τεχνικής απόψεως, ο Σαρακατσιάνος κάνει μια ισορροπημένη ζωγραφική δύο διαστάσεων ή ένα είδος γεωμετρικής απλοποίησης του χώρου, των μορφών και των αντικειμένων που ζωγραφίζονται επίπεδα υποχρεώνοντας το βλέμμα του θεατή να αλλάζει διαρκώς οπτική παρατήρησης του πίνακα. Έντονες αντιπαραθέσεις καθαρών και επίπεδων χρωμάτων σε μικρές ή μεγάλες επιφάνειες, μικρά τρικ προοπτικής, μνημειακές μονόχρωμες ανθρώπινες μορφές με καλοσχεδιασμένους όγκους δίνουν στις συνθέσεις του την εντύπωση ότι όλα είναι μετέωρα και ανάλαφρα. Αυτή η εντύπωση του μετεωρισμού, που καθορίζεται από το άνοιγμα ή το κλείσιμο των αποστάσεων ανάμεσα στις χρωματισμένες επιφάνειες (τεχνική της διαπλάτυνσης), του επιτρέπει να σχεδιάσει τις μορφές σε ύψος ή σε πλάτος και να τους προσδώσει ρυθμική θέση στο χώρο. Η τέχνη του μας υποχρεώνει σε μια υπερβολική αυτοσυνειδησία επειδή ακριβώς δεν δημιουργεί τη ψευδαίσθηση της πραγματικότητας, ούτε απλά την ερμηνεύει. Αντίθετα, μορφοποιεί ένα παιχνίδι λεπτών ισορροπιών ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη ψευδαίσθηση ώστε ο θεατής να ανακαλύψει τα υποβόσκοντα νοήματα και να εντοπίσει τον φαινομενολογικό χαρακτήρα της εποχής. Έτσι, οι άτιτλοι πίνακες του είναι νοητικές εικόνες ενός κόσμου που βρίσκεται σε μετακαταναλωτικό στάδιο και συγκαλυμμένα αναφέρονται στον ερωτισμό, στη σαγήνη, στην ηδυπάθεια, στη ραστώνη, στη μητρότητα, στο θάνατο, στη μοναξιά, στη φυγή, στη νίκη, στην ιστορία, στον αθλητισμό (αφού και ο ίδιος υπήρξε για χρόνια φανατικός αθλητής). Γ’ αυτό και ο Σαρακατσιάνος δεν ζωγραφίζει επικαλούμενος το στοιχείο του τυχαίου ώστε να αφήσει το χρώμα του να στάξει ή να προσθέσει μια μορφή συμπληρώνοντας κάποιο κενό. Οι εικόνες του, μεθοδικά ζωγραφισμένες, είναι ένα βήμα μετά τη φαντασιακή εικονογραφία των καθολικών σουρεαλιστών και ένα βήμα παραπέρα από την κυνική πραγματικότητα των προτεσταντών καλλιτεχνών της Ποπ Αρτ με την οποία εξοικειώθηκε κατά την παραμονή του στη Νέα Υόρκη (1988-2001). Αξιοποιώντας τις διαδρομές τους, απέκλινε από την υποκειμενικότητα του σουρεαλισμού και την αντικειμενικότητα της αμερικανικής ποπ για να προβάλλει και να υπογραμμίσει το στοχαστικό στοιχείο της σύγχρονης εικόνας. Από αυτή την άποψη, ήδη μετά έργα της δεκαετίας του 70, προετοίμασε την Εννοιολογική Μετά-Ποπ Τέχνη της δεκαετίας του ’90, γεγονός που τον καθιστά έναν από τους στυλοβάτες της.
Αν ο Χρήστος Σαρακατσιάνος ζωγράφιζε εικόνες που να αντανακλούν απλά συμβάντα της ζωής, η τέχνη του θα στένευε τους νοητούς μας ορίζοντες και θα μέναμε με την εμπειρία της πραγματικότητας. Αντίθετα, η ικανότητα του να δίνει φιλοσοφική διάσταση στις εικόνες και να αποτυπώνει την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης κάνει τα έργα του διαχρονικά. Ας συγκρίνουμε τον Θρήνο της Ανδρομάχης μπροστά στο νεκρό σώμα του Έκτορα (1783. Λάδι σε μουσαμά, 275 Χ203εκ. Παρίσι, Σχολή Καλών Τεχνών) που ζωγράφισε ο νεοκλασικιστής ϋαοςυθδ-Ιουϊδ Πενιά με τον αντίστοιχο θρήνο του νεκρού ήρωα με το μπαταρισμένο δεξί πόδι Ατιτλο Νο ΧΙΙΙ-623 (1984. Ακρυλικό 150X155 εκ.) του Χρήστου Σαρακατσιάνου για να αντιληφθούμε ότι την εποχή της ταχύτητας και του ψηφιακού κόσμου, το αρχέτυπο του πένθους και της αγωνίας επαναλαμβάνεται πάνω στο λείψανο οποιουδήποτε ανώνυμου ήρωα της εποχής. Μελετητής της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας ο Σαρακατσιάνος βάζει στο κέντρο της τέχνης του τον άνθρωπο όπως κεντρική θέση είχε ιδίως στη σωκρατική φιλοσοφία και μας δείχνει ότι στην ερημώδη μορφή του κοινωνικού χώρου που δημιουργήθηκε από τον ίλιγγο της ταχύτητας και την πληροφόρηση υπάρχει πάντα ο μύθος και η μεταμόρφωση. Πίσω από το μετασχηματισμό των μορφών, μια συμβολική τάξη πραγμάτων δίνει στο νόημα μεταφορική αξία. Γι’ αυτό και δεν ζωγράφισε ποτέ μέσα από αναπαραγωγές εικόνων (καρτ ποστάλ, αφίσες) όπως οι καλλιτέχνες της Ποπ Αρτ ούτε τα όνειρά του, όπως οι σουρεαλιστές.
3/10/2010 Γιάννης Κολοκοτρώνης
Επ. Καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης
ΔΠΘ/ΤΆΜ
Ο Χρήστος Σαρακατσιάνος από την Δρ. Βίκυ Σαρακατσιάνου Ιστορικός της Τέχνης
Ο κόσμος ενός δημιουργού
Δεν είναι εύκολο να μιλήσει κάποιος για τον κόσμο ενός δημιουργού, ιδιαίτερα στην περίπτωση του Χρήστου Σαρακατσιάνου, ο οποίος δεν περιορίζεται από τα διάφορα καλλιτεχνικά ρεύματα, ούτε εντάσσεται σε κάποιο συγκεκριμένα, αλλά μέσα από το προσωπικό του ιδίωμα και την ιδιαίτερή του γραφή προσεγγίζει και μεταλλάσσει τις ποιότητες της κοινής εμπειρίας δημιουργώντας μια νέα οπτική πραγματικότητα.
Βασικό θέμα και άξονας της δημιουργίας του αποτελεί η γυναικεία μορφή. Γυμνή, πληθωρική, ερωτική, με υπερτονισμένους γλουτούς και διεγερμένους μαστούς που αντικαθιστούν τα χέρια, παραπέμπει στις Ωρινιάκειες Αφροδίτες της απώτατης προϊστορικής εποχής και τα στεατοπυγικά ειδώλια των νεολιθικών χρόνων, σύμβολα της γονιμότητας και της ευφορίας. Παρά την έντονη σχηματοποίηση και αφαίρεση δεν χάνει στο ελάχιστο την πληρότητα και τη ζωντάνια της. Μια μονοκονδυλιά αρκεί για να διαγραφούν τα βασικά ανατομικά της χαρακτηριστικά και να δημιουργηθεί μια πλήρης, πειθαρχημένη, ιδιαίτερα εκφραστική μορφή, που επιβάλλεται με την αγαλματώδη πυκνότητα και το μνημειώδη χαρακτήρα της.
Συνειδητά επιλέγει να εκφραστεί με γεωμετρικές φόρμες και επίπεδες επιφάνειες, οι οποίες αντανακλούν το πνεύμα της εποχής, την κίνηση, την ταχύτητα, τη ραγδαία μεταβολή των πάντων που βιώνει καθημερινά ο σύγχρονος άνθρωπος. Ο Σαρακατσιάνος θεωρεί την καλλιτεχνική δημιουργία αδιανόητη έξω από κοινωνικές επιρροές. Ιδιαίτερα στα παλαιότερα έργα του ήταν περισσότερο εμφανής η κριτική στάση του απέναντι στο σύγχρονο τρόπο ζωής, που κατακερματίζει και αλλοτριώνει τον άνθρωπο. Στον εξαιρετικά περιορισμένο χώρο της ζωγραφικής επιφάνειας, οι μορφές ήταν αναγκασμένες να ζουν και να συνυπάρχουν μέσα από αλληλοεισχωρήσεις, πιέσεις και διαιρέσεις με φουγάρα εργοστασίων, καπνοδόχους, θραύσματα μηχανών, τα εμβλήματα της σύγχρονης μεγαλούπολης. Στα πιο πρόσφατα έργα, ο χώρος γίνεται πιο λιτός και υπαινικτικός, ενώ τα σύμβολα είναι λιγότερο ευανάγνωστα. Αυτό ενισχύεται και από τη χαρακτηριστική απουσία τίτλων, που οδηγεί σε μια πιο υποκειμενική ερμηνεία των έργων, καθώς ο δημιουργός δεν επιθυμεί να δεσμεύσει ή να κατευθύνει το θεατή, αλλά τον αφήνει ελεύθερο να πλάσει το δικό του μύθο και να βιώσει τη μαγεία των σχημάτων και των χρωμάτων.
Τόσο μορφολογικά, όσο και εννοιολογικά, τα έργα στηρίζονται στην ισορροπία των αντιθέσεων: αρσενικό-θηλυκό, ανθρώπινο-μηχανικό, πραγματικό-φανταστικό, μικρόσωμο-μεγαλόσωμο, γεωμετρικό-πλαστικό. Συχνά ανοίγονται μικροσκοπικά παράθυρα-πίνακες, όπου αποδίδονται ψευδαισθησιακά τοπία ή αυτόνομα αντικείμενα με φωτορεαλιστική ακρίβεια, δημιουργώντας μια σουρεαλιστική ατμόσφαιρα με έντονους συμβολικούς υπαινιγμούς, αποδεικνύοντας, ταυτόχρονα, τη σχεδιαστική δεινότητα του δημιουργού.
Το τυχαίο έχει ελάχιστη θέση στη δουλειά του. Η αμοιβαία εξάρτηση όλων των στοιχείων διέπεται από μια εσωτερική αναγκαιότητα. Η ενότητα και η ισορροπία που αποπνέουν τα έργα, είναι αποτέλεσμα συνεχών πειραματισμών και αναζητήσεων, ώστε να επιτευχθεί η μορφοποίηση της ιδέας. Ο ίδιος αναφέρει: «ο κάθε καλλιτέχνης κρίνεται από τα ερωτήματα που θέτει, τις πλαστικές λύσεις που δίνει και την ταύτισή του με τα στοιχεία που χρησιμοποιεί. Τότε μόνο μπορούμε να μιλήσουμε για δημιουργία, διαφορετικά έχουμε διακοσμητικές εικόνες, που οργανώνονται με βάση μια μορφολογική αρχή».
Τα χρώματα είναι πάντοτε λαμπερά, πλακάτα και απλώνονται σε υπολογισμένες, αυστηρά καθορισμένες γεωμετρικές επιφάνειες. Η προσωπική διαπραγμάτευση του χρώματος πηγάζει από την εξαιρετικά πλούσια πλαστική του μνήμη και τη βιωματική σχέση του με τη λαϊκή τέχνη της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Ηπείρου, τις βυζαντινές εικόνες, τα χρώματα της ελληνικής υπαίθρου, ανάμεικτα με στοιχεία Ρορ ΑιΤ. Η Ελλάδα, άλλωστε, ήταν πάντοτε πηγή έμπνευσης και σημείο αναφοράς στο έργο του. Τα αναρίθμητα ταξίδια του, ωστόσο, στο εξωτερικό και η μακροχρόνια παραμονή του στη Νέα Υόρκη και στα διάφορα καλλιτεχνικά κέντρα της Ευρώπης έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της εικαστικής του ταυτότητας. Στα έργα του φιλτράρονται και ενσωματώνονται δημιουργικά στοιχεία από την ευρωπαϊκή ζωγραφική παράδοση και τα κινήματα του μοντερνισμού, τα βιώματά του από το λαϊκό μας πολιτισμό και οι διαχρονικές αξίες της αρχαίας ελληνικής τέχνης.
Ο Σαρακατσιάνος δεν σταματά ποτέ να θέτει ερωτήματα, να προβληματίζεται, να αναζητά πλαστικές λύσεις, να εκφράζει τις φιλοσοφικές και υπαρξιακές του ανησυχίες και να αποτυπώνει αιώνιες αξίες που σχετίζονται με τον αμετάκλητο κύκλο της ζωής, τη γέννηση, τον έρωτα και το θάνατο, δημιουργώντας έργα σύγχρονα, με μια παγκόσμια διάσταση, που φέρουν τη σφραγίδα του μορφοπλαστικού του ιδιώματος και εκφράζουν το όραμά του για την τέχνη και τον κόσμο.
Δρ. Βίκυ Σαρακατσιάνου Ιστορικός της Τέχνης
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΚΡΙΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΩΝ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΣΑΡΑΚΑΤΣΙΑΝΟΥ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΩΝ ΣΤΟΝ ΚΑΤΑΛΟΓΟ ΤΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΒΟΡΡΕ ΤΟ 1990
Στην όλη αυτή αντιμετώπιση ο ζωγράφος προσθέτει και τη σαρκαστική διήγηση καθώς ο άνθρωπος υποτάσσεται στον παραλογισμό, τον ζει, τον παραδέχεται, ταυτίζεται μαζί του αλλά όπως μπορεί να συμβαίνει ούτε απορροφάται ούτε μηδενίζεται. Ο ι ερμηνείες είναι άπειρες γιατί οι έννοιες είναι πάντα αμφίσημες χωρίς ποτέ να αναγκάζουν σε ένα και μοναδικό μονόδρομο αλλά σε σταυροδρόμια επιλογών και πολύπλευρων οπτικών θεωρήσεων. Το χρώμα στην καθαρότητά του και στον κάθε περιχαρακωμένο τόνο που δεν ενοποιείται με τον διπλανό, ούτε συγχέεται αλλά σε κάποιο σημείο συναντάται με τον άλλο και συνδιαλέγεται, είναι απόλυτα υπηρέτης των εννοιών που υποβάλλει και διατείνεται το έργο του Σαρακατσιάνου. Κάποια στιγμή η ανεξαρτητοποίηση του χρώματος είναι τόση που δημιουργεί ένα νέο πλέγμα χρωματικών πια μορφών που συνθέτουν μια νέα πραγματικότητα.
Το παιχνίδι αυτό στα τρία αυτά πλάνα, μορφή-περιβάλλον-χρώμα, η επέκταση του ενός μέσα στο άλλο, η ελευθερία όμως καθενός χωριστά και η κοινή ζωή όλων μαζί είναι ένα ιδίωμα που σφραγίζει το έργο του Σαρακατσιάνου ως προσωπικό και από πλευράς εννοιών ως πολυσήμαντο. Έξω όμως από όλες αυτές τις ερμηνείες, το ζωγραφικό έργο του Σαρακατσιάνου λειτουργεί πάντα και ως έργο τέχνης, ως μήνυμα εικαστικό γιατί χωρίς αυτή την ιδιότητα είναι γράμμα κενό στον τομέα της δημιουργίας.
ΔΡ. ΝΕΛΛΗ ΜΙΣΙΡΛΗ Επιμελήτρια Εθνικής Πινακοθήκης Αθηνών
Στον Σαρακατσιάνο, το μηχανικό στοιχείο βρίσκεται, κατ’ αρχήν, σε αρμονική συνύπαρξη με το ανθρώπινο, χωρίς όμως ν’ αποκλείονται και υπαινιγμοί για αλλοτριωτική σχέση. Το έργο προτείνει έτσι μια θετική ιδεολογική θέση, σύμφωνα με την οποία η τεχνολογία από μόνη της, δεν μπορεί παρά να λειτουργεί λυτρωτικά για τον άνθρωπο. Η αλλοτρίωση που βιώνεται από το ανθρώπινο στοιχείο στο έργο του προέρχεται από άλλες πηγές, μάλλον κοινωνικο-πολιτικές, όπως υπαινίσσονται συμβολισμοί σαφείς (στρατιώτης και κατάκλειστα, σκοτεινά κτήρια κ.λπ.), καθώς και άλλοι με καθαρά πλαστικά μέσα. Ο ι αλλεπάλληλες εισχωρήσεις επιπέδων και στοιχείων στο έργο, οι μορφές που διαιρούνται και συμπυκνώνονται, υποδηλώνουν ένα κλειστό ασφυκτικό χώρο, αυτών των σύγχρονων κοινωνιών και πόλεων, όπου άνθρωποι και πράγματα μπερδεύονται, συμπιέζονται, αλλοτριώνονται. Ο ι έντονες χρωματικές αντιθέσεις του έργου λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο, κριτικά, για να υποδηλώσουν το ίδιο ιδεολογικό περιεχόμενο. Εξάλλου, το γραφίστικο ύφος που υιοθετεί πολύ συχνά και που δανείζεται από σύγχρονα μέσα μαζικής κουλτούρας, όπως είναι η διαφήμιση, τα κόμικς κ.λπ. προσδίνει μιαν ειρωνική χροιά στο έργο, με απώτερο στόχο να κριτικάρει την αλλοτριωτική επίδραση των μέσων αυτών στην σύγχρονη κοινωνία. Αυτό που ενδιαφέρει την αισθητική ανάλυση είναι το γεγονός ότι η κριτική αυτή ασκείται με καθαρά ζωγραφικά μέσα και η αναπαράσταση της πραγματικότητας στο έργο του δεν είναι ρεαλιστική, με την έννοια μιας φωτογραφικής απεικόνισης. Προτιμάει να δείξει την αίσθησή του της αντιφατικής και αλλοτριωμένης πραγματικότητας μέσα από το σοκ και την έκπληξη που δημιουργούν οι ζωγραφικές του πραγματώσεις. Πρόκειται περισσότερο για έναν κριτικό ρεαλισμό, που άλλωστε δίνει το πραγματικό νόημα στο έργο και το δικαιώνει αισθητικά.
ΔΡ. ΑΝΝΑ ΚΑΦΕΤΣΗ Επιμελήτρια Εθνικής Πινακοθήκης Αθηνών Περ. Ζυγός, Ιούλιος – Αύγουστος 1982
Ο Χρηστός Σαρακατσιάνος δημιουργεί με τις πληθωρικές σχηματοποιημένες φιγούρες του έναν πρωτόγονο, πλαστικό τόπο και στη συνέχεια, προσπαθεί να εξαντλήσει όλες τις δυνατότητές του από πλευράς σύνθεσης. Η διάθεσή του για πειθαρχία και ισορροπία φαίνεται από τα περιγράμματα, με τα οποία περιβάλλει τις φόρμες του, ενώ η γραμμή του, αξιοποιώντας την ελαστικότητα και συγχρόνως την ένταση της καμπύλης, δημιουργεί δυναμικά σχήματα μέσα στο χώρο. Το σίγουρο, ηθελημένα λιτό και σχηματοποιημένο σχέδιο, δίνει στον πίνακα τη λογική του βάση. Το χρώμα τώρα, πλακάτο, απηχώντας ποπ αντιλήψεις, δεν ενδίδει στην διακοσμητικότητα αλλά φτάνει σε προχωρημένες πλαστικές λύσεις. Γιατί πλαστικότητα δεν συνιστά μόνο η ζυμωμένη, χρωματική επιφάνεια αλλά και η επίπεδη, όταν η δυναμική της φόρμας κτίζεται αρμονικά στο χώρο, μέσα από τις διάφορες συμφωνίες ή αντιφωνίες των χρωματικών συνδυασμών. Αυτή η αντίληψη, εξάλλου, αποτελεί ολόκληρη αισθητική τάση, εγκαταλείπει το «ρομαντισμό» του πλασίματος και αφήνει το χρώμα να λειτουργήσει αυτόνομα πάνω στη ζωγραφική επιφάνεια, ασχέτως παραστατικών ή μη παραστατικών αναφορών.
ΜΑΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ Περ. Τέχνη, Φεβρουάριος-Μάρτιος 1983
Με αφετηρία το ανθρώπινο σώμα, αλλά με τις κάθε είδους παραμορφώσεις και την αποσπασματικοποίηση, όπως και με την παρεμβολή νέων θεμάτων, τα φτερά, τα κάγκελα, οι αλυσίδες κ.τ.λ. το διαχρονικό θέμα έρχεται να εκφράσει όλες τις σύγχρονες ανησυχίες, όλη την αντιφατικότητα και το αδιέξοδο των καιρών μας. Και αυτό δεν εκφράζεται τόσο με τα περιορισμένα καθαρά θεματικά στοιχεία όσο με την ένταση των μορφών και την εσωτερικότητα των χρωμάτων, τον συνδυασμό γνωστών τύπων και νέων χαρακτηριστικών, τον ελλειπτικό προβληματικό χώρο και το χαρακτήρα του συνόλου.
Ζωγραφική που διακρίνεται για την πηγαιότητα της έμπνευσης και την αμεσότητα της έκφρασης, η ζωγραφική του Σαρακατσιάνου επιβάλλεται στο θεατή με τη μνημειακότητα των μορφών και τη ρωμαλεότητα της γλώσσας του. Κάτοχος των κατακτήσεων του εξπρεσιονισμού και σε επαφή με τις διατυπώσεις του κυβισμού και ακόμη το πνεύμα του σουρεαλισμού ο Σαρακατσιάνος δεν περιορίζεται σε κανένα από τα ρεύματα αυτά. Προχωρεί με απόλυτη ασφάλεια σε μια ζωγραφική προσωπικών διατυπώσεων, που διακρίνεται για την εκφραστική δύναμη και τη ζωγραφική της αλήθειας.
ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ ΧΡΗΣΤΟΥ Καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης Πανεπιστημίου Αθηνών Από τον κατάλογο της έκθεσης στην γκαλερί «Επίπεδα» (Α.Ι.C.Α.). 1984
Το μεγάλο παρελθόν αυτού του τόπου στον Πολιτισμό, μας δίδει τη δυνατότητα να πλησιάσουμε το έργο του ζωγράφου Σαρακατσιάνου, ένα έργο το οποίο, χαρακτηρισμένο από ένα είδος λιτής τονικής χρωματικής δύναμης, τον ανεβάζει στο επίπεδο της δωρικής απλότητας και έντασης, με προεκτάσεις Pop Art, τον κονστρουκτιβισμό, τον υπερρεαλισμό και, ταυτόχρονα, προς μια πιο μακρινή έκφραση της τέχνης των Αρχαίων Ελλήνων και των Αιγυπτίων, προς τα μεγάλα σύγχρονα ρεύματα όπως αυτό του κυβισμού και, τολμώ να προσθέσω ακόμα προς το δικό μας τον Brancusi).
Το έργο του Σαρακατσιάνου το χαρακτηρίζει απλότητα και, ταυτόχρονα, πληρότητα τέλεια και ευφορική που είναι ένα είδος εξ’ ορισμού αντίθετο. Η ζωγραφική του είναι η ζωγραφική που διατηρεί τη δική της εκφραστική γλώσσα και το προσωπικό στυλ. Μια ζωγραφική «μνημειακή» και πραγματική που ανήκει ταυτόχρονα στο σύγχρονο αλλά και στο διαχρονικό.
Dan Haulica
Πρόεδρος της Διεθνούς Εταιρείας Τεχνοκριτών
(Α.Ι.C.Α.) 1984
Ισχυρίζομαι ότι τα έργα του Χρήστου Σαρακατσιάνου παρουσιάζουν τον αγώνα όλων των ανθρώπων ενάντια σε μια πολύ αυτόματη και τεχνολογικά προσανατολισμένη κοινωνία. Και ότι με το να τοποθετεί τεμαχισμένες ή παραμορφωμένες ανθρώπινες φόρμες σ’ ένα σχεδόν σουρεαλιστικό σκηνικό εντείνει τη γνώση μας ότι η μηχανοποίηση έχει μπει στη ζωή μας, γεγονός που τον κάνει, πιστεύω, να νιώθει, ότι πρέπει ν’ αντικατοπτρίζει αποκλειστικά την ελεύθερη έκφραση των ιδεών και επιθυμιών του ανθρώπου. Εμφανώς, ο καλλιτέχνης απομακρύνεται από μια αυστηρά μοντερνιστική αισθητική όσον αφορά το μήνυμα των έργων και πραγματοποιεί με επιτυχία μια έντονα εξανθρωπισμένη τέχνη. Παρ’ όλο που χρησιμοποιεί πολλά κοινά αντικείμενα στα έργα του, τα αντιπαραθέτει μ’ ένα πορτρέτο του ανθρώπινου πνεύματος που μάχεται μέσα απ’ ό,τι μοιάζουν με παραμορφώσεις φόρμας που πρέπει ο θεατής ν’ αναγνωρίσει και να συνειδητοποιήσει σαν μια πιο σημαντική ένδειξη ζωής. Οι φόρμες του Χρήστου Σαρακατσιάνου δεν στερούνται συναισθήματος αλλά μάλλον εκπέμπουν μια σχεδόν ανεξέλεγκτη τάση να τις παρατηρήσει κανείς ακόμα κι αν είναι κάπως μπλοκαρισμένες ή περιτριγυρισμένες από τη μηχανοποίηση.
Παρ’ όλα αυτά, η πραγματική ιδιοφυία του Σαρακατσιάνου έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι τα έργα του δεν μπορούν εύκολα να ταξινομηθούν. Μάλιστα, τα έργα του υπερβαίνουν καθιερωμένο ορισμό. Ο ι φορμαλιστικές επιλογές του έρχονται σε αντίθεση με τη θεαματική του επιλογή ενώ ταυτόχρονα οι απεικονίσεις που παρουσιάζει των προσωπικών και διαπροσωπικών κόσμων διαψεύδουν γενικότητες. Συμπερασματικά, είναι μοναδικός και σ’ ένα μεγάλο βαθμό απροσδιόριστος που είναι και η πραγματική ουσία της ιδιοφυίας και της πρωτοτυπίας.
ΘΑΛΕΙΑ ΒΡΟΧΟΠΟΥΛΟΥ Ιστορικός Τέχνης Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης Σεπτέμβριος 1989
Όλα αυτά τα χρόνια που πήγαινα σε εκθέσεις και έβλεπα κάποιον ζωγράφο που μου άρεσε το σκεφτόμουνα και έγραφα τις σκέψεις μου πάνω στη δουλειά του. Ο Σαρακατσιάνος ήταν ένας απ’ αυτούς που μου τράβηξαν την προσοχή. Τον σκέφτηκα σαν γεννημένο ζωγράφο που τον θαυμάζουν οι άλλοι και στη δίκιά μας γλώσσα αυτό είναι ένα συν για τη δουλειά ενός καλλιτέχνη. Σ’ αυτούς τους υποτιθέμενους απλούς πίνακες από επίπεδες φόρμες ο Σαρακατσιάνος ξέρει πως καταστρέφουν την ψευδαίσθηση και αποκαλύπτουν την αλήθεια και αυτό που είναι σημαντικό είναι ότι επιπλέον, εύχεται μ’ αυτό τον τρόπο να επιβεβαιώσει την επιφάνεια του πίνακα. Υπάρχει επίσης μια πολύ πολύπλοκη γνώση που ενεργοποιείται, μια που συμπεριλαμβάνει την ιστορία της τέχνης, τους καλλιτέχνες και φτάνει ακόμα πιο πίσω στις πελώριες γυναικείες φιγούρες της περιόδου της ελληνικής γλυπτικής. Οι πίνακές του έχουν επιπλέον κατανόηση της ντόπιας ελληνικής λαϊκής τέχνης που έρχεται στα χέρια ενός καλλιτέχνη όπως του Σαρακατσιάνου που έχει ζήσει μαζί της στο χωριό του στην Ήπειρο. Κοιτάζοντας αυτά τα έργα έχει κανείς μια αίσθηση του Léger αλλά δεν υπάρχει κανένας Léger. Του Magritte αλλά δεν υπάρχει κανένας Magritte. Αυτό θα συμπεριλάμβανε τον Milton Avery αλλά δεν υπάρχει κανένας Milton Avery εδώ. Αυτό που έχουμε είναι μια αίσθηση αυτών, αυτών, φτιαγμένων σε μεγάλες απλές φόρμες και μια νύξη στα αρχαία γλυπτά. “Eτσι μπορεί να έχουμε ένα όμορφο τμήμα ουρανού ή ένα μήλο, ένα μουσικό κέρατο ή μια απίθανα ζωγραφισμένη πλεκτή κάλτσα σε ρίγες από διάφορα χρώματα που ο Σαρακατσιάνος πρέπει να φόραγε σαν παιδί. Μπορεί να εμφανιστούν επίσης σχήματα αντικειμένων που εμένα μου μοιάζουν ξένα αλλά που παρ’ όλα αυτά προσθέτουν στην ποίηση των ζωγραφικών έργων, όπως θα άρεσαν στον Καβάφη, ποιήματα σε χρώμα. Δεν υπάρχει κανένα ερώτημα μεσ’ στο μυαλό μου ότι είναι γεννημένος ζωγράφος που τον θαυμάζουν οι άλλοι αι ποιητής επίσης. Δεν είναι εύκολοι πίνακες αλλά αν κανείς πάρει το χρόνο να τους διαβάσει και να τους αισθανθεί τότε θ’ ανταμειφθεί γιατί θα του μιλήσουν και αυτοί με τη σειρά τους.
ΘΟΔΩΡΟΣ ΣΤΑΜΟΣ Λευκάδα, Οκτώβριος 1988
Ατομικές εκθέσεις
1982, Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο “Ώρα”, Αθήνα
1984, Αίθουσες Τέχνης Επίπεδα, Αθήνα
1984, Αίθουσα Τέχνης Σταυρακάκη, Ηράκλειο, Κρήτη
1985, Αίθουσα Τέχνης Εποχή, Γιάννενα
1985, Αίθουσα Τέχνης Σταυρακάκη, Ηράκλειο, Κρήτη
1985, Delphi Gallery of Fine Arts, Δελφοί
1986, Αίθουσα Τέχνης Αγκάθι, Αθήνα
1986, Ίδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή, Αρχαιολογικό Μουσείο Άνδρου, Άνδρος
1987, Κουμαντάρειος Πινακοθήκη Σπάρτης, Σπάρτη
1988, Gallerie F, Αθήνα
1989, Αίθουσα Τέχνης Σταυρακάκη, Ηράκλειο, Κρήτης
1990, Μουσείο Βορρέ, Παιανία, Αττική
1990, Victoria Artists Society, Μελβούρνη, Αυστραλία
1996, The Union League Club, Νέα Υόρκη, Η.Π.Α.
1999, Stavros Mihalarias Art, Αθήνα
2000, Χώρος Σύγχρονης Τέχνης Αμυμώνη, Ιωάννινα
2002, Gallery Polychromo, Άνδρος
2005, Δημοτική Πινακοθήκη Ιωαννίνων, Ιωάννινα
2009, Χώρος Σύγχρονης Τέχνης Αμυμώνη, Ιωάννινα
2010, Πολυχώρος “Απόλλων”, Πειραιάς
Σχόλια για αυτό το άρθρο