Όσοι δουλέψαμε στα περιοδικά τις χρυσές τους δεκαετίες, στα 80s, στα 90s και στην πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, δεν τα ξεπερνάμε εύκολα. Η μυρωδιά του τυπωμένου χαρτιού, η λάμψη των χρωμάτων, η ζωντάνια των φωτογραφιών, οι ιστορίες των ανθρώπων, η ελευθερία της έκφρασης, το περιθώριο του να ψάξεις το κείμενό σου όσο θες και να το φτιάξεις όσο πιο ωραίο μπορείς, το να ξεφυλλίζεις σελίδες και να έχεις δικαίωμα στο όνειρο! Φυσικά είχαμε εμμονή στο Θεό των μικρών πραγμάτων, στην ύλη, στα αντικείμενα, στην ομορφιά ορισμένη με νυστεριές, στην αποθέωση της εικόνας αντί για την ουσία, αλλά η ελευθερία των περιοδικών θα είναι πάντα για εμάς η δικιά μας απαγορευμένη Βαλχάλα, γιατί πέσαμε -με τη χάρτινη κατάρρευση των μεγάλων τίτλων της- κάθε άλλο παρά σαν ήρωες!
Και όσον αφορά τους εκδότες; Άνθρωποι που είχαν το χάρισμα για τους εργαζομένους τους, να είναι κάπως όπως ο Αραφάτ για την PLO; Κανείς στην ιστορία της χώρας δεν βγήκε κερδισμένος από τα περιοδικά. Όλοι έπαιξαν, διαμόρφωσαν γνώμη, όρισαν την ποπ κουλτούρα και έχασαν από λεφτά ως τα πάντα, κυρίως την εκτίμηση των περισσότερων απ’ όσους εργάστηκαν σε αυτά και είδαν τους κόπους, το χαμαλίκι, τη δουλειά μιας ζωής να τινάζονται στον αέρα, σε μόλις μία μέρα, μένοντας άνεργοι, χωρίς αποζημιώσεις, χωρίς αμοιβές μηνών και μετέωροι στην αμφιβολία της επιβίωσης. Για δημιουργία πια ούτε λόγος να γίνεται! Οσο για τους εκδότες, ο καθένας πλήρωσε το δικό του τίμημα φιλοδοξίας, ονείρου, επιτυχιών σε μια χώρα που αισθάνθηκε Ευρώπη αλλά με Βαλκάνια -ραγιάδικη συχνά- ψυχή…
O AΡΗΣ | Οι χωρισμοί και οι χίπις
Ευάγγελος Τερζόπουλος: Ο γενάρχης των περιοδικών! Πριν απ’ αυτόν; Το χάος των εφημερίδων που τυπώνονταν σε χασαπόχαρτα, χρησιμοποιούσαν θλιβερή καθαρεύουσα και ασχολούνταν μόνο με πολιτικές ειδήσεις και το αστυνομικό δελτίο. Εφηύρε τον περιοδικό Τύπο στην Ελλάδα, με υψηλή αισθητική για τη μορφή, απαίτηση για σχεδόν λογοτεχνικά κείμενα και θεματολογία ουσίας! Πανέξυπνος, σε επαφή με την εποχή, καλλιεργημένος (μιας και είχε τελειώσει τη Σχολή Καλών Τεχνών) δημοσιογράφος του αστυνομικού ρεπορτάζ και σκιτσογράφος, είχε μάθει από νωρίς να δουλεύει ως στοιχειοθέτης δίπλα στον τυπογράφο και βιβλιοδέτη πατέρα του Χρήστο.
Την 1η Φεβρουαρίου του 1950 και ενώ οι Ελληνίδες δεν είχαν ακόμα δικαίωμα ψήφου, ο Εμφύλιος βύθιζε στο αίμα και στην οδύνη τη χώρα, εκείνος κυκλοφορεί το περιοδικό «Η Γυναίκα και το Σπίτι», που έγινε αργότερα σκέτο « Γυναίκα». Φθινόπωρο του 1949 ο νεαρός δημοσιογράφος κάνει βόλτα στη Σταδίου, όταν σε ένα περίπτερο προσέχει το γαλλικό περιοδικό «Elle». Γιατί όχι και για τις Ελληνίδες ένα περιοδικό; Τον είπανε όλοι τρελό! Κι όμως, πήρε 30.000 δραχμές δάνειο και άρχισε να τυπώνει!
Το 1966 απογειώνεται με τα δικαιώματα της Walt Disney στη χώρα, που του εξασφαλίζουν μεγάλη επιτυχία με το περιοδικό «Μίκυ Μάους». Τους δύο γιους του, τον ορθολογιστή Χρήστο και τον οραματιστή Αρη, τους έβαλε από νωρίς στη δουλειά. Στο αποκορύφωμα της επιτυχίας του μοίρασε την περιουσία του δίνοντας από 25% στους γιους του και στη γυναίκα του, ενώ κράτησε και ένα 25% για τον ίδιο.
Το 1974 ο Αρης Τερζόπουλος αναλαμβάνει τη διεύθυνση της «Γυναίκας» και την εκτοξεύει σε πωλήσεις. Τότε οι δύο γιοι πάνε στο σπίτι του πατέρα, στο Ψυχικό, και του ζητούν να αποχωρήσει. Το κάνει, ενώ δεν θέλει, για να τους βοηθήσει να ανοίξουν τα φτερά τους. Ο Αρης παραδέχτηκε, χρόνια μετά, πως αμφιβάλλει αν έπραξαν σωστά! Στη Μύκονο του 1986 και στο υπέροχο, αριστοκρατικότατο σπίτι του Αρη Τερζόπουλου γίνεται η μοιραία συνάντηση του ίδιου με τον Πέτρο Κωστόπουλο.
Ο νεαρός Πέτρος έχει γυρίσει από τις σπουδές του στο Παρίσι, εργάζεται στο υφυπουργείο Νέας Γενιάς, είναι φίλος του «θείου βρέφους» Κώστα Λαλιώτη, πανέξυπνος, με ιδέες και όραμα, ενώ είναι εξαίρετος συζητητής. Επί τρεις μέρες και τρεις νύχτες μιλάνε ασταμάτητα.
Ο Αρης Τερζόπουλος είναι παντρεμένος με την καλλονή, ευφάνταστη και άκρως δημιουργική Λάουρα Ντε Νίγκρις, με την οποία ο γάμος του είναι «ανοιχτός» και χωρίς αποκλειστικότητες. Σύμφωνα με τον Αρη Τερζόπουλο, τότε ο Κωστόπουλος και η Ντε Νίγκρις είχαν ήδη δεσμό, το ήξερε όλη η Αθήνα, το γνώριζε και ο ίδιος, αλλά φυσικά δεν το παραδεχόταν μπροστά του. Ο Κωστόπουλος παραιτείται από το υφυπουργείο και ο Τερζόπουλος τον προσλαμβάνει αμέσως στα περιοδικά του. Θέλοντας να βγάλει ένα μικρού σχήματος περιοδικό, ακούει τελικά τον Πέτρο, που οραματίζεται ένα άλλο, μοντέρνο, με έμφαση στις φωτογραφίες, όπως τα γαλλικά και τα αμερικανικά. «ΚΛΙΚ».
Στο τέταρτο τεύχος μπαίνει μεγάλο αφιέρωμα στο AIDS, με δώρο ένα προφυλακτικό. Οι πωλήσεις εκτινάσσονται στα ύψη. Η νέα εποχή είναι εδώ! Γλώσσα όπως αυτή που μιλάμε, κράξιμο, μόδα, διαμόρφωση γνώμης, έμφαση σε θέματα που αφορούν τη νεολαία, άποψη για όλα, υψηλή αισθητική και προσαρμογή σε θέματα της εποχής. Επτά χρόνια αργότερα ο Πέτρος Κωστόπουλος αποχωρεί για να φτιάξει δικά του περιοδικά. Τον ακολουθεί όλη σχεδόν η ομάδα του «ΚΛΙΚ», δημοσιογράφοι, art directors, στιλίστες, φωτογράφοι.
Ο Αρης Τερζόπουλος μένει χωρίς δυναμικό. Παραδέχεται την καταστροφή! Σήμερα συνεχίζει να θεωρεί λανθασμένη την κίνηση του Κωστόπουλου να τους πάρει όλους μαζί του, και απέναντι στον ίδιο και απέναντι στον εαυτό του. Η επιχείρηση διαλύθηκε. Ο Τερζόπουλος θα ομολογήσει πως για δύο χρόνια τον μισούσε. Τώρα πια θεωρεί πως επανόρθωσε με τον δικό του τρόπο. Το «ΚΛΙΚ» δίνεται στον ΔΟΛ, αλλά το 2005 ο Τερζόπουλος το παίρνει πίσω και κάνει -οικονομικά- λάθος. Το 2010, ενώ μιλά με Άραβες για νέες επιχειρηματικές δραστηριότητες, τον προλαβαίνει η κρίση και οι δηλώσεις Παπανδρέου στο Καστελόριζο. Έχει παλέψει με την κατάθλιψη και το 2005 τον επισκέπτεται ξανά. Έχει χωρίσει από τη Λάουρα Ντε Νίγκρις. Ξαναπαντρεύεται την Ευγενία, κάνει δύο κοριτσάκια, την Αφροδίτη που είναι 15 χρόνων και τη Δέσποινα που είναι 11 ετών. Χωρίζει ξανά.
Ζωγραφίζει, ασχολείται με τον διαλογισμό, έχει από τα νεανικά, «χίπικα» χρόνια του ακόμα μεταφυσικές ανησυχίες και προχωράει. Πρόσφατα μάλιστα ασχολήθηκε με το διαδίκτυο. Κάποτε μίλησε για την τραγωδία του lifestyle λέγοντας πως «οι χίπις με τα ναρκωτικά καταστράφηκαν, γιατί έπεσαν πολύ βαθιά, το lifestyle καταστράφηκε γιατί πήγε πολύ ρηχά». Δεν θεωρεί τον εαυτό του εκδότη, απλώς ήταν μια δουλειά που έκανε. Θέλει να είναι ελεύθερος. Και από το παρελθόν και από το επίθετό του.
Ο ΠΕΤΡΟΣ | Μισητός και λατρεμένος
Οι εργαζόμενοι τον φώναζαν με το μικρό του όνομα, Πέτρο, και «θείο» μεταξύ τους, νομίζοντας πως εκείνος δεν το ξέρει. Η πόρτα του γραφείου του ήταν πάντα ανοιχτή. Ηταν παθιασμένος με τα ωραία κείμενα, τον Μακιαβέλι, τον Ολυμπιακό, τα παιδιά του, τις όμορφες γυναίκες, τον Καζαντζίδη, με τις ιδέες, το μπάσκετ, τη θάλασσα, τις Κυκλάδες. Ορμητικός, παράφορος, παθιασμένος, εμπνευσμένος, εμπρηστικός, χαρισματικός στο να τον αγαπούν παράφορα οι εργαζόμενοί του, οι οποίοι για μεγάλη περίοδο ήταν τα αξιοζήλευτα -και γι’ αυτό μισητά- παιδιά του χώρου.
Ο Κωστόπουλος ήταν της αμερικανικής αντίληψης πως ο εργαζόμενος πρέπει να περνά καλά στη δουλειά, καλύτερα απ’ το σπίτι του, για να τα δίνει όλα. Ακριβές επιπλώσεις, παράθυρα παντού, θόλος γυάλινος στη σύνταξη για να μην αισθάνονται οι εργαζόμενοι φυλακισμένοι, αλλά να χαίρονται φυσικό φως και την επαφή με τις ώρες της μέρας, μουσική στο χώρο, όμορφα χρώματα, μοντέρνα, ταξίδια πολλά, μπόνους, καλοί μισθοί (και ακόμα καλύτεροι στα επιτελικά στελέχη του). Όλα αυτά τον έκαναν τον νούμερο 1 εργοδότη στην πιάτσα.
Θρυλικά ήταν και τα ξεσπάσματα του θυμού του, ειδικά την πρώτη του εκδοτική περίοδο. Τότε οι πρώτοι του συνεργάτες και φίλοι του, είχαν μαζί τους παντόφλες και οδοντόβουρτσες, γιατί έμεναν στη δουλειά για 48ωρα. Στα γραφεία της Φραγκοκκλησιάς αυτά τα στελέχη, τα πρώτα, είχαν και ειδικό χώρο για να γυμνάζονται.
Στη Μαρίνου Αντύπα πάλι, στο Νέο Ηράκλειο, φρόντιζε με τακτικές φενγκ σούι να έχουν καλή ενέργεια. Δεν μπορούσε να απολύσει άνθρωπο. Αν κάποιον δεν τον ήθελε για τις αποδόσεις του, περίμενε να το καταλάβει μόνος του. Έτσι άνθρωποι που δεν έγραφαν και δεν πάταγαν στα περιοδικά πληρώνονταν για χρόνια χωρίς να δουλεύουν. Πάθαινε εμμονές με κάποιους και συχνά αδικούσε άλλους. Όμως όλοι όσοι ήταν στα περιοδικά του εμπνέονταν, τον λάτρευαν, ενώ τα κορίτσια -και μερικά αγόρια!- ήταν ερωτευμένα μαζί του. Λάτρευε το καλό ντύσιμο. Λάνσαρε τα πούρα. Πρότεινε τα καλύτερα σε σαμπάνιες, χαβιάρι, ρεστοράν σε όλο το κόσμο, ταξίδια. Κι ας ξεκίνησε επαναστατικά. Να μιλούν τα περιοδικά του για το AIDS, τα δικαιώματα των gay, των διεμφυλικών, των λεσβιών, να λέγονται τα πράγματα με το όνομά τους, να κράζεται ο καθωσπρεπισμός και η καθεστηκυία -τότε- τάξη, να γράφεται ανοιχτά οτιδήποτε αφορούσε το σεξ.
Ένα ασημένιο τεύχος, με αφιέρωμα στα πέη, έκανε όλους τους άντρες εργαζομένους να κλειδώνονται στα γραφεία και να αυτοφωτογραφίζονται. Το τεύχος κατασχέθηκε, λόγω λογοκρισίας! Μετά; Μετά άρχισε η εποχή της χλίδας και του ευδαιμονισμού. Τι κι αν η τηλεόραση και άλλα έντυπα την ίδια εποχή πρέσβευαν τα ίδια ακριβώς αγαθά της ύλης και της εύκολης ζωής; Ο Κωστόπουλος χρεώθηκε όλη την κακοδαιμονία της χώρας.
Γεννημένος στον Βόλο, με πάτερα βιοπαλαιστή που οδηγούσε ταξί, έζησε από νωρίς το θάνατο, όταν ο ξάδερφός του και καλύτερος φίλος του πέθανε ξαφνικά και οδυνηρά. Ακολούθησε έναν έρωτά του, στην Αθήνα, όπου έβγαλε τις τελευταίες τάξεις του γυμνασίου, τότε, ενώ έκανε πρωταθλητισμό στο πόλο. Σπούδασε στην Αθήνα και ακολούθησε τη γυναίκα με την οποία ήταν ερωτευμένος χρόνια, την Πηνελόπη, στο Παρίσι.
Εκεί έκανε και ο ίδιος μεταπτυχιακά πάνω στην εφαρμογή της κοσμοθεωρίας του Μακιαβέλι στη σύγχρονη οικονομική σκέψη. Ηταν φoιτητής του Πουλαντζά. Δούλεψε στο Ευρωκοινοβούλιο στις Βρυξέλλες, επέστρεψε στη χώρα, βρέθηκε, τέλος, στις εκδόσεις. «NITRO», «Active», «BIG», «lipstick», «Down Town», «OK!», «Esquire», «Nitro radio», «Instyle», yupii.gr, εκδόσεις βιβλίων, οδηγοί ξενοδοχείων και διακοπών και, τέλος, το «People». Για μια μεγάλη περίοδο ό,τι έπιανε γινόταν χρυσός. Τηλεόραση. Ο Πέτρος και ο λύκος.
Ύστερα από μια θυελλώδη σχέση με τη Φιλίππα Μάθιους, με το παρατσούκλι «Το Κορμί», ερωτεύεται την Τζένη Μπαλατσινού. Εκείνη, πιο χαμηλών τόνων, σχεδόν δυσφορεί στις κοσμικές εκδηλώσεις, αλλά πάντα τον στηρίζει σε ό,τι κι αν κάνει. Με τα πρώτα του χρήματα από τον Τερζόπουλο έχει αγοράσει ένα οικόπεδο στη Μύκονο. Χτίζει το πρώτο σπίτι το οποίο μετά θα μεγαλώσει και θα γίνει ένα νησιώτικο ανάκτορο. Εκεί παντρεύεται με την Μπαλατσινού. Εκείνη φορούσε ένα μίνι νυφικό του Τσέλιου που άφηνε τα υπέροχα πόδια της γυμνά. Ξυπόλυτη, έφτασε στο εκκλησάκι με ψαροκάικο. Αποκτούν την Αμαλία, την Αλεξάνδρα και τον Μάξιμο.
Δεν ξεπέρασε ποτέ τον θάνατο του πατέρα του, αλλά ούτε εκείνον του αδελφού του που χάθηκε πολύ νωρίς, κάτι που του στοίχισε απεριόριστα. Ταξίδια. Σπίτι-ανάκτορο στο καλύτερο σημείο της Φιλοθέης, απέναντι από την Παλιά Αγορά. Σκάφος. Λάτρης της Νέας Υόρκης και του Μαϊάμι, αλλά και της άγονης γραμμής του Αιγαίου. Το πρώτο τεύχος του «NITRO» το έδειξε στη Μελίνα Μερκούρη. Θεωρούσε γοητευτικές γυναίκες -κόντρα σε εκείνες στα εξώφυλλά του- την Πόπη Τσαπανίδου και την Ελευθερία Αρβανιτάκη. Οδηγούσε μηχανή. Κάποτε γύρισε την Αμερική με μια Χάρλεϊ. Μοιάζει ο Κωστόπουλος να δημιούργησε έναν κόσμο χάρτινο για τα περιοδικά του, να έστησε μια μυθοπλασία, και μετά να μπήκε ο ίδιος μέσα και να ενσωματώθηκε σε αυτόν. Καθυστερήσεις στις αμοιβές και στα επιδόματα άδειας. Τρεις μειώσεις μισθών…
Κάποια μέρα μπαίνει στα γραφεία στο δεύτερο όροφο των ιδιοκτήτων γραφείων του, ένας κυριούλης μαζί με δύο αστυνομικούς. Στέκεται στο κέντρο της πορτοκαλιάς αίθουσας με το θόλο και λέει στους απασχολημένους συντάκτες: «Εν ονόματι του ελληνικού λαού, πάρτε τα προσωπικά σας αντικείμενα, απομακρυνθείτε από τα κομπιούτερ και εγκαταλείψατε το χώρο». Απελπισία! Το τέλος έχει έρθει! Τα ιλουστρασιόν γιγάντια εξώφυλλα στους τοίχους, σαν θεότητες φαραωνικές, μοιάζουν αγέρωχα μπροστά σε μια κατάρρευση κατακλυσμιαία. Σχεδόν ειρωνεύονται τα ανθρώπων έργα. Η εταιρεία πάει! Οι τίτλοι δημεύονται! Τα σπίτια σε Μύκονο και Φιλοθέη πουλιούνται από τις τράπεζες! Τα πολυτελή αυτοκίνητα παροπλίζονται! Συνεχή δικαστήρια!
2013: Ο Κωστόπουλος κάνει τηλεόραση. Για να επιβιώσει φτάνει να κάνει ακόμα και πρωινό, που το αντιπαθούσε, μαζί με τη σύζυγό του Τζένη Μπαλατσινού. Είναι μοιραία χρονιά. Υστερα από 17 χρόνια κοινής πορείας χωρίζουν. Ο Κωστόπουλος παραδέχεται την κατάθλιψή του δημόσια και την ισχυρή αντικαταθλιπτική αγωγή του με χάπια. Ασχολείται με τα site του στο σκληρό και άγνωρο ακόμα υποβρύχιο κόσμο του διαδικτύου. Ντύνεται μόνο με φόρμες, έχει αφήσει γενειάδα, είναι πολύ αδύνατος, καπνίζει πολύ. Στο μικρό πια γραφείο του έχει παντού φωτογραφίες των παιδιών του. Εχει ένα παλιό κινητό, απ’ αυτά με τα πλήκτρα. Δεν τον νοιάζει. Αγωνίζεται. Ξεκινά από την αρχή. Γι’ αυτούς που τον μισούν στενοχωριέται.
Για τους εργαζομένους και τα αγαπημένα του παιδιά που στράφηκαν εναντίον του -με τα δίκια τους κι αυτοί!- το φέρει βαρέως. Δεν ήθελε να αδικήσει κανέναν. Δεν ήθελε να χρωστάει. Κατά τα άλλα, είναι η ζωή του και, όπως λέει και το αγαπημένο του τραγούδι του Φρανκ Σινάτρα, στο κάτω κάτω της γραφής: «I did it my way»…
Ο ΑΝΤΩΝΗΣ | Αυτοκράτωρ στο Κορωπί
Για περίπου τρεις δεκαετίες όσοι δούλευαν για τον Πέτρο Κωστόπουλο και όσοι για τον Αντώνη Λυμπέρη ήταν σχεδόν εχθροί. Αν συναντιούνταν σε κάποιες από τις πολλές τότε κοσμικές εκδηλώσεις οι δημοσιογράφοι της ΙΜΑΚΟ με αυτούς του ομίλου Λυμπέρη, θα έσπευδαν να αποχωρήσουν αμφότεροι χωρίς να ανταλλάξουν ούτε «γεια». Ένας ανταγωνισμός μεταξύ των δύο συγκροτημάτων περιοδικών οδηγούσε σε αυξήσεις των κασέ, δραματικές μεταγραφές και συνεχή έξοδα για να εντυπωσιαστεί η αγορά και να αιφνιδιάσει ο ένας εκδότης τον άλλον, ενώ οι διάσημοι της εποχής καλούνταν να διαλέξουν συχνά στρατόπεδο, καλυμμένα ή απροκάλυπτα. Και μπορεί οι δύο εκδότες να μην προκαλούσαν εσκεμμένα το πάθος των Μοντέγων και των Καπουλέτων στους συνεργάτες τους, αλλά αυτό ήταν εκεί και ελλόχευε καθημερινά.
Οι φήμες μάλιστα ήθελαν κατά καιρούς το ζευγάρι Λυμπέρη – Μακρή να αντιγράφει τις συνήθειες των Κωστόπουλου – Μπαλατσινού, ενώ οι διαδόσεις έλεγαν πως ακόμα και εχθροπραξίες είχαν σημειωθεί κάποτε στη Μύκονο, σε ρεστοράν, όταν η μία κυρία πέταξε ένα ποτήρι νερό στο πρόσωπο της άλλης! Μύθος ή πραγματικότητα, δεν έχει πια σημασία, μια και η ζωή τούς επιφύλασσε κοινή επαγγελματική μοίρα σε μια εποχή αμείλικτη και ροβεσπιερική.
Ο Αντώνης Λυμπέρης υπήρξε για 32 χρόνια εκδότης, αλλά στάθηκε πάντα λιγότερο προβεβλημένος, συζητημένος και σταρ απ’ ό,τι ο Κωστόπουλος. Έβγαλε το πρώτο περιοδικό του από αγάπη για το surf, του οποίου υπήρξε φανατικός, και μεγάλωσε σε ένα μικρό διαμερισματάκι στην πλατεία Βικτωρίας. Σπούδασε φωτογραφία στην Κολονία και σκηνοθεσία στο Μόναχο. Στο εκδοτικό του αποκορύφωμα έβγαζε τα «Status», «Εγώ», «Vogue», «Men’s Health», «Hello», «7 Μέρες TV», «Life & Style».
Δεινός surfer και κολλημένος με το άθλημα, θα γράψει το βιβλίο «Το γουιντσέρφινγκ» με δικά του κείμενα και πραγματικά αξιόλογες και προχωρημένες για την εποχή φωτογραφίες. Σε έναν αγώνα surf στις Μπαχάμες κάποιος Γερμανός εκδότης θα του προτείνει να βγάλει ένα δικό του περιοδικό στην Ελλάδα για το surf. Με χρηματοδότηση 20.000 δραχμών από τους γονείς του έφτιαξε στη δεκαετία του ’80 το «Surf and Ski». Συνέχισε βγάζοντας μαζί με τον Δημήτρη Κωνσταντάρα το «Κόσμος του τένις», αλλά και μόνος του τα «Κόσμος του Video» και «Πλεύση».
Το 1988 ο Λυμπέρης, στα 34 χρόνια του, κυκλοφορεί το αντρικό περιοδικό «Status» και κάνει εκδοτικό σουξέ. Η μεταπολίτευση είναι παρελθόν και οι 30άρηδες της εποχής ασχολούνται με το ποιο αυτοκίνητο είναι πιο γρήγορο και σύμβολο επιτυχίας, πώς ντύνεται ο καριερίστας, τι πούρα καπνίζει και ποια μάρκα ουίσκι είναι πιο σπάνια.
Στα lifestyle περιοδικά του διευθύντρια γίνεται η σύζυγός του Έλενα Μακρή, που πριν ήταν εργαζόμενη στα έντυπά του ως στιλίστρια και από το 1993 ως υπεύθυνη μόδας όλου του ομίλου, ενώ στο παρελθόν της είχε σημειώσει επιτυχία στο στάιλινγκ δουλεύοντας στη «Λάμψη» του Φώσκολου. Της έκανε πρόταση γάμου στη Νέα Υόρκη. Παντρεύτηκαν με μια πολυτελέστατη δεξίωση και εκείνη φορούσε ένα πανάκριβο, αξιοζήλευτο νυφικό της φημισμένης Vera Wang. Απέκτησαν ένα αρχοντικό σπίτι στο Κεφαλάρι, με έναν κήπο όλο μανόλιες και πολλά έργα τέχνης να κοσμούν το χώρο του. Στο γραφείο του Αντώνη Λυμπέρη δέσποζε ένα τεράστιο γλυπτό από τον Δάκη Ιωάννου με το έμβλημα του θεού Αρη. Έχοντας ένα σπίτι απέκτησαν ακόμα τρεις (!) βίλες στη Μύκονο και ένα 20μετρο σκάφος, ενώ ταξίδευαν πολυτελώς και ντύνονταν ακόμα πολυτελέστερα. Πάνω απ’ όλα έχουν αποκτήσει υπέροχα παιδιά, τη Φιλίππα, τον Αλέξανδρο και τον Αριστοτέλη. Ο Αντώνης Λυμπέρης έχει και άλλη μία κόρη, την Ιόλη, από προηγούμενη σχέση του.
Το μικρό γραφειάκι στη πλατεία Βικτορίας, είχε γίνει ένα τεράστιο κτίριο, με αίθριο στη μέση, ρεστοράν για τους εργαζομένους και έπιπλα σινιέ, στο Κορωπί. Εργαζόμενοι στον όμιλο Λυμπέρη που τον τελευταίο καιρό έβλεπαν τις αποδοχές τους συνεχώς να συρρικνώνονται και να φτάνουν να τους χρωστάνε τουλάχιστον τέσσερις μήνες, ορκίζονται πως την εποχή της αυτοκρατορίας του lifestyle στη χώρα το ζευγάρι γευμάτιζε τα μεσημέρια στην εταιρία με δύο ζευγάρια σερβίτσια Hermes που είχε αγοράσει ειδικά γι’ αυτόν τον σκοπό και κόστιζαν κοντά στα 70.000 ευρώ! Εξαπλώθηκαν σε Κύπρο, Ρουμανία και Βουλγαρία, αγόρασαν το μεγαλύτερο μερίδιο από τις Τεχνικές Εκδόσεις Α.Ε., απέκτησαν ραδιόφωνα, έκαναν site, διοργάνωναν μεγάλες εκδηλώσεις, όπως «Οι γυναίκες της χρονιάς» και τα «Θεατρικά Βραβεία». Μετά άρχισαν οι μειώσεις, οι καθυστερήσεις στις πληρωμές, τα μεγάλα προβλήματα σε ρευστό, η μη καταβολή δώρων και υποχρεωτικών επιδομάτων.
Τελικά ο Αντωνης Λυμπέρης δημοσιοποίησε το κλείσιμο της εταιρίας του με μια συγκινησιακά φορτισμένη επιστολή που -ανάμεσα σε άλλα- ανέφερε: «Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία και για εμάς σήμερα, Τετάρτη 7 Νοεμβρίου του 2012, σας ανακοινώνω ότι πέθανε. Πέθανε παίρνοντας μαζί της τους κόπους και τα όνειρα 32 ετών. Σταθήκαμε όλοι στο ύψος μας, παλέψαμε, επιμείναμε, προσπαθήσαμε. Δεν χάσαμε. Δεν ήταν μια μάχη, αλλά ένας άνισος, ατέρμων, καταδικασμένος και προδομένος αγώνας ενάντια στην παράνοια και το παράλογο που διακατέχει πλέον τη χώρα μας». Κάποια από τα έντυπά τους πουλήθηκαν στις Αττικές Εκδόσεις και τη Δάφνη Επικοινωνίες.
Η Έλενα Μακρή συνέχισε, ως σύμβουλος, να εργάζεται στο «Hello» και στο «Εγώ». Ο Αντώνης Λυμπέρης, ο αυτοδημιούργητος, ο ορμητικός, ο φωτογράφος με το καλλιτεχνικό βλέμμα, δεν εμφανίζεται πλέον πουθενά, ενώ οι φήμες τον ήθελαν να λείπει στο εξωτερικό. Εκτός από κάποιες μηνύσεις, κυρίως σε sites για δημοσιεύματα που θεωρούσε πως τον προσέβαλλαν και τον συκοφαντούσαν, δεν ακούγεται τίποτα γι’ αυτόν πια. Ηθελημένα… Τα τεύχη εξαντλήθηκαν, τα πιεστήρια σιώπησαν, το ιλουστρασιόν κιτρινίζει και το χαρτί των εξωφύλλων ξεθωριάζει, σαν να γέρασαν μεμιάς όλα τα μοντέλα που πόζαραν κάποτε, ανέμελα και -κυρίως- ανύποπτα, κοιτώντας μέσα από το φωτογραφικό φακό τον αδυσώπητο χρόνο…
Σχόλια για αυτό το άρθρο