Κάθε πρωτεύουσα έχει στο κέντρο της, μία ελιτίστικη γειτονιά. Έτσι και η Αθήνα έχει το Κολωνάκι. Ο Μηνάς Γκούμας, με αφορμή μια συνέντευξη με λάθος πληροφορίες για το Κολωνάκι, θυμάται ιστορίες που δεν πρέπει να ξεχαστούν.
Προς το τέλος της δεκαετίας του ΄50, ο πατέρας μου, μόλις είχε επιστρέψει από την Αγγλία και είχε αγοράσει ένα σπίτι στην οδό Διαμαντίδου, απέναντι από τους φίλους μας Σπήλιο και Λίλιαν Χαραμή. Προ διετίας γκρεμίστηκε η μονοκατοικία και έκτισαν μεζονέτες. Τι πρωτότυπο! Όταν, λοιπόν, χώρισε την Ειρήνη Μαυρολέων και θεωρώντας το γραφείο του στον Πειραιά, ολόκληρο ταξίδι, μετακόμισε στο Κολωνάκι με την καινούργια του γυναίκα, τη μητέρα μου, σε μια πολυκατοικία υψίστης προβολής ακόμα και για τα σημερινά δεδομένα, του καταπληκτικού αρχιτέκτονα Καψαμπέλη.
Στα τέλη του ΄50, το Κολωνάκι ήταν μια κομψή περιοχή που όμως είχε ακόμη χωματόδρομους και μερικές παράγκες. Τα πρόβατα και οι κατσίκες είχαν εξαφανιστεί και τα χωράφια ήταν πλέον οριοθετημένα. Ο Λυκαβηττός ήταν σχδόν γυμνός από σπίτια. Τα λιγοστά σπίτια και οι πολυκατοικίες έφταναν μέχρι τη Ξενοκράτους. Όταν γεννήθηκα, το 1961, μόλις είχαμε μπει στο νέο μας διαμέρισμα, σε μια ήρεμη γειτονιά κανονική και όχι αυτό το χάλι που έγινε το ΄80 και το αίσχος του σήμερα.
Η οδός Καψάλη ήταν ένας μικρός ζωντανός εμπορικός δρόμος με κοτοπουλάδικο με ηφρέσκα αβγά και κότες, μόνο από χωριό. Δίπλα ήταν τα οπτικά του Ηρακλή Κοϊκά, και πιο δίπλα το μανάβικο του κυρίου Ηρακλή, σημερινό καφενείο στη γωνία Ηροδότου και Καψάλη, ακριβώς απέναντι από το μανάβικο του Φάνη. Πιο κάτω, στην Ηροδότου, ήταν το βιβλιοπωλείο του Αχιλλέα Τολίδη, ενώ στην αρχή της Καψάλη, το ανθοπωλείο Τα Νούφαρα, των αδελφών Κόττα, στο οποίο διάλεγε όμορφα arrangements ο Ντασσέν με το γιο του Τζο. Λίγο πιο κάτω, τα οπτικά της Ελένης Ζήκου, το μαγαζί του Λεωνίδα με τις νόστιμες σοκολάτες, δίπλα στην πολυκατοικία που κατοικούσε η οικογένεια Μπογδάνου με την υπέρκομψη Ζοζεφίνα, μητέρα των πολύ όμορφων και γλυκών κοριτσιών Αλεξίας κια Αμαλίας. Το φαρμακείο του Βύζα με τον κύριο Αντώνη, πιο κάτω συζούσαν ο Αλέκος Αλεξανδράκης με τη Νόνικα Γαληνέα, απέναντι το καταπληκτικό μικρό αλλά πλούσιο βιβλιοπωλείο του Ρόμβου που διηύθυνε η κυρία Ελένη, ο κύριος Πάνος είχε το παπουτσάδικό του με sur mesure παπούτσια, και η Αντριάννα το μαγαζάκι της που μαντάριζε καλσόν όλη μέρα και πουλούσε ρόμπες, ποδιές και ό,τι άλλο είχε ανάγκη μια οικιακή βοηθός.
Εκείνα τα χρόνια κατά τη διάρκεια της ημέρας, οι κυρίες έβγαιναν από το κομμωτήριο του φοβερού Άγγελου, με το ίδιο χτένισμα, όλες καρμπόν. Στα ΄80ς, η Μαριάννα Βαρδινογιάννη έδινε τα Χριστούγεννα σε κάθε γυναίκα που την χτένιζε από ένα χρυσό ρόλεξ. Η εξαιρετική Μπεττίνα είχε αναλάβει διά βίου την Μελίνα, την Κάτια Δανδουλάκη, τη μητέρα μου και εμένα κατ’οίκον και χατιρικά λόγω μαμάς, μέχρι που άφησα φαλάκρα και τα κουρεύω μόνος μου!
Δίπλα στον Άγγελο, έμενε ο Θεοδωρίδης, πρόεδρος του Χρηματιστηρίου και ο γιος του Αρτέμης, ο οποίος ήταν μονίμως στο δρόμοα εκετελώντας θελήματα του πατέρα του. Εκεί έμεναν επίσης, η κυρία Καρόλου -η επί των Τιμών- και η γεμάτη ζωή, εκκεντρική συγγραφέας Δέσποινα Λελέκου-Τατάκη, αδελφή της Ειρήνης Παππά και μητέρα της λατρεμένης φίλης μου Μέλιας και του Μανούσο Μανουσάκη.
Πριν φτάσουμε στα ΄80ς, η πλατεία Κολωνακίου είχε ακόμα την αίγλη της. Το περίφημο Ελληνικόν, ήταν στη γωνία της πλατείας και Πατριάρχου Ιωακείμ, το οποίο γκρεμίστηκε για να γίνουν μπανιέρες και τράπεζα. Το μισό κτίριο αγόρασε η θεία μου Μαίρη Γκούμα και άνοιξε το Λυχνάρι, το μαγαζί με τις λάμπες. Η Τσακάλωφ δεν ήταν πεζόδρομος, ο Μπακόλας μςα γλύκαινε κάθε απόγευμα με τους λουκουμάδες του, ενώ οι πιο μικροί ανεβαίναμε στο πατάρι για να μην ενοχλούμε τους μεγάλους κάτω. Αργότερα έγινε στέκι νεαρών ζιγκολό για μεσήλικες πλούσιες κυρίες από την επαρχία. Η ιστορική Λυκόβρυση, το στέκι του Σεφέρη, του Ελύτη και του Παλαμά -πιο παλιά-, ήταν πιο πάνω. Αργότερα ήταν το στέκι των Σημίτη, Κατσιφάρα, Ροκόφυλλου, του νονού μου Μπλούη Διακάκη, του ξαδέλφου μου Μίμη Παπαϊωάννου, της Ματούλας, του υπουργού Παπακωνσταντίνου, του πανέμορφου Φοίβου Ραζή και τόσων άλλων φοβερών και γραφικών τύπων
Εκεί έφερνε κάποιος ένα κατσικάκι πεσκέσι από το χωριό και η Λυκόβρυση το έψηνε στο φούρνο και το έτρωγαν όλοι μαζί…ούζα, μπούρες, γέλια…Στο τέρμα της Αναγνωστοπούλου -όπου κατηφόριζε ο Χρήστος Λαμπράκης- ήταν το κουρείο με τους οκτώ μπαρμπέρηδες, τέσσερις από τη μια πλευρά και τέσσερις από την άλλη. Στη γωνία ήταν η στάση του σχολικού μου, μπροστά στο Πίκολο, που θαύμαζα τις νεαρές και πανέμορφες κόρες του Έβερτ. Χρόνια αργότερα εμφανίστηκε και ο Πρόεδρος του Κολωνακίου, ο Θανάσης, που μάζευε τα τεκνά γύρω του και ο Βικέντιος (μας άφησε νωρίς), τον έκανε μπαρούτι. Το 14 (αργότερα Central) ήταν το πρώτο στέκι του Σαββάτου, πριν ανηφορίσουμε για τη Φιγκαρό και μετά τρέχαμε στον πανικό του 9+9 του Κώστα Ζουγανέλη. Ο Ντίμης Κρίτσας με το υπόγειο κλαμπ, απέναντι το παντοπωλείο Select, όπου η τρομερή και φοβερή Άννα Βέλτσου συναντούσε τη μητέρα μου και αγόραζαν τη νόστιμη μαλακή πιπεράτη φέτα.
-Πάλι εδώ ρε Άννα;
-Τι να κάνω ρε πο@@τη μου, πάλι φέτα θέλει ο Βέλτσος.
Από πάνω τα Νούφαρα με τα υπέροχα κανελόνια και δίπλα το Βυζάντιο, που έκλεισε για πάντα όταν ένα αυτοκίνητο πέρασε την τζαμαρία. Αξέχαστος ο Μήτσος με τα καταπληκτικά τοστάκια, που τα ετοίμαζε ένας μοναδικός υπάλληλος σε χρόνο ρεκόρ, δίπλα υπολειτουργούσε το πρώτο Έβερεστ που είχε ανοίξει στην Αθήνα, με ιδιοκτήτες τους γονείς των συμμαθητών μου, Νίκου και Ντομινίκ Μομφρέδα.
Οι κομψές κυρίες του Κολωνακίου ανηφόριζαν από την κλειστή περιοχή της Ρηγγίλης. Η πανύψηλη κυρία Ευάγγελου Αβέρωφ, με τα γάντια της ανά χείρας και την κόρη της Ναταλία, η Αλέκα Τζανίδη, η κα Στασινοπούλου σχεδόν εκατό χρονών που ακόμη και σήμερα δεν βγαίνει χωρίς τα γάντια της, η κα Καλευρά, η Μαρία και Ξένια Καρελλά, η Μέλπω Λαιμού, η Μυρτώ Χανδρή, η Μαργαρίτα Παπασταύρου, η Μίκα Σαρίδη, η Μαίρη Πεσκετζή, οι κυρίες Θωμόγλουμ Λιάμπεη, Δοξιάδη, Μοάτσου, Μαυροκορδάτου, Αγγελοπούλου, Κατσάμπα, Στράτου, Κουντουριώτη, Νάντια Ηλιοπούλου, Νία Γκέρτσου, Μαίρη Γουλανδρή, τις αδελφές Νικολάου (νυν Μαύρου και Χανδρή), τηνΙζαμπέλλα Φιξ και τόσες άλλες που ομόρφαιναν τη γειτονιά μας με την άψογη εμφάνισή τους, την ευγένειά τους και τη φινέτσα τους.
Εκείνα τα χρόνια οι κυρίες, αν και είχαν προσωπικό αλλά δεν είχαν κόμπλεξ, καθάριζαν τα μπαλκόνια τους και τις εισόδους τους με τη σκούπα και τη μάνικα, όπως η κυρία Δέδε το αρχοντικό της, και οι οδηγοί γυάλιζαν τα αυτοκίνητα των αφεντικών τους επί τόπου και όχι στα βενζινάδικα. Αντί για ταξί, υπήρχαν οι σωφέρ, μόνιμοι στο δρόμο να σε πάνε όπου ήθελες, όπως ο Παντελής με το κίτρινο φιατάκι του γεμάτο μπιχλιμπίδια και ο χαμογελαστός Όμηρος με το περιποιημένο μουστακάκι του. Τα γκρι ταξί ήταν λιγοστά.
Τα πεζοδρόμια ήταν πάντα σπασμένα και βρώμικα για κάποιο λόγο, ακαθαρσίες από σκυλιά που τα έβγαζαν βόλτα οι Ελληνίδες υπηρεσίας, όχι ακόμα ευαισθητοποιημένες για τέτοια θέματα, το κακό είχε συνέχεια με τις Φιλιππινέζες, μέχρι που πέρασε η εποχή της φούσκας και σήμερα βλέπω τις κυρίες -παντελώς άγνωστες σε μένα- να βγάζουν οι ίδιες βόλτα τα σκυλιά τους.
Η πλατεία δεν έχει πια το συντριβάνι, έχει αφαιρεθεί ό,τι πιο όμορφο και ρομαντικό είχε, και έχει μεταμορφωθεί σε ένα άσχημο τσιμεντένιο κατασκεύασμα, στα παγκάκια κοιμούνται πρεζάκια, παντού φούρνοι και φθηνοφαγάδικα, ακόμα και το παραδοσιακό μαγέρικο του Λαζόπουλου έκλεισε μετά από εξήντα χρόνια για να ανοίξει μια ακόμα τράπεζα.
Επί Αβραμόπουλου ξηλώθηκαν και τα τελευταία κομψά και ακριβά μάρμαρα από τα πεζοδρόμια και αντικαταστάθηκαν από φθηνά ροζ πλακάκια και γλυστερούς οδηγούς για τυφλούς. Η Μάγια Καλλιγά μου έλεγε ότι μπροστά στο αρχοντικό της, όλος ο δρόμος ήταν στρωμένος με Πεντελικό μάρμαρο από τον παππού της, με φουστανελοφόρο που φυλούσε με κουμπούρι για να μην σηκώσουν κλέφτες τα μάρμαρα.
Τα χρόνια περνούν και η όμορφη εποχή της πλατείας έχει εξαφανιστεί. Σε λίγα χρόνια κανείς δεν θα υπάρχει να διηγηθεί ιστορίες από τότε. Στο Κολωνάκι δεν κατοικούσαν μόνο κομψοί και εύποροι άνθρωποι, αλλά και καλλιεργημένοι, πνευματώδεις άνθρωποι με σπουδαία παιδεία. Άτομα πολυταξιδεμένα που σου ξυπνούσαν τα λεπτά σου αισθήματα και το κέφι να ζήσεις καλύτερα, ακόμα κι από εκείνους.
Σχόλια για αυτό το άρθρο