Αν και έπαιξε σε έντεκα ταινίες μόνο, από τις οποίες οι εννιά προβάλλονται από την τηλεόραση (η πρώτη, ο “Κακός Δρόμος” και η δεύτερη, η “Μαντάμ Σουσού” έχουν χαθεί), ήταν αρκετές για να περάσει ο Βασίλης Λογοθετίδης στις νεότερες γενιές και να τον γνωρίζουν όλοι. Ο Βασίλης Λογοθετίδης ήταν ένα ιερό τέρας του θεάτρου, θεωρείται ο βασιλιάς της κωμωδίας, παρόλο που εκείνος είχε προτίμηση στα δράματα και δεν αγαπούσε τα “κωμικά”. Όμως το άφθονο ταλέντο του, τον καθιέρωσαν στην κωμωδία και εκείνος της αφοσιώθηκε μέχρι το τέλος της ζωής του. Έδωσε προτεραιότητα στους Έλληνες συγγραφείς και στα έργα τους, ερμηνεύοντας δεκάδες ρόλους χαρακτηριστικών τύπων της Ελληνικής αστικής ζωής. Πάντρεψε την ηθογραφία με τη μοντέρνα σύγχρονη νοοτροπία των θεατών. Εκτός από το ανεξίτηλο σημάδι του στη σκηνή, σφράγισε και τον ελληνικό κινηματογράφο, που μόλις είχε ξεκινήσει τα βήματά του μετά τον πόλεμο.
Γεννήθηκε στο Μυριόφυτο της Ανατολικής Θράκης το 1898. Ο πατέρας του ήταν εκπαιδευτικός. Είχε έναν αδελφό και μία αδελφή. Το 1915 αποφοίτησε από το περίφημο Ζωγράφειο γυμνάσιο της Κωνσταντινούπολης, ενώ λίγο αργότερα άρχισε τις πρώτες ερασιτεχνικές εμφανίσεις του στη σκηνή. Το 1918, έχοντας κάνει ήδη το δεύτερο του γάμο, έρχεται στην Αθήνα και την επόμενη χρονιά εντάσσεται στο δυναμικό του θιάσου της Μαρίκας Κοτοπούλη. Εκεί έμεινε για 27 χρόνια, ερμηνεύοντας δεκάδες ρόλους, δραματικούς και κωμικούς, του κλασσικού και σύγχρονου ρεπερτορίου και καθιερώθηκε ως ένας από τους βασικότερους κωμικούς πρωταγωνιστές του θεάτρου. Σταθμός στην καριέρα του υπήρξε η παράσταση «Οι Γερμανοί Ξανάρχονται», η οποία σημείωσε τεράστια επιτυχία και αποτέλεσε την αφορμή για να πάρει την απόφαση να ανεξαρτητοποιηθεί και να γίνει θιασάρχης το 1947. Από τότε αφοσιώθηκε αποκλειστικά στη νεοελληνική φαρσοκωμωδία με σημαντικές επιτυχίες, όπως «Ένας βλάκας και μισός», «Φαταούλας» του Δημήτρη Ψαθά, «Δεσποινίς ετών 39», «Ένας ήρωας με παντούφλες» των Σακελλάριου-Γιανακόπουλου και άλλα.
Το 1933, μπαίνει στην καριέρα του ο κινηματογράφος. Η πρώτη του ταινία, είναι ο “Κακός Δρόμος” ελληνοτουρκικής παραγωγής, γυρισμένη στην Κωνσταντινούπολη στα στούντιο της Ipek Film από τον σκηνοθέτη του Εθνικού Θεάτρου της Τουρκίας Ερτογρούλ Μουχσίν, σε σενάριο του Γρηγορίου Ξενόπουλου, βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημά του με πρωταγωνίστριες τις δύο μεγαλύτερες Ελληνίδες ηθοποιούς της εποχής, την Μαρίκα Κοτοπούλη και την Κυβέλη, που κάνουν μαζί με τον Λογοθετίδη, την πρώτη τους εμφάνιση στο σινεμά. Η δεύτερη εμφάνισή του, γίνεται στην ταινία Μαντάμ Σουσού του Δημήτρη Ψαθά το 1948, στο ρόλο του Παναγιωτάκη, με Μαντάμ Σουσού την Μαρίκα Νέζερ και Καντακουζηνό τον Γιώργο Παππά. Την ίδια χρονιά, πρωταγωνιστεί για πρώτη φορά στη Φίνος Φιλμ, στην ταινία του Αλέκου Σακελλάριου “Οι Γερμανοί ξανάρχονται” από το ομώνυμο θεατρικό έργο των Σακελλάριου-Γιαννακόπουλου. Η ταινία έχει μεγάλη επιτυχία και ενώνει κινηματογραφικά τον Βασίλη Λογοθετίδη με την Ίλυα Λιβυκού, η οποία θα είναι η μόνιμη παρτενέρ του και στις επόμενες ταινίες του. Θα περάσουν τέσσερα χρόνια μέχρι να ξαναπαίξει στον κινηματογράφο (Ένα βότσαλο στη λίμνη, 1952) αλλά από εκεί και πέρα η παρουσία του στο σινεμά θα είναι κάθε χρόνο, μέχρι και το 1958: Σάντα Τσικίτα, Δεσποινίς ετών 39, Κάλπικη λίρα, Ούτε γάτα ούτε ζημιά (δεύτερη συνεργασία με τη Φίνος Φιλμ), Ο ζηλιαρόγατος, Δελησταύρου και υιός, Ένας ήρωας με παντούφλες. Όλες έχουν εισπρακτική και καλλιτεχνική επιτυχία και ευτυχώς είναι από εκείνες που τα τηλεοπτικά κανάλια τις έχουν πολύ συχνά στο πρόγραμμά τους.
Οι συγγραφείς έγραφαν για τον Βασίλη Λογοθετίδη, δηλαδή ο τύπος προηγείται της δραματουργίας. Διακωμώδησε άψογα με τους ρόλους του τα έντονα αντιφατικά στοιχεία που προέκυπταν από τα χαρακτηριστικά που συνέθεταν το προφίλ του Έλληνα αυτοδημιούργητου αστού της μεταπολεμικής εποχής. Το 1957 έπαθε έμφραγμα και παρά τις συστάσεις των γιατρών να μην κουράζεται και να είναι πολύ προσεκτικός, εκείνος έπαιζε ασταμάτητα στο θέατρο, το οποίο ήταν το δεύτερο σπίτι του. Τα τελευταία χρόνια, πάθαινε συχνά καρδιακές κρίσεις και έπρεπε να έρθει γιατρός να του κάνει ένεση στο μπράτσο και για μισή ώρα να μην κάνει τίποτα. Εκείνος αψηφούσε τις εντολές και έβγαινε στη σκηνή.
Ο Βασίλης Λογοθετίδης αποτελεί “αντικείμενο” μελέτης για τους ηθοποιούς και τους καλλιτέχνες γενικότερα. Πολλοί έχουν βοηθηθεί από τις ερμηνείες του στις ταινίες και έχουν εξελίξει τους ρόλους που υποδύονται και το ταλέντο τους.
Το 1956 στο θέατρο Αθηνών, πρωταγωνιστεί στο έργο του Δημήτρη Ψαθά “Ένας βλάκας και μισός“. Σήμερα, σας παρουσιάζουμε ένα συλλεκτικό, σπάνιο φωτογραφικό αφιέρωμα, μέσα από το καμαρίνι του και τις ετοιμασίες που έκανε για να βγει στη σκηνή.
Πριν ετοιμαστεί για το ρόλο του, μια ματιά στο βιβλίο που του κρατάει συντροφιά στα διαλείμματα. Το διάβασμα ήταν το μεγάλο του πάθος
Ζήλευε τους συνομιλήκους του που είχαν μαλλιά και γι΄αυτό λάτρευε τους ρόλους που απαιτούσαν περούκα
Έτοιμο το περουκίνι για τις ανάγκες του ρόλου
Τις ελεύθερες ώρες στο καμαρίνι του, εκτός από το διάβασμα, τις περνούσε με το σκάκι. Επικίνδυνος αντίπαλος ο Ευάγγελος Πρωτοπαπάς. Στις 19 Φεβρουαρίου 1960, μαζί με τον συμπρωταγωνιστή του και φίλο του Ευάγγελο Πρωτοπαπά, πήγαν στον κινηματογράφο Παλλάς (απέναντι από το θέατρο Αθηνών που έπαιζαν τον “Τελευταίο Τίμιο”), και αισθανόταν κουρασμένος και αδιάθετος. “Αν πεθάνω να με θυμάσαι, μου φέρθηκες σαν παιδί μου” ήταν τα λόγια που είπε εκείνο το βράδυ στον Πρωτοπαπά. Την επόμενη μέρα, στις 20 Φεβρουαρίου 1960, την ώρα που ξυριζόταν για να πάει στο θέατρο, έπαθε καρδιακή προσβολή. Η κηδεία του έγινε δημόσια δαπάνη στο Α’ Νεκροταφείο και παραβρέθηκαν 50.000 άνθρωποι που αγάπησαν και θαύμασαν τον Βασίλη Λογοθετίδη.
Σχόλια για αυτό το άρθρο