Ο Ταζ περιπλανιέται στα παρασκήνια ενός μεγάλου εστιατορίου και παρενοχλεί τους εργαζόμενους.
Δεν ξέρω μέχρι ποιο σημείο έχει παρέμβει ο Γιώργος Νανούρης στη διασκευή ενός έργου του Άρνολντ Γουέσκερ με έντονη πολιτική χροιά που παίχτηκε πρώτη φορά το 1956 αλλά σε κάθε του αναβίωση υπήρχαν αλλαγές και περικοπές. Το βασικό ατού αυτής εδώ της μεταφοράς είναι το ότι ο Νανούρης επέλεξε 11 σχεδόν πρωτοεμφανιζόμενους ηθοποιούς πολλοί από τους οποίους έχουν όντως δουλέψει σε μπαρ, και εστιατόρια. Η ενέργεια τους και το πάθος τους για να εξασφαλίσουν το χειροκρότημα είναι τσουνάμι από την πρώτη τους κι όλας χορευτική εμφάνιση. Εκεί είναι που κερδίζεται αλλά και χάνεται το παιχνίδι. Το μισό έργο, προκειμένου να δείξει τους τρελούς ρυθμούς μιας κουζίνας εστιατορίου, περνάει σαν μιούζικαλ χωρίς μουσική, με τους πρωταγωνιστές να παίζουν ρυθμικά με τα τεντζερέδια. Όσο ιδιοφυές κι αν είναι αυτό άλλο τόσο είναι παγίδα γιατί το έργο χάνει τη δυναμική του κι αυτό που θέλει να επικοινωνήσει.. Ενώ υποτίθεται και σύμφωνα με το πρόγραμμα της παράστασης ότι πρόκειται για μια καταγγελία των εργασιακών συνθηκών και του καπιταλισμού, στη σκηνή τα πάντα φαίνονται απολιτίκ και οι σκληρά εργαζόμενοι μοιάζουν να διασκεδάζουν αυτό που υποτίθεται ότι πρέπει να καταγγείλουν ενώ ταυτόχρονα αφήνουν αδιάφορο τον θεατή για το ποιος είναι ποιος. Έχουμε να κάνουμε με έναν μικρόκοσμο από διαφορετικούς ανθρώπους που αντανακλά την κοινωνία όμως οι μεταξύ τους προστριβές και συνεργασίες, ο κόπος τους, το μπούλινγκ, ο ρατσισμός, η εξάντληση και η αδικία περνάνε με γρήγορο ρυθμό χωρίς να αφήσουν τον αντίκτυπο που θα μπορούσαν.
Διαβάζοντας το πρόγραμμα νομίζεις ότι θα παρακολουθήσεις ένα κωμικό δράμα, την ώρα που στη σκηνή, με εξαιρέσεις, παίζεται το «χαρωπά τα δυο μου χέρια τα χτυπώ». Και είναι κρίμα γιατί ολοφάνερα έχει πέσει δουλειά από τον Νανούρη με τους πραγματικά αξιαγάπητους πρωταγωνιστές που σε κερδίζουν, αλλά νομίζω πως η αγάπη του σκηνοθέτη για τους ηθοποιούς του τον απομακρύνει από την αγάπη του για το έργο. Οι δραματικές του προθέσεις και τα συμπληρώματα που ο ίδιος κάνει δεν κολλάνε στο τελικό αποτέλεσμα. Μολονότι το κείμενο σήμερα είναι τόσο επίκαιρο όσο και τότε, η επαφή του με το τώρα είναι προβληματική εφ’ όσον δεν αναδεικνύει υπαρκτά προβλήματα απλά τα ξεσκονίζει με μικρές παρεμβάσεις. Δεν κλαις, δεν γελάς. Ο σκηνοθέτης παρατηρεί τους ήρωες του σαν ορνιθολόγος, κλεισμένους σε ένα κλουβί. Τι κρίμα που δεν ακολούθησε την ιδέα της πολύ καλής αφίσας της παράστασης με τον σεφ παραιτημένο και φυλακισμένο μέσα σε ένα μίνιμαλ κλουβί.
Παρακολουθείς απλώς μια δυναμική προσπάθεια 11 λατρεμένων και πολλά υποσχόμεν νέων ηθοποιών που ιδρώνουν τη φανέλα τους, με τον Νανούρη παρά τις αστοχίες του να τους έχει ρυθμίσει τους άξονες προκειμένου να βγάλει τον καλύτερο υποκριτικά εαυτό τους και τον ίδιο να συνδιαλέγεται με έναν ενδιαφέρον κι ενίοτε εφευρετικό αλλά όχι επαρκή τρόπο με το κείμενο, που σαν παράσταση, παρά τις αστοχίες της, είναι σπιντάτη, γεμάτη ενέργεια κι από ότι είδα, αποθεώνεται από το κοινό.
Συντελεστές
Μετάφραση-Προσαρμογή-Σκηνοθεσία : Γιώργος Νανούρης
Παίζουν:
Μαρία Αθητάκη, Μοσχούλα Ατσιδαύτη, Παναγιώτης Γαβρέλας, Κωνσταντίνος Γιουρνάς
Απόστολος Καμιτσάκης, Φίλιους-Μιχαήλ Κανάκης, Χρήστος Καρνάκης, Τάσος Κορκός
Γρηγορία Μεθενίτη, Μάριος Ράμμος, Σταύρος Τσουμάνης
Κοστούμια : Λάζαρος Τζοβάρας
Σκηνικό-Φωτισμοί: Γιώργος Νανούρης
Ρυθμοί, Κινησιολογία και Μουσική επιμέλεια: Γιώργος Νανούρης και Θίασος
Φωτογραφίες παράστασης : Νίκος Πανταζάρας
Παραγωγή : Αθηναϊκά Θέατρα
Θέατρο Αποθήκη
Σάρρη 40, Ψυρρή
Διάρκεια: 95΄χωρίς διάλειμμα
Εισιτήρια:
Καθημερινές: Κανονικό 17€, Μειωμένο (Φοιτητικό/Ανέργων) 15€
Λαϊκή Σαββάτου: Γενική Είσοδος 15€
Σάββατο Βράδυ: Γενική Είσοδος 20€
Κυριακή: Κανονικό 18€, Μειωμένο (Φοιτητικό/Ανέργων) 15€
Ώρες παραστάσεων :
Τετάρτη : 20:00, Πέμπτη, Παρασκευή : 21:00, Σάββατο : 18:00 & 21:00, Κυριακή : 20:00
Σχόλια για αυτό το άρθρο