Μας έχει χαρίσει άφθονο το γέλιο, αλλά μας έχει κάνει παράλληλα να συγκινηθούμε ερμηνεύοντας δραματικούς ρόλους του παγκοσμίου ρεπερτορίου. Άλλωστε, όπως η ίδια υποστηρίζει, – συμφωνώ απόλυτα με αυτό – ο ηθοποιός πρέπει να παίζει όλα τα είδη του θεάτρου. Και στην περίπτωση αυτή, η Άννα Παναγιωτοπούλου δεν είναι απλώς μία σπουδαία ηθοποιός που χάρις στο πληθωρικό της ταλέντο περνά με άνεση από την κωμωδία στο δράμα και από την επιθεώρηση στο κλασικό ρεπερτόριο, αλλά μία από τις ελάχιστες εναπομείνασες θεατρίνες – μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού πια – που υπάρχουν και κοσμούν την ελληνική σκηνή. Δεν θα μιλήσω ενδελεχώς – γιατί είναι γνωστά – για το Ελεύθερο θέατρο που έγραψε ιστορία, για τις κωμικές τηλεοπτικές σειρές στις οποίες πρωταγωνίστησε και τις βλέπουμε ακόμη σαν να είναι η πρώτη φορά λόγω της φρεσκάδας και των έξυπνων σεναρίων τους, για τη σημαντική συνεργασία της με τον Πέτρο Ζούλια, που τόσες επιτυχίες έκαναν μαζί, αλλά για το καινούργιο της καλλιτεχνικό εγχείρημα, το οποίο μάλιστα ξεκινά από τη Θεσσαλονίκη στις 24 Φεβρουαρίου στο θέατρο Αυλαία. Πρόκειται να ανέβει ένα έργο από τα πιο τρυφερά, συγκινητικά και συγχρόνως διασκεδαστικά της παγκόσμιας δραματουργίας. «Οι πεταλούδες είναι ελεύθερες» του Leonard Gecshe – παλιά μεγάλη επιτυχία των Φέρτη – Καλογεροπούλου – το οποίο θα το σκηνοθετήσει, αλλά παράλληλα θα υποδυθεί και το ρόλο της μητέρας, μεγάλη επιτυχία τότε της Σμάρως Στεφανίδου. Μην χάσετε αυτή την παράσταση γιατί μέσα στη σκληρή πραγματικότητα που ζούμε είναι μία όαση τρυφεράδας, γεμάτη συναισθήματα και αισιοδοξία στο γκρίζο που κυριαρχεί στην καθημερινότητά μας.
- Από όσα έχεις κάνει, τι θεωρείς σημαντικό;
Το πιο σημαντικό πράγμα που έκανα, και όχι μόνη μου βέβαια, ήταν το Ελεύθερο Θέατρο. Επίσης, κάτι που έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στη θεατρική μου ζωή, ήταν η συνάντησή μου με τον Πέτρο Ζούλια, ο οποίος πλησίασε πρώτα την Άννα Παναγιωτοπούλου ως άνθρωπο και ως ηθοποιό και όχι ως κωμική ηθοποιό και της έδωσε να παίξει σπουδαίους δραματικούς ρόλους του παγκοσμίου ρεπερτορίου. Κι αυτό γιατί πιστεύει, ό,τι πιστεύω κι εγώ, ότι δηλαδή ένας ηθοποιός πρέπει να παίζει όλα τα είδη θεάτρου. Το πρώτο έργο που έκανα μαζί του ήταν «Το Γλυκό πουλί της νιότης», στη συνέχεια «Το μπουφάν της Χάρλεϊ», το « Χάρολντ και Μωντ» με τον Πέτρο Φιλιππίδη και η «Τρελή του Σαγιώ» στο Εθνικό. Τηλεοπτικά, είχα την πολύ μεγάλη χαρά να ξεκινήσω με τον Θανάση Παπαγεωργίου και ένα μεγαλειώδες κείμενο τη «Μαντάμ Σουσού» του Δημήτρη Ψαθά. Εγώ την τηλεόραση την αγάπησα και την είδα ως ένα είδος μέσα από το οποίο μπορείς να εξελιχθείς ως ηθοποιός.
- Γνώρισες μεγάλες επιτυχίες, δόξες, αποδοχή και αγάπη από τον κόσμο στη μακρόχρονη και μεστή καλλιτεχνικά πορεία σου. Αποτυχίες είχες; Σε στεναχώρησαν κάποιοι άνθρωποι;
Φυσικά και είχα αποτυχίες, όπως όλοι, και ιδίως με στεναχώρησαν κάποιοι άνθρωποι πάρα πολύ, αλλά δεν θέλω να αναφέρω ονόματα. Ήταν σε προσωπικό επίπεδο περισσότερο, αλλά στη συνέχεια κατέληξαν και στο καλλιτεχνικό. Άλλωστε, στη ζωή υπάρχουν καλοί και κακοί άνθρωποι, άνθρωποι που αγαπούν και άλλοι που μισούν, άνθρωποι που ζηλεύουν και άνθρωποι που θαυμάζουν.
- Τι σε εντυπωσίασε στο έργο του Leonard Gacshe «Οι πεταλούδες είναι ελεύθερες» και αποφάσισες να το σκηνοθετήσεις;
Είναι ένα εξαιρετικό έργο, πολύ ανθρώπινο, τρυφερό και διασκεδαστικό μέσα στη συγκίνηση που προσφέρει. Ο Σταύρος Καραγιάννης ήθελε να κάνουμε ένα άλλο έργο, αλλά εγώ του αντιπρότεινα αυτό και συμφώνησε αμέσως, γιατί είναι ένα υπέροχο έργο. Μουσική έγραψε ο Διονύσης Τσακνής και τα σκηνικά και τα κοστούμια τα φιλοτέχνησε η Παναγιώτα Κοκκορού.
- Ο τίτλος του είναι συμβολικός;
Ναι, ένα τυφλό παιδί ψάχνει την ελευθερία του, προσπαθεί να μην το δεσμεύει η αναπηρία του και να μην εξαρτάται από τους άλλους και κυρίως από τη μητέρα του.
- Τελικά, εμείς οι Έλληνες ζούμε «ελεύθεροι» στη σημερινή εποχή, όπως οι «πεταλούδες» του έργου;
Δεν θα το έλεγα καθόλου αυτό, ειδικά σε αυτή τη φάση που περνάμε τώρα, είμαστε όλοι πισθάγκωνα δεμένοι. Το μεγαλύτερο δράμα, και από το οικονομικό ακόμη, είναι ότι αυτή η κυβέρνηση κατέρριψε την έννοια της αριστεράς στη συνείδηση του κόσμου. Ζούμε χειρότερα από ό,τι ζούσαμε με τις προηγούμενες κυβερνήσεις…
- Οι Έλληνες φημίζονται για το χιούμορ τους. Πιστεύεις ότι τείνει να εκλείψει εξαιτίας της αλλοπρόσαλλης ελληνικής πραγματικότητας που βιώνουμε;
Όχι, αυτό ειδικά δεν μπορούν να μας το πάρουν. Ότι υπάρχει μια γενική κατάθλιψη, υπάρχει. Αν δεν είχαμε το χιούμορ να μας ανεβάζει λίγο, θα είχαμε πεθάνει.. Προσπαθώ να είμαι αισιόδοξη παρ’ όλο που το «περιβάλλον» δεν μου δίνει καμία αισιοδοξία… Όσο μπορούμε να κρατάμε το χιούμορ μας. Είναι μία μεγάλη νίκη αυτό. Δυστυχώς, όμως, βλέπουμε μεγάλη δυστυχία γύρω μας και αυτό είναι πολύ σκληρό…
- Θεωρείται, η Ελλάδα, ευρωπαϊκή χώρα;
Θεωρείται… Το αν είναι, είναι άλλη ιστορία…
- Τι επιθυμείς πολύ και δεν σου έχει συμβεί;
Υπάρχουν κάτι κελιά στο σπίτι μου στην Τήνο μέσα στο κτήμα και ήθελα να τα φτιάξω και να τα κάνω θεατρικά εργαστήρια, όπου με μία ομάδα παιδιών θα προετοιμάζαμε θεατρικές παραστάσεις και θα τις παίζαμε μόνο στις Κυκλάδες. Πάλεψα πάρα πολύ να πάρω επιχορήγηση, αλλά δεν τα κατάφερα. Αυτό ήταν ένα όνειρο ζωής για εμένα.
- Ποια είναι τα επόμενα καλλιτεχνικά σου σχέδια;
Υπάρχουν πολλά, και για το καλοκαίρι και για το χειμώνα, αλλά δυστυχώς δε μπορώ να τα ανακοινώσω ακόμη…
Σχόλια για αυτό το άρθρο