Γνώρισε τη φτώχεια, πείνασε στην Κατοχή, πήγε εξορία για τα πολιτικά της φρονήματα. Είχε φάει τόσο ξύλο, που “αν ήταν λεφτά, τώρα θα ήμουν εκατομμυριούχος!” όπως συνήθιζε να λέει. Την έδιωχναν από τα θέατρα, με το ζόρι την έπαιρναν στις ταινίες, έζησε μια μοναχική ζωή. Παρ΄όλα αυτά, η άσχημη, κυνηγημένη Ταϋγέτη είχε μια πανέμορφη καρδιά και πίστευε πως κάποια στιγμή στον κόσμο θα βασίλευε η αγάπη και η δικαιοσύνη.
Ιούνιος του 1992. Είμαι στην Ιπποκράτους, μπροστά σε μια πολυκατοικία και χτυπάω το κουδούνι που γράφει “Μπασούρη“. Εχω έρθει εδώ για να γνωρίσω, μετά την Γεωργία Βασιλειάδου και την Σαπφώ Νοταρά, την τρίτη αγαπημένη μου άσχημη, την Ταϋγέτη Μπασούρη. Είναι μεγάλη σε ηλικία, πάνω από τα 70, όμως η φωνή της από το θυροτηλέφωνο ακούγεται νεανική: “Ποιός είναι;” “Ο Γιώργος Παυριανός, σας είχα πάρει τηλέφωνο.” “Αχ, ναι, να σας πω, επειδή δεν είμαι έτοιμη, μπορείτε να περάσετε σε μισή ώρα; Πάρτε από το ψιλικατζίδικο απέναντι ότι θέλετε, CocaCola, μια πορτοκαλάδα, ότι θέλετε, δεν θα πληρώσετε, είναι κερασμένα από μένα”.
Πάω στο ψιλικατζίδικο, παίρνω μια CocaCola, κάνω να πληρώσω, “Μήπως είστε ο κύριος Παυριανός; Είναιπληρωμένα από την κυρία Ταϋγέτη, με έχει ειδοποιήσει” μου λέει ο ψιλικατζής. Ανάβω ένα τσιγάρο, κάνω αργά τον κύκλο του τετραγώνου, χαζεύω τις βιτρίνες, μετά από μισή ώρα ξαναχτυπώ το κουδούνι. Αυτή τη φορά μου ανοίγει, ανεβαίνω με το ασανσέρ και όπως βγαίνω, τη βλέπω απέναντί μου, ντυμένη με ένα λουλουδάτο φόρεμα, χτενισμένη, μακιγιαρισμένη, με ένα τσουρομαδημένο καπέλο με ψεύτικα λουλούδια στο κεφάλι, έτοιμη για να γυρίσουμε ταινία. Μόλις με βλέπει γουρλώνει τα τεράστια μάτια της. “Καλέ εσύ είσαι νέος, παιδί σχεδόν!” τσιρίζει με χαρά, της φιλώ το χέρι, της δίνω μια μικρή ανθοδέσμη, γουρλώνει πάλι τα μάτια,”Για μένα;” ρωτάει ντροπαλά, με πιάνει από το χέρι και με τραβάει μέσα στο διαμέρισμα “Από εδώ! Από εδώ! Πάμε στο σαλόνι!”
Μπαίνω στο σαλόνι και μένω με ανοιχτό το στόμα.Αυτό που βλέπω είναι σαν παράσταση του BobWilson: O ένας τοίχος του δωματίου, είναι γεμάτος από τηλεοράσεις, η μια πάνω στην άλλη, έγχρωμες και ασπρόμαυρες, όλες αναμμένες. Στέκομαι σαν χαζός μπροστά σε αυτό το videowall, η Ταϋγέτη δείχνει απέναντι ένα καναπέ-κρεβάτι, σκεπασμένο με μια καφέ κουβέρτα με τα αρχικά ΕΣ, Ελληνικός Στρατός. ” Εκεί να κάτσεις, είναι πολύ αναπαυτικά! Στάσου μια στιγμή να βάλω τα λουλούδια στο βάζο και θα έρθω κι εγώ.”
Στη μέση του δωματίου είναι ένα μεγάλο τραπέζι γεμάτο με αποκόμματα από εφημερίδες, κουτάκια με φάρμακα, ένα πλαστικό μπολ με σοκολατάκια, τασάκια με το σφυροδρέπανο, ένα άλμπουμ με παλιές φωτογραφίες, μια κρυστάλλινη καράφα με λικέρ, μια χάλκινη οβίδα που έχει μετατραπεί σε βάζο. Παίρνει την οβίδα-ανθοδοχείο, “Τι τα θέλουμε τα όπλα, τα ντουφέκια, τα σπαθιά, να τα κάνουμε εργαλεία, να δουλεύει η εργατιάάά” τραγουδάει με πάθος και τοποθετεί τα λουλούδια. Ερχεται και κάθεται δίπλα μου.“Και τώρα είμαι όλη δική σου!” λέει με νάζι. Και πριν προλάβω να την ρωτήσω, αρχίζει:
“Εγώ δεν λέω την ηλικία μου! Μόνο την ημερομηνία γέννησης! Εχω γεννηθεί στο Μαρούσι, στις 29 Ιουνίου.” “Στις 29 Ιουνίου; Την ίδια ημερομηνία έχω γεννηθεί κι εγώ! Εχουμε ίδια μέρα γενέθλια!” λέω χαρούμενος. Πεταρίζει τα μάτια και μετά σουφρώνει τα χείλη “ναι, αλλά διαφορετική χρονιά!” λέει μελοδραματικά, βγάζει το καπέλο και συνεχίζει: “Ταϋγέτη με έβγαλε ο πατέρας μου από το βουνό, τον Ταϋγετο, γιατί ήταν από τη Λακωνία. Δεν ήθελε να μου δώσει χριστιανικό όνομα. Μπορεί να ήταν δικαστής και να έβαζε τους άλλους να ορκίζονται στο Ευαγγέλιο, ο ίδιος όμως ήταν άθεος. Αθεος και δημοκράτης. Ενώ η μάνα μου ήταν θρήσκα και βασιλικιά. Πέθανε όμως νωρίς και μας άφησε ορφανά. Παλεύαμε για να τα βγάλουμε πέρα. Εγώ είχα ένα φίλο, γυμναστής ήταν, που τον είχα ερωτευτεί και του έπαιζα διάφορα σκετς.Αυτός με ξεμυάλισε και μου είπε ότι έχω ταλέντο και έπρεπε να γίνω ηθοποιός. Eτσι, κρυφά από τον πατέρα μου, πήγα στο Εθνικό Ωδείο κι σπούδασα ηθοποιία και τραγούδι. Είχα μια καταπληκτική φωνή, ήμουν μέτζο σοπράνο, όταν έμαθαν ότι θέλω να γίνω ηθοποιός, έλεγαν “κρίμα να χαθεί μια τέτοια σπουδαία φωνή”. Πιάνει το καπέλο, σηκώνεται όρθια κι αρχίζει να τραγουδάει: “O ταυρομάχος προχωρεί, και προχωρεί και προχωρειειειεί!” βγάζει μια τσιρίδα στο τέλος και αρχίζω να αναρωτιέμαι αν είναι στη ζωή τόσο τρελή όσο και στις ταινίες.
Πιάνει την καράφα και μου βάζει λικεράκι. “Πιες το, είναι πολύ καλό, το φτιάχνω με κουκούτσια από βύσσινο. Μήπως θέλεις και λίγο βύσσινο γλυκό;” “Οχι ευχαριστώ Μπορώ να καπνίσω;” “Ναι καλέ κι εγώ καπνίστρια είμαι!” Σπρώχνει προς το μέρος μου το τασάκι με το σφυροδρέπανο επάνω. Το παίρνω, το περιεργάζομαι. “Είναι από την Ρωσία, μου το έφερε μια φίλη μου, συντρόφισσα!” λέει με υπερηφάνεια. “Τι, είστε κομουνίστρια; Πως έγινε αυτό;”
“Εβλεπα κάθε μέρα την φτώχεια και την αδικία που υπάρχει στον κόσμο και έλεγα, δεν μπορεί, πρέπει να υπάρχει ένα σύστημα που να υπερασπίζεται τον φτωχό και τον αδικημένο! Ετσι έγινα κιεγώ κομουνίστρια, στην αρχή δεν είχα γραφτεί στο κόμμα, πήγαινα συχνά στις συγκεντρώσεις τους, πίστευα στον κομμουνισμό σαν κοσμοθεωρία. Ομως με κάρφωσαν οι χαφιέδες και μια ωραία πρωία με κάλεσαν στην ασφάλεια. Με ρωτάνε: “Για πες μας μωρή, είσαι κομουνίστρια;” “Οχι” τους λέω. “Υπόγραψε εδώ ότι δεν είσαι και αποκηρύσσεις τον κομμουνισμό και τις παραφυάδες του” “Δεν υπογράφω!” “Μα θα πας εξορία” “Ας πάω! Αυτό που θέλετε να κάνω είναι άδικο!”
Με άρχισαν στα χαστούκια και τις μπουνιές αλλά εγώ όχι μόνο δεν υπέγραφα αλλά τραγουδούσα κι όλας τη Διεθνή.” Σηκώνεται ξαφνικά, κάνει το χέρι της γροθιά και αρχίζει να τραγουδάει: “Εμπρός της γης οι κολασμένοι, της πείνας σκλάβοι εμπρός! εμπρός!, το δίκιο απ΄τον κρατήρα βγαίνει,σαν βροντή σαν κεραυνοοός!” και κουνάει τη γροθιά της. Τα έχω χάσει. Περίμενα πως θα ήταν μια ευχάριστη τρελή και μου βγήκε Πασιονάρια! Ευτυχώς μετά από λίγο συνέρχεται, φτιάχνει τα μαλλιά της, φοράει το καπέλο της, κάθεται δίπλα μου και συνεχίζει:” Και αυτοί που λες, δώστου να με χτυπάνε με τα γκλοπ, με ξύλα, να με κλωτσάνε, να μου ξεριζώνουν τα μαλλιά. “Υπόγραψε γιατί θα σε στείλουμε εξορία!” μου λέγανε. “Μωρέ κομματάκια να με κάνετε δεν υπογράφω!” Στο τέλος αφού είδαν κι αποείδαν ότι δεν υπέγραφα, με έστειλαν εξορία.“
” Για 3 χρόνια ήμουν εξορία. Χίο, Μακρόνησο, Τρίκερι, Αη Στράτη. Είμασταν χιλιάδες γυναίκες, πολλές είχαν μαζί και τα παιδιά τους. Μέναμε σε κάτι σκηνές τρύπιες, όταν έβρεχε γέμιζαν με νερό και λάσπη. Είχαμε βγάλει και τραγούδι: “Στήνουμε τσαντίρια μέσα στη βροχή και την άλλη μέρα φτου κι απ΄ την αρχή.”Στην εξορία έφαγα πολύ ξύλο! Πρωί, μεσημέρι, βράδυ, μας έδερναν. Και όχι μόνο ξύλο. Βασανιστήρια να δουν τα μάτια σου.! Mας άφηναν μέσα στο κρύο, μας ξερίζωναν τα μαλλιά, μας μαστίγωναν, μας έκλειναν σε ένα τσουβάλι μαζί με μια γάτα και μας έριχναν στη θάλασσα. Αλλες τις χώριζαν από τα παιδιά τους, άλλες τις βίαζαν, άλλες τις άφηναν μέρες νηστικές. Πολλές δεν άντεξαν και υπέγραψαν. Εγώ είμαι από τη Λακωνία, Μανιάτισσα, αγύριστο κεφάλι. Υπέφερα πολλά αλλά δεν υπέγραψα!
Στην εξορία φτιάξαμε θεατρική ομάδα, ανεβάσαμε τον “Προμηθέα Δεσμώτη“! Με σκηνικά, κοστούμια, μάσκες, μουσική. Το παίξαμε στην παραλία, ο χορός των Ωκεανίδων ερχόταν από τη θάλασσα. Για εμάς τις εξόριστες, ο Προμηθέας ήταν αυτός που αντιστάθηκε, αυτός που δεν υπέγραψε. Εγώ έπαιξα την Ιώ, που την κυνηγάει ένα έντομο ο “οίστρος” και την τσιμπάει κάθε τόσο κι αυτή ουρλιάζει από πόνο. Οταν το έπαιζα σκεφτόμουν όλο αυτό το ξύλο που τρώγαμε και ούρλιαζα πιο δυνατά. Θέλεις να σου παίξω λίγο, όσο θυμάμαι;” με ρωτάει.
Βλαστήμαγα την τύχη μου που δεν είχα πάρει ούτε φωτογραφική μηχανή, ούτε μαγνητόφωνο. Σηκώθηκε, πήγε στο videowall, έκλεισε τον ήχο στις τηλεοράσεις και άφησε μόνο την εικόνα, στάθηκε μπροστά, συγκεντρώθηκε για λίγο και άρχισε να ουρλιάζει:“Αααχ! Αααααχ! Πάλι την άθλια με κεντά ο οίστρος! Ααααχ! Αλίμονό μου, που πάλι με τραβούν μακριοπεριπλάνητοι δρόμοι;” Μας άκουσε όλη η πολυκατοικία. Και την ώρα που έβγαζε την πιο ψηλή τσιρίδα της, χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας. Ηταν η κυρία από το διπλανό διαμέρισμα. “Κυρία Ταϋγέτη είστε καλά; Γιατί άκουσα κάτι φωνές” της λέει. “Δεν ήταν φωνές, ήταν ο “Προμηθέας Δεσμώτης” του Αισχύλου!” της απαντάει η Ταϋγέτη περιφρονητικά. “Και σας έχω πει τόσες φορές, δεν είμαι κυρία, είμαι δεσποινίς!” συνέχισεκαι της έκλεισε την πόρτα στα μούτρα! Κι όπως γυρίζει προς τα εμένα, βλέπω το πρόσωπό της να έχει αλλάξει, να έχει πάρει αυτό το μισότρελο ύφος με το πλατύ χαμόγελο και αναγνωρίζω επιτέλους την Ταϋγέτη των ελληνικών ταινιών! “Που είχαμε μείνει;” με ρωτάει και κάθεται δίπλα μου.
Εχει φτάσει η στιγμή να τη ρωτήσω, αυτό που είχα ρωτήσει και την Γεωργία Βασιλειάδου, αν θεωρεί τον εαυτό της άσχημο ή όμορφο. Η Βασιλειάδου τότε είχε γελάσει και μου είχε πεί ότι στην ασκήμια, αυτή ήταν Σταρ Ελλάς και η Ταϋγέτη ήταν Μις Ελλάς. Τώρα η Ταϋγέτη χαμογελάει ντροπαλά. “Κοίτα”, μου λέει διστακτικά, “δεν με λες και πεντάμορφη, αλλά με θέλει ο φακός, έχω μια φωτογένεια, γι΄αυτό με παίρνουν στις ταινίες. Εξ΄άλλου έχω και τα ωραιότερα πόδια στον ελληνικό κινηματογράφο!” και μου δείχνει τα πόδια της, που όντωςκαι παρά την ηλικία της είναι αξιοθαύμαστα.”Σε ποιά ταινία πρωτοεμφανιστήκατε;” “Στην “Κάλπικη Λίρα” το 1955. Μετά έπαιξα σε πολλές, που να θυμάμαι τώρα, στον “Ζηλιαρόγατο“, στο “Ενας ήρωας με παντούφλες”, στο “Θησαυρό του μακαρίτη”, στην “Χαρτορίχτρα”, στον “Παπατρέχα”, στο “Τρελός, παλαβός και Βέγγος”. Α, ο Θανάσης Βέγγος ήταν καταπληκτικός άνθρωπος, με είχε πάρει σε πολλές ταινίες. Με αγαπούσε πολύ. Και ο Λάμπρος Κωνσταντάρας με αγάπαγε και με βοηθούσε. Οταν γύρισα από την εξορία, κανείς δεν με έπαιρνε στο θέατρο και μόνο ο Λάμπρος Κωνσταντάραςμεφώναξε και μου είπε: “Πως είσαι Ταϋγέτη οικονομικά;” “Πως να είμαι Λάμπρο μου; Πουλάω κάτι κεντήματα για να ζήσω”του λέω. “Κάθε 15νθήμερο που πληρώνομαι, θα έρχεσαι και θα σου δίνω ένα 500άρικο.” μου λέει. Ποιός; Ο δεξιός Κωνσταντάρας!Και ο Τίτος Βανδής, παρ΄όλο που δεν είχε να φάει, ήρθε μια μέραεδώ και μου έφερε 80 δραχμές. Σου το λέω τώρα και βουρκώνω.” Φοβήθηκα πως η κουβέντα θα ξαναγύριζε στα πέτρινα χρόνια και για να την προλάβω, τη ρωτάω πότε να έρθω με τον φωτογράφογια να την φωτοτογραφίσω. Πριν προλάβει να μου απαντήσει , χτυπάει το τηλέφωνο, το σηκώνει, αρχίζει να μιλάει με κάποιον και κάθε τόσο με κοιτάζει. “Μα είναι εδώ ο άνθρωπος!” την ακούω να λέει κάποια στιγμή. “Εντάξει, εντάξει, θα του το πω!” συμπληρώνει εκνευρισμένη, κλείνει το τηλέφωνο και πάνω εκεί, μου σκάει το κανόνι: “Ξέρεις, με είχαν πάρει από την τηλεόραση για να δώσω μια συνέντευξη και τώρα μουείπαν να μην δώσω πουθενά αλλού. Οταν θα προβληθεί, μπορούμε να κάνουμε ότι θέλουμε.” Τα πήρα στο κρανίο. Οποιος έχει δουλέψει σε κάποιο έντυπο, ξέρει καλά πως υπάρχει χρονοδιάγραμμα, προγραμματισμός για κάθε θέμα και είναι δύσκολο να αλλάξει. Τι να τους έλεγα τώρα; Περιμένετε να βγει η συνέντευξη στην τηλεόραση; Να έρθουμε δεύτεροι και καταϊδρωμένοι; Δημοσιογραφικά δεν θα είχε ενδιαφέρον. Δεν είπα τίποτα, συμφώνησα πως έτσι είναι το σωστό, πρώτα η τηλεόραση και μετά όλα τα άλλα.
Είχε νυχτώσει, επέμενε να μου κάνει το τραπέζι, δέχτηκα, δεν ήθελα να την προσβάλω, έφερε μακαρονάκι κοφτό, σκέτο, χωρίς σάλτσα και ένα μπουκάλι μπύρα. Αυτή έφαγε ένα γιαούρτι, μιλούσε συνεχώς και μου έλεγε πως δεν θα τα πει όλα στην τηλεόραση, μερικά θα τα φυλάξει αποκλειστικά για μένα. Εφαγα σιωπηλός, σηκώθηκα από τον καναπέ-κρεβάτι, της έδωσα το τηλέφωνό μου να το έχει πρόχειρο, συμφωνήσαμε μόλις τελειώσει με την τηλεόραση να με ειδοποιήσει. Στην εξώπορτα, μου έβαλε με τη βία ένα πενηντάρι στην τσέπη μου για να πάρω ταξί! Προσπάθησα να της το δώσω πίσω, στάθηκε αδύνατον, την χαιρέτησα και έφυγα βέρυχολοσκασμένος που θα έλεγε και η Γεωργία Βασιλειάδου.
Αργά το βράδυ με πήρε στο τηλέφωνο. “Μήπως ενοχλώ;” μου λέει ναζιάρικα. Και μου αρχίζει μια ολόκληρη ιστορία, ότι από την πρώτη στιγμή που με είδε με συμπάθησε, ότι αυτή δεν συμπαθεί εύκολα, άρα για να με συμπαθήσει πάει να πει πως είμαι καλός άνθρωπος, ότι θέλει να μιλάμε στον ενικό και άμα δεν με ενοχλεί να τα λέμε πότε-πότε τηλεφωνικά.“Οποτε θέλεις Ταϋγέτη μου, όποτε θέλεις να με παίρνεις” απάντησα κολακευμένος.
Και έτσι άρχισαν τα τηλεφωνήματα, τα περισσότερα αργά το βράδυ ή νωρίς το πρωί. Και τι δεν μου είπε σε αυτά τα τηλεφωνήματα! Στην αρχή μιλούσε για απλά θέματα, για τον καιρό: “ούτε στη εξορία δεν είχε τέτοια ζέστη!”, για την πολιτική: “από όλους τους πολιτικούς μόνο τον Γεννηματά σέβομαι”, για την διατροφή μου, “είσαι χλομός, να τρως συκώτι”. Σιγά-σιγά, με την οικειότητα που αναπτύχθηκε, μου μιλούσε, καλυμμένα στην αρχή, για άσχετα θέματα που όμως έκρυβαν έναν ερωτισμό: “Πήγα στη λαϊκή και και είδα κάτι μελιτζάνες μαύρες, ωραίες,ντούρες! Κολάστηκα, μου θύμισαν ξέρεις τι, αλλά δεν τις πήρα, είχαν 60 δραχμές το κιλό.” Μετά πιο απροκάλυπτα άρχισε να μου μιλάει για τα προσωπικά της: “Είχα ένα φίλο πριν μερικά χρόνια, αλλά μόλις εμφανίστηκε το Αids του είπα να διακόψουμε. Απαπαπά! Δεν το ρισκάρω!Θα βάλω κλειδαριά και θα το κλειδώσω!”
Ξεκαρδιζόμασταν στα γέλια!Αρχισα κι εγώ να της εκμυστηρεύομαι διάφορα και κάποια στιγμή, της λέω, ” Ξέρεις ότι σε αγαπούν πολύ οι αδελφές;” Μικρή παύση από την άλλη μεριά του τηλεφώνου και μετά ρωτάει: “Σοβαρά; Και τι λένε οι αδελφοί για μένα;” ” Οτι αν σε είχε συναντήσει ο Αλμοδόβαρ, θα ήσουν πρωταγωνίστρια σε όλες του τις ταινίες!” Ηξερε τον Αλμοδόβαρ, είχε δει και ταινίες του, κολακεύτηκε. Από τότε, κάθε φορά που τηλεφωνούσε, δεν παρέλειπε να ρωτήσει κάποια στιγμή: “Kαι οι αδελφοί; Τι λένε οι αδελφοί για μένα;”
Μετά ξεκίνησε η ιστορία της μπερτούλας. “Εχω ένα κομμάτι βελούδο και θέλω να φτιάξω μια μπερτούλα για τους ώμους, μια σαλοπέτ. Ξέρεις κανάμόδιστρο να πάω να τη ράψω;” με ρώτησε μια μέρα. Θυμήθηκα πως ο Μάρκελλος Νύχταςμου είχε πει σε ανύποπτο χρόνο πόσο θαυμάζει την Ταϋγέτη και πόσο ήθελε να τη γνωρίσει από κοντά. ” Ναι” της λέω, “ξέρω κάποιον που σε θαυμάζει πολύ και είναι και μόδιστρος, το όνομά του είναι Μάρκελλος Νύχτας.” Της έδωσα τον αριθμό του, ειδοποίησα και τον Μάρκελλο και για ένα μήνα η Ταϋγέτη σταμάτησε να με παίρνει τηλέφωνο. Είχα αρχίσει να ανησυχώ, όταν, μια μέρα, με παίρνει ο Μάρκελλος κι αρχίζει να με βρίζει: “Παύρη η ώρα που σου είπα για την Ταϋγέτη! Που να παυρίσεις και να γίνεις σαν κατράμι! Mωρή, με έχεις καταστρέψει!Με παίρνει η Ταϋγέτη τρεις φορές την ημέρα για αυτή την μπερτούλα και με έχει τρελάνει! Τη μια τη θέλει έτσι, την άλλη τη θέλει αλλιώς, δεν ξέρω τι να κάνω! Πες της κάτι κι εσύ γιατί μου έχει σπάσει τα νεύρα!”
Τι να της πω; Eίχε πεθάνει η αγαπημένη της αδελφή.Μετά από αυτό, η Ταϋγέτη είχε αρχίσει να χάνειόλη την σπιρτάδα της, το κέφι της για ζωή, την πίστη της πως μια μέρα θα κυριαρχήσει η αγάπη και η δικαιοσύνη. Σιγά-σιγά έμπαινε στον κόσμο της άνοιας, εκεί που όλα μπερδεύονται γλυκά και τίποτα δεν έχει σημασία πια. Ετσιτα τηλεφωνήματα άρχισαν να γίνονται Αλμοδόβαρ, όπου μου έλεγε μόνο σόκιν ανέκδοτα και μιλούσε απροκάλυπτα πια για σεξουαλικά θέματα. Οπως ήταν φυσικό, η φωτογράφιση δεν έγινε ποτέ. Ούτε μπόρεσα να την ξαναδώ από κοντά. Τελευταία φορά που την πήρα τηλέφωνο και μιλήσαμε ήταν στις29 Ιουνίου 1995ανήμερα στα γενέθλιά μας. Εκείνη γινόταν 80 ετών κι εγώ 40. “Ταϋγέτη, οι αδελφοί σου εύχονται χρόνια πολλά!” της λέω και την ακούω να γελάει ευχαριστημένη. “Χαχαχα! Και τι είναι σήμερα; Τι γιορτάζουμε;” “Τα γενέθλιά σου Ταϋγέτη μου! Τα δικά σου και τα δικά μου! Χρόνια μας πολλά! Μήπως θέλεις να πεις κάτι στους αδελφούς; Θέλεις να κάνεις κάποια δήλωση;” Κι εκεί που κακάριζε γεμάτη χαρά, σταματάει και ακούω τη φωνή της να αλλάζει, να πάλλεται, να γίνεται άγρια και αποφασιστική:“Δήλωση; Κομματάκια να με κάνετε κερατάδες, δεν υπογράφω δήλωση!” μου λέει και μου κλείνει το τηλέφωνο!
Βαρέθηκα το μέσα... αποφάσισα να βγαίνω μέσα στην παύρη νύχτα, να βλέπω λίγη κίνηση του δρόμου, να συναντάω ανθρώπους, να φεύγει λίγο το μυαλό... ότι βλέπω, ότι σκέφτομαι, ότι μου αρέσει, θα το γράφω το βράδυ και κάθε βράδυ στην cosmopoliti... εκεί μπορείτε να ακούτε "το τρίτο στεφάνι" του Κώστα Ταχτσή, τραγούδια σε αποκλειστική πρώτη μετάδοση, παρουσιάσεις βιβλίων και παραστάσεων... ευχαριστώ Χριστίνα Πολίτη, που με έβγαλες από το σπίτι και με έκανες cosmopoliti!
Σχόλια για αυτό το άρθρο
Κλείστε διακόπες με σκάφος απο την BednBlue.com και λάβετε έκπτωση χρησιμοποιώντας το κούπονι: cosmopoliti
Σχόλια για αυτό το άρθρο