Τα μικρά ή μεγάλα φετίχ μίας αμφιλεγόμενης δεκαετίας «ξαναζούν» στην Αθήνα του σήμερα, στο bar Superfly καθώς οι ιδιοκτήτες του, Δημήτρης Κολτσιδάς και Χρήστος Γιαννόπουλος, ξετυλίγουν το κουβάρι της συνεργασίας τους, σε μία χαλαρή συζήτηση, ένα αθηναϊκό απόγευμα.
Παγκράτι, Εμπεδοκλέους 28. Απ’ έξω, τίποτα δεν σε προϊδεάζει για το σκηνικό που έχει «στηθεί» μέσα. Αλλά κι όταν μπαίνεις, δεν σε υποδέχονται φύλακες ενός μουσείου αναμνήσεων. Παραγγέλνεις το ποτό σου, κάνεις μία γρήγορη βουτιά στα νιάτα σου, στα γλέντια και στις χυλόπιτες που έφαγες, στα Milde Sorte και στις Pocket Pie που ξέσπασες μετά από αυτές, σε δύσκολες, πνιγηρές φάσεις, σε εξομολογήσεις για αιώνιες φιλίες, στο Μουσικόραμα της ΕΡΤ και στο βιντεοκλίπ του Billie Jean με τον Μichael Jackson και… αυτό! Κατόπιν, ξαναβγαίνεις στον αφρό του 2015 χωρίς μελαγχολία και κλάψες. Η ατμόσφαιρα κάθε άλλο παρά μουσείο «μυρίζει». Γιατί δεν είναι μουσείο, ούτε «φόρος τιμής», ούτε ρετροσπεκτίβα κι άλλα τέτοια βαρύγδουπα για μία εποχή που πέρασε ανεπιστρεπτί (όπως όλες οι εποχές, φυσικά). Κι οι ιδιοκτήτες του, ο Χρήστος και ο Δημήτρης, δεν νοσταλγούν σαν γέροι του Μάπετ σόου περασμένα «μεγαλεία» άλλης εποχής. Απλά, πάτησαν γκάζι στο δρόμο που τους έδειξε το προσωπικό τους timing και ζουν στο σήμερα.
«Κάποια στιγμή η εποχή και τα προσωπικά επαγγέλματα σε φτάνουν σε ένα σημείο που βάζεις το χέρι στο μέτωπο και λες ‘ως εδώ!’ οπότε αναγκαστικά στρέφεσαι σε κάτι διαφορετικό. Πήρα τηλέφωνο τον Δημήτρη και του είπα: ‘θες να κάνουμε τους εαυτούς μας επάγγελμα;’, εξηγεί ο Χρήστος. Τα ηχεία του μαγαζιού στέλνουν διακριτικά στα αυτιά μας το ‘Between the sheets’ των Ashley Brothers. «Σ’ αυτό το χώρο δεν είναι μόνο ΄80ς. Εδώ θα δεις αντικείμενα από όλο τον προηγούμενο αιώνα, ό,τι μαζέψαμε από τις γιαγιάδες μας και το δρόμο. Τα συντηρούσαμε εμείς όλα. Δεν είναι ένα μουσείο για κάτι νεκρό, ούτε νοσταλγία για τα 80ς! Απλά πράγματα που είναι όμορφα. Καλώς ή κακώς ήταν πιο όμορφα τα πράγματα σε άλλες δεκαετίες, αισθητικά, στα έπιπλα, στα παιχνίδια. Όλα αυτά τα αντικείμενα είναι δικά μας και φίλων. Είναι επίσης και πελατών μας που προτιμούν να τα βλέπουν εδώ μέσα παρά να υπάρχουν καταχωνιασμένα σε ένα υπόγειο του σπιτιού τους».
Το βλέμμα μου δε γίνεται να μην πέσει στην κλασική κόκκινη σακκούλα με τα μαύρα γράμματα του Μινιόν, απέναντί μου. «Α, εδώ υπάρχει μία ωραία ιστορία», μου λέει ο Χρήστος. «Όταν συζητούσαμε με τον Δημήτρη για το μαγαζί, είχα βρει στο πατάρι μία σακούλα Μινιόν. Και λέω, δεν θα το πω στο Δημήτρη, θα του κάνω έκπληξη. Ε, έφερε και ο Δημήτρης μία σακούλα Μινιόν που την είχε βρει στο σπίτι του! Μου το είχε έκπληξη! Εκεί πειστήκαμε ότι έπρεπε να συνεργαστούμε οι δυό μας, είχαμε το Μινιόν μέσα μας!»
Καθώς η ώρα περνάει, όλο και περισσότεροι έρχονται στο «ναό». Μη φανταστείτε νεάζοντα μπακούρια που φαντασιώνονται ότι θα τους σερβίρει ποτά η Βίνα Ασίκη ή η Ελένη Φιλίνη ή η Σαμάνθα Φοξ (ή και οι τρεις μαζί), ενώ θα ξαναδακρύζουν με το Ευρωμπάσκετ ’87 προβαλλόμενο σε Sony του 80. Όχι. Θαμώνες ελαφρώς γκριζαρισμένοι, ζευγάρια και singles, συνυπάρχουν με αγόρια και κορίτσια που δεν είχαν γεννηθεί όταν η Βερούλη έριχνε το ακόντιο στο Ολυμπιακό Στάδιο και παίζουν χαλαρά νταρτ σε μία γωνιά του μπαρ. Όλοι μαζί σε μία γιορτή, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον γύρω από το θρυλικό σουμπούτεο; σουμπουτέο; ποτέ δεν έμαθα που τονίζεται αυτό το επιτραπέζιο ποδοσφαιράκι, στη μέση του μπαρ. «Σουμπουτέο!» με διορθώνει ο Δημήτρης. «Είναι συνηρημένο, από το σουμπουτέο-σουμπουτώ». Πίσω από το σουμπουτέο-σουμπουτώ είναι τα χαρακτηριστικά δωμάτια εφήβων της δεκαετίας του 80, που σε άλλο μαγαζί είναι απλώς οι… τουαλέτες.
Τίγκα στις αφίσες λαϊκών ειδώλων της εποχής. «Μα, καλά, ζει ακόμα ο Λιφ Γκάρετ;», αναρωτιέμαι φωναχτά με αδιόρατο τρόμο και ο Χρήστος αρπάζει την ευκαιρία να κάνει μία έκκληση: «Εκλιπαρώ την επόμενη κοπελίτσα που θα πάρει αφισούλα από το μπάνιο μας, να έρθει να μας το ζητήσει ευγενικά. Θα της την χαρίσω. Μην την πάρει έτσι, διάολε! Αλλά και στην τουαλέτα των αγοριών, τις αφίσες που έχουν κλέψει, τις έχουν κλέψει κορίτσια!». «Μια άλλη κοπέλα μας είχε προειδοποιήσει: ‘θέλω να κλέψω την αφίσα του Ματ Ντίλον, θα σας το πω όμως, για να μην την κλέψω.’ Της λέω: στη χαρίζω! Ε, δεν την πήρε ποτέ. Μία εβδομάδα μετά, την πήρε κάποια άλλη!», συμπληρώνει ο Δημήτρης.
Ακραίες συμπεριφορές από περίεργους θαμώνες; «Όχι κάτι ακραίο, αλλά γελοίο», απαντά ο Δημήτρης. «Ένα βράδυ είχε έρθει ένα παλικάρι με μία παρέα που δεν είχαν πολυκαταλάβει που είχαν μπει. Μάλλον για μπουζούκια πήγαιναν. Με φωνάζει και μου λέει: ‘βρε φιλαράκο (!) μπιτάκια βάζετε; Του λέω εγώ: ‘Μπιτάκια; Ποτέ.’»
Ένα σκηνικό που δεν θα ξεχάσουν ποτέ. «Στις γιορτές συνέβη το εξής μαγικό: Μία παρέα μεταλλάδες έκαναν διαγωνισμό μπρέικ ντανς, δύο κοπέλες που δουλεύουν στο μαγαζί έκαναν ρόδα ως μπαλαρίνες δουλεύουν και κάποια παιδιά μας είχαν ανεβάσει στα χέρια και έκαναν το γύρο του… θριάμβου στο μαγαζί!»
Ένα πάρτι που θα μείνει στην Ιστορία. «Αυτό με τον Στέλιο, τον… Ιππότη της Ασφάλτου. Ο Στέλιος ξέρει όλους τους διαλόγους απ’ έξω σε όλα τα επεισόδια. Έχει φτιάξει τον Κιτ, την Πόντιακ των 2.700 κυβικών. Θέλει 100 ευρώ βενζίνη να έρθει από την Τερψιθέα εδώ. Πέρυσι το καλοκαίρι είχε βάλει και κάμερα, ήσουν μέσα στο αμάξι και έβλεπες τι γινόταν απ΄ έξω. Μέσα είχαμε βάλει προτζέκτορα με τα επεισόδια του Κιτ, έξω ήταν ο Κιτ και ο κόσμος έβγαζε φωτογραφίες.»
Τι τους έμαθε η ζωή. Χρήστος: «Κάποτε για να πάω να πιω έναν καφέ έπρεπε να νοικιάσω ένα πούλμαν για να χωρέσω εγώ και οι άλλοι εαυτοί μου. Συνειδητοποίησα ότι καλό είναι να χωράνε και κάποιοι άλλοι, όχι μόνο ο εαυτός μου. Δεν το κάνω από γενναιοδωρία, αλλά γιατί καταλαβαίνω ότι τα λίγα άτομα που έχεις στη ζωή και μετριούνται στην παλάμη του χεριού (είμαι και μοναχοπαίδι) πρέπει να είναι κι αυτοί στο ίδιο πούλμαν. Σ’ αυτό το ταξίδι, πρέπει να είμαστε συνοδοιπόροι! Ζούμε και γι’ αυτό, μέσα από αυτό, αλλά όχι μόνο αυτό»
Δημήτρης: «Εδώ και καιρό κατάλαβα ότι δεν θα ζήσω άλλη ζωή, αυτό εδώ ζούμε, εκτός αν καταφέρεις να με πείσεις.»
Σχόλια για αυτό το άρθρο