Πριν τρία χρόνια, η Αρλέτα από το Μπαρ το ναυάγιο, έβαλε μια Βatida de coco, πήρε αγκαλιά τη Σερενάτα και πήγε πίσω λοιπόν στη μαμά της, στην κάμαρά της την παιδική, μήπως βρει το χρυσό πρίγκιπά της, που τον έψαχνε εδώ και μια ζωή…. Με δικά της λόγια, η Αρλέτα αφηγείται τη ζωή της….
Ορχομενός, Μεταξουργείο, Εξάρχεια, Αργυρώ – Νικολέττα, δημοτικά τραγούδια, Αττίκ, Το «Τρίο Τσάπρα», Αρσάκειο, δύσκολα χρόνια, Σχολή Καλών Τεχνών, Γιώργος Παπαστεφάνου, Νότης Μαυρουδής, Μίκης Θεοδωράκης, Πατσιφάς, Σπανός, Νέο κύμα, «Τα μικρά παιδιά», Μπουάτ «Νεφέλες», χούντα, «0 τρελός του χωριού», Λονδίνο, Λάκης Παπαδόπουλος, «Σερενάτα», το «Μπαρ το ναυάγιο», δεν πρόδωσα τις επιλογές μου.
Η οικογένεια
Ρούμελη, Ορχομενός. Εγώ ως Πετρομαγούλα τον ήξερα. Μετά μας αποκάλυψαν ότι είναι ο αρχαίος Ορχομενός, το βασίλειο του Αθάμαντα. Εκεί γεννήθηκε ο πατέρας μου… 0 πατέρας του είναι ο μόνος παππούς που γνώρισα. Κτηματίας, αρχοντοχωριάτης, από τις καλοστεκούμενες οικογένειες. Ένας πολύ ωραίος και πολύ καθαρός, περιποιημένος γέρος. Με μια κάτασπρη γενειάδα, κοντή πάντα, άσπρο πουκάμισο χωρίς κολάρο και μαύρα ρούχα. Εκείνο που μου έκανε εντύπωση σαν παιδί είναι το πώς έτρωγε μακαρόνια με κόκκινη σάλτσα και δεν λέρωνε τα γένια του. Γένια και μαλλιά σαν μπαμπάκι και δέρμα σαν έβενος, τελείως ψημένο από τον ήλιο. Ήταν και θεραπευτής της λύσσας. Έρχονταν απ’ όλη την Ελλάδα άνθρωποι για θεραπεία, αλλά επειδή του συνέβησαν ένα-δύο ατυχή περιστατικά δεν πέρασε σε κανένα από τα παιδιά του το μυστικό. Επτά αδέλφια είχε ο πατέρας μου και έξι η μητέρα μου. Και η οικογένεια της μάνας μου πλούσια, 0 παππούς βιομήχανος. Είχε την ηλεκτρική εταιρία της Λιβαδειάς και κλωστοϋφαντουργία. Δεν θα ήθελα να συνεχίσω πάνω στο γιατί χαμογελάω πάντα όταν μιλάω για “πλούσια οικογένεια” γιατί εγώ δεν γνώρισα τίποτα από τα καλά της. Μόνο ένα λαβομάνο, προερχόμενο από το σπίτι της γιαγιάς μου, το οποίο το έσωσα με τα χεράκια μου και το έξυνα τρεις μήνες για να γίνει έπιπλο. Το σπίτι που μεγάλωσε η μητέρα μου, ένα νεοκλασικό της Λιβαδειάς που έχει μπει και σε ημερολόγιο, εγώ πήγα και το είδα μια φορά σαν επισκέπτρια όταν πια είχε φύγει από την οικογένεια. Πόλεμοι… ήταν πολλά παιδιά… Και οι δύο γονείς μου ήταν από εύπορες οικογένειες, ιδιάζουσες περιπτώσεις κακοήθους… εντιμότητας. Είμαι κόρη ιδεολόγου γιατρού, 0 οποίος κανονικά για μένα θα’ πρεπε να ‘χει γίνει… τραγουδιστής της όπερας. Έχασε μάλιστα μια χρονιά από το Πανεπιστήμιο γιατί είχε μπλέξει με τη φωνητική, αλλά όταν το ανακάλυψε ο παππούς μου έγινε ένας χαμός και μαζεύτηκε. Κακώς κατά τη γνώμη μου. Και στην προσωπικότητά του ταίριαζε περισσότερο το λυρικό τραγούδι και είχε πολύ ωραία φωνή. Εγώ έτσι έμαθα να τραγουδάω κι έτσι μεγάλωσα. Στο «Τρίο Τσάπρα» – ο πατέρας μου, η αδελφή μου και εγώ – ήμουν το τελευταίο μέλος. Με την πιο σιγανή φωνή, η πιο ντροπαλή από μένα, η οποία σπούδασε και έκανε όλα αυτά που πρέπει να κάνει κάθε κορίτσι.
Οι δικοί μου παντρεύονται στη Λιβαδειά, έρχονται στην Αθήνα και βρίσκουν σπίτι στο καλύτερο σημείο. Μεταξουργείο. Αγίου Κωνσταντίνου. Δίπλα στο ξενοδοχείο «Κοντινένταλ». «Πρώτης κατηγορίας». Τώρα εκεί είναι η Τροχαία. Είναι συμβολικές αυτές οι μετοικίσεις. Έφυγε το μπουρδελοξενοδοχείο και πήγε η Τροχαία… Εκεί γεννήθηκα. Το όνομά μου «Αργυρώ – Νικολέτα» δεν ήταν παρά η ένωση των ονομάτων των δύο παππούδων μου. Είχε προηγηθεί η αδελφή μου που είχε πάρει τα ονόματα των γιαγιάδων. Μαρία, Ελένη – και τη φωνάζαμε Μαριλένα και ακολούθησα εγώ που ο νονός μου και θείος μου, αδελφός της μητέρας μου, γαλλικής σχολής, με βάφτισε «Αρλέτα». Γλίτωσα παρά τρίχα το «Αρνη»… Όπου όπως καταλαβαίνετε θα με φώναζαν Αρνί σ’ όλη τη ζωή.
Μεταξουργείο και Εξάρχεια
Το σπίτι μας ισόγειο μιας παλιάς πολυκατοικίας, αιώνια ημιτελούς. Δύο δωμάτια. Εκεί μεγαλώσαμε μέχρι 12 χρονών, από πάνω η Φωτεινή Πιπιλή με την οικογένειά της κι από κάτω εγώ με τη δική μου. Μαζευόμασταν όλοι και παίζαμε στον ακάλυπτο, ο οποίος οριοθετούσε ένα γκαράζ. Τα μπορντέλα και τα γκαράζ με κυνηγάνε στη ζωή μου. Διότι μετά, όταν πια το σημείο που γεννήθηκα έγινε περιοχή αμαρτίας και μόνο, αγοράσαμε το σπίτι που μένω μέχρι αυτήν τη στιγμή. Στα Εξάρχεια. Είμαι από τους πιο ποτισμένους με μολύβι απάτριδες του κέντρου. Απέναντι μπορντέλο, αργότερα ήρθε και γκαράζ… ήρθαμε στα ίσα μας
Δημοτικά και Αττίκ
Από πολύ μικρή ήμουν από τα παιδιά που απασχολούνται εξαιρετικά μόνα τους. Περνάν πολύ καλά μόνα τους. Δεν μεγαλώσαμε με καμιά οικονομική άνεση, αλλά μεγαλώσαμε προστατευμένες, καλοντυμένες και καλοφαγωμένες – πράγματα που δεν εξυπακούονταν και τόσο εκείνη την εποχή. Με τον πατέρα μου είχα μια εξαιρετική δημιουργική σχέση. Ήταν ένας πολύ ζωντανός άνθρωπος με μια λογική ότι υπάρχει για τα παιδιά και μπορούν να πάνε να το δούνε χωρίς να ζηλεύουν τα παιχνίδια των μεγάλων, μπορεί να τους παρέχεται. Η αδελφή μου ήταν τελείως διαφορετικός χαρακτήρας, βέβαια, πιο ζωντανό και πιο κανονικό παιδί από μένα. Εγώ ήμουν από αυτά τα τερατώδη παιδιά που θες να τα δείρεις. Οι μεγάλοι δεν μπορούσαν να τα βγάλουν εύκολα πέρα μαζί μου. Δεν μιλούσα… Το πρώτο παρατσούκλι που μου ‘χαν βγάλει ήταν… Κομφούκιος. Αγαπούσα οτιδήποτε μπορούσα να κάνω με τα χέρια μου, ήμουν πάντα επιδέξια στη ζωγραφική και το τραγούδι ήταν καθημερινή κατάσταση στο σπίτι. Λίγο παράξενα ακούσματα βέβαια… Από τη μια δημοτικά κι από την άλλη Αττίκ και οπερέτες. Το καλύτερό μας ως «Τρίο Τσάπρα» ήταν αυτά τα φοβερά σπαραξικάρδια από τις οπερέτες. Πετύχαινα ορισμένα πράγματα απ’ αυτά που ήθελα… τραγουδώντας, κάνοντας τους μεγάλους να συγκινούνται. Το εκμεταλλευόμουν – ιδιαίτερα στην μητέρα μου η οποία ήτανε τραγικής σχολής, μεταξύ Μάρθας Βούρτση και Κατίνας Παξινού και της άρεσε να κλαίει.
Δεν ξέρω αν εκτόνωσα τον πόλεμο τον οποίο δεν είχα ζήσει, αλλά οι πρώτες μου ζωγραφιές ήταν κυρίως… δολοφονίες, φόνοι. Υποθέτω από τα βιβλία που διάβαζα. Ίσως επειδή υπήρχε μεγαλύτερη αδελφή έμαθα να διαβάζω πολύ μικρή. Δεν θυμάμαι καν τη διαδικασία του «μαθαίνω ανάγνωση και γραφή». Στην πρώτη δημοτικού η βασική μου ενασχόληση ήταν να… τσιμπάω γάμπες κάτω από τα θρανία. Βαριόμουν. Το μόνο που έμαθα ένα χρόνο ήταν να λέω την ώρα. Ε, δεν είμαι και τόσο ηλίθια για να χρειάζομαι τόσο καιρό γι’ αυτό… Εγώ είχα ήδη γραφικό χαρακτήρα και διάβαζα κανονικά. Λυπάμαι που το λέω, αλλά ήμουν πάντα διαφορετικό παιδί. Γι’ αυτό αισθανόμουν λίγο περίεργα. Η διαφορετικότητα σου φέρνει μια εξαιρετική έντονη μοναξιά, αλλά συγχρόνως προσπαθείς να βρεις και τρόπους επικοινωνίας. Όποιους τρόπους. Όταν απέκτησα την ικανότητα με όσους μπορούσα να έχω διάλογο, δεν… δερνόμουν πια. Διότι ήμουν εξαιρετικά επιθετικό παιδί. Έχω παίξει πολύ ξύλο μικρή. 0 λόγος ήταν ότι με πειράζανε εμένα ή ότι πείραζαν κάποιο παιδί που δεν μπορούσε να αντιδράσει. Από πολύ μικρή ήμουν «προστάτις των πτωχών και των αδυνάτων».
Η σχέση με τα βιβλία
Θυμάμαι τα βιβλία που διάβαζα απίστευτες φορές από πολύ μικρή. Βιβλία περιπετειών με μια σχετική βία και ένταση. Εξακολουθώ να διαβάζω ακόμα και σήμερα… Μου άρεσαν και του Ντίκενς και του Ιουλίου Βερν, αλλά πιο πολύ τα πειρατικά, κουρσάρικα και τέτοια. Ήμουν επίσης μανιακή με τα αναγνώσματα των λαϊκών περιοδικών. Τελείως ανεξίθρησκη αναγνώστρια από τότε. Και σ’ αυτό ευγνωμονώ τον πατέρα μου, γιατί δεν μου έφερε μόνο τη χρηστομάθεια, αλλά τα πάντα. Από Πηνελόπη Δέλτα μέχρι το πρώτο τεύχος του Μίκι Μάους που κυκλοφόρησε τότε. Το θυμάμαι ακόμα. «Περιπέτειες στη χώρα των Τερμιτών». Να σου πω ότι διάβαζα τη «Διάπλαση των παιδιών»; Όχι. Μια φορά έπεσε στα χέρια μου και… Με τη μανία μου για διάβασμα, μάλιστα, είχα κάνει και κανά-δυο πατάτες. Είχα μια ξαδέλφη μεγάλη, η οποία είχε βιβλιοθήκη. Όταν πήγαινα, επειδή βαριόμουν το κους-κους των μεγάλων, έβρισκα πάντα ένα βιβλίο, χωνόμουν σε μια γωνιά και το διάβαζα. Μάλιστα, ενώ γενικά είμαι αργός άνθρωπος, στην ανάγνωση από τότε έχω μια φοβερή ταχύτητα. Θα πρέπει να ‘μουν 10 χρονών, πάω στη βιβλιοθήκη, βρίσκω ένα μικρό βιβλιαράκι, σκέφτομαι «να, αυτό θα προλάβω να το διαβάσω όλο μέχρι να φύγουμε» και… δυστυχώς ήταν το «Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων» του Ντοστογιέφσκι. Έπαθα την πλάκα της ζωής μου. Ενώ ήμουν απόλυτα σε θέση να κατανοήσω το πράγμα, δεν ήμουν σε θέση να το αντέξω…
Τα παιδικά όνειρα έγιναν βιομηχανία
Γενικά πάντως από πολύ μικρή ήμουν… Ιθακίσιος άνθρωπος. Σε τίποτα δεν είχα τη διάθεση να κάνω πρωταθλητισμό. Οπαδός της απόλαυσης. Δεν μ’ ενδιαφέρει το αποτέλεσμα, μ’ ενδιαφέρει το ταξίδι. Έμαθα δε, περισσότερο από τα φυσικά πράγματα. Η επαφή μου με τη γη ήταν το χωριό του πατέρα μου. Με τη θάλασσα και τα ζώα με συνέδεε ένα σπίτι του αδελφού της μητέρας μου, στην παραλία του Διστόμου. Ένα πέτρινο δίπατο σπίτι που το χώριζε από τη θάλασσα ένας δρόμος. Εκεί που μετά έγινε το εργοστάσιο της ΠΕΣΙΝΕ και όταν ξαναπέρασα κόντεψα να πάθω νευρική κρίση. Ένιωσα με μιας ότι ακολουθώ τη μοίρα της Ελλάδας… Τα παιδικά μου χρόνια, αυτό που για μένα μέχρι τότε ήταν το όνειρο ενός παιδιού που ‘χε μεγαλώσει σε τέσσερις τοίχους, έγινε… βιομηχανία αλουμίνας. Κόντεψα να σκοτώσω αυτόν που με πέρασε από κει… Τέλος πάντων. Αυτό που Θυμάμαι είναι ότι εκείνη την εποχή – ως παιδί που ‘χει μεγαλώσει σε 4 ντουβάρια – αισθανόμουν εξαιρετικά αδέξια απέναντι στα παιδιά της επαρχίας. Γι’ αυτό και τα κυνηγούσα… Μόνο απ’ αυτά μπορούσα να μάθω. Στην Αθήνα ποτέ δεν έκανα ιδιαίτερες φιλίες. Τα παιδιά της Αθήνας μου μύριζαν άσχημα όπως ο εαυτός μου, δεν είχα τίποτα να μάθω απ’ αυτά. Οι φιλίες μου ήταν κατά κανόνα παιδιά από την ε-παρχία. Μέχρι που πήγα στη Σχολή Καλών Τεχνών και έμπλεξα με κάποιες, ας τις πούμε, επαγγελματικές υποχρεώσεις, πήγαινα πολύ συχνά στο χωριό. Μ’ άρεσαν διάφορα πράγματα. Θυμάμαι ότι πολύ μικρή παραμόνευα με τις ώρες για να δω ένα πουλάκι να βγαίνει από τ’ αβγό. Αργότερα πήγαινα την εποχή που μαζεύουν τα μπαμπάκια και ζωγράφιζα. Είχα και μια εξαιρετική περιέργεια να μαθαίνω διαλέκτους, τρόπους, ανθρώπους και ανέπτυσσα μια πολύ καλή επαφή με τους εργάτες του βαμβακιού, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν Σαρακατσάνοι.
Δύσκολα χρόνια στο Αρσάκειο
Υποθέτω ότι το Αρσάκειο διαλέχτηκε γιατί ήταν ένα από τα δύο καλύτερα σχολεία θηλέων για την εποχή και η μητέρα μου αποφάσισε ότι… πρέπει να γίνουμε άνθρωποι. Ύστερα από ένα ιδιωτικό κι ένα δημόσιο δημοτικό με στέλνουν εκεί. Έμεινα εννέα χρόνια, αλλά δεν προσαρμόστηκα ποτέ. Πέρασα δύσκολες μέρες εκεί μέσα. Εξαιρετικά δυσάρεστες που δεν τις συγχώρησα ποτέ μου και δεν μ’ αρέσει να τις αφηγούμαι κιόλας. Δεν ήταν οι εκπαιδευτικοί τόσο. Μερικοί απ’ αυτούς μάλιστα ήταν θαυμάσιοι, εκεί έμαθα την αξία των δασκάλων από μια καθηγήτρια που είχα τα δύο τελευταία χρόνια. Δε μ’ άρεσε όμως η νοοτροπία των παιδιών. Πήγα πολύ αυθόρμητη και αυτό μου κόπηκε πολύ ξαφνικά. Δεν είναι υπερβολή… Εννιά χρόνια δεν μίλαγα σε κανέναν. Ήταν η εκδίκησή μου στη συνειδητοποίηση ότι εκεί πέρα οι σχέσεις των παιδιών καθορίζονται από κώδικες και κανόνες που δεν ήξερα και δεν είχα διάθεση να τους σεβαστώ. Τότε δεν ήμουν σε θέση να το καταλάβω, τα παιδιά μιμούνταν τον τρόπο των γονιών τους, ως συνήθως. Εγώ μεγάλωσα σ’ ένα σπίτι που μπορεί να του λείπανε πολλά, αλλά ήταν αρκετά ανοιχτό σαν νοοτροπία, ποτέ δεν είχε την παραμικρή αίσθηση ρατσισμού προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Ευτυχώς, είχα τον τρόπο να επιβιώσω μέσα εκεί γιατί ήμουν χαρισματικό παιδί και ποτέ δεν είχα πρόβλημα να κερδίσω αυτό που ήθελα, πάντα έβρισκα υποστηρικτές, αλλά κλείστηκα… Αυτό ήταν το καταφύγιό μου. Ούσα εκ γενετής ονειροπαρμένη, πάντα μπορούσα να έχω πολλές φυγές. Σαν κάποια ζώα που τους είναι απαραίτητο η φωλιά τους να έχει, τουλάχιστον, τρεις εξόδους για να αισθάνονται ασφαλή. Οι διέξοδοι εκείνης της εποχής είναι οι ίδιες που έχω και σήμερα. Απλά σήμερα έχω εξοικειωθεί με κάποια πράγματα. Δεν τα έχω συνηθίσει – ποτέ δεν μπορώ να συνηθίσω την κτηνωδία, την αναισθησία και την ηλιθιότητα – αλλά σταδιακά έχω εξοικειωθεί μαζί τους – κάποτε εξαιρετικά τραυματικά.
Το συναπάντημα με το τραγούδι
Δεν είχα τελειώσει το Αρσάκειο και πήγα κατευθείαν σε φροντιστήριο για τη σχολή Καλών Τεχνών. Δεν μπορείς να φανταστείς τι σημαίνει αυτό. Από το μοναστήρι στο πορνείο χωρίς ενδιάμεση στάση. Όχι ότι στο Αρσάκειο υπήρχε προκατάληψη απέναντι στις Τέχνες. Υπήρχε κάτι χειρότερο. Είναι προτιμότερη η απροκάλυπτη, βλαχοειδής, κτηνώδης προκατάληψη του άξεστου ανθρώπου από τη δήθεν, τάχα μου «προστασία των Τεχνών», η οποία στην ουσία καλύπτει μια βαθύτατη περιφρόνηση γι’ αυτές… Στην Ελλάδα είναι μάλλον διαδεδομένο αυτό, νομίζω ότι όλοι ξέρουμε γιατί μιλάω. Η Τέχνη μας αρέσει όταν… μας κάθεται. Τη θέλουμε πειθήνια θεραπαινίδα. Ως μαινάδα δεν μας γουστάρει. Έχω την αίσθηση ότι αυτός ο τόπος έχει να δει ανθρώπους που λατρεύουν την Τέχνη, γιατί είναι μέρος της ζωής τους, από τα αρχαιοελληνικά χρόνια. Η κυρίαρχη άποψη είναι σήμερα πάμε στο Μέγαρο Μουσικής κι αύριο στο Διογένης Παλλάς. Δεν μπορώ να σου εξηγήσω πως για μένα ήταν πάντα τρόπος ζωής η Τέχνη. Υποψιάζομαι ότι μέτρησε το ότι η ρίζα μου είναι… πουρνάρι. Έπειτα συνάντησα ανθρώπους που με βοήθησαν να ξαναβάλω τα πετραδάκια του Κοντορεβυθούλη στο δρόμο. Οι πρώτοι ήταν οι γονείς μου. Και μετά οι δάσκαλοί μου στη σχολή Καλών Τεχνών. Είχα 4 χρόνια δάσκαλο τον Γιάννη Μόραλη κι άλλα τόσα τον Παντελή Πρεβελάκη. Μαζί μ’ αυτούς και κάποιους εξίσου σημαντικούς που δεν τους ξέρει κανένας όμως, γι’ αυτό και δεν τους αναφέρω ονομαστικά… Πήγα στη σχολή Καλών Τεχνών ξέροντας ότι δεν μ’ ενδιέφερε να κάνω τίποτα άλλο. Ζωγράφιζα από 3 χρονών… Μουσική προσπάθησα να μάθω στα δέκα, πήγα στο Ωδείο, έκανα μόνη μου κάποια μαθήματα κλασικής κιθάρας τα οποία παράτησα εντελώς όταν μπήκα στη σχολή Καλών Τεχνών. Έδωσα συνολικά πέντε φορές για να μπω. Ήταν πολύ δύσκολα τα πράγματα λόγω του περιορισμένου αριθμού θέσεων. Τη χρονιά που τελικά μπήκα – το 1966 – έδωσαν 350 άτομα για να πάρουν 19… Την ίδια χρονιά που μπήκα στη σχολή Καλών Τεχνών μου έτυχε και το… κακό συναπάντημα με το τραγούδι.
Οι πρώτοι φίλοι και τα πρώτα τραγούδια
Όταν άρχισα να ‘χω φοιτητική ζωή, άρχισα να ανοίγω και σαν άνθρωπος. Απέκτησα φίλους που μέχρι τότε δεν είχα. Βρήκα παιδιά που μου ταίριαζαν περισσότερο. Μέχρι τότε η πιο σοβαρή φιλία που είχα ήταν με μια καθηγήτριά μου, εξαιρετικά νέα στο μυαλό, αλλά ήδη… 60 χρονών. Αν κανείς μου ‘λεγε να γράψω μια έκθεση για τον καλύτερό μου φίλο θα είχα μια δυσκολία. Στη σχολή, όμως, είμαστε όλοι νωρίς τρελαμένοι. Δεν μπορείτε να καταλάβετε τι εννοώ. Εγώ πιστεύω ότι ο άνθρωπος πρέπει να περνάει μια περίοδο τρέλας μικρός. Τα σημερινά παιδιά γνωρίζουν μόνο την καταναλωτική πλευρά του «είμαι τρελός». Από την πιο τραγική που είναι τα ναρκωτικά μέχρι την πιο ανώδυνη που είναι τα σινιέ ρούχα. Η δική μας τρέλα ήταν από το να γυρνάμε στο δρόμο και να κάνουμε χάπενινγκ, διάφορες χαζομάρες μέχρι το περίεργο ντύσιμο. Όταν μια φορά έβαλα τα καλά μου και δώσαμε ραντεβού με την παρέα, καθώς εγώ ήμουν θεόστραβη δεν… βρεθήκαμε. Σε μια τέτοια παρέα, σε κάποια Κούλουμα, με άκουσε ο Γιώργος Παπαστεφάνου να τραγουδάω «Άξιον Εστί». Γνωστή ιστορία που τείνει να γίνει γραφική τόσες φορές που την έχουμε επαναλάβει. Ο πρώτος δίσκος ήρθε με μια λογική «γιατί όχι»; Έτσι κι αλλιώς, ήταν καθαρά δουλειά του Πατσιφά, του ιδιοκτήτη, διευθυντή και παραγωγού της «Λύρα». Εκείνος μάζεψε τα τραγούδια από τους συνεργάτες του. Εγώ το μόνο που έκανα ήταν κανά-δυο… καβγάδες για στίχους τραγουδιών. Τότε πρωτοβγήκε και η φήμη ότι είμαι αναιδής άνθρωπος. Του είπα ότι «δεν τραγουδάω αυτές τις αρλούμπες». Δεν με ξετρέλαιναν τα περισσότερα από τα τραγούδια εκείνου του δίσκου, αλλά είπαμε… «γιατί όχι»; Το «λαχείο» το εισέπραξε τότε ο Νότης Μαρουδής, ο οποίος προσπάθησε να μου μάθει τα τραγούδια στην κιθάρα. Εγώ όλα τα ‘παιζα με τρία ακόρντα. Είχα κάνει μεν παλιότερα κάποια μαθήματα κιθάρας, έπαιζα και τραγουδούσα στους φίλους μου, αλλά πάντα τα τραγούδια τα ‘παιζα όπως εννοούσα εγώ ότι είναι, όχι όπως ήταν πραγματικά από τον δημιουργό τους. Έπειτα, δεν νομίζω ότι όλοι οι δημιουργοί συμφωνούσαν τότε να εμπιστευτούν τα τραγούδια τους σε μια παντελώς άγνωστη νεαρή, η οποία μάλιστα δεν έδειχνε και καμιά εξαιρετική ευγνωμοσύνη για ό,τι της συνέβαινε. Μάλλον, το αντίθετο… Υπήρξαν και δυσάρεστες γνωριμίες με δημιουργούς και τότε και αργότερα. Στην Ελλάδα οι δημιουργοί, οι άνθρωποι που ασχολούνται με το χώρο γενικότερα, δεν τους ενδιαφέρει να τους σέβονται ή να εκτιμούν τη δουλειά τους, απλώς θέλουν δουλοπρέπεια. Εγώ σέβομαι, αλλά δουλοπρεπής δεν υπήρξα ποτέ ούτε μπορώ. Πιστεύω ότι δείχνουν μια κολοσσιαία ανασφάλεια και κόμπλεξ οι σχέσεις που υπάρχουν σ’ αυτό το χώρο στην Ελλάδα. Κι είναι κρίμα γιατί δεν συνοδεύεται με έλλειψη ταλέντου αυτό. Είναι θέμα νοοτροπίας… Κάνει μεγάλη ζημιά, ενώ δεν προσφέρει τίποτα.
Με τον Σπανό έχουμε κάνει πολλή παρέα. Αυτό δεν είχε να κάνει με τη συνεργασία μας. Απλά περνάμε καλά. Μ αρέσει πολύ. Είναι ένας γνήσιος μποέμ, ένα είδος που μου λείπει, δεν υπάρχει πολύ στην Ελλάδα. Είναι θεόμουρλος ο άνθρωπος και καλά κάνει… Και με τον Νότη Μαυρουδή περνάω ωραία επίσης. Σε γενικές γραμμές δεν είχα φιλίες με το χώρο. Πιστεύω ότι γενικά είναι ένα άφιλος χώρος. Οι άνθρωποι που έχω δίπλα μου όλα αυτά τα χρόνια είναι λίγοι. Αλλά θεωρώ μια από τις μεγαλύτερες τύχες στη ζωή μου ότι έχω δύο, τρεις, τέσσερις φίλους τριάντα χρόνια τώρα. Το κυριότερο χαρακτηριστικό στοιχείο της σχέσης μας είναι η εμπιστοσύνη. Μπορεί αυτή η σχέση να έχει περάσει από 49 κύματα και 899 τρικυμίες, αλλά έχει αντέξει. Μπορεί να μην ήμουν κινητικός άνθρωπος, αλλά είμαι εξαιρετικά δύσκολος σαν επαφή. Έχω διαθέσεις πάνω – κάτω, κλεισίματα για μεγάλα διαστήματα. Σέβονται αυτοί τις παραξενιές μου κι εγώ τις δικές τους.
Τα μικρά παιδιά
Δεν πιστεύω ότι άνθρωποι σαν και μένα θα μπορούσαν να ‘χουν τραγουδήσει αν δεν ήταν ο Πατσιφάς. Ήταν ένας άνθρωπος, συνήθως, πολύ απότομος που όμως με μένα ήταν ευγενικός. Επίσης ήταν μεγάλος άνθρωπος και σίγουρα υπήρχε κι αυτή η απόσταση… Του μιλούσα στον πληθυντικό ως το τέλος. Μπορεί και να τσακωνόμαστε… αλλά στον πληθυντικό. 0 Πατσιφάς είχε μια ειδική σχέση με ορισμένα από τα προϊόντα των χειρών του. Μια σχέση έρωτα και μίσους… Ήμουν ένας απ’ αυτούς τους ανθρώπους, αλλά κάπου έσπασε το πράγμα με μένα. Μπορεί να ‘φταιγα κι εγώ. Δεν ήμουν και εύκολος πελάτης. Εκείνος ήταν περισσότερο ένας ιμπρεσσάριος με την παλιά έννοια, ένας καλλιτέχνης ο ίδιος, ο οποίος εκφραζόταν μέσω των ανθρώπων που υποστήριζε. Εγώ από την άλλη άνθρωπος εξαιρετικά συνεσταλμένος, αισθανόμουν καλά με τρεις-τέσσερις φίλους μου και δεν έδινα πεντάρα για τον εξαιρετικά ακριβό και υψηλής στάθμης κύκλο του. Όταν πήγα σ’ αυτόν το ‘κανα γιατί μου ενέπνευσε εμπιστοσύνη η φάτσα του Παπαστεφάνου, χωρίς να ξέρω τι θα πει «Λύρα» και τι θα πει δίσκος καλά-καλά. Ούτε πικ απ δεν είχα. Θα μ’ ακούσει κάποιος και θα πει «τι λέει η μουρλή; Έκανε μεγάλο δίσκο την ώρα που άλλοι περίμεναν χρόνια, νταντεμένη καλά, με τραγούδια που όλοι ζήλευαν και…». Για μένα όλα αυτά δεν ήταν παρά ένα παιχνίδι που κάπου άρχισε να κακοφορμίζει. Ξεκίνησα να τραγουδάω για να βγάλω λεφτά και να ζωγραφίζω. Δεν μ’ ενδιέφερε το τραγούδι σαν τίποτ’ άλλο. Μετά δυστυχώς συνέβη το μοιραίο. Το ερωτεύτηκα. Δεν έχω ερωτευτεί πολλές φορές στη ζωή μου, αλλά όταν ερωτεύομαι ερωτεύομαι πολύ άσχημα και δια βίου. Ερωτεύτηκα το τραγούδι όταν συνειδητοποίησα ότι μπορώ να εκφραστώ μέσα απ’ αυτό, να γράψω η ίδια. Γράφοντας «τα μικρά παιδιά», δυστυχώς, το πόδι μου μπήκε στη φάκα και η φάκα έκλεισε…
Η πρώτη δημόσια εμφάνισή μου έγινε ενώ είχε ήδη φουντώσει ο πρώτος δίσκος κι ενώ εγώ ομφαλοσκοπώ και τρελαίνομαι. ο Πατσιφάς το προτείνει και βρίσκομαι να τραγουδώ μαζί με τον Νότη Μαυρουδή και τον Νίκο Χουλιαρά στην μπουάτ «Νεφέλες» στην οδό Θόλου, ένα εξαιρετικά «πολυτελές» μαγαζί 100 ατόμων. Την πρώτη βραδιά, μέσα στο δικό μου απίστευτο τρακ, έγειρε και… ο πάγκος που κάθονταν οι περισσότεροι. Φαίνεται ότι ο σιδεράς δεν τους είχε κάνει καλή δουλειά κι όπως κάθισαν στο ένα από τους δυο πάγκους που κάλυπταν τις άκρες περισσότεροι απ’ όσους άντεχε, στη μέση του προγράμματος άρχισε να γέρνει ο πάγκος και σε σλόου μόσιον βρεθήκανε όλοι καθισμένοι καταγής. Ήταν αστείο, αλλά εγώ τότε δεν ήμουν σε θέση να δω την αστειότητα του πράγματος και ταράχτηκα ακόμα περισσότερο.
Η… Εθνοσωτήριος
Είναι ορισμένες εποχές που γράφουν περισσότερο. «Νέο κύμα» και «εποχή των μπουάτ». Τρεις δίσκοι μου θεωρώ ότι εμπίπτουν σ’ αυτό που λεγόταν «νέο κύμα» και ουσιαστικά μια σεζόν δούλεψα ολόκληρη σε μπουάτ. Ήταν το ’69-70 στην «Παράγκα». Λίγο μετά σταματώ να τραγουδάω με επίσημο βούλευμα που άκουσα με τα ίδια μου τ’ αυτιά από τον αστυνομικό του Τμήματος Πλάκας. Την αιτία ποτέ δεν μπόρεσα να τη διευκρινήσω ακριβώς… Η οικογένειά μου ήταν παντελώς καθαρή, δεν υπήρχε τίποτα το «σκοτεινόν» και «μαύρον». Εγώ δεν ήμουν εμφανώς ανακατωμένη σε πολιτικά. Ήμουν απολιτίκ τότε. Υποθέτω ότι δεν τους γούσταρε η γενική μου προσωπικότητα, ότι δεν μπορούσαν να με κατατάξουν… Επίσης, οι παρέες μου ανήκαν σ’ ένα χώρο αριστερών. Είμαστε σε πρόβες για το «Ρομανσέρο Χιτάνο» με τον Θεοδωράκη, όταν έγινε η εθνοσωτήριος. Δεύτερη τρίτη μέρα μάλιστα, πηγαίνοντας στο σπίτι της φίλης μου Ρηνιώς Παπανικόλα, πάνω στο πλυσταριό ήταν κρυμμένος ο «κύριος ο αψηλός». Εκεί έγραψα με τα χέρια μου την πρώτη του διακύρηξη την οποία μοίρασα κιόλας για να επιβεβαιώσω ότι δεν κάνω γι’ αυτά τα πράγματα. Κόντευα να πάθω έμφραγμα όταν πήγαινα σε σπίτια και τη μοίραζα. Υποθέτω ότι μέσα στις αιτίες που με σταμάτησαν ήταν και αυτή.
Λογοκρισία
Προβλήματα με τη λογοκρισία είχα από τον πρώτο δίσκο όταν κόπηκαν δυο τραγούδια, ένα του Σπανού και ένα του Χουλιαρά. Αργότερα μου λογόκριναν τον «Τρελό του χωριού» με το αιτιολογικό ότι οι Έλληνες δεν φέρονται έτσι στους τρελούς, δεν τους καρπαζώνουν και δεν τους κερνάνε ούζα για να κάνουνε πλάκα, άρα το τραγούδι προσβάλλει τους Έλληνες. Αλλά εκεί που πραγματικά αγριεύτηκα με τη λογοκρισία ήταν με τις «Έξι μέρες». Κυριολεκτικά έκανα παζάρι με τον λογοκριτή. Μέχρι τότε νόμιζα ανέμελα ότι επρόκειτο για 4 καραβανάδες που δεν ξέρουν τι τους γίνεται. Ξαφνικά βρέθηκα μπροστά σ’ έναν υπέρκομψο κύριο με μαύρη στολή στιλ Γ. Ράιχ, εμφανέστατα πανέξυπνο, ο οποίος ήξερε πάρα πολύ καλά τι έκοβε. Εκεί αγριεύτηκα. Τα τραγούδια που τους ενοχλούσαν περισσότερο κι απ’ τα επαναστατικά ήταν όσα είχαν μια έστω μικρή υπόνοια θλίψης. «Όλα πρέπει να είναι χαρούμενα»: Αυτό ήταν το σλόγκαν, οι κατευθύνσεις και οι επιρροές σαφείς… Αν έχεις διαβάσει την αυτοβιογραφία του Βαμβακάρη, ίσως, θυμάσαι πώς τελειώνει: «Μας απαγόρευσαν να γράφουμε για χασίσια και τέτοια και μου ‘παν να πηγαίνω τα τραγούδια μου για να μου τα διορθώνουν. Γιατί; Δεν μπορώ να γράφω εγώ μόνος μου καλά; Και έγραφα καλά…». Έτσι τελειώνει περίπου. Όλοι αρχίζουν να αυτολογοκρίνονται.Εκεί άρχισε μια διαδικασία που κατέληξε σ’ ένα είδος παράξενης και μπουρδουκλωμένης ελαφρώς σουρεαλιστικής κατάστασης…
Η πορεία μου είναι σαν καρδιογράφημα
Τότε έκανα τρία χρόνια διακοπές. Φεύγω άνευ προορισμού, άνευ αιτίας και άνευ χρημάτων στο
Λονδίνο. Φιλοξενούμαι για ένα διάστημα αρκετό, ώστε να δω κάποια πράγματα που μ’ ενδιέφεραν. Δεν θα είχα καμιά απολύτως αντίρρηση να ξεχάσω ό,τι είχε συμβεί ως τότε και να ξαναγυρίσω στη ζωγραφική, αλλά… Πάντα σ’ όλη μου τη ζωή εκεί που έλεγα ότι θα σταματήσω με το τραγούδι και θ’ ασχοληθώ με κάτι άλλο ερχόταν κάτι καινούργιο και ανέβαλα. Το καινούριο τότε ήταν ένα τηλεφώνημα από τον Ζορζ Μουστακί – στην αρχή νόμιζα ότι ήταν πλάκα – που με καλούσε να τραγουδήσω μαζί του στο Μπομπινό στο Παρίσι… Πήγα ένα μήνα και γύρισα. Με τον Πατσιφά έχουμε τσακωθεί, έχω να τον δω δυο χρόνια όταν με παίρνει τηλέφωνο σαν να μην έχει συμβεί τίποτα και ζητάει να με δει. Χωρίς να μου πει τι θέλει από το τηλέφωνο… Έχουν ηχογραφήσει όλα τα πλέι μπακ της «Τρίτης Ανθολογίας» του Σπανού, έχει τραγουδήσει ο Καράλης κι έχουν κολλήσει στην τραγουδίστρια. Για να τραγουδήσω στην «Τρίτη Ανθολογία» μου επέτρεψε να κάνω μετά ένα δίσκο που ήθελα εγώ. Συνηθισμένη υπόθεση. Δίνεις κάτι που θέλουν και σου δίνουν κάτι που θέλεις. Αν κανένας δει την πορεία της «λαμπρής μου σταδιοδρομίας» είναι όπως το καρδιογράφημα. Κορφή, λίγο πιο κάτω, λίγο πιο κάτω κι εκεί που λες τέλειωσε, ξανανεβαίνει. Άσχετα με το ότι είμαι υπερήφανη που τραγούδησα σ’ αυτόν το δίσκο, οι συνθήκες που τραγούδησα την «Τρίτη Ανθολογία» είναι λίγο αστείες.
Τα τραγούδια της ψυχής
Η «Τρίτη Ανθολογία», έφερε το «Ταξιδεύοντας», μετά έκανα το «Παιδί της γης»» του Νότη Μαυρουδή, το «Ρομανσέρο»» του Θεοδωράκη και φτάνουμε στο «Καπέλο»… Είναι μια εποχή με φοβερά μπερδέματα, ανακατώματα, ψαξίματα, πάρα πολύ μεγάλα οικογενειακά προβλήματα, πάρα πολύ μεγάλα προσωπικά προβλήματα… Όλα αυτά κρατάνε, σχεδόν, δέκα χρόνια. Από εκείνα τα χρόνια δεν μπορώ να πω τίποτα άλλο που να μπορεί να σας ενδιαφέρει. Τα πιο σημαντικά είναι απολύτως δικά μου πράγματα… Ο Πατσιφάς μετά τη χούντα έχει αλλάξει. Είναι κουρασμένος, απογοητευμένος – όλοι οι άνθρωποι περνάμε την ακμή και την πτώση μας. Εγώ είμαι σε κακή φάση γενικώς όταν κάνω το «Καπέλο», ένα δίσκο που τον θεωρώ σαφέστατα, τουλάχιστον, βάσει των συνθηκών της εποχής, σαν το σημαντικότερο πράγμα που έκανα. Έχει σοβαρούς λόγους να έχει πάρει μαζί μου ανάποδες. Ξέρεις του Πατσιφά του άρεσε πάντα να έχει την αίσθηση ότι συμβάλλει σε κάτι που κάνει κάποιος. Εγώ ήμουν σε μια φάση που ήθελα να κάνω κάποια πράγματα μόνη μου τελείως. Χωρίς δεκανίκι. Χωρίς καμιά κακή πρόθεση. Μπορεί να μην υπήρξα ουδέποτε όσο εμπορικοί υπήρξαν οι λαϊκοί τραγουδιστές, αλλά για τραγουδίστρια του πειράματος είχα πάει πολύ καλά. Ουδέποτε υπήρξα παθητική για μια εταιρεία, τουλάχιστον, στο βαθμό που έχουν υπάρξει άλλοι… Επιπροσθέτως, εμένα οι δίσκοι μου είναι δίσκοι καταλόγου κατά κανόνα. Μπορεί να ξαναπουλήσουν αύριο. Είναι ένα περιουσιακό στοιχείο για μια εταιρεία και μην κοροϊδευόμαστε… Κι επιπλέον είχα τραγουδήσει τα τραγούδια της ψυχής μου και τα τραγούδια της ψυχής κάποιων ανθρώπων…
Δικαστικές διαμάχες
Όταν πάει ο Λάκης Παπαδόπουλος και λέει στον Πατσιφά να τραγουδήσω εγώ το Περίπου, ο Πατσιφάς είναι τελείως αρνητικός. Του προτείνει άλλες λύσεις… Αν δεν επέμενε ο Λάκης, το Περίπου δεν επρόκειτο να γίνει… Εγώ ήμουν τελείως ουδέτερη. Μ’ ενδιέφερε να κάνω δικά μου πράγματα ή τίποτα. Θεωρούσα ότι είχαν γίνει πολλά πράγματα που δεν μου ήταν και τόσο ευχάριστα. Τελικά το Περίπου βγαίνει όταν έχει πια πεθάνει ο Πατσιφάς κι είναι μάλιστα αφιερωμένο στη μνήμη του. Κάνει την επιτυχία που έκανε, βγάζει και «σουξέ», τη «Σερενάτα», και εγώ αποφασίζω να φύγω πια από τη «Λύρα». Οι λόγοι τελείως προσωπικοί, μπορεί να θεωρηθούν και ακραίοι. Δεν θεωρούσα ότι έχω κανένα λόγο να μείνω από τη στιγμή που έφυγε ο Πατσιφάς. Ακολουθούν 5 χρόνια δικαστικών αγώνων κι αυτά θα ‘θελα να αναφερθούν. Η «Λύρα»» αποφασίζει ότι μπορεί να πουλάει δίσκους και να μη δίνει τίποτα σε μένα. Βάσει μιας σκοτεινής παραγράφου αποφασίζει ότι εγώ δεν υπήρχα ουσιαστικά. Υπήρχε τ’ όνομά μου, η φάτσα μου, η φωνή μου, αλλά εγώ, εφόσον δεν με κάλυπτε ο νόμος, δεν υπήρχα. Δεν ήταν τα λεφτά, ήταν το… γαμώτο της ιστορίας. Και για να υπάρχει και δεδικασμένο σε ανάλογες περιπτώσεις… Έτσι κι αλλιώς, τα περισσότερα απ’ όσα πήρα τελικά πήγανε στα έξοδα της δίκης. Κι είχα και μια σαφέστατη εμπειρία ανθρώπινων σχέσεων… Άνθρωπος ο οποίος φέρεται ως συνδικαλιστής και πολιτικοποιημένος του χώρου δεν έρχεται να καταθέσει για να μη χαλάσει τις σχέσεις του. Από τα 1985 μέχρι τα 1990, με τις γνωστές αναβολές, συνεχίζεται αυτή η ιστορία. Καταλαβαίνεις την οργή μου… Συν το ότι είχα αρρώστιες στην οικογένεια, ήταν άρρωστη η μητέρα μου. Σήμερα βρίσκομαι σε μια καλή φάση και λέω όλα αυτά τελειώσανε. Η τελευταία δεκαετία ήταν η πιο παραγωγική της καριέρας μου δισκογραφικά και μπορώ να σου πω ότι η επόμενη θα’ναι ακόμα περισσότερο… Ελπίζω να ‘ναι και περισσότερο ενδιαφέρουσα. Με όλες τις διενέξεις που μπορεί να ‘χω με μια πολυεθνική εταιρεία, παρά το γεγονός ότι σαφέστατα μου λείπουν από το χώρο της δισκογραφίας οι άνθρωποι που ξέρουν τι είναι να φτιάχνεις ένα δίσκο, δεν υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι, οφείλω να ομολογήσω ότι μεγαλύτερη εντιμότητα βρήκα στις πολυεθνικές. Με τσαντίζουν, αλλά δεν με πληγώνουν. Έχω τελειώσει με το πλήγωμα… Κι ας έχω μια εξαιρετικά καλή μνήμη που με βασανίζει και που δεν μου επιτρέπει να σβήσω προσβολές, κτηνωδίες κ.ο.κ. Εδώ που τα λέμε ο χώρος του τραγουδιού δεν είναι και σοβαρός χώρος. Εντάξει, αυτοί που είναι να σταθούν θα σταθούν στο τέλος, αλλά πολύ μπέρδεμα, ρε παιδάκι μου. Το χειρότερο πράγμα σ’ αυτό τον τόπο γενικότερα είναι ότι άνθρωποι που δεν έπρεπε να επεμβαίνουν σε κάποιους χώρους, επεμβαίνουν και μάλιστα με πολύ άγαρμπο τρόπο. Επίσης, δεν θέλω να συζητήσω τίποτα περισσότερο επ΄αυτού…
Είμαι άνθρωπος που ‘χει περάσει πολλά ταρακουνήματα. Και υγείας και προσωπικά και… και… και… Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό, γιατί ο καλός Θεούλης μου ‘δωσε πολλούς τρόπους να εκφράζομαι και να ξεφεύγω ή να επανέρχομαι. Έχω ανθρώπους που μ’ αγαπούν και τους αγαπάω, έχω την απομόνωσή μου. Αυτό που διερευνώ τώρα. γιατί μου ‘χει προκύψει τα τελευταία χρόνια, είναι η σχέση μου με τους νεότερους. Με προβληματίζει ιδιαίτερα και γιατί αισθάνομαι ότι είναι μια ευθύνη και γιατί εγώ δεν πιστεύω ότι έχω ηλικία. Είμαι πολύ μεγαλύτερη και πολύ μικρότερη από τα χρόνια μου ταυτόχρονα. Το δίσκο απ’ όπου επιλέξατε σεις, οι άνθρωποι των «Μέσων», ν ακουστεί περισσότερο και να σκεπάσει τ’ άλλα τραγούδια, το «Μπαρ το ναυάγιο», τον θεωρώ από τις καλύτερες δουλειές που ‘χω κάνει. Υπάρχουν κι άλλα τραγούδια εκεί τα οποία δεν τα τίμησαν… Γενικώς καταλαβαίνω πόσο μπερδευτικό μπορεί να είναι κάποιος να κυκλοφορεί έξω από την πεπατημένη. Αλλά πίστεψέ με δεν το κάνω για να είμαι έξω. Εγώ κάνω αυτό που μπορώ. Πιάνω αυτά που πιάνω βάσει αυτού που είμαι. Πιστεύω δε, ότι είναι αυτό που με εξισορροπεί σε εποχή που οι άλλοι χάνουν γενικά την ισορροπία τους. Το ότι πλήρωσα τις επιλογές μου και δεν τις πρόδωσα. Κατά βάση είμαι ένας έντιμος άνθρωπος, όσο μπορώ να είμαι και όσο μπορώ να κρίνω…
(Από μια συνέντευξη το 1991 στον Γιώργο Τσάμπρα)
Το 1997 η Αρλέτα κυκλοφόρησε το βιβλίο «Από πού πάνε για την Άνοιξη» με κείμενα, στίχους, σχέδια και ζωγραφιές της. (Εκδόσεις «Καστανιώτη»). Πέρασε στην αιωνιότητα στις 8 Αυγούστου 2017, αφήνοντας κληρονομιά τα αξεπέραστα τραγούδια της ….
https://www.youtube.com/watch?v=SSsfKWpHQ3c
https://www.youtube.com/watch?v=e7N9S7KAuNI
https://www.youtube.com/watch?v=6QrxLqbcbuA
https://www.youtube.com/watch?v=2-PxfGP20R8
Σχόλια για αυτό το άρθρο