Ο Γιώργος Παυριανός θυμάται μια μαγική συνάντηση που είχε με τον μεγάλο ζωγράφο, σκηνογράφο, ενδυματολόγο, σκηνοθέτη, φιλόσοφο και δάσκαλο. Μια συνάντηση στην οποία έμαθε πολλά, αλλά έχασε την ευκαιρία να αποκτήσει έναν άγγελο ζωγραφισμένο από τα χέρια του Γιάννη Τσαρούχη
Σαν τις μύγες πάνω από το μέλι, μια παρέα νέων παιδιώνέχει περικυκλώσει τον Γιάννη Τσαρούχη και μέσα στην απόλυτη σιωπή, τον παρακολουθούν να ζωγραφίζει πάνω σε ένα χαρτόνιέναν άγγελο.Μετά κόβει το περίγραμμα με ένα ψαλίδι, κάνει μια τρύπα πάνω στην κορυφή, περνάει μια κλωστή καιτον κρατάει στον αέρα. “Σε ποιoν δεν έχω δώσει;” ρωτάει.Ξαφνικά η απόλυτη σιωπή σπάει και γίνεται ο κακός χαμός: “Σε μένα Γιάννη! Σε μένα Γιάννη!”
Είναι ένα ζεστό απόγευμα του Ιουλίου, είναι αρχές της δεκαετίας του ΄80 και βρίσκομαι στο σπίτι του φίλου μου,του ποιητή Γιώργου Χρονά, στην οδό Αριστονίκου, κοντά στο Α΄ Νεκροταφείο. Το σπίτι είναι μια μικρή μονοκατοικία, έχουμε μαζευτεί καμιά δεκαριά, δεν χωράμε όλοι μέσα στο δωμάτιο, έτσι, αναγκαστικά, μερικοί στέκονται απέξω, μπροστά στην πόρτα και στα ανοιχτά παράθυρα, “οι κατηχούμενοι“, όπως είπε πολύ εύστοχα ο δάσκαλος. Από εκείπαρακολουθούν τα τεκταινόμενα και περιμένουν τη σειρά τους μπας και αποκτήσουν και αυτοί έναν άγγελο.
Μια μέρα πριν, χτύπησε το τηλέφωνο.Ηταν ο Χρονάς: “Αύριο το απόγευμα θα έρθει ο Τσαρούχης σπίτι μου! Οσοι πιστοί προσέλθετε!” Μαζευτήκαμε λοιπόν εδώ, να δούμε από κοντά τον ζωγράφο, τον γκουρού, τον δάσκαλο. Ο Χρονάς είναι ο αγαπημένος του μαθητής και ο ήρωας της παρέας μας, έχει εκδώσει με δικά του έξοδα τιςποιητικές του συλλογές. Ξέρουμε ότι κάθε πρωί που ξυπνάει, βάζει σε μια στρατιωτική τσάντα τα βιβλία του, γυρνάει με τα πόδια όλη την Αθήνα και δεν επιστρέφει σπίτι αν δεν τα έχει πουλήσει όλα! Αμ, πως νομίζετε ότι έφτιαξε τις “Εκδόσεις Οδός Πανός“;Με τα λεφτά του πατέρα του;
Ο χορός των αγγελοφάγων ανοίγει, πλησιάζω τον Τσαρούχη, δεν μπορώ να τον χαιρετήσω με χειραψία, τα χέρια του είναι απασχολημένα συνέχεια, του λέω το ονοματεπώνυμό μου. “Παυριανός λέγεστε; Υπάρχει ένα δημοτικό τραγούδι “Του Μαυριανού και της αδελφής του”. Το έχετε υπόψιν σας;” “Οχι“. Αρχίζει να απαγγέλλει: ” Ο βασιλιάς κι ο Μαυριανός κι ο Μικροκωνσταντίνος, αντάμα πίναν κι έτρωγαν στου πλάτανου τη ρίζα…” Ολοι γελάνε εκτός από μένα που νομίζω ότι με το “της αδελφής του” θέλει να με ειρωνευτεί. Με κοιτάζει λοξά, βλέπει πως δεν γελάωκαι αλλάζει κουβέντα, με ρωτάει τι δουλειά κάνω. “Ραδιοσκηνοθέτης στο Τρίτο Πρόγραμμα του Μάνου Χατζιδάκι” λέω με υπερηφάνεια. ” Θα ήθελα κι εγώ να κάνω μια εκπομπή στο ραδιόφωνο” λέει και ξαναρχίζει να ζωγραφίζει. “Για τη ζωγραφική; Θέλετε να το πω στον Χατζιδάκι; Θα ενθουσιαστεί!” “Οχι, όχι για τη ζωγραφική. Εγώ θέλω να κάνω μια εκπομπή για τις νοικοκυρές, πώς να πλένουν τα πιάτα χωρίς να σπαταλάνε πολύ νερό. Ξέρετε πόσο νερό πηγαίνει χαμένο από τις νοικοκυρές που ξεχνιούνται και αφήνουν τη βρύση να τρέχει;”
Μιλάει γρήγορα, με ένα ελαφρύ τσέβδισμα, σαν Γάλλος που μιλάει ελληνικά και η σιγανή φωνή του σε αναγκάζει να σκύψεις για να τον ακούσεις. “Πάντως, το πλύσιμο των πιάτων είναι η καλύτερη ψυχοθεραπεία για άντρες και γυναίκες. Οταν έχεις τελειώσει, μαζί με τα πιάτα καθαρίζει και το μυαλό σου!” Τα χέρια του δουλεύουν γρήγορα και επιδέξια και σε λίγο άλλος ένας άγγελος είναι έτοιμος. “Ποιος δεν έχει πάρει;” ρωτάει και με κοιτάει στα μάτια. “Εσύ δεν θέλεις έναν άγγελο;” “Θέλω πολύ, αλλά ντρέπομαι να σας το ζητήσω.” “Αμα δεν ζητήσεις, δεν θα λάβεις! Πώς το είπε ο Χριστός; “Αιτείτε και δοθήσεταιυμίν!” και δίνει τον άγγελο σε έναν “κατηχούμενο“, που έχει απλώσει το χέρι του από το παράθυρο. “Δάσκαλε πρέπει να πληρώσω;” τον ρωτάει. “Οχι, είναι δωρεάν, αλλά να θυμάσαι, το δωρεάν είναι το πιο ακριβό από όλα!”
Ενας ηθοποιός από την παρέα τον ρωτάει:“Γιάννη, είδες την παράσταση των “Τρωάδων” στο Ηρώδειο, σε σκηνοθεσία του Γιώργου Μιχαηλίδη;” Ο Τσαρούχης είχε σκηνοθετήσει το ίδιο έργο με την ΣμάρωΣτεφανίδου και την Σαπφώ Νοταρά. ” Η δική μου παράσταση ήταν η περίληψη αυτής που είδα!’ απαντάει και όλοι γελάμε. Τη θυμόμουν αυτή την παράστασησε ένα πάρκινγκ της οδού Καπλανών 6. Θυμόμουν ακόμα και την ημερομηνία που την είχα δει, ήταν 16 Σεπτεμβρίου 1977. Λίγο πριν αρχίσει, βγήκε ο Τσαρούχης στη σκηνή και μας είπε: “Mε συντριβή σας αναγγέλλω το θάνατο της Μαρίας Κάλλας!Ηταν μια θεά και θα μείνει ένα αιώνιο σύμβολο. Δεν πρέπει να ξεχάσουμε ποτέ πως η Λυρική Σκηνή των Αθηνών, την βρήκε ανεπαρκή και την έδιωξε. Η σημερινή παράσταση αφιερώνεταιστη μνήμη της”.
Είχε συνεργαστεί με την Κάλλας στη “Μήδεια” του Κερουμπίνι. Είχε αναλάβει τα κοστούμια και κάποια στιγμή στην πρόβα, η Μαρία Kάλλας κουρασμένη, γύρισε και είπε στον μαέστρο: “Nonpossomaestro, nonpossopiu!” (Δενμπορώ μαέστρο, δεν μπορώ άλλο!) Και τότε ο Τσαρούχης από κάτω, που τον είχε παιδέψει με το κοστούμι της, κατέβασε τα γυαλιά του και είπε μέσα από τα δόντια του: “Μη σώσεις και possεις κυρά μου, μη σώσεις και possεις!”
Μιας και η κουβέντα έχει έρθει στις Τρωάδες, τον τσιγκλάνε όλοι να αφηγηθεί ένα αστείο περιστατικό με τις δύο πρωταγωνίστριες: Η Κορυφαία-Σαπφώ Νοταρά, κάποια στιγμή έλεγε στην Εκάβη-ΣμάρωΣτεφανίδου: “Σήκω απ΄το στρώμα σου γριά!” Η φιλάρεσκη Σμάρω, για να μην ακουστεί το “γριά”, άρχιζε ένα θρήνο “Αααα!” και το κάλυπτε. Μια, δυο, τρεις, η Σαπφώ αποφάσισε να την τιμωρήσει. Ξεκίναγε λοιπόν με τη φράση “Σήκω από το στρώμα σου…”, έκανε παύση, η Σμάρω άρχιζε τα “Αααα!”, η Σαπφώ την περίμενε να τελειώσει και μετά την κατακεραύνωνε με ένα τρανταχτό “γριά!’. “Αυτές δεν ήταν πρωταγωνίστριες, ήταν πρωτογαμίστριες!” σχολίασε γελώντας ο Τσαρούχης με ένα ακόμα άγγελο στα χέρια.
Ο Χρονάς, που τον έχουν ζώσει τα φίδια ότι δεν θα μείνει άγγελος για εκείνον, βάζει τις φωνές: “Παιδιά, αφήστε ήσυχο τον Γιάννη να σχεδιάσει και κάτι για μένα” και βάζει μπροστά στον Τσαρούχη ένα χαρτόνι. “Α, μάλιστα, ήρθε η ώρα να πληρώσουμε τη γκανιότα!”(Γκανιότα= χαρτοπαιχτικός όρος που σημαίνει το ποσό που πληρώνει ο παίκτης στη λέσχη). Ο Τσαρούχης σκύβει πάνω από το χαρτόνι. Μια νεκρική σιγή απλώνεται μέσα στο δωμάτιο. Ολοι, με θρησκευτική ευλάβεια τον παρακολουθούμε να μετατρέπει το άσπρο χαρτόνι σε έργο τέχνης. Οταν τελειώνει, το υπογράφει, το σηκώνει ψηλά και το δείχνει, όλοι χειροκροτάμε, μετά το δίνει στον Χρονά. “Πάρ΄το!” του λέει. “Να του βάλεις όμως και μια ωραία κορνίζα, γιατί η κορνίζα είναι η ρουφιάνα του πίνακα!”.
Μαζεύει τα σύνεργά του. “Κουράστηκα” λέει.“Δουλεύετε πάντα τόσο πολύ;”Στέκεται για μια στιγμή, με κοιτάζει, μετά αναστενάζει δραματικά. “Ξέρεις Παυριανέ, οι άνθρωποι δεν περίμεναν τίποτα από εμένα,με θεωρούσαν ένα κατώτερο ον, αρχίζοντας από τους συγγενείς μου και τελειώνοντας στους ελάχιστους φίλους μου. Ισως αυτή η περιφρόνηση με αναγκάζει να δουλεύω τόσο σκληρά” ” Μα πώς μπορείτε να το λέτε αυτό; Είστε σπουδαίος, είστε μεγάλος ζωγράφος!” Χαμογελάει πικρά και μου δείχνει τη νεανική παρέα γύρω του. “Βλέπεις πόσα λεφτά έβγαλε σήμερα ο μεγάλος ζωγράφος! Ούτε ένα πιάτο φαϊ!” Ο Χρονάς καταλαβαίνει ότι για αυτόν χτυπάει η καμπάνα και επεμβαίνει: “Θα πάμε να φάμε τώρα! Θα σου κάνω το τραπέζι!,” λέει και μετά κοιτάει όλη την παρέα. “Οποιος θέλει να έρθει μαζί μας, θα πληρώσει το φαϊ του!” διευκρινίζει.
Αποφασίσαμε να πάμε στη ταβέρνα του Μάνεση.“Θέλεις να πάρουμε ταξί για να πάμε;” τον ρωτάει ο Χρονάς. “Ταχτσή; ΟχιΤαχτσή! ΟχιΤαχτσή! Προτιμώ να πάμε με τα πόδια!” φωνάζει δήθεν τρομαγμένος και όλοι γελάμε με το λογοπαίγνιο. Βγαίνουμε από το σπίτι και περπατάμε αργά στην Αριστονίκου. Με έχει βάλει δίπλα του, “επειδή είσαι νεοφώτιστος”, από την άλλη μεριά ο Χρονάς, τον κρατάμε να μην πέσει, “ο Ιησούς εν μέσω των δύο ληστών” λέει ενώ κατηφορίζουμε την Αναπαύσεως. Κοιτάει τις βιτρίνες στα γραφεία κηδειών, κουνάει το κεφάλι του. “Μόνο η τέχνη κάνει πράγματα με τα οποία ξεχνάει κανείς το θάνατο.” “Μα τώρα για το θάνατο θα μιλάμε;” διαμαρτύρεται ο Χρονάς. “Ακόμα και μιλώντας για το θάνατο, τον ξεχνάμε, καταλαβαίνουμε ότι ζούμε!” του απαντάει. Σταματάμε στην Καλλιρρόης και στεκόμαστε λίγο να θαυμάσουμε τη φωτισμένη Ακρόπολη και το ναό του Διος. “Η Ελλάδα! Τι ωραίο σκηνικό πράγματι! Αλλά πόσο κακή παράσταση Θεέ μου!” μονολογεί, μας πιάνει πάλι αγκαζέ και συνεχίζει να περπατάει με μικρά σουρνάμενα βηματάκια, μέχρι να φτάσουμε στην ταβέρνα.
“Θέλω να φάω μια μπριζολάρα χοιρινή!” λέω με λαχτάρα και ξαφνικά αρχίζει μια κουβέντα για τα κρέατα και για τις βλαβερές τους συνέπειες στον οργανισμό αλλά και στην ψυχολογία μας. “Να αποφεύγετε το κρέας! Περιέχει μέσα τοξίνες από την αγωνία του ζώου όταν το σφάζουν. Ξυπνάει τα πιο ταπεινά ένστικτα. Άσε που κάνετεπλούσιοκαι τον καπιταλιστή που το πουλάει! Να τρώτε λαχανικά.” “Ετσι όμως θα κάνουμε πλούσιο τονκαπιταλιστή που θαπουλάει λαχανικά!” πετάγομαι εγώ και όλοι με κοιτούν έκπληκτοι για το θράσος μου να διακόψω το δάσκαλο. “Μόνο αυτοί που σφάζουν με άνεση και ευχαρίστηση ένα ζώο έχουν δικαίωμα να είναι κρεοφάγοι!” μου απάντησε και μη έχοντας κάτι να πω το βούλωσα.
Έρχεται το γκαρσόνι για να πάρει τις παραγγελίες.Ρωτάει τον Τσαρούχη: “Τι θα πάρετε;” “Σουτζουκάκια έχετε;” τον ακούω να λέει. “Μα τώρα, πριν λίγο, λέγατε για το κρέας που…” τολμώ να ψελλίσω. “Αλλο η θεωρία και άλλο η πράξη!” με διακόπτει χαμογελώντας πονηρά και παράγγειλε τελικά σουτζουκάκια με πουρέ! Ε, παράγγειλα κι εγώ την μπριζολάρα μου και δεν θίξαμε άλλο αυτό το θέμα.
Ενώ τρώμε, έναςνεαρός, ζητάει τη γνώμη του.Του λέει πως είναι ομοφυλόφιλος και θέλει να το πει στους γονείς του. Ο Τσαρούχης διαφωνεί. “Μη μπλέκετε τους συγγενείς σε τέτοια θέματα. Οσο ανοιχτόμυαλοι και αν είναι, δεν θα σας καταλάβουν. Η ομοφυλοφιλία σας να είναι σαν την ελεημοσύνη, μη γνώτω η δεξιά τι ποιεί η αριστερά” ” Μα έτσι θα ζούμε; Κρυμμένοι και κυνηγημένοι;” “Μην μπερδεύεστε. Η ελληνική ομοφυλοφιλία είναι διαφορετική από την αγγλική ή τη γαλλική. Είναι έρως. Οι ομοφυλόφιλοι στην Ελλάδα ήταν πάντα ευαίσθητοι, πρόσφεραν πολιτιστικές και αισθητικές βάσεις και επειδή ήταν άνθρωποι που διώκονταν, μετρούσαν τα λόγια τους. Σε αυτό το θέμα δεν χρειάζονται δηλώσεις και διαδηλώσεις. Δεν ωφελούν σε τίποτα”.
Φάγαμε, ήπιαμε, η ορχήστρα έπαιξε ρεμπέτικα.Κάποια στιγμή, μετά από πολλές παρακλήσεις, σηκώθηκε και χόρεψε ένα ζεϊμπέκικο. “Ωραία χορεύετε” του λέω. “Μμμμ! σαν την μπαλαρίνα την Ουλάνοβα!” και κατευθύνθηκεπρος τις τουαλέτες. Σαν να δόθηκε ένα αόρατο σύνθημα, ήρθε στο πι και φι ο λογαριασμός και πληρώσαμε. Οταν επέστρεψε, η κουβέντα είχε περάσει στα πολιτικά. “Στην Ελλάδα βλέπουμε μόνο τη δυσάρεστη και την αδύνατη πλευρά κάθε πράγματος. Ολοι ξέρουν τι ΔΕΝ γίνεται και ικανοποιημένοι από αυτή την απαισιόδοξη γνώμη τους, κατηγορούν κάθε άνθρωπο που προσπαθεί να κάνει κάτι”. “Είναι κρίμα, γιατί οι Ελληνες έχουν πολλές αρετές”, μουρμουρίζω. “Ξέρεις”, γυρνάει και μου λέει, “αρετές μας είναι όλα τα ελαττώματά μας που τα παραδεχτήκαμε. Και οι Ελληνες δεν παραδέχονται εύκολα τα ελαττώματα τους “. Μπερδεύτηκα λίγο. “Γιατί, η φιλία, ας πούμε, δεν είναι αρετή; Είναι ελάττωμα;” Χαμογέλασε. “Η φιλία είναι η συμφωνία δύο ανθρώπων να μην προχωρήσουν την σχέση τους σε βάθος αλλά να μείνουν στην επιφάνεια”. “Δεν συμφωνώ, εγώ θέλω μια βαθιά σχέση με τους φίλους μου!” “Ελπίζω να μην ντρέπεσαι να την ζητήσεις, όπως ντράπηκες να ζητήσεις από εμένα τον άγγελο…” “Οχι, όχι, με τους αγγέλους μόνο ντρέπομαι, με τους ανθρώπους είμαι πιο τολμηρός!”
Ο Χρονάς άρχισε να χασμουριέται. Οι περισσότεροι από την παρέα καληνύχτισαν και έφυγαν. Το γκαρσόνι μας ρώτησε αν θέλαμε καφέ ή γλυκό, είπαμε όχι, άρχισε να μαζεύει τα πιάτα. “Ε, πάμε να φύγουμε κι εμείς” είπε με νυσταγμένη φωνή ο Τσαρούχης, σηκωθήκαμε, τον συνοδέψαμε ως την έξοδο, τον βάλαμε σε ένα ταξί, σήκωσε το δεξί του χέρι, μας ευλόγησε ιερατικά και χάθηκε μέσα στη νύχτα...Αχ! Δάσκαλε, πώς μετανιώνω! Επρεπε να σου είχα ζητήσει τότε εκείνο τον άγγελο, να τον έχω τώρα για να με φυλάει. Γιατί από τους ανθρώπους, ότι κι αν έχωζητήσει, τίποτε δεν “δοθήσεταιυμίν“…
Βαρέθηκα το μέσα... αποφάσισα να βγαίνω μέσα στην παύρη νύχτα, να βλέπω λίγη κίνηση του δρόμου, να συναντάω ανθρώπους, να φεύγει λίγο το μυαλό... ότι βλέπω, ότι σκέφτομαι, ότι μου αρέσει, θα το γράφω το βράδυ και κάθε βράδυ στην cosmopoliti... εκεί μπορείτε να ακούτε "το τρίτο στεφάνι" του Κώστα Ταχτσή, τραγούδια σε αποκλειστική πρώτη μετάδοση, παρουσιάσεις βιβλίων και παραστάσεων... ευχαριστώ Χριστίνα Πολίτη, που με έβγαλες από το σπίτι και με έκανες cosmopoliti!
Σχόλια για αυτό το άρθρο
Κλείστε διακόπες με σκάφος απο την BednBlue.com και λάβετε έκπτωση χρησιμοποιώντας το κούπονι: cosmopoliti
Σχόλια για αυτό το άρθρο