Λίγο πριν εκπνεύσει το 1983 άνοιξε το νυκτερινό club της Αθήνας «Εργοστάσιο» επί της Λεωφόρου Βουλιαγμένης 268, στο ύψος των Καλογήρων. Το βιομηχανικό κτήριο προϋπήρχε, εκεί στεγαζόταν το παλιό εργοστάσιο παρκέτων του Αλέκου Μελετόπουλου. Οι δύο γιοι του Τάσος και Σπύρος Μελετόπουλος είχαν την ιδέα μετά το θάνατο του πατρός, να το μετατρέψουν σε σύγχρονο χώρο διασκέδασης στα πρότυπα του θρυλικού Studio 54 της Νέας Υόρκης. Κράτησαν το κτίσμα εξωτερικά ως είχε και εσωτερικά έστρωσαν απ΄ άκρου εις άκρον το πάτωμα με παρκέ για να θυμίζει αυτό που ήταν κάποτε. Διατήρησαν επίσης στην θέση της την βασική μηχανή την οποία ευφυώς μετέτρεψαν σε μπαρ, όπου και βρέθηκα να εργάζομαι ως μπάρμαν την πρώτη σεζόν και ως τσεκαδόρος – ταμίας την δεύτερη. Ενώ τεράστια εργαλεία, κατσαβίδια και «κλειδιά» προστέθηκαν στην οροφή με υδραυλικό μηχανισμό για να ανεβοκατεβαίνουν κατά περίσταση. Υπεύθυνος της κίνησής τους καθώς επίσης και των πρωτότυπων φωτιστικών εφέ είχε αναλάβει ο Ζαννό Μαστρανδρέας. Δίπλα του στα πικ απ, στο ειδικά διαμορφωμένο πατάρι με θέα την πίστα χορού, ήταν ο Τάκης Τσαντίλης, γνώστης δεινός της σύγχρονης μουσικής σκηνής.
Μια ακόμη καινοτομία που σόκαρε ελαφρώς τους όλο και περισσότερους κάθε βράδυ καινούργιους πελάτες ήταν το face control κατά την είσοδο τους στο club, η κοινώς λεγόμενη «πόρτα». Όλοι ώφειλαν να περιμένουν υπομονετικά στην ουρά μέχρι να έλθει η σειρά τους. Αλλά και τότε τίποτα δεν τους διασφάλιζε ότι θα διαβούν επιτέλους το κατώφλι, καθότι υπήρχε το σοβαρό ενδεχόμενο να «κοπούν» την τελευταία στιγμή. Να φθάσουν μέχρι την πηγή χωρίς να πιουν νερό… Ίσχυε δηλαδή κάπως το ρηθέν από τον Στράβωνα «Ου παντός πλειν ες Κόρινθον», όπως εύστοχα είχε επισημάνει για την αρχαία πόλη, διάσημης τότε για την ποικιλότητα της διασκέδασης που παρείχε στους κονομημένους επισκέπτες της. Με την μόνη διαφορά ότι στο Εργοστάσιο τα φουσκωμένα πορτοφόλια των νεόπλουτων δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν κάποια ευνοϊκή μεταχείριση στους ιδιοκτήτες τους. Τέτοια εκεί δεν περνούσαν. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα οι πλέον θερμόαιμοι να δημιουργούν τσαμπουκάδες. Οι τσαλακωμένοι εγωισμοί έπρεπε οπωσδήποτε να απαντήσουν στην απόρριψη που δέχτηκαν. Λεκτικές αψιμαχίες και καυγάδες ήταν μια καθημερινή υπόθεση. Μέχρι και ξυλοδαρμοί είχαν συμβεί.
Την ευθύνη για το ευαίσθητο, όσο και δύσκολο αυτό έργο ανέλαβε αρχικά η εκκεντρική κοσμοπολίτισσα Φαίνη Ξύδη, αλλά το πράγμα δεν τσούλησε. Μόλις δύο νύκτες έκανε «πόρτα». Στην συνέχεια μπήκε στο πόστο ο Άρης Δαβαράκης συνεπικουρούμενος από τον νεαρό τότε αρχιτέκτονα Θωμά, δυστυχώς μου διαφεύγει το επίθετό του. Τα κριτήριά τους ήταν πολύ απλά. Έφτανε και περίσσευε για το πολυπόθητο διαβατήριο το εκάστοτε πρόσωπο από μόνο του. Μιας και επάνω σ΄ αυτό μπορείς να τα διαβάσεις όλα, αν διαθέτεις κάποια σχετική εμπειρία. Ένα φωτεινό χαμόγελο αρκούσε. Άλλοτε μια τυχαία λεπτομέρεια ενδυματολογική ήταν καθοριστική, έφτανε και περίσσευε όπως λέμε. Από την δοκιμασία εξαιρούντο συνήθως οι φίλοι και οι γνωστοί. Οι διάσημοι κοσμικοί, οι «επώνυμοι» μπον βιβέρ και οι καλλιτέχνες επίσης.
Αμέσως μετά την είσοδο οι ευνοημένοι περνούσαν ελεύθερα στα ενδότερα. Τους υπολοίπους τους περίμενε ο Γιώργος Παυριανός με τα ξυλάκια του. Από την Σκύλλα στην Χάρυβδη ένα πράγμα δηλαδή… Έπρεπε να καταβάλλουν το αντίτιμο ενός ποτού κι εκείνος τους έδινε το ξυλάκι τους που δεν ήταν άλλο από ένα μικρό τεμάχιο παρκέτου, ευχόμενος χαμογελαστός σε όλους «καλή διασκέδαση». Προσερχόμενοι κατόπιν στο μπαρ το έδιναν κι έτσι έπαιρναν το πρώτο ποτό. Κάποιοι ελάχιστοι τυχεροί, οι προσωπικοί φίλοι του, γλίτωναν από αυτήν την διαδικασία με το κλείσιμο και μόνο του ματιού συνωμοτικά. Η λειτουργία του club άρχιζε στις έντεκα κάθε βράδυ και διαρκούσε μέχρι τις τρεις περίπου το πρωί. Εμείς ως προσωπικό έπρεπε να είμαστε εκεί μία ώρα νωρίτερα για την σχετική προετοιμασία. Στις έντεκα ακριβώς έμπαινε το πρώτο μουσικό κομμάτι στο πικ απ από τον Τσαντίλη και ανοίγαμε τις πύλες του πιο hot και trendy μαγαζιού της Αθήνας. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι κι εμείς ακόμη που εργαζόμασταν εκεί είχαμε την ίδια διάθεση με τους πελάτες, διασκεδάζαμε μαζί τους και κάναμε τρελό κέφι. Προσωπικά όταν ετοιμαζόμουν στο σπίτι μου και κινούσα μετά για το Εργοστάσιο ένιωθα ότι βγαίνω έξω προς διασκέδαση κι όχι για να πάω στη δουλειά. Περιττό να αναφέρω τις διασημότητες που ήταν μόνιμοι θαμώνες. Ή τους ανθρώπους της τέχνης και του πολιτισμού, μηδέ της πολιτικής εξαιρουμένης ή της δημοσιογραφίας, που πέρασαν έστω και για μία φορά από περιέργεια. Η φήμη του είχε απλωθεί, μα λίγο μα πολύ, σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, ιδιαίτερα στους κόλπους της ανήσυχης και φιλοπερίεργης νεολαίας. Λαϊκά παιδιά των δυτικών συνοικιών γλεντούσαν αντάμα με τους γόνους των βορείων προαστίων. Κι αυτό δημιουργούσε μεγάλο ενδιαφέρον, πρωτίστως ερωτικό βεβαίως και δευτερευόντως κοινωνιολογικό…
Μια ξεχωριστή περσόνα του Εργοστασίου ήταν η Έλενα. Επρόκειτο για μια κοντή και μάλλον λεπτή γυναίκα με πρόσωπο ωοειδές όλο ρυτίδες που θύμιζε εξ αιτίας των έντονων ζυγωματικών κάτι μεταξύ γηραιάς εσκιμώας και μακρινής απόγονης του Τζέκινς Χάν. Διατηρούσε πολύ μακρυά τα μαλλιά της, ήταν μια συνήθεια της πρώτης νιότης, όπως η ίδια μας διαβεβαίωνε και για του λόγου το αληθές μας επιδείκνυε περήφανη τις σχετικές ασπρόμαυρες φωτογραφίες μιας άλλης εποχής. Τα είχε δε πάντοτε πιασμένα πίσω σε σχήμα αλογοουράς. Παρά το προχωρημένο της ηλικίας, η χαίτη εξακολουθούσε να διατηρεί το κορακί της χρώμα, εννοείται με την ευεργετική βοήθεια της βαφής. Στα δύο αυτιά έφερε κρεμασμένους μεγάλους χρυσούς κρίκους, ενώ το πενιχρό μπούστο της το διατρέχανε αρκετές χρυσές αλυσίδες συν ένας ευμεγέθης σταυρός. Έτρεφε μεγάλη αδυναμία στο χρυσό, όλες τις οικονομίες της τις επένδυε σε παρόμοια τζοβαΐρια, θεός σχωρέστην. Τα στραβά πόδια όπως διαγράφονταν μέσα από το εφαρμοστό τζην παντελόνι, την υποχρέωναν σ΄ ένα περίεργο, αν όχι αστείο περπάτημα. Η εκ Χαλκίδος εργάτρια του εργοστασίου παρκέτων και δεινή χειρίστρια όλων των μηχανών που κάποτε άκουγε στο όνομα Ελένη, πρόθυμα δέχτηκε να αναλάβει τις τουαλέτες του club. Ίσως τότε, λόγω του μοντέρνου εργασιακού περιβάλλοντος, να αναβάθμισε και το όνομά της σε Έλενα. Πάντως ο κύριος Θεοδώρου, συνάδελφός της από τα παλιά χρόνια που συνέχισε ως υπεύθυνος των οικονομικών της νέας επιχείρησης, άνθρωπος βαρύς και λιγομίλητος, αρνούμενος τέτοιου είδους μάταιους νεωτερισμούς, Ελένη εξακολουθούσε να την αποκαλεί ενώπιον όλων, κάτι που προφανώς της έσπαγε τα νεύρα…
Ελένη ή Έλενα δεν έχει και τόση σημασία. Ένα είναι το σίγουρο, πως ήταν η ψυχή του Εργοστασίου. Λάτρευε τα δύο αδέλφια, τον Τάσο και τον Σπύρο, ειδικά στον πρώτο είχε τρελή αδυναμία. Έλεγε «ο κύριος Τάσος» και το στόμα της έσταζε μέλι και αφοσίωση… Φρόντιζε να μαθαίνει τα πάντα και να ενημερώνει τα αφεντικά. Ένιωθε υποχρεωμένη να υπερασπίζεται τα συμφέροντά τους. Είχε το δικαίωμα ή πιο σωστά, έτσι της άρεσε να νομίζει με το μυαλό της, να κάνει σε όλους παρατήρηση. Έχωνε την μύτη της παντού, καβγάδιζε κάθε τόσο, δημιουργούσε συμπάθειες και αντιπάθειες. Κυρίως, κατά την ώρα της προετοιμασίας. Μετά, μόλις άνοιγε το μαγαζί, εκείνη αποσύρονταν στις τουαλέτες, στο δικό της μετερίζι. Κι εκεί ήταν η απόλυτη κυρά κι αφέντρα. Επάνω στη φούρια της δουλειάς πεταγόμασταν για την ανάγκη μας κι αντί να μας δώσει προτεραιότητα, μας άφηνε να περιμένουμε στην ουρά. Αν όμως της βάζαμε στο χέρι κανένα μπαξίσι άνοιγε την κλειδωμένη για τους V.I.P τουαλέτα και μας την παραχωρούσε με γλυκόλογα. Παρότι δεν είχε υποχρεώσεις, παιδιά ή εγγόνια, ήταν πολύ παραδόπιστη, σκέτος φραγκοφονιάς! Τίποτα δεν έκανε με το αζημίωτο. Αλλά όπου μυριζόταν και το ελάχιστο κέρδος άρχιζε τις ρεβεράντζες.
Μια φορά έτυχε να συμπέσουν στο άντρο της, με μικρή χρονική διαφορά, η Μελίνα Μερκούρη και η Αλίκη Βουγιουκλάκη. Τότε βρέθηκε σε δύσκολη θέση. «Κυρία Βουγιουκλάκη μου, λυπάμαι δεν μπορώ να σας εξυπηρετήσω. Έχω την κυρία Μερκούρη στην καλή τουαλέτα. Θα πρέπει να περιμένετε λίγο», δήλωσε ευθαρσώς στην εθνική μας σταρ. Κι εκείνη, χωρίς να τα χάσει, της απάντησε: «Καλά δεν πειράζει, θα πάω στην αντρική τουαλέτα που όπως βλέπω είναι ελεύθερη». Και πριν προλάβει να το μαζέψει, η Βουγιουκλάκη τρύπωσε μέσα στην αντρική. Σιγά που θα μάσαγε το Αλικάκι. Έτσι πάει, από μια λάθος εκτίμηση έχασε το γερό φιλοδώρημα που τόσο προσδοκούσε. Το φύσαγε μετά η Έλενα και δεν κρύωνε!
Εν μια νυκτί χρίστηκα μπάρμαν και βρέθηκα να κολυμπάω στα βαθιά. Ιδέα δεν είχα από ποτά, πέραν των συνηθισμένων. Τελικά τα κατάφερα μια χαρά. Στην ταχύρυθμη εκπαίδευση με βοήθησαν οι καλοί συνάδελφοι και φίλοι μου έκτοτε Σούλα Φρίκη, Πέτρος Χριστοδούλου και Μάκης ο Ψηλός. Αυτά κατά την πρώτη σεζόν. Την επομένη έγινα «τσεκαδόρος» στο κεντρικό μπαρ. Ή πιο απλά ταμίας. Φρόντισα μάλιστα να ράψω μακριές μανσέτες από μαύρο ύφασμα και λάστιχο στις δύο άκριες τις οποίες φορούσα, όπως ακριβώς έκαναν παλιά όλοι οι ταμίες, πάνω από τα μανίκια του πουκαμίσου μου. Κάπου υπάρχουν ακόμη φυλαγμένες. Το αλκοόλ έρεε άφθονο. Πίναμε όλοι ανεξαιρέτως σαν σφουγγάρια. Τα ποτά ήταν καθαρά, ούτε υποψία «μπόμπας» δεν υπήρχε. Και αδιακρίτως κερνούσαμε τους πελάτες. Κάθε βράδυ γινόταν τρελό κέφι. Δεν έλειπαν δε και τα σπασίματα. Άπλωνα τα χέρια μου θυμάμαι και με μια κίνηση γκρέμιζα όσα ποτήρια ήταν αφημένα επάνω στην μπάρα κάτω στο πάτωμα. Η Έλενα, επιφορτισμένη με την καθαριότητα του χώρου, γκρίνιαζε διαρκώς για τα σπασμένα ποτήρια και μου ζητούσε τα ρέστα. Κι εγώ βεβαίως ενοχοποιούσα τους πελάτες, όλες τις ζημιές τις φόρτωνα σ΄ εκείνους. «Μα, τα σπασμένα δεν είναι από την έξω μεριά του μπαρ, αλλά από την μέσα. Αυτό πως εξηγείται;», με ρωτούσε καχύποπτα. Ήμουν βλέπεις ως τσεκαδόρος ο υπεύθυνος και κατά συνέπειαν έπρεπε να απολογηθώ. «Θα πρέπει να τα έσπασαν, αφού κλείσαμε κι εγώ είχα πάει να κάνω ταμείο με τον κύριο Θεοδώρου» της απαντούσα.
Αξέχαστο θα μου μείνει το αποκριάτικο πάρτι με θέμα «Super Kitsch». Νομίζω πως ήταν μια ιδέα του Σπύρου Μελετόπουλου. Η διακόσμηση του χώρου ανατέθηκε στο δημιουργικό γραφείο «Κρίτων – Πάνος/Επεμβάσεις». Γεμίσαμε από παλιές ξύλινες ντουλάπες, σιφονιέρες και φωτιστικά των 50΄ς. Το πάρτι ήταν βεβαίως μασκέ. Αποφάσισα λοιπόν να ντυθώ «συνταξιούχος». Φόρεσα ριγέ πυτζάμες και παντούφλες. Λευκό κλασσικό φανελάκι και σώβρακο σκελέα από μέσα. Όταν άναψε το κέφι εγκατέλειψα το πόστο μου και ανεβασμένος επάνω στην παλιά μηχανή του μπαρ, έχοντας πετάξει τις πυτζάμες και φορώντας μόνο την σωβρακοφανέλα, βρέθηκα να χορεύω έξαλλος. Όσο κι αν ήμουν μεθυσμένος είχα προνοήσει, πριν αναρριχηθώ για το σόου, να ασφαλίσω σε καλή καβάτζα τα χρήματα του ταμείου. Στο φινάλε του τραγουδιού κατέβηκα προσεχτικά για να μη τσακιστώ και χειροκροτούμενος ενθουσιωδώς από το πολυπληθές κοινό συνέχισα την δουλειά μου.
Η συνέχεια εκείνης της βραδιάς ήταν εξ ίσου απρόβλεπτη. Όταν κατά τις πρώτες πρωινές ώρες αποχωρήσαμε σε απερίγραπτη κατάσταση από το «Εργοστάσιο», επιβιβαστήκαμε επτά άτομα σ΄ ένα αυτοκίνητο με προορισμό μας την κεντρική αγορά της οδού Αθηνάς. Θέλαμε να φάμε, όπως το συνηθίζαμε, καμιά ζεστή σούπα. Στις αρχές της Λεωφόρου Συγγρού και συγκεκριμένα στο ύψος των γραφείων της πάλαι ποτέ «Ολυμπιακής», μείναμε από βενζίνη. Για κακή μας τύχη πέσαμε επάνω σε ένα παρκαρισμένο περιπολικό της αστυνομίας και θεωρήσαμε φρόνιμο να ρωτήσουμε τα όργανα της τάξεως αν υπήρχε εκεί κοντά ανοιχτό βενζινάδικο. Χωρίς δεύτερη κουβέντα μας διέταξαν να αποβιβαστούμε. Ήμασταν υπεράριθμοι και μασκαρεμένοι, αυτά τα ξέραμε. Και οι περισσότεροι εκτός εαυτού, όπως φάνηκε στην πορεία. Ο συνεπιβάτης μας Μάνος Σταλάκης άρχισε να ζητάει τα ρέστα από κάποιον αστυνομικό γιατί είχε λέει μεταποιήσει τη στολή του. Την είχε στενέψει υπερβολικά, με αποτέλεσμα, όπως του υπογράμμιζε οργισμένος ο φίλος μας, η θέα του να τον προκαλεί ερωτικά. Και απαιτούσε από τον αστυνομικό να του δώσει τα στοιχεία του. Ήθελε να τον καταγγείλει, άκουσον – άκουσον, για παραποίηση στολής!
Να μη σας τα πολυλογώ, οδηγηθήκαμε όλοι μαζί στο πλησιέστερο αστυνομικό τμήμα του Νέου Κόσμου για να πάρουν τα δικά μας, βεβαίως, στοιχεία. Η Σούλα Φρίκη φώναζε και διαμαρτύρονταν για την ανάρμοστη συμπεριφορά εκ μέρους των αστυνομικών. Δεν σταματούσε να επαναλαμβάνει ότι είναι μια κυρία, μια παντρεμένη γυναίκα και μητέρα ενός ανήλικου παιδιού. «Είναι ανεπίτρεπτο να μου συμπεριφέρεστε σαν να είμαι καμιά του δρόμου» τσίριζε διαρκώς. Το όλο θέαμα ήταν κάτι περισσότερο από κωμικό. Γιατί ως θιγμένη υπεραμύνονταν με απόλυτη σοβαρότητα της σεβαστής θέσης της, καθ΄ ην στιγμήν φορούσε κάτω από το ανοιχτό παλτό την αποκριάτικη σέξι στολή της. Ένα μαύρο δαντελένιο και στράπλες κορμάκι, δικτυωτό καλσόν και τις ανάλογες γόβες. Οι αστυνομικοί κρυφογελούσαν ευχαριστημένοι με τον παράξενο θίασο που αναπάντεχα ήλθε από το πουθενά για να διακόψει την θλιβερή μονοτονία της νυκτερινής βάρδιας τους και να τους διασκεδάσει. Ο Γιώργος Παυριανός ντυμένος γκέισα κι εγώ ως «συνταξιούχος» προσπαθούσαμε μάταια να κατευνάσουμε τα οξυμένα πνεύματα. Με τα πολλά μας άφησαν ελεύθερους. Είχε πλέον ξημερώσει για τα καλά. Χωριστήκαμε από τους υπολοίπους και μαζί με την συγχωρεμένη την Σούλα και τον Γιώργο Παυριανό τραβήξαμε για την Δημητρακοπούλου να πάρουμε το τρόλεϋ. Μπήκαμε μέσα με την γνωστή αμφίεση κι ετοιμαστήκαμε, κάτω από τα διαπορούντα μάτια των αγουροξυπνημένων επιβατών, να ρίξουμε στην σχισμή τα κέρματα που όπως υπολογίζαμε αντιστοιχούσαν στο εισιτήριό μας. Έτσι ήταν το σύστημα πληρωμής τον καιρό εκείνο στα μέσα μαζικής μεταφοράς. Όταν ξαφνικά μέγας θόρυβος υψώθηκε και σύσσωμο το πλήρωμα του τρόλεϋ άρχισε κάτι να μας λέει. Κάτι το οποίο εμείς αδυνατούσαμε να καταλάβουμε. Ταυτόχρονα κουνούσαν τα χέρια τους και μας έκαναν διάφορες χειρονομίες στον αέρα. Δεν άργησε να μπούμε στο νόημα. Προσπαθούσαν οι συμπαθείς εκείνοι συμπολίτες μας να αποτρέψουν κάτι που, κατά την κοινή λογική, ήταν άδικο να συμβεί. Επειδή η μετακίνηση των επιβατών μέχρι τις οκτώ το πρωί γινόταν τότε δωρεάν, ανησύχησαν μη τυχόν κάναμε το λάθος να ρίξουμε κέρματα στο κουτί. Με δυο λόγια δεν ήμασταν υποχρεωμένοι στην καταβολή κομίστρου. Κάτι που και οι τρεις μας, καθότι εκτός πραγματικότητας και τόσο «παρκαρισμένοι» αλλού, δυστυχώς το αγνοούσαμε.
Στις νύκτες του Εργοστασίου τοποθετώ την απαρχή του αλκοολισμού μου. Μέχρι τότε σπανίως έπινα κι αυτό κανένα κρασί ή καμιά μπύρα στις ταβέρνες. Από εκεί κι ύστερα όμως το αναζητούσα και επεδίωκα να το τσούζω. Η κατάσταση έβαινε διαρκώς κλιμακούμενη μέχρι τον Ιούνιο του 2005 που πήρα την μεγάλη απόφαση να διακόψω κάθετα και δια παντός – ελπίζω κι εύχομαι – την χρήση του αλκοόλ. Βέβαια δεν ευθύνεται το «Εργοστάσιο» για την εξάρτηση που απέκτησα. Η προδιάθεση ασφαλώς και υπήρχε. Κι εγώ ο ανυποψίαστος ύφαινα από μόνος μου, καθημερινά και σιγά – σιγά για πολλά χρόνια, τον αθέατο ιστό της παγίδευσής μου. Ας πρόσεχα… Ομολογώ πάντως, πως πέρασα υπέροχα εργαζόμενος εκεί, στο θρυλικό club «Εργοστάσιο» που, ως γνωστόν, άφησε εποχή.
Σχόλια για αυτό το άρθρο