Η Μαρία Λάτσαρη ζει στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Βιολογία και έκανε διδακτορικό στις Νευροεπιστήμες. Σήμερα εργάζεται ως μέλος ΕΔΙΠ στο Τμήμα Κτηνιατρικής του ΑΠΘ. Συμμετείχε στη μετάφραση των βιβλίων «Φαντάσματα στον εγκέφαλο» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2004) και «Όραση και Τέχνη» (Εκδ. Παρισιάνου, 2010). Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές: «Εν δυνάμει πραγματικότητα» (Eκδ. Μανδραγόρας, 2016), η οποία περιλαμβανόταν στη μικρή λίστα για το βραβείο Πολυδούρη 2017 και «Εμείς η Αντιγόνη» (Εκδ. Νεφέλη, 2023).
-Τι ήταν εκείνο που σε έκανε να θέλεις να ασχοληθείς με τη συγγραφή ποίησης;
Μου αρέσει το «Σκέφτομαι και Γράφω». Θα πρόσθετα και το «Διαβάζω». Μου αρέσει να φτιάχνω μια δική μου πραγματικότητα όπου έχω του χεριού μου τον χρόνο. Γιατί ποίηση; Γιατί δεν είναι καθόλου βαρετή. Η ποίηση φτάνει τη γλώσσα ως μέσο έκφρασης στα όριά της. Στις πιο ευτυχείς της στιγμές η ποίηση είναι σαν αποκάλυψη, έχει την ένταση του ακαριαίου και ταυτόχρονα την συνειδητοποίηση του διαχρονικού. Πυροδοτεί νέες συνάψεις στον εγκέφαλο του αναγνώστη πιο γρήγορα από την πεζογραφία. Και στην πραγματικότητα δεν ξέρω αν ήρθε η ποίηση σε εμένα ή εγώ πήγα στην ποίηση. Αλλά σημασία μάλλον έχει αν καταφέραμε να συναντηθούμε…
-Από που εμπνέεσαι και από αντλείς ιδέες για τη συγγραφή των ποιημάτων σου;
Από αυτά που κουβαλάω μέσα μου, προσωπικά βιώματα και υπαρξιακά φίλτρα, όπως είναι οι απώλειες και η επεξεργασία τους και η δύναμη για επεξεργασία και επαναπροσδιορισμούς, και όλα αυτά διυλίζονται από την κοινωνική πραγματικότητα και από τα διαβάσματά μου.
-Έχεις αγαπημένους συγγραφείς Έλληνες ή ξένους; Έχεις επηρεαστεί από αυτούς;
Θαυμάζω πολλούς λογοτέχνες και δοκιμιογράφους, Έλληνες και ξένους. Θα αναφέρω κάποιους που μου έρχονται αυτή τη στιγμή πρώτοι στον νου: τον Νίκο Παναγιωτόπουλο, την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, τον Μάρκο Μέσκο, τον Παντελή Μπουκάλα, τον Γιώργο Βέλτσο, τον Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ. Επηρεάζομαι, πιστεύω, κι αυτό μάλλον γίνεται ασυνείδητα αλλά συμβαίνει και το εξής παράδοξο: μπορεί να επιδρούν στη γραφή μου περισσότερο ποιητές που δεν είναι οι πιο αγαπημένοι μου.
Η αλήθεια είναι όσοι γράφουμε σήμερα έχουμε πρόσβαση τόσο στο έργο ξένων ποιητών όσο και στη μεγάλη ελληνική ποιητική παράδοση με διάφορους τρόπους, όχι μόνο με το βιβλίο. Οπότε, σε σχέση με τους παλαιότερους της ποίησης πιο δύσκολα κάποιος μπορεί να εντοπίσει επιρροές και καταγωγή στα ποιήματα των νεότερων δημιουργών.
-Η οικονομική δυσπραγία επηρέασε τις πωλήσεις;
Ειδικά στην ποίηση, καθόλου. Μου τηλεφώνησε προχθές ο Κοέλιο και μου ζήτησε να καθυστερήσω να εκδώσω τη συλλογή μου για να μην επηρεαστούν οι πωλήσεις του. Σοβαρά τώρα. Τα ποιητικά βιβλία παρόλο που με την ορολογία της αγοράς είναι πιο «φτηνά», δεν πουλάνε. Οι λόγοι είναι πολλοί. Θα αναφέρω επιγραμματικά κάποιους που αφορούν περισσότερο τους νέους. Λείπει ως επί το πλείστον από την εκπαίδευση στην οικογένεια και το σχολείο η καλλιέργεια της αγάπης για την ποίηση και την τέχνη γενικότερα. Η ταχύτητα στο διαδίκτυο και ότι με ένα άγγιγμα του δείκτη στην οθόνη μπορείς να αλλάξεις τον κόσμο, όλα αυτά απομακρύνουν εύκολα από κάτι πιο εν τω βάθει που αποζητά, εξ ορισμού, χρόνο. Επίσης υπάρχει δισταγμός και καχυποψία απέναντι στα ποιήματα. Η ερώτηση «Τι θέλει να πει ο ποιητής;» που πολύ συχνά ακούμε δείχνει το κλίμα. Αυτό λοιπόν οφείλουμε να το αντιστρέψουμε διευρύνοντας τα σύνορα της ποίησης και παροτρύνοντας τους αναγνώστες να νιώσουν και όχι τόσο να κατανοήσουν.
Και κάτι τελευταίο αλλά σημαντικό, από πολλούς θεωρείται χόμπι και, μάλιστα, πολυτελές η ποίηση. Είναι κανόνας να πληρώνει ο ίδιος ποιητής την πρώτη του –τουλάχιστον– ποιητική συλλογή, να την ταχυδρομήσει ο ίδιος σε κριτικούς και ομότεχνους και να οργανώσει μόνος του τις παρουσιάσεις.
– Μίλησε μου για τη δεύτερη ποιητική σου συλλογή με τίτλο «Εμείς η Αντιγόνη», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νεφέλη.
Η Αντιγόνη είναι η πιο εμβληματική ηρωίδα της δυτικής παράδοσης, το γυναικείο σύμβολο αντίστασης στον αυταρχισμό της παράλογης εξουσίας. Ήδη από τον τίτλο της συλλογής διαφαίνεται ότι στον σφυγμό της Αντιγόνης χτυπούν πολλές καρδιές. Και για το εξώφυλλο του βιβλίου διάλεξα ένα πρόσωπο νέο και καθαρό γιατί η Αντιγόνη υπερασπίζεται το νεανικό πάθος, το δέος, φέρνει το διαφορετικό, φέρνει το άνοιγμα στον άλλο, σ’ αυτόν που η κοινωνία θέλει να απωθήσει. Με όχημα την τραγωδία του Σοφοκλή, την αρχετυπική Αντιγόνη επιχειρώ μια αισθητική αναζήτηση πάνω στη γυναικεία φύση στο προσωπικό βίωμα και τη γυναικεία θέση στο κοινωνικοπολιτικό βίωμα. Παρουσιάζω ένα παιχνίδι λόγου-αντιλόγου μεταξύ Αντιγόνης και Ισμήνης, που ως επί το πλείστον λειτουργεί συμφιλιωτικά. Τόσο η Αντιγόνη όσο και η Ισμήνη έχουν την ευκαιρία επαναπροσδιορισμού τους και αυτό μπορεί να τις φέρει πιο κοντά. Άλλωστε, έχουν κοινό το πρώτο πεδίο τραυμάτων, μια οικογένεια που νοσεί. Στα σημεία που δεν απλώνω μια γέφυρα μεταξύ τους, ο πιο σημαντικός λόγος είναι για να μην απαλλάξω την κοινωνία από την ευθύνη της, ότι ποτέ δηλαδή μέσα στους αιώνες η κοινωνία δεν έπαψε να έχει την ανάγκη μιας Αντιγόνης. Ας θυμηθούμε πρόσφατα παραδείγματα γυναικών όπως είναι η Μάγδα Φύσσα και η μητέρα της Ελένης Τοπαλούδη που διεκδίκησαν το δίκιο τους, και αυτή είναι μια καθαρά πολιτική θέση.
-Τι καινούριο ετοιμάζεις;
Πέρασε αρκετός καιρός από το πρώτο στο δεύτερο βιβλίο μου, είναι αλήθεια. Ελπίζω να μην χρειαστεί αντίστοιχο μεγάλο διάστημα μέχρι το τρίτο βήμα. Ένα βιβλίο όμως πρέπει να βγει στο χρόνο που το ίδιο ορίζει. Μόλις κυκλοφόρησε το βιβλίο μου «Εμείς η Αντιγόνη» και τώρα θα πάρει το χρόνο του.
Σχόλια για αυτό το άρθρο