Από την Αθήνα στη Lyon, με ένα σαραβαλιασμένο πούλμαν, για μια μοναδική συναυλία. O Γιώργος Παυριανός θυμάται μια επεισοδιακή διαδρομή μέχρι να φτάσει να δει live τον χαμαιλέοντα, τον εξωγήινο, τον θεό, David Bowie!
To Let’s dance ακουγόταν παντού. Στις ντισκοτέκ, στο ραδιόφωνο, στα καταστήματα δίσκων. Ήταν το μεγάλο σουξέ των 80ς, με ξεσηκωτική μουσική και αισιόδοξο μήνυμα: Put on your red shoes and dance to the blues! Ο David Bowie μόλις είχε αλλάξει εταιρεία και η ΕΜΙ είχε ξεσκιστεί στη διαφήμιση. Αφίσες, videoclip, διαγωνισμοί, δωρεάν δίσκοι, ειδήσεις, φωτογραφίες, μας βομβάρδιζαν καθημερινά. Ήμουν φανατικός, διάβαζα, άκουγα, μάθαινα, τα πάντα για την Νταβίντα, όπως τον λέγαμε μεταξύ μας στην παρέα μας. Mια μέρα διάβασα ότι θα κάνει περιοδεία σε όλο τον κόσμο, τη Serious Moonlight Tour. Oχι, στην Ελλάδα δεν θα ερχόταν. Ένιωσα ένα αγκάθι στην καρδιά. Προσευχήθηκα με θέρμη να γίνει κάτι για να μπορέσω τον δω live. Kαι φαίνεται πως ήταν ανοιχτοί οι ουρανοί…
” Θα φύγει ένα πούλμαν της ΕΜΙ για τη Lyon. Η Νταβίντα δίνει μια συναυλία εκεί. Θέλεις να πας μαζί τους και να γράψεις ένα ρεπορτάζ για το περιοδικό;” μου λέει ο Νίκος Μουρατίδης ένα απόγευμα, στα γραφεία της “Μανίνας”. “Το ρωτάς; Δίνω και τα δυο μου χέρια για να πάω!” “Δώσε τα πόδια σου καλύτερα, γιατί τα χέρια θα τα χρειαστείς για να γράψεις το κομμάτι!” μου λέει, πήρε τηλέφωνο και το κανόνισε. “Θέλω να πας στα καμαρίνια, να σου υπογράψει η Νταβίντα πάνω σε ένα τεύχος της Μανίνας!” μου παράγγειλε και εγώ το υποσχέθηκα σα να ήταν το πιο εύκολο πράγμα του κόσμου.
Θα φεύγαμε σε τρεις μέρες. Διάλεξα τα ρούχα που θα έπαιρνα μαζί μου, δανείστηκα λεφτά για τα έξοδα του ταξιδιού, τσεκάρω το διαβατήριό μου, είχε λήξει! Τρέχω στην Υπηρεσία Διαβατηρίων, ήθελαν δέκα εργάσιμες για να το ανανεώσουν! Κόντεψα να τρελαθώ! Θα έχανα τη συναυλία για ένα κωλοδιαβατήριο! “Ο μόνος τρόπος για να σας το θεωρήσουμε αυθημερόν είναι κάποιο σοβαρό θέμα υγείας.” μου λέει με νόημα ο διευθυντής. Είχα δυο φίλες, την Πίτσα και την Μαρία. Σπούδαζαν στη Lyon . Τις πήρα τηλέφωνο και συνεννοήθηκα μαζί τους να κάνουν τις κόρες ενός θείου που δήθεν πεθαίνει από καρκίνο. Πήγα λοιπόν ξανά στην Υπηρεσία Διαβατηρίων, ο διευθυντής πήρε τα κορίτσια τηλέφωνο, αυτές τον διαβεβαίωσαν πως ο θείος μας την βγάζει δεν την βγάζει, σε μια ώρα είχα το διαβατήριο έτοιμο, θεωρημένο! Το πήρα ενθουσιασμένος, πήγα και αγόρασα και ένα ζευγάρι κόκκινα παπούτσια, μια φανέλα με το πρόσωπό του και… μερικά είδη μακιγιάζ. Τι διάολο; Στην συναυλία του Bowie πήγαινα, δεν θα έκανα έναν κεραυνό στο πρόσωπο για να τον τιμήσω;
23 Μαϊου 1983, 10 η ώρα το πρωί. Είμαι στον Περισσό, έξω από το εργοστάσιο της ιστορικής εταιρείας Columbia. Εδώ έχουν ηχογραφηθεί τα μεγαλύτερα αριστουργήματα της ελληνικής μουσικής. Εδώ έχουμε δώσει ραντεβού για να μαζευτούμε. Ένα ταλαιπωρημένο πούλμαν είναι σταματημένο μπροστά στην είσοδο και γύρω του, καμιά 30αριά άτομα έχουν κάνει πηγαδάκια και μιλάνε, για τι άλλο; για τον Μπόουι. Είναι εδώ στελέχη εταιριών, δημοσιογράφοι, φωτογράφοι, τυχεροί από διαγωνισμούς. Από όλους αυτούς ξέρω μόνο τον Μάνο Ξυδούς που εκείνη την εποχή δούλευε στην ΕΜΙ και ήταν ο αρχηγός της αποστολής. Τον χαιρετάω. “Θα καθίσουμε μαζί;” “Οχι, εγώ θα κάτσω μπροστά, δίπλα στον οδηγό” μου απαντάει και φεύγει για να κανονίσει τις τελευταίες λεπτομέρειες. Πλησιάζω ένα ψηλό, αδύνατο, χαμογελαστό παιδί, είναι ο Χρήστος Χατζής. “Ολοι για τη Lyon;” τον ρωτάω. “Νταβίντα και ξερό ψωμί!” μου απαντάει. Καταλαβαίνω ότι είναι δικός μας. Πιάνουμε την κουβέντα, είδαμε ότι έχουμε πολλά κοινά, αποφασίσαμε να κάτσουμε μαζί.
Το πούλμαν όπως είπαμε, ήταν ταλαιπωρημένο. Ίχνη από τρακαρίσματα εδώ κι εκεί, βρώμικα τζάμια, σκισμένα καθίσματα. Ολα έδειχναν ότι ήταν σε λίγο θα διαλυόταν, ότι έκανε τις τελευταίες του διαδρομές. Αλλά και ο οδηγός δεν πήγαινε πίσω. Πάνω από 60 χρονών, άσχημος, φαλακρός, με ένα μαλλί δεξιά κι αριστερά σαν τον Μπόζο, με λιγδιασμένη φόρμα και κάτι διαλυμένα άρβυλα, πήγαινε πάνω κάτω και γκρίνιαζε συνέχεια: “Πάμε να φύγουμε, άντε, πάμε να φύγουμε, θα μας πιάσει η νύχτα και δεν ξέρω καλά το δρόμο!” Κοιταχτήκαμε με τον Χρήστο, “Καλιαρντή!” μου λέει. “Δεν θα έχουμε καλά ξεμπερδέματα!”. Συμφώνησα, αλλά τι να κάναμε; Ανεβήκαμε πάνω, διαλέξαμε δυο θέσεις και κάτσαμε. Ήρθαν και οι υπόλοιποι και ξεκινήσαμε!
Πήραμε την εθνική οδό για να πάμε Θεσσαλονίκη. Ο οδηγός, από την αρχή, οδηγούσε νευρικά, φρενάριζε απότομα, έβριζε τους άλλους οδηγούς. “Να δεις πως θα μας στουκάρει σε καμιά μάντρα και δεν θα προλάβουμε να δούμε ούτε την Νταβίντα, ούτε τα σπίτια μας!” μουρμούριζε ο Χρήστος. “Θέλετε να κάνουμε ένα διαγωνισμό για να περάσει η ώρα; Να δούμε κιόλας ποιος ξέρει τα πιο πολλά για τον Μπόουι;” μας ρωτάει ο Μάνος Ξυδούς. Οποιος απαντούσε στις περισσότερες ερωτήσεις θα κέρδιζε ένα μπουκάλι ουίσκι. Συμφωνήσαμε και ο Μάνος άρχισε: Γιατί είναι έτσι το ένα του μάτι; Πληγώθηκε σε καβγά από ένα μαχαίρι! Από που πήρε το όνομά του; Από το Bowie, μια μάρκα μαχαιριού! Σε ποιο άλμπουμ ποζάρει στο εξώφυλλο με σώμα σκύλου; Στο Diamond Dogs! Aπό που εμπνεύστηκε το Heroes; Βλέποντας ένα ζευγάρι που προσπαθούσε να περάσει το Τείχος του Βερολίνου! Ποιες είναι οι ερωτικές του επιλογές; Έχει δηλώσει αμφισεξουαλικός! Με ποιον τον βρήκε στο κρεβάτι, η γυναίκα του Αντζι; Με τον Μικ Τζάγκερ! Γιατί τον λένε χαμαιλέοντα; Για τις μεταμορφώσεις του! Στο τέλος, αυτός που απάντησε σε όλες τις ερωτήσεις και κέρδισε το ουίσκι, ήταν ο καινούργιος φίλος μου, ο Χρήστος Χατζής! Ήξερε τα πάντα!
Νωρίς το απόγευμα φτάσαμε στη συμπρωτεύουσα. Μας περίμεναν στο Λευκό Πύργο καμιά δεκαριά καρντάσια που θα έρχονταν μαζί μας. Κατεβήκαμε λίγο να ξεμουδιάσουμε. Φύσαγε ένα ελαφρύ ανοιξιάτικο αεράκι, η θάλασσα απέναντί μου ήταν ήρεμη, ο ήλιος έλαμπε, μια ευωδιά από ανθισμένες νεραντζιές απλωνόταν παντού στον αέρα. Είχα φτιάξει ένα στριφτό τσιγάρο για να το καπνίσω στη συναυλία, αλλά δεν άντεξα, πήγα πίσω από το Λευκό Πύργο και το φούντωσα. Τράβηξα δυο-τρεις ρουφηξιές, μια γλυκιά ζάλη απλώθηκε στο μυαλό μου, και ξαφνικά συνειδητοποίησα πως εκείνη την στιγμή τα είχα όλα, ήμουν νέος, υγιής, χαρούμενος, ευτυχισμένος και πάνω από όλα πήγαινα στη συναυλία του Ντέιβιντ Μπόουι! Ηθελα να γονατίσω και να ευχαριστήσω τον Θεό, αλλά ο οδηγός άρχισε να κορνάρει, μπήκαμε όλοι στο πούλμαν και ξεκινήσαμε.
Διασχίσαμε όλη τη Γιουγκοσλαβία. Δεν έχω ξαναδεί πιο βαρετό τοπίο. Σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής έβλεπα ένα σπίτι, μια γελάδα και ένα δέντρο. Λίγο πιο κάτω, πάλι το ίδιο: Ένα σπίτι, μια γελάδα κι ένα δέντρο! Κόντεψα να πεθάνω από πλήξη. Ο ήλιος είχε βασιλέψει όταν φτάσαμε στο Βελιγράδι. Ο Μάνος Ξυδούς και ο οδηγός, είχαν βάλει κάτω ένα χάρτη και καβγάδιζαν για το ποια διαδρομή έπρεπε να ακολουθήσουμε. “Αφού σου λέω, πως ξέρω το δρόμο, τον έχω κάνει χιλιάδες φορές! ” επέμενε ο οδηγός με τέτοια σιγουριά, που ο Μάνος υποχώρησε και τον άφησε να κάνει το δικό του. Ξεράδια ήξερε! Είχε βραδιάσει, όταν βρεθήκαμε στο Μιλάνο, μπροστά στο Duomo! Ο οδηγός είχε κάνει λάθος και τώρα έπρεπε να ανεβούμε βόρεια, προς Αυστρία! Αφού όμως η τύχη μας έφερε ως εδώ, κατεβήκαμε με τον Χρήστο, επισκεφτήκαμε το ναό και πήγαμε μετά σε ένα καφέ και ήπια για πρώτη φορά εσπρέσο! Τα νεύρα μας είχαν αρχίσει να τεντώνονται επικίνδυνα. ” Εχεις κανά χάπι, κανά σιρόπι, κάτι τέλος πάντων για να κοιμηθούμε;” λέω του Χρήστου. “Τίποτα! Μόνο αυτό το ουίσκι που κέρδισα στο διαγωνισμό!” Πήγαμε σε ένα φαρμακείο του Μιλάνου και ζητήσαμε υπνωτικά χάπια. Δεν μας τα έδιναν χωρίς συνταγή, το μόνο που μπορούσαν να μας δώσουν ήταν κάτι βαλεριάνες, πήραμε από μια καρτέλα ο καθένας, ήπιαμε και όλο το ουίσκι, γίναμε λιώμα και βυθιστήκαμε σε ένα γλυκό ύπνο.
Ξύπνησα μέσα σε ένα παγωμένο πούλμαν. Έξω νύχτα. Το φεγγάρι φώτιζε το χιονισμένο τοπίο. Ο οδηγός είχε χαθεί κάπου στις Αυστριακές Αλπεις και το πούλμαν είχε κολλήσει μέσα στο χιόνι! Δεν υπήρχαν κινητά, ο Μάνος σταμάτησε ένα γιωταχί και πήγε να ζητήσει βοήθεια. Περιμέναμε τουρτουρίζοντας, είμαστε όλοι ντυμένοι ελαφρά, που να το φανταστούμε Μάη μήνα πως θα συναντούσαμε χιόνια! Ο Μάνος επέστρεψε μαζί με την οδική βοήθεια. Επισκεύασαν το σαράβαλο, έβαλαν αλυσίδες στους τροχούς και μας οδήγησαν σε ένα καταφύγιο που ήταν και μίνι μάρκετ. Πεινασμένοι όπως ήμασταν ορμήσαμε πάνω στα σάντουιτς, στα μπισκότα και στις σοκολάτες. Οι περισσότεροι δεν πλήρωναν, τα έβαζαν κρυφά στις τσέπες τους, τους πήρε είδηση ο μαγαζάτορας και άρχισε να φωνάζει και να τους κυνηγάει. Κλασικοί Ελληνάρες!
Από Αυστρία πήγαμε Ελβετία και μετά Γαλλία. Σαν να μας είχε κάνει μάγια κάποιος, γυρνάγαμε σαν τις άδικες κατάρες. Τελικά, στις 3 το πρωί, μετά από 15 ώρες ταξίδι, φτάσαμε επιτέλους στη Lyon ! Η συναυλία θα γινόταν στις 9 το βράδυ. Κουρέλι από την κούραση, ούτε έφαγα, ούτε ήπια, έπεσα ξερός για ύπνο και ξύπνησα το μεσημέρι. Επισκέφτηκα στα γρήγορα την Πίτσα και την Μαρία που με είχαν βοηθήσει με το διαβατήριο και το απόγευμα άρχισα να ετοιμάζομαι. “Τι, έτσι θα πάμε στην Νταβίντα; Δεν θα κάνουμε ένα μακιγιάζ, δεν θα βάλουμε μια ψεύτικη βλεφαρίδα;” μου λέει ο Χρήστος. “Μη σε νοιάζει και έχω φροντίσει” του λέω και βγάζω το νεσεσέρ με τα κουλικά. Βαφτήκαμε, βάλαμε ψεύτικες βλεφαρίδες, κάναμε τον κεραυνό στο πρόσωπο, εγώ φόρεσα το t-shirt και τα κόκκινα παπούτσια, κατεβήκαμε στη ρεσεψιόν, πήραμε τα εισιτήριά μας και ξεκινήσαμε για το Παλαί ντε Σπορ της Lyon.
Δεν το είχα ξαναδεί αυτό το πράγμα. Εξω από το Παλαί ντε Σπορ εκατοντάδες υπαίθριοι πωλητές, πούλαγαν τα πάντα, καπέλα, φλιτζάνια, φανελάκια, δίσκους, βιντεοταινίες, μάσκες, σημαίες, αφίσες, ακόμα και φαγώσιμα που είχαν πάνω τους τον Ντέιβιντ Μπόουι. Απελπισμένοι θαυμαστές που δεν είχαν βρει εισιτήριο, παρακάλαγαν στις γωνίες και έδιναν διπλάσια και τριπλάσια για να αποκτήσουν το μαγικό χαρτάκι. Ουρές, φωνές, τσακωμοί, στις εισόδους του σταδίου. Από τα μεγάφωνα ανακοινώσεις και τραγούδια. Μετά από πολλές δυσκολίες μπήκαμε μέσα. Χιλιάδες νέοι, γέροι, παιδιά, βαμμένοι πιο έντονα από εμάς, περίμεναν να αρχίσει η συναυλία. Η μυρωδιά από τους μπάφους έντονη. ” Τι το κάπνισες το τσιγάρο στη Θεσσαλονίκη; Εδώ χρειαζόταν!” μου λέει ο Χρήστος και έχει δίκιο.
Οι θέσεις μας ήταν στις κερκίδες, αλλά κοντά στη σκηνή. Καθίσαμε δίπλα σε ένα ζευγάρι Πολωνών. Τακτοποιήθηκαν, ήπιαν από μια μπύρα και μετά έβγαλαν ένα τρίφυλλο, αλλά πριν το ανάψουν με ρώτησαν αν με πειράζει. Τους είπα πως όχι μόνο δεν με πειράζει, αλλά ευχαρίστως θα έπαιρνα καμιά τζούρα. Με χαρά μου έδωσαν το τρίφυλλο να το ανάψω εγώ. Τράβηξα μερικές ρουφηξιές και ένιωσα τις ψεύτικες βλεφαρίδες μου να βαραίνουν. Το ίδιο και ο Χρήστος που δοκίμασε. Τώρα μάλιστα, είμαστε έτοιμοι!
“Κυρίες και κύριοι ο Ντέιβιντ Μπόουι!” λέει ο εκφωνητής και 30.000 άνθρωποι κοντεύουν να γκρεμίσουν το Παλαί ντε Σπορ όταν βλέπουν την λεπτή, αδύνατη φιγούρα του πάνω στη σκηνή. Φοράει ένα φαρδύ θαλασσί κοστούμι και λευκό πουκάμισο. Αρχίζει να τραγουδάει το Look back in anger και χιλιάδες τραγουδούν μαζί του. Είναι σε μεγάλη φόρμα, έχει ένα φοβερό κιθαρίστα, τον Κάρλος Αλομάρ, που παίζει παπάδες, αρχίζει να χορεύει με το μοναδικό του στιλ και να τραγουδάει τις μεγάλες του επιτυχίες: Heroes, Golden Years, Fashion. Και μετά Let’ s Dance! Οι κερκίδες παίρνουν φωτιά, βγάζει το σακάκι του και συνεχίζει με το Life on Mars, Cat people, China Girl. Ο κόσμος ουρλιάζει, χορεύει, χειροκροτεί.
Ο Μπόουι φεύγει και αλλάζει. Εμφανίζεται τώρα με λευκό κοστούμι και θαλασσί πουκάμισο. Παίρνει την κιθάρα του και ενώ τραγουδάει το Major Tom, συγχρόνως δίνει κλωτσιά σε μια τεράστια, φουσκωτή υδρόγειο, η οποία φεύγει από τη σκηνή και ταξιδεύει χέρι με χέρι, ανάμεσα στο κοινό. Rebel Rebel, Station to Station, Ashes to Ashes, η υδρόγειος επιστρέφει πάλι στη σκηνή, ο Μπόουι την πιάνει, την πετάει με δύναμη πάνω σε ένα καρφί και η υδρόγειος σκάει με πάταγο. Δάκρυα τρέχουν από τα μάτια μου, πάνω από το κεφάλι μου ένα τεράστιο κέρας της Αμαλθείας, γέρνει και με πασπαλίζει με χρυσόσκονη ενώ ο θεός τραγουδάει το Fame. Είπε και άλλα αγαπημένα τραγούδια, έκλεισε με το Young Americans, έφυγε, ξαναήρθε, είπε το Modern Love, είπε ξανά το Let’ s Dance, υποκλίθηκε και αποχώρησε οριστικά. Χαιρετήσαμε και εμείς τους αγαπημένους Πολωνούς και κατευθυνθήκαμε στην έξοδο.
Αχ! Που είναι η Νταβίντα, να τραγουδήσει ξανά το Let’ s dance; Που είναι ο Μάνος Ξυδούς να μας πει κι εκείνος τα δικά του; Πού είμαι εγώ που άντεχα 15 ώρες ταξίδι; Πού είσαι εσύ; Πού είναι όλοι; Χαθήκαμε στη σκόνη του χρόνου, όπως εκείνο το πούλμαν που πήγαινε στη Lyon και χάθηκε στις χιονισμένες Άλπεις…
Σχόλια για αυτό το άρθρο