Ο ΤΑΖ παρακολουθεί εντυπωσιασμένος την Ελένη Γερασιμίδου, να φοράει (κυριολεκτικά) στολή Σούπερμαν, για να φτιάξει τηγανητές πατάτες.
Ο Γρηγόρης Χατζάκης που έχει γράψει και σκηνοθετήσει το έργο, είναι ένα τρελό αγόρι το οποίο αν δεν είχε ασχοληθεί με το θέατρο, θα είχε ιδρύσει σίγουρα ένα δικό του τσίρκο. Χρόνια τώρα, εμφανίζεται με τρομερή δημιουργικότητα στην ας πούμε εναλλακτική θεατρική σκηνή της πόλης, για να σου αποδείξει πως θέατρο δεν είναι αυτό που βλέπεις αλλά η πραγματικότητα που ζεις. Γιατί στο θέατρο, το παράλογο, το ακραίο, το υπερβολικό, δικαιολογείται ακριβώς επειδή είναι θέατρο. Έλα όμως που ο Γρηγόρης το αντλεί από το ψεύτικο, το καθημερινό και το κιτς της πραγματικότητάς μας, ειδικά σε αυτήν την παράσταση που είναι κωμωδία βαθιά δραματική και μίνιμαλ σουρεαλιστική στημένη πάνω από ένα τραπέζι κουζίνας. Αυτό στο οποίο όλη η αγία οικογένεια καλείται να μαζευτεί για να προσποιηθεί τις στενές σχέσεις που τους δένουν, σχέσεις οι οποίες σε ένα άλλο έργο θα κατέληγαν σε ομαδική αυτοκτονία από πλήξη. Έχει νομίζω αντλήσει την έμπνευση του από ένα παιδικό σίριαλ στο Nickelodeon, τους Thundermans, όπου μια τυπική ευτυχισμένη αμερικάνικη οικογένεια, είναι στην ουσία κρυφοί σούπερ ήρωες που προσπαθούν να το κρύψουν από την κοινωνία. Μόνο την έμπνευση, γιατί μετά μπλέκει τους σούπερ ήρωες με το Ρετιρέ του Δαλιανίδη.
Διαβάζοντας το κείμενο της παράστασης, αφού την είδα, εντυπωσιάστηκα από το πώς ο Χατζάκης περνάει το μήνυμά του χωρίς βερμπαλισμούς, εύκολες ατάκες και άλλα τέτοια εξυπνακίστικα. Ενώ το έργο ανήκει στο «αλλού» και σε κάνει μια να γελάς μια να σφίγγεις το στομάχι σου από την αντανάκλαση της πραγματικότητάς του, το γράψιμο του είναι απολαυστικά απλό αφήνοντας το συναίσθημα (του γέλιου ή της πίκρας) να προκύψει μέσα από την σύμβαση – καθημερινό μικρό θάνατο, που βιώνουν οι ήρωες του, αλλά το μεταλλάσσουν σε ιστορία κόμικ με σούπερ ήρωες. Επιφανειακά, δεν συμβαίνει κάτι. Μια τυπική μικροαστική οικογένεια ξυπνάει, ετοιμάζει το πρωινό της και ετοιμάζεται να ζήσει μια ακόμα βαρετή δίχως νόημα μέρα. Η πρώτη έκπληξη είναι όταν όλοι πετάνε τις ρόμπες της οικιακής τους θλίψης κι από κάτω φοράνε στολές σούπερ ηρώων, φωνάζοντας με σηκωμένο χέρι όπως στις ανάλογες ταινίες με σούπερ ήρωες, «με τη δύναμη του Άζαξ, θα πλύνω τα πιάτα» ή τραγουδώντας Καραόκε. Κάποια στιγμή, χτυπάει το κουδούνι της πόρτας τους κάποιος που τον αποκαλούν «Ο Κακός» και ξαναφοράνε τις ρόμπες τους για να καλύψουν την ταυτότητά τους. Ο θεατής περιμένει έναν καταλύτη, που όμως στην ουσία βρίσκεται στην ίδια κακομοιριά με αυτούς (και τον αποδίδει με τρομερό στιλ και αυτοσυγκράτηση ο Χάρης Ασημακόπουλος.)
Κι από το πρωινό της οικογένειας σούπερ ηρώων της θλίψης, φτάνουμε στο βραδινό, και σε αμήχανες συζητήσεις, πάνω από ένα πιάτο πατάτες, με τον «Κακό» να μετατρέπεται στον μικροαστικό φόβο του άλλου που ζει απέναντι από το σπίτι μας, κοινωνικά τον αποδεχόμαστε σαν γείτονα αλλά ουσιαστικά τον φοβόμαστε επειδή φοβόμαστε οτιδήποτε συμβαίνει έξω από τον υπερ-ηρωικό χώρο της μιζέριας μας. Super Supper σημαίνει Σούπερ Δείπνο. Και ο υπότιτλος του τίτλου της παράστασης είναι «A tittle in English for no actual reason.” Δηλαδή, «ένας τίτλος γραμμένος στα αγγλικά, χωρίς κάποιον ιδιαίτερο λόγο». Σε αυτή τη φράση κρύβεται και το μυστικό ανάγνωσης της παράστασης. Δεν υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος για οτιδήποτε συμβαίνει στη σκηνή. Ή μήπως υπάρχει και παθαίνεις άσθμα όταν καταλαβαίνεις πόσο σε αφορά; Όση ώρα οι ήρωες παίζουν το παιχνίδι τους, (γιατί για διεστραμμένο παιχνίδι στην ουσία πρόκειται αποφυγής της πραγματικότητας μολονότι οι ίδιοι δεν το καταλαβαίνουν), από πίσω, στο βίντεο παίζει σε λούπα ντοκιμαντέρ άγριας φύσης με κροκόδειλους που σέρνονται ύπουλα προκειμένου να καταβροχθίσουν το θύμα τους. Δείπνο οι ήρωες; Δείπνο και οι κροκόδειλοι. Και κροκοδείλια τα δάκρυα μας σε μια καθημερινότητα που μπορούμε να την αλλάξουμε αλλά μας βολεύει περισσότερο το να την βαφτίζουμε ηρωική. Υπάρχει μια λύση που έρχεται από το πουθενά για να τους βοηθήσει να ξεφύγουν, αλλά την αγνοούν όλοι τους σαν να μη συνέβη τίποτα.
Η Ελένη Γερασιμίδου κάνει μια ερμηνευτική υπέρβαση κρατώντας χαμηλά τους τόνους και προκαλώντας γέλιο (ή λύπη) με τις συγκρατημένες αλλά τόσο ρεαλιστικές αντιδράσεις της, φορώντας τη στολή ενός Σούπερμαν, σε μία από τις καλύτερες θεατρικές εμφανίσεις της που συνδυάζει τον επιθεωρησιακό της ταμπεραμέντο με μια μεταφορικά βουβή αλλά κινησιολογικά μετρημένη, αντιμετώπιση του ρόλου της. Και το γράφω αυτό γιατί σαν συνεργάτιδα για χρόνια του Λαζόπουλου, υπηρετεί εδώ ένα πολύ απλό κείμενο που ο αναμφισβήτητα ταλαντούχος Λαζόπουλος δεν θα μπορούσε να γράψει. Η κακομοιρούλα που βιώνει την τελειωμένη ζωή της ντυμένη σούπερ ήρωας και πλένοντας πιάτα, δεν ανήκει στο είδος της εύκολης σάτιρας. Ανήκει σε μια πιο μοντέρνα γραφή, που δεν σε ξεγελάει με τα εύκολα αστεία της. Σε ξαφνιάζει και σε παραδίδει μετέωρο απέναντι στο αν πρέπει να γελάσεις ή να μελαγχολήσεις (θα τα πάθεις και τα δύο). Ερμηνευτικά συνεπέστατοι σε αυτό το κλίμα που δημιουργεί ο Χατζάκης, η Αγγελική Ξένου και ο Αντώνης Ξένος. Το έργο ξεκινάει με τη μητέρα να πίνει καφέ Ελληνικό, τον πατέρα φραπέ, και την κόρη φίλτρου. Με ένα πολύ απλό εύρημα, ο Χατζάκης σε βάζει από την αρχή κιόλας, αντιμέτωπο με τις επιλογές σου, το life style σου και το πώς χωρίς να έχεις ταυτότητα, ψάχνεις να τη βρεις μέσα από μια αποκριάτικη στολή σούπερ ήρωα, και τον καφέ σου που είναι το ξεκίνημα της ημέρας σου, επομένως και της υπόλοιπης ζωής σου.
***AΠΟ ΚΟΙΝΟΥ ΘΕΑΤΡΟ, Ευπατριδών 4, στάση μετρό, Κεραμεικός, τηλ, 2114057249
SUPER SUPPER: a title in english for no actual reason ή μια μικροαστική οικογένεια υπερ-ηρώων
Σχόλια για αυτό το άρθρο