
Είχε ταλέντο, ήταν κούκλος και κατάφερε να γίνει ένας από τους μεγαλύτερους σταρ όλων των εποχών; Ο Robert Redford όταν γύριζε από το σχολείο του, στο σπίτι, σταματούσε έξω από τα studio της Fox, για να παρακολουθήσει τους διάσημους ηθοποιούς της εποχής. Στην εφηβεία του, συνήθιζε να κάνει μικροκλοπές, ενώ κατανάλωνε αρκετό αλκοόλ. Παρ’ όλα αυτά μόλις αποφοίτησε από το σχολείο, κέρδισε, τελικά, υποτροφία για το Πανεπιστήμιο του Κολοράντο, χάρις στην ικανότητά του στον αθλητισμό και -κυρίως- στο μπέιζμπολ.
Εκείνο το χρονικό διάστημα δούλευε σαν σερβιτόρος, ύστερα ξεκίνησε να δουλεύει στις πετρελαιοπηγές της Καλιφόρνια, ώστε να μαζέψει χρήματα, για να μπορέσει να κάνει ένα ταξίδι στην Ευρώπη. Κατάφερε να μείνει στη Γηραιά Ήπειρο για ένα περίπου χρόνο και τον περισσότερο καιρό τον πέρασε στο Παρίσι, ενώ γράφτηκε και στη Σχολή Καλών Τεχνών της Φλωρεντίας. Όμως, οι κακές κριτικές των καθηγητών του, τον οδήγησαν στην επιστροφή του στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αργότερα, μετακόμισε στο Μπρούκλιν για να κάνει μαθήματα ζωγραφικής κάτι που επηρέασε αρκετά τη ζωή και τον εαυτό του, αφού για μια περίοδο είχε αποκτήσει ένα αρκετά μποέμικο στιλ.

Τα χρόνια της αναζήτησης
Ο Charles Robert Redford Jr. γεννήθηκε στη Santa Monica της California. Ο πατέρας του ήταν, αρχικά, γαλατάς και, στη συνέχεια, λογιστής, ενώ η μητέρα του ήταν νοικοκυρά. Η καταγωγή των προγόνων του είναι βρετανική και Ιρλανδική κάτι που εξηγεί τα πυρόξανθα μαλλιά του, που αποτελούσαν και το κύριο γνώρισμά του.
Όταν οι νεανικές του περιπέτειες πήραν τέλος, πήγε στην Αμερικάνικη Ακαδημία Δραματικών Τεχνών της Νέας Υόρκης μετά από παρότρυνση ενός φίλου του. Στην ακρόαση του, κατάφερε να εκπλήξει τους κριτές, οι οποίοι ανέφεραν πως: “διαθέτει μια φυσική άνεση στην έκφραση, ζωηρή φαντασία και φυσικό ταλέντο”. Η επαφή του με την υποκριτική τον γοήτευσε, τον κέρδισε και τον έκανε να ασχοληθεί σοβαρά με το αντικείμενο.

Αρχή με θέατρο και τηλεόραση
Ο πρώτος του ρόλος ήταν στη θεατρική παράσταση Tall Story, το 1958 που ανέβηκε στο θέατρο Broadway. Ακολούθησαν μικροί ρόλοι στις τηλεοπτικές σειρές The Naked Cit, Twilight Zoze και Route 66. Το πρωταγωνιστικό ντεμπούτο του σε τηλεοπτική σειρά, έγινε το 1960 στο Maverick. Ακολούθησαν και άλλες σειρές και θεατρικές παραστάσεις. Η σπουδαιότερη παράσταση, στην οποία συμμετείχε ήταν το Barefoot in the Park του Neil Simon, με συμπρωταγωνίστρια την Elizabeth Ashley. Η παράσταση παίχθηκε το 1963. Μέσα στην ίδια χρονιά, έπαιξε στην τηλεοπτική σειρά Alcoa Premiere, για την εμφάνισή του στην οποία, κέρδισε το βραβείο Emmy β’ αντρικού ρόλου.

Ο κινηματογράφος τον περίμενε
Η πρώτη φορά που συμμετείχε σε κινηματογραφική ταινία ήταν το 1962 στο ανεξάρτητο War Hunt, το οποίο γυρίστηκε μέσα σε δύο εβδομάδες. Το 1965 έπαιξε στο Situation Hopeless… But Not Serious, το οποίο ήταν η πρώτη του επίσημη ταινία. Και την ίδια χρονιά, συμπρωταγωνίστησε με τους Natalie Wood και Christopher Plummer στο Inside Daisy Clover, που έκανε έναν ομοφυλόφιλο και το οποίο προτάθηκε για δύο βραβεία Όσκαρ, ενώ ο ίδιος κέρδισε την πρώτη του Χρυσή Σφαίρα αφού ανακηρύχθηκε ο πιο πολλά υποσχόμενος ηθοποιός. Το 1966 του δόθηκε ο ρόλος του σερίφη στο The Chase (Η καταδίωξη), όμως, ο ίδιος επέλεξε έναν άλλο ρόλο στην ίδια ταινία. Αυτόν του κατάδικου. Το ρόλο του σερίφη τελικά πήρε ο Marlon Brando. Επίσης, συνεργάσθηκε, και πάλι, με την Νάταλι Γουντ, αυτή τη φορά, για το This Property Is Condemned, του Sydney Pollack το οποίο είχε βασιστεί στο ομώνυμο έργο του Tennessee Williams.

Ήταν πια πρωταγωνιστής και στις μεγάλες του δόξες. Οι θαυμαστές και οι θαυμάστριες πάθαιναν υστερία. Οι παραγωγοί άρχισαν να του δίνουν τον ένα ρόλο μετά τον άλλο. Το 1967, πρωταγωνίστησε, μαζί με την Jane Fonda στην κινηματογραφική εκδοχή του Ξυπόλητοι στο πάρκο (Barefoot in the Park). Και το 1969 ήρθε ο θρίαμβος. Πρωταγωνίστησε στο Butch Cassidy and the Sundance Kid, μαζί με τον Paul Newman, καταφέρνοντας να κερδίσει τους υπόλοιπους υποψήφιους (Στιβ Μακ Κουίν, Μάρλον Μπράντο, Γουόρεν Μπίτι), για το δεύτερο πρωταγωνιστικό ρόλο. Η ταινία είχε τεράστια επιτυχία, και κέρδισε τέσσερα Όσκαρ.

Κατόπιν απέρριψε πρωταγωνιστικούς ρόλους στα φιλμ “Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ” και “Ο πρωτάρης” επειδή δεν ήθελε να δημιουργήσει την εικόνα του “στερεοτύπου ξανθού αρσενικού”. Στη συνέχεια, πρωταγωνίστησε σε ταινίες που είχαν μέτρια απήχηση αλλά παρ’ όλα αυτά κέρδισε βραβεία BAFTA καλύτερου ηθοποιού για το Downhill racer και το Tell them Willie Boy is here. Συνεργάσθηκε ξανά με τον Sydney Pollack για το Jeremiah Johnson και το 1973 στη δραματική ιστορία αγάπης The Way We Were, μαζί με την Barbra Streisand. Η υστερία των fans απογειώθηκε. Στην ταινία αυτή, η οποία συγκαταλέγεται στις κορυφαίες του είδους της, έπαιξε έναν από τους πιο χαρακτηριστικούς ρόλους του, αυτόν του Χάμπελ, ενός κούκλου που ερωτεύεται και παντρεύεται την «άσχημη» (με προσωπικότητα όμως) του κολεγίου. Ακόμη και το τραγούδι The Way We Were, κέρδισε βραβείο Όσκαρ.

Στην επόμενη συνεργασία του με τον σκηνοθέτη George Roy Hill και τον Paul Newman, The Sting (Το κεντρί), κατάφερε και κέρδισε υποψηφιότητα για το Oscar Α’ αντρικού ρόλου και εκατομμύρια θεατές σε όλο τον πλανήτη. Το 1974 ακολούθησε μια νέα μεγάλη επιτυχία, το The Great Gatsby, η οποία βασίσθηκε στο έργο του Francis Scott Fitzgerald. Η ταινία αυτή, πέρασε από πολλές περιπέτειες, έως ότου ξεκίνησαν τα γυρίσματά της, καθώς ο πρωταγωνιστικός ρόλος, προοριζόταν για τον Jack Nicholson, όμως ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ τον κέρδισε την τελευταία στιγμή. Επίσης είχε μεγάλη διένεξη με τον σκηνοθέτη που τον πίεζε ασφυκτικά να βάψει τα μαλλιά του μελαχρινά κάτι που εκείνος φυσικά και δεν έκανε.

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, ο Redford γίνεται πιο επιλεκτικός στις ταινίες που θα παίξει, αποκτά πολιτική συνείδηση και στρέφεται και στη σκηνοθεσία. Έτσι έχουμε το 1975 το πολιτικό θρίλερ Three Days of the Condor, ενώ το 1976 στην ταινία All the President’s Men, η οποία και βραβεύθηκε με τέσσερα Όσκαρ, πήρε το ρόλο του δημοσιογράφου Bob Woodward, ο οποίος πάσχιζε να διαλευκάνει το σκάνδαλο Watergate και να ξεσκεπάσει τον πρόεδρο Nixon. Το 1980, ο Ρέντφορντ σκηνοθέτησε την πρώτη του ταινία “Ordinary People” -Συνηθισμένοι άνθρωποι- στην οποία πρωταγωνιστούσαν ο Donald Sutherland και η Mary Tyler Moore. Η ταινία κέρδισε τέσσερα Όσκαρ και ο Ρέντφορντ αυτό του καλύτερου σκηνοθέτη. Οι κριτικοί ανέφεραν πως, ο Ρέντφορντ κατάφερε να βγάλει μια πολύ δυνατή δραματική ταινία με εξαιρετικές ερμηνείες, τόσο από τη Μάιρη Τάιλερ Μουρ, όσο και από τον Σάδερλαντ και τον Τίμοθι Χάτον, ο οποίος κέρδισε βραβείο β’ ανδρικού ρόλου. Η δεκαετία του 1970 έκλεισε με το Brubaker, του 1980.

Η δεκαετία του 1980 ήταν μια πολύ λιγότερο δραστήρια περίοδος για το Ρέντφορντ, αφού συμμετείχε σε ελάχιστες ταινίες. Αυτές ήταν: το The Natural, του 1984, στην οποία υποδύθηκε τον πρωταθλητή του μπέιζμπολ, το Out of Africa του 1985, το οποίο βραβεύθηκε με επτά Όσκαρ και ήταν καρπός μιας νέας συνεργασίας του και του Σίντεϊ Πόλακ, ωστόσο, ο ίδιος ο Ρέντφορντ παραδέχθηκε πως πρόκειται για τη χειρότερη ταινία που έχει γυρίσει σε ολόκληρη την καριέρα του, η κωμωδία Legal Eagles, του 1986, στο οποίο συμπρωταγωνίστησε με τις Ντέμπρα Ουίνγκερ και Ντάριλ Χάνα και το Havana, του 1990, ενώ το 1988, σκηνοθέτησε την ταινία The Milagro Beanfield War.

Το 1992, συμπρωταγωνίστησε με τον Σίντεϊ Πουατιέ στην κωμωδία Sneakers και σκηνοθέτησε τη δραματική ταινία A River Runs Through It, με πρωταγωνιστή τον Μπραντ Πιτ. Ο Ρέντφορντ διεκδίκησε το βραβείο της Χρυσής Σφαίρας για τη δουλειά του στην ταινία αυτή. To 1993, συμπρωταγωνίστησε με τους Γούντι Χάρελσον και Ντέμι Μουρ, στην ταινία Ανήθικη πρόταση, του Έιντριαν Λάιν. Ωστόσο, ο ρόλος του χαμηλής ηθικής εκατομμυριούχου τον έφερε αντιμέτωπο για πρώτη και μοναδική -μέχρι σήμερα- φορά, με την υποψηφιότητα για το βραβείο του Χρυσού Βατόμουρου. Το 1994, σκηνοθέτησε το Quiz Show και έθεσε, έτσι, υποψηφιότητα για δύο βραβεία Όσκαρ: αυτού του καλύτερου σκηνοθέτη και αυτού της καλύτερης τανίας. Το 1996, έπαιξε, μαζί με την Μισέλ Φάιφερ, στο Up Close & Personal. Το 1998, πρωταγωνίστησε και σκηνοθέτησε το The Horse Whisperer, όπου συμμετείχε και η πολύ νεαρής ηλικίας -τότε- Σκάρλετ Γιοχάνσσον. Η ταινία αυτή πήγε σχετικά καλά εμπορικά, ενώ οι κριτικές που απέσπασε ήταν -ως επί το πλείστον- θετικές. Ο Ρέντφορντ προτάθηκε για τη Χρυσή Σφαίρα καλύτερου σκηνοθέτη. Το 2000, σκηνοθέτησε το The Legend of Bagger Vance, με πρωταγωνιστές τους Γουίλ Σμιθ, Ματ Ντέιμον και Σαρλίζ Θερόν.

Το 2001, συμπρωταγωνίστησε με τον Μπραντ Πιτ στο Spy Game, του Τόνι Σκοτ. Το 2002, βραβεύθηκε με Όσκαρ για τη συνολική του προσφορά στον κινηματογράφο. Ακολούθησε το θρίλερ μυστηρίου The Clearing, του 2004 με συμπρωταγωνιστές τους Γουίλεμ Νταφόε και Έλεν Μίρεν. Το 2005, έπαιξε με τους Τζένιφερ Λόπεζ και Μόργκαν Φρίμαν στην ταινία An Unfinished Life. Το 2007, σκηνοθέτησε το Lions for Lambs, συμπρωταγωνιστώντας με τη Μέριλ Στριπ και τον Τομ Κρουζ. To 2011, ο Ρέντφορντ σκηνοθέτησε το The Conspirator. To 2012, γύρισε, σε συνεργασία με το γιο του, το Watershed ένα ντοκιμαντέρ, με θέμα την αλόγιστη εκμετάλλευση και τη σταδιακή πτώση της στάθμης του νερού του ποταμού Κολοράντο, ο οποίος αποτελεί την κύρια πηγή νερού για τις δυτικές πολιτείες της Αμερικής. Το 2012 παρουσίασε την ταινία The Company You Keep, στην οποία συμπρωταγωνιστεί με τη Τζούλι Κρίστι και την Σούζαν Σαράντον, ενώ είναι και σκηνοθέτης. Το 2013 πρωταγωνίστησε στην ταινία Όλα Χάθηκαν του Τζέι Σι Τσάντορ, που προβλήθηκε στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Καννών και απέσπασε θερμά χειροκροτήματα από το κοινό

To 1958 παντρεύτηκε για πρώτη φορά τη Lola Van Wagenen, απέκτησαν, μαζί, τέσσερα παιδιά. Το 2009 σε δεύτερο γάμο, πήρε την Γερμανίδα ζωγράφο Sibylle Szaggars. Ήταν ακτιβιστής και πολιτικά στρατευμένος με την αριστερά. Απεβίωσε στις 16 Σεπτεμβρίου 2025 στο σπίτι του στη Γιούτα, σε ηλικία 89 ετών













































Σχόλια για αυτό το άρθρο