Το μπερδεμένο μυαλό του ΤΑΖ μπλέκει χωρισμούς με φίλους, το θάνατο ενός περιστεριού, το παγωτό και τα καλοκαιρινά δειλινά.
Kαθόμουν στην πλατεία, 11 το βράδυ με μία μπύρα Άλφα Strong, που αυτό σημαίνει ότι έχει 7 % αλκοόλ. Έτσι μετριέται η δύναμη. Παράλληλα κάπνιζα Burton πουράκια του 1 ευρώ και χαζολογούσα στο κινητό. Το χαζολόγημα κατέληξε σε μεγάλο κακό αφού με τον Δ, 20 χρόνια κολλητοί, είπαμε να το διαλύσουμε. «Θέλω να είμαι μόνος μου, δεν θέλω κανέναν πάνω από το κεφάλι μου, ούτε τις φιλίες μου και θα σε πάρω τηλ. όταν θέλω εγώ. Με έχεις κάνει ρεζίλι σαν μπεκρής, μια να ροχαλίζεις στο θέατρο, να ξερνάς, να σε παίρνει ο ύπνος στο σινεμά». Ο ηλίθιος ποτέ δεν κατάλαβε ότι τα έκανα επειδή τα είχα ανάγκη και ήταν από τους λίγους που είχα εμπιστοσύνη. Μάλλον σας την έχω ξαναδιηγηθεί την ιστορία.
20 χρόνια πριν, στην προβλήτα της Καβάλας, εγώ ερωτευμένος τότε με τον Δ. που υπηρετούσε εκεί, τον βλέπω να καβλαντίζει με τον πορτιέρη ενός κοντινού μπαρ και μετά να εξαφανίζονται και οι δύο. Ψιλόβρεχε κιόλας, εγώ την είχα δει Μανταλένα, τραβάω μια βάρκα από τις αγκυροβολημένες και αφήνομαι στο λίκνισμα και το ράπισμα της βροχής πάνω μου καπνίζοντας. Μία ώρα μετά, βλέπω θολά το Δ. κι άλλους ανθρώπους να μου κάνουν σήμα να έρθω στη στεριά. Δυστυχώς δεν είχα υπολογίσει ότι είναι διαφορετικό πράγμα να τραβάς από το σκοινί μια βάρκα στο λιμάνι για να πηδήξεις πίσω και διαφορετικό να τραβήξεις το σκοινί για να γυρίσεις πίσω εφ’ όσον κουβαλάς και το βάρος σου. Το αποτέλεσμα, τράβα σκοινί τράβα σκοινί με αντίσταση τα πόδια μου στη βάρκα ήταν να παραπέσω με ένα πανάκριβο δερμάτινο και πολύ βαρύ παλτό μέσα στη θάλασσα. Καθώς ένιωθα γλυκά το βυθό να με τραβάει προς τα κάτω, ξαφνικά κάτι ξύπνησε μέσα μου, αρπάχτηκα από ότι σκοινιά έβρισκα και ξαναβγήκα στην επιφάνεια για να με μαζέψουν οι άνθρωποι που είχαν γίνει κατακίτρινοι από το φόβο. Εγώ από την άλλη, το βρήκα όλο αυτό κάπως διασκεδαστικό. Τέτοιες και άλλες εικόνες μου ήρθαν στο μυαλό καθώς καθόμουν στο παγκάκι και ανταλλάζαμε «φιλοφρονήσεις». Είπα μέσα μου «άι στο διάολο, ακόμα και οι αναμνήσεις ένα παιχνίδι του μυαλού είναι» κι άνοιξα δεύτερο κουτί μπύρας.
Κι εκεί, μπροστά στα μάτια μου, ένα περιστέρι κάνει σπασμωδικές κινήσεις με τα φτερά του σαν να προσπαθεί να σηκωθεί, μια αριστερά, μια δεξιά. Τρέχω να το βοηθήσω νομίζοντας ότι έχει σπάσει το φτερό του ή το πόδι του και όπως το αγγίζω, ρίχνει το κεφάλι του και ξεψυχάει. Δεν έχω ξαναδεί ζωντανό πλάσμα την ώρα που πεθαίνει στα χέρια μου κι έμεινα μαλάκας. Αυτά που νόμιζα ως χαριτωμένο κύλισμα στα πλακάκια της πλατείας ήταν ο επιθανάτιος βρόγχος του. Και πέθανε ακριβώς την ώρα που το άγγιξα. Τα αντικαταθλιπτικά που παίρνω δεν μου αφήνουν περιθώριο να κλάψω. Όπως ήταν νεκρό κι αναλώσιμο πλέον σκέφτηκα τη σήψη του, την αποσύνθεσή του. Το πήρα αγκαλιά και το πήγα στο παρτέρι, τουλάχιστον να «κοιμηθεί» πάνω στο χώμα. Του χάιδεψα θυμάμαι λίγο το κεφάλι. Έκατσα πάλι στη θέση μου και μετά πετάχτηκα ξανά. Ποιος θα προσέξει το πεθαμένο περιστέρι χωμένο μέσα στο παρτέρι; Έκοψα κάτι κλαδιά για να σκαλίσω το χώμα μήπως και καταφέρω να το θάψω αλλά τίποτα. Το πήρα πάλι στα χέρια μου και το άφησα στα πλακάκια της πλατείας μήπως το δει κανείς (ελπίζω όχι η σκουπιδιάρα) και το μαζέψει.
Αισθάνθηκα σαν να παίζω σε μεταφυσική ταινία που οι δυνάμεις του περιστεριού περνάνε σε αυτόν που το βλέπει τελευταίος. Για μια πολύ μικρή στιγμή γέμισα πούπουλα και περίμενα να με ταϊσουν οι κυρίες που περνάνε και πετάνε ψωμάκια και κουλουράκια για τα πετούμενα. Να εξιλεωθώ που δεν μπόρεσα να κάνω κάτι για τον φίλο μου τον Περιστέρη κι έπειτα με σουσάμι στα χείλη να πετάξω μακριά, πάνω στα ηλεκτροφόρα καλώδια ανοιγοκλείνοντας τα μάτια μου και βλέποντας τον κόσμο σε φλασάκια. Το κάθε φλασάκι όμως είχε το δικό του χρώμα, σαν φίλτρο που χρωμάτιζε τα τεκταινόμενα, ή μάλλον τις στιγμές, κι ανάμεσα στις σκηνές χοροπηδούσαν βατράχια βαμμένα στα χρώματα του ουράνιου τόξου. Ένα τέτοιο βατράχι με φίλησε στο στόμα, ξανάγινα άνθρωπος και είπα να διαβάσω λίγο τις ειδήσεις στο ίντερνετ. Βάτραχος και πάλι βάτραχος με διαμαντένια (τα ψεύτικα διαμάντια καλέ, αυτά που πουλάνε στα πανηγύρια) πόδια. Έτρεξα σπίτι. Η μάνα μου είχε ανακαλύψει ένα γκατζετάκι από αυτά που σου δίνουν για καλόπιασμα οι εταιρείες διανομής μιας ταινίας. Ήταν ένα μπρελόκ με κουμπί ηχογράφησης. Ακούσαμε παλιές μας βλακείες και ύστερα έφυγα από το σπίτι σίγουρος ότι αποκλείεται να μάθει να το χειρίζεται (εδώ το CD το λέει ακόμα κασέτα) και γυρίζοντας μου το δίνει και μου λέει με το πονηρό της χαμόγελο: «πάτα το play». Ακούω της φωνή της να λέει: «Καλοκαιρινά δειλινά. Τίποτε άλλο».
Σκέφτομαι τον Περιστέρη εκεί που τον άφησα. Ένα άλμπουμ με φωτογραφίες από τα παιδικά μου γενέθλια. Τις βρομιές που έκανα ή αποδέχτηκα για να επιβιώσω. Τον Kυριάκο που λέει ότι ναρκισσεύομαι μέσα από τα κείμενα μου. Ναι μωρή, κι εσύ ναρκισσεύεσαι γελοία με τη λεύκανση των δοντιών σου που στην τηλεόραση μοιάζουν με διαφήμιση του Tide. Τουλάχιστον εγώ το βγάζω από μέσα μου και το κοπανάω σαν χταπόδι μέχρι να το μαγειρέψω. Εσύ τι το κάνεις; Σερπαντίνες χαρτομάντιλα για όποιον του έρθει περίοδος; Από πού ξεκινήσαμε; Από τον Δ., άσ’ τον αυτόν, το σίριαλ συνεχίζεται, πάμε στο περιστεράκι που δεν θα δει άλλο καλοκαιρινό δειλινό πετώντας. Θα υπάρχει σαν μια εικόνα στο μυαλό μου φτιαγμένη από φωτεινές ίριδες. Καθώς πέθαινε τα ποδαράκια του είχαν ζαρώσει. Ναι, ξέρω πάω κι έρχομαι στα ίδια θέματα. Και ύστερα, μια κορδέλα φτιαγμένη από ροζ ζάχαρη άχνη και σκοτεινιά, σαν να ανακατεύεις παγωτό φράουλα με σοκολάτα, θα έρθει να μας τυλίξει όλους και θα γλείφουμε ο ένας το παγωτό από τα χείλια του άλλου. Επειδή, «καλοκαιρινά δειλινά. Τίποτα άλλο». Α ρε μάνα, ζήσε όσο μπορείς κι εγώ θα σου φέρνω κάθε μέρα στρατσιατέλα, που σου αρέσει αλλά δεν μπορείς να την προφέρεις και πεθαίνω στα γέλια. Χιονάτη μου.
Σχόλια για αυτό το άρθρο