Εκατομμύρια τουρίστες αναζητούν τον ήλιο στα Ελληνικά νησιά κάθε χρόνο, σουφρώνοντας τα χείλη και ποζάροντας, στο κυνήγι των “likes” και της εφήμερης δημόσιας αποδοχής στα social media. H Σαντορίνη και η Μύκονος, τώρα συνώνυμες με τον “υπερτουρισμό”, ήταν πολύ διαφορετικές τη δεκαετία του ’50, όπως δείχνουν οι φωτογραφίες του βετεράνου Αμερικανού φωτογράφου και λάτρη της Ελλάδας Robert McGabe.
“‘Οταν επισκέφθηκα τη Σαντορίνη για πρώτη φορά με τον αδερφό μου το 1954, ήμασταν οι μοναδικοί ξένοι στο νησί”, λέει ο McGabe, τώρα 88 χρονών. “Δεν υπήρχε αεροδρόμιο και ηλεκτρισμός. Για να μιλήσεις με τον έξω κόσμο έπρεπε να περιμένεις στην ουρά για να χρησιμοποιήσεις το μοναδικό τηλέφωνο του νησιού και το πόσιμο νερό δεν έβγαινε από τη βρύση, αλλά το μετέφερε ένας άντρας με ένα παλιό κάρο. Η υπηρεσία αποκομιδής σκουπιδιών ήταν ένας άλλος άντρας με ένα γαϊδούρι στο οποίο ήταν φορτωμένα δύο καλάθια” λέει ο φωτογράφος, που μοιράζει το χρόνο του μεταξύ Αμερικής και Ελλάδας και έχει ξοδέψει το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής του εξερευνώντας κάθε γωνιά της Μεσογειακής χώρας. Οι φωτογραφίες του έχουν δημοσιευθεί σε πάμπολλες συλλογές, με πιο σημαντικές τα βιβλία Σαντορίνη: Πορτραίτο μιας Χαμένης Εποχής και Μύκονος: Πορτραίτο μιας Χαμένης Εποχής.
“Στο πρώτο ταξίδι το 1954 ταξιδέψαμε με πλοίο όλη την απόσταση από τη Νέα Υόρκη και κοιμόμασταν σε κουκέτες στα αμπάρια του πλοίου, γύρω στους 12 σε κάθε δωμάτιο. Θυμάμαι μια φορά ξύπνησα και σηκώθηκα από το κρεβάτι και τα πόδια ήταν μέσα στο νερό μέχρι τον αστράγαλο. Για ένα λεπτό νόμισα πως το πλοίο βυθιζόταν, αλλά μετά ανακάλυψα ότι η διαρροή ήταν από μία τουαλέτα που ξεχείλισε! Υποτίθεται ότι θα φτάναμε στην Ελλάδα σε 2 εβδομάδες και σχεδιάζαμε να πάμε και στην Αίγυπτο και να επιστρέψουμε μέσω Ιταλίας και Γαλλίας. Αλλά η Ελλάδα μας μάγεψε τόσο πολύ που ακυρώσαμε τα υπόλοιπα σχέδια μας”.
Ο McGabe επέστρεψε στην Ελλάδα το 1955 και τότε επισκέφθηκε για πρώτη φορά τη Μύκονο. “Εκείνη την εποχή είχε ήδη αρχίσει να έχει τη φήμη ενός ενδιαφέροντος μέρους που σύχναζαν καλλιτέχνες και συγγραφείς, αλλά μιλάμε ακόμη για λίγους ανθρώπους, νομίζω ότι τότε που πήγα ήμουν ο μοναδικός ξένος στο νησί. Υπήρχε και τότε υπερβολικός τουρισμός αλλά ήταν κάτι διαφορετικό. Όταν ξαναπήγαμε στην Ελλάδα, ο αδελφός μου κι εγώ, λίγα χρόνια αργότερα, στη δεκαετία του ’60, ακούσαμε ότι η Ίος ήταν εντελώς παρθένος προορισμός. Αλλά όταν πήγαμε βρήκαμε ένα γκρουπ 5 Γάλλων τουριστών και είπα στον αδελφό μου “πρέπει να φύγουμε αμέσως… χάλασε κι αυτό το νησί’.
“Τότε δεν υπήρχαν ξενοδοχεία, οι κάτοικοι σου νοίκιαζαν ένα δωμάτιο. Μας περιεργάζονταν με περιέργεια, πολλοί δεν είχαν ξαναδεί φωτογραφική μηχανή και τους άρεσε να τους φωτογραφίζουμε. Μερικοί απλώς δεν καταλάβαιναν το λόγο που είχαμε πάει εκεί ή πού βρήκαμε τα λεφτά για να το κάνουμε. Η φιλοξενία ήταν εξαιρετική. Θυμάμαι τη δεκαετία του ’60, όταν μείναμε για μία εβδομάδα σε ένα νησί και όλα μας τα γεύματα ήταν σε ένα οικογενειακό εστιατόριο. Κάθε νύχτα προσπαθούσαμε να πληρώσουμε τον λογαριασμό και ο ιδιοκτήτης μας έδιωχνε. Την τελευταία νύχτα του είπαμε ότι θα φεύγαμε και ξαναπροσπαθήσαμε να πληρώσουμε το χρέος και πάλι δεν το δέχτηκε. “Για να με θυμάστε!”, είπε. Εγώ τρύπωσα στην κουζίνα και του άφησα κάποια μετρητά στα κρυφά”.
Προσπαθώντας να εξηγήσει τη ζεστή Ελληνική φιλοξενία, ο McGabe λέει: “Είναι μία κοινωνία που περιστρέφεται γύρω από την οικογένεια, πράγμα που έχει χαθεί στην Αμερική και τη Βρετανία. Είναι αφοσιωμένοι στα παιδιά και στις παραδόσεις τους. Στην Πάτμο όπου περνάω τον περισσότερο καιρό μου, νομίζεις ότι έχει μια θρησκευτική γιορτή κάθε μέρα. Ταξιδεύοντας ανάμεσα στα νησιά ήταν κάποιες φορές δύσκολο. “Τη δεκαετία του ’50 ταξίδεψα από τη Ρόδο στην Κρήτη και μιας έπιασε φοβερή καταιγίδα. Εκείνα τα πλοία ήταν όλα παλιά και χρησιμοποιημένα και λίγο καιρό αργότερα έμαθα ότι εκείνο το καράβι βυθίστηκε στα Δωδεκάνησα, για δεύτερη φορά. Την πρώτη φορά το είχαν βυθίσει οι Ναζί και οι επιχειρηματίες το ανέσυραν για να το χρησιμοποιήσουν σαν επιβατηγό. Μέχρι που βυθίστηκε πάλι.
Στα νησιά ο κόσμος πήγαινε από μέρος σε μέρος με τα γαϊδούρια, αν και η Σαντορίνη είχε 2 οχήματα: ένα λεωφορείο και ένα τζιπ από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1954 μας παραχώρησαν το τζιπ και το χρησιμοποιήσαμε για ν’ ανέβουμε στα ερείπια της αρχαίας Θήρας μέσω του φιδογυριστού δρόμου που μόλις είχε φτιαχτεί για να τον χρησιμοποιήσει ο πρώτος καγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας, Konrad Adenauer, του οποίου ο παππούς είχε κάνει τις ανασκαφές στο σημείο. Η ακτοπλοϊκή επικοινωνία μεταξύ των νησιών δεν ήταν τακτική, πράγμα που σε έκανε να καταλάβεις γιατί το καθένα είχε τις δικές του παραδόσεις και πολιτισμό, τη δική του κουζίνα, παραδοσιακή μουσική, χορούς, αρχιτεκτονικές συνήθειες, τρόπο κεντήματος, ακόμη και τον ιδιαίτερο τρόπο του για να χτίζονται οι πέτρινοι τοίχοι. Κάθε ταξίδι είχε και μία αίσθηση ανακάλυψης – τι θα βρίσκαμε άραγε;
“Μέσα στην αφέλεια μου πίστευα ότι αυτός ο τρόπος ζωής ήταν παντοτινός, ότι κάθε καλοκαίρι θα επέστρεφα και τα πράγματα θα ήταν ίδια. Αλλά στα τέλη του ’60 και στις αρχές της δεκαετίας του ’70 τα πράγματα άλλαξαν δραματικά. Μετά την πρώτη μας επίσκεψη στη Σαντορίνη βρήκαμε ένα ναυτικό χάρτη και, για αστείο, σχεδιάσαμε ένα αεροδρόμιο και κάνα δυο μαρίνες… αλλά στην πραγματικότητα η εξέλιξη ήταν 50 φορές χειρότερη”. Ο McGabe στεναχωριέται που η Μύκονος και η Σαντορίνη κατακλύζονται πλέον από τουρίστες, αλλά αναγνωρίζει τα οφέλη του τουρισμού για τους ντόπιους. “Η καλλιέργεια της γης ήταν πολύ δύσκολη και ο πόλεμος είχε αφήσει τη χώρα σε ερείπια. Κατά συνέπεια οι ντόπιοι αναγκάστηκαν να πουλήσουν ή ακόμη και να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους. Παρ’ όλα τα αρνητικά του ο τουρισμός βοήθησε την τοπική οικονομία και βοήθησε να μείνουν κατοικημένα τα νησιά”. Πιστεύει ότι ακόμη υπάρχουν ανέγγιχτα μέρη στην Ελλάδα, υποδεικνύοντας το Αγαθονήσι, την Κάσο και τους Λειψούς στα Δωδεκάνησα, όπως και τους Φούρνους: “Έχουν αυτό το απίστευτο αρχαίο λατομείο μαρμάρου, ακριβώς πάνω στην ακτή με ημιτελή έργα των μαστόρων που απέμειναν εκεί εδώ και 2000 χρόνια, σαν να περιμένουν να τα πάρουν. Έχω να πάω λίγο καιρό αλλά είναι σαν την Ελλάδα πριν το μαζικό τουρισμό”.
Οι φωτογραφίες είναι από τα βιβλία Σαντορίνη: Πορτραίτο μιας Χαμένης Εποχής και Μύκονος: Πορτραίτο μιας Χαμένης Εποχής.
Σχόλια για αυτό το άρθρο