Γιατί ενώ πλέον τρώμε σαφώς καλύτερα περνάμε όλο και πιο βαρετά στα καλά εστιατόρια της πόλης; Μια ανάλαφρη προσπάθεια αποκωδικοποίησης του πέπλου της ανίας. Όλο το βράδυ ένοιωθα στριμωγμένη μέσα σε ένα στενό φερμουάρ. Ασυναίσθητα ψάχτηκα πάνω μου, για να συνειδητοποιήσω ότι το στενό φερμουάρ δεν το φορούσα εγώ, αλλά η μαντάμ με τις τετρακολόρ μες απέναντι. Πόνος εξ’αντανακλάσεως λέγεται αυτό ή αλλιώς, καλά φάγαμε, καλά ήπιαμε ζήτα και το λογαριασμό και πάμε κάπου που να μπορούμε να χασμουρηθούμε ελεύθερα. Εν κατακλείδι, οι επιχειρηματίες της γεύσης εσχάτως έχουν πάψει να μας αντιμετωπίζουν ως τριτοκοσμικούς που μπορεί να πάθουν πολιτισμική έκσταση μπροστά σε μια κατεψυγμένη στρουθοκάμηλο με σάλτσα μερέντα και κόκκους λεβάντας. Ανακάλυψαν την κρυφή γοητεία του ντολμά, του γύρισαν τα μέσα-έξω, τον σημειολόγησαν, τον αποκωδικοποίησαν κι έφτιαξαν μια ωραία κουζίνα για την οποία λόγο δεν έχουμε να γκρινιάξουμε. Την στόλισαν και σε φουτουριστικά τοπία μιας χαράς αισθητικής για καλύτερη χώνεψη και στην αρχή όλα ήταν ένα-περίπου- πετυχημένο πάρτι. Από μια έξοδο για φαγητό σαφώς δεν περιμένεις το διονυσιακό ξεσάλωμα που θα σε κάνει να ξεχάσεις το όνομά σου. Αλλά, όσο να’ναι ποτέ δεν πρόκειται να ταυτίσεις μια έξοδο με την εθιμοτυπική επίσκεψη στο νεκροταφείο το Ψυχοσάββατο, εις μνήμην της μακαρίτισας γιαγιάς Πελαγίας. Από μια έξοδο, περιμένεις πάντα μια μπουκίτσα από στοιχειώδες fun. Αυτή η προσμονή σου δίνει το κουράγιο να σηκωθείς από τον καναπέ σου κουρασμένος άνθρωπος, να κάνεις μπάνιο, να αναποδογυρίσεις τη ντουλάπα σου, να ξεπαρκάρεις και να παρκάρεις. Αλλιώς, νόστιμο είναι και το κοκκινιστό μπροστά στην τηλεόραση με το φούτερ και τις παντόφλες αρκουδάκια.
Και στο εστιατόριο ποτέ δεν πας επειδή απλώς πεινάς. Πας και για κείνο το αδιόρατο σέξι στην ατμόσφαιρα που μπορεί να δώσει ένα «κάτι» παραπάνω στη μέρα σου. Να την απογειώσει από τη μονοτονία. Σέξι που δεν υπόσχεται οπωσδήποτε σεξ και γι’αυτό ίσως είναι ανώτερο από το ίδιο το σεξ, το οποίο προϋποθέτει επιπλέον δουλειά για το σπίτι, στο τέλος-είπαμε-μιας ήδη κουρασμένης μέρας. Ωραία αγόρια και κορίτσια που να μη μετράνε πάνω από τριανταπέντε χειμώνες στην ταυτότητά τους, ωραία χαμόγελα, ματιές με σημασία, μουσική χωρίς τη συντήρηση της κονσέρβας, ένα «κάτι» από τη μεσόγεια χαλαρότητα που θα επιτρέψει και στον ειδήμονα θαμώνα να ανέβει στα ντεκ και να πάει τη νύχτα μια νότα παραπάνω. Το εστιατορικό fun θέλει όλες τις φυλές μαζί, τον παράγοντα, το λογιστή, τον ανερχόμενο συντάκτη, το gay στυλίστα, την Κικίτσα την κομμώτρια που είναι ενημερωμένη και ξέρει απέξω τις ρεστοκριτικές, το ΒΠ, το ΝΠ και τον εραστή του κέντρου. Θέλει και μια ιδέα από local star system, μια Βίσση, μια Ζωίτσα αυτοπροσόπως (ή τις κόρες άμα δεν ευκαιρούν οι μαμάδες), καμιά πανελίστρια, κανένα τεκνό του νέου θεάτρου. Να’ρθουν όλοι αυτοί μαζί να αλληλοσχολιαστούν, να βρουν θέμα συζήτησης τα τραπέζια, να χαλαρώσουν, να πέσει και κανένα κέρασμα, φιλάκια πεταχτά στον αέρα, να κυκλοφορήσει κανένα πικάντικο κουσομπολιό, να δεις το Μάκη που είχες να τον δεις από το τελευταίο άνοιγμα του τελευταίου αντίστοιχου ρεστό, να «κόψεις» κανέναν υποψήφιο γκόμενο, και το γκόμενο της Ματσούκα από κοντά.
Τους πρώτους τρεις μήνες, το σενάριο ακολουθεί, περίπου, τις εικόνες που μόλις προαναφέραμε. Μόνο που κάπου όλες αυτές οι ιστορίες του να δίνουμε ετήσια Όσκαρ στους σεφ και να διοργανώνουμε υπερπαραγωγές και βραβεία που πολύ θα’ θελαν αλλά Michelin δεν είναι, έχουν φρικάρει τους επιχειρηματίες, οι οποίοι μπέρδεψαν το καλό φαγητό με τη σοβαροφάνεια. Όσα πιο πολλά «πώς σας φάνηκε ο τραχανάς σας;» και «πώς βρήκε η κυρία το κοκτέιλ της», σ’αυτή την ιδιόλεκτο του ελληνικού σέρβις που μοιάζει με τα ακαταλαβίστικα της τηλεφωνήτριας στα ραδιοταξί ακούσεις, να’σαι σίγουρος ότι σε λίγο, το funky αγαπημένο σου εστιατόριο θα μετατραπεί σε τάφο της σιωπής που πολύ θα ζήλευαν όλα τα ζόμπι του πλανήτη. Το fun, πολύχρωμο κοινό, αυτό, δηλαδή, που δεν διστάζει να τσαλακωθεί και λίγο προκειμένου να περάσει καλύτερα, βάζει πλώρη για τόπους πιο γελαστούς, γιατί ούτε μια περιουσία μπορεί να «χώνει» κάθε βράδυ για ένα μπακαλιάρο με αφρούς, ούτε πολλούς τεμενάδες και «έχουμε τραπέζι, αλλά για τον επόμενο μήνα» μπορεί να αντέξει η αλέγρα φύση του, με αποτέλεσμα, στο τέλος, το μόνο ενδιαφέρον που σου μένει είναι το τετ-α-τετ με το κατσικάκι και τα μυρώνια. Και πόσο ερεθιστικό μπορεί να είναι το αλληλοκύταγμα με το κατσικάκι, σε αφήνω να το φανταστείς.
Yπάρχει ένα αξίωμα που λέει ότι στις εποχές της κρίσης ο κόσμος περνάει καλύτερα κι είναι πιο έξω καρδιά. Η θλίψη στον αέρα των καλών εστιατορίων ενδεχομένως να σημαίνει ότι χωρίς να το αντιληφθούμε περνάμε περίοδο μεγάλης ακμής κι από την πολύ χαρά έχουμε γίνει μπλαζέ. Άμα, λέει, θες να φαίνεσαι νεανικός, κάνε παρέα με νέους. Άμα θέλεις να φαίνεσαι χαρούμενος, κάνε παρέα με τους «έξω καρδιά». Αυτούς, δηλαδή που αποκλείονται από τα καλά τραπέζια της πόλης, άπαξ και περάσει ο πυρετός του μήνα του μέλιτος.
Κι αυτό που τελικά συντροφεύει τη νύχτα σου είναι, οι πλούσιοι, όχι υποχρεωτικά αυτοί που διαθέτουν το ταμπεραμέντο του Κώστα Καίσαρη. Ο γευσιγνώστης που γουργουρίζει με το μάτι ανάποδα σα σε κρίση επιληψίας, δοκιμάζοντας από την κάβα του μαγαζιού, ότι σε ακριβότερο, ότι του στερεί εν πάσει περιπτώσει ο μισθός της κρίσιμης εποχής που διάγουμε. Η κυρία του κυρίου, που αδυνατεί να εκφέρει από μόνη της άποψη αν τελικά το τραχανότο είναι κάτι το αποδεκτό ή το κατακριτέο, αυτή που τσιμπολογάει αντί να τρώει, περιμένοντας τη γνώμη των άλλων, μπας και πετάξει την κοτσάνα και τσαλακώσει το κοινωνικό προφίλ του συμβίου της. Αυτός που πηγαινοφέρνει το γκαρσόνι εξήντα φορές για να του αλλάξει τη μποτίλια με το κρασί που «πήρε αέρα και ξίνισε» όταν το μόνο ξινισμένο στην υπόθεση είναι η μούρη του και οι περί κρασιού γνώσεις του.
Κυρίες που για να βγουν μια Τετάρτη βράδυ για ένα σαργό με μυρώνια, περνούν προηγουμένως από τον προσωπικό τους μακιγιέρ, κομμωτή, μασέρ, μανικιουρίστ-πεντικιουρίστ, ρεφλεξολόγο και αστρολόγο. Ένας ολόκληρος κωδικός της συμφοράς και της συφοριασμένης, που όχι, δεν έχει επιβάλλει ούτε η Μιούτσα ούτε ο Καρλ Λάνγκεφελντ που είναι και φον και έτρωγε τις Bebelac με τα Christofle, ούτε καν η Francoise Le Folcalvez που έγραψε το Savoir Vivre. Ενας καθαρά τοπικιστικός καθωσπρεπίστικος κωδικός που πιάνει από το Βασιλόπουλο της Κηφισίας και πάνω-με κάποια ζώνη επιρροής και στα νότια, που περιφέρεται ανασφαλής, στριμωγμένος και εν τέλει μελαγχολικός, στα εστιατόρια της μόδας.
Βασικός κανόνας, πέραν της στυλιστικής ομοιομορφίας που τηρείται με στρατιωτική πειθαρχία, να μην χαλαρώνεις ποτέ, στην εναγώνια προσπάθεια του «να είσαι σωστός», μη και σε ξεράσει η αγέλη των σωστών κοινωνικών επαφών, όπου το «σωστό», είναι μια ακαθόριστη εφεύρεση, που αποκλείεται να βρεις την εξήγησή της στο λεξικό του Μπαμπινιώτη.
Σχόλια για αυτό το άρθρο