” Παύρη, ο Μαρίνος ψάχνει για ένα στιχουργό. Θέλει να κάνει στα ελληνικά ένα ξένο τραγούδι” μου λέει ο φίλος μου Μηνάς Κωνσταντόπουλος που σκηνοθετούσε το πρόγραμμα της “Μέδουσας”. Είναι φθινόπωρο του 1980, είμαστε στο σπίτι του στην Κυψέλη και ο Μηνάς ετοιμάζεται να πάει στην πρόβα. “Ποιο τραγούδι;” τoν ρωτάω. “To Walk on the willd side, του Λου Ρίντ”. Τινάζομαι πάνω σαν να με χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. “Το λατρεύω αυτό το τραγούδι!” του λέω. “Πάρε σε παρακαλώ τώρα τηλέφωνο να του πεις ότι θα πάμε μαζί από εκεί!” “Καλά, θα τον πάρω. Κάτσε να κάνουμε πρώτα ένα τσιγάρο!” Μέχρι να το στρίψει, να το καπνίσει και να τηλεφωνήσει στον Μαρίνο, νόμισα ότι πέρασε αιώνας. “Είπε να πάμε από τη “Μέδουσα”, να σε γνωρίσει”, μου λέει και επιτέλους σηκώθηκε από τον καναπέ, ντύθηκε, στολίστηκε, κλείδωσε και βγήκαμε στο δρόμο.
Έριχνε καρεκλοπόδαρα, βρήκαμε ένα ταξί, μπήκαμε μέσα. Στη διαδρομή ίδρωνα και ξείδρωνα. Ήμουν 25 χρονών και οι μόνοι στίχοι που είχα γράψει ήταν για μια παράσταση του Ευγένιου Σπαθάρη. Άλλο είναι όμως να γράφεις για τον Σπαθάρη και άλλο για τον Μαρίνο. Φτάσαμε, μπαίνουμε μέσα, μια γλυκιά ζέστη μας τυλίγει, “Α, να και ο Ιάσων με τον Μάο!” λέει ο Μηνάς, βλέπω τον Ιάσονα Τριανταφυλλίδη να κάθεται σε ένα τραπέζι μαζί με τον Δημήτρη Μάο. Αγκαλιές, φιλιά, είναι και οι δύο αγαπημένοι φίλοι μου, ο Ιάσων έχει έρθει με ένα τεράστιο κασετόφωνο, να ηχογραφήσει την πρόβα και ο Δημήτρης για να φτιάξει τα ρούχα της παράστασης. Είναι επίσης εκεί ο Δημήτρης Παπάζογλου που διδάσκει τη χορογραφία στα παιδιά, η τραγουδίστρια Πένυ Ξενάκη, ο πιανίστας Διονύσης Μαλούχος και ο μαέστρος Νίκος Δανίκας. Στέκομαι αμήχανος στη μέση της αίθουσας, λίγο ζαλισμένος από το τσιγάρο, λίγο φοβισμένος αν θα τα καταφέρω, “πού είναι ο Γιώργος;” ρωτάει ο Μηνάς τον Ηλία Ιωαννίδη, τον επιχειρηματία της Μέδουσας. “Στο καμαρίνι, ετοιμάζεται”, λέει ο Ηλίας και μου δείχνει πώς να πάω. Φτάνω, η καρδιά μου πάει να σπάσει, παίρνω μια βαθιά ανάσα και χτυπάω την πόρτα.
“Εμπροοοοοός…” απαντάει από μεσα ο Μαρίνος με φωνή Μαίρης Αρώνη. Μπαίνω, κάθεται μπροστά σε έναν καθρέφτη και μακιγιάρεται, είναι νέος, όμορφος και κεφάτος. “Γιώργος Παυριανός” λέω σοβαρά και του δίνω το χέρι.”Μια στιγμή αγάπη μου”, σκουπίζει με ένα χαρτομάντηλο το μέικαπ από τα δαχτυλά του, σηκώνεται, μου σφίγγει το χέρι, “Είσαι η Παύρη;” ρωτάει συνομωτικά, “Ναι” του απαντώ, “Σε πειράζει να σε λέω Παύρη;” “Οχι”. Ανάβει τσιγάρο, κάθεται πάλι στο σκαμπό, εγώ κάθομαι πίσω του, βλέπω μόνο την πλάτη του, ενώ αυτός μπορεί να με βλέπει μέσα από τον καθρέφτη. Μιλάμε σαν να γνωριζόμαστε χρόνια. “Θα μπορέσεις να πεις ένα τόσο σκληρό τραγούδι;” του λέω κάποια στιγμή. “Μα γι΄αυτό ακριβώς το διάλεξα”. “Θα πρέπει να το πεις flat, χωρίς συναισθηματισμούς”. Γύρισε έκπληκτος για το θράσος μου, χαμογέλασε, “Κάνε Παύρη μου εσύ τους στίχους και μην σε νοιάζουν τα υπόλοιπα” μου λέει και μου δίνει μια κασέτα με το τραγούδι. “Αν μου το φέρεις σύντομα θα σου δώσω 30000 δραχμές!”
To Walk on the wild side είναι ένα βιωματικό τραγούδι από το Transformer το πρώτο προσωπικό άλμπουμ του Λου Ριντ, που είχε κυκλοφορήσει το 1972. Στην Ελλάδα ήταν χούντα, η ροκ μουσική ήταν υπό διωγμόν, αλλά
τέτοια τραγουδάρα δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητη. Όταν μάλιστα έμαθα ότι την παραγωγή είχε αναλάβει ο Ντέιβιντ Μπόουι και ο Μικ Ρόνσον ανέβηκε ακόμα περισσότερο στην εκτίμησή μου. Όμως από την πρώτη στιγμή που κάθησα να το δουλέψω άρχισα να αντιλαμβάνομαι τις δυσκολίες. Πώς λέμε στα ελληνικά το “Hey baby, take a walk on the wild side”; Ποιος είναι ο Joe και η Candy; Τι είναι το Apollo; Τι σημαίνει “giving head”; Κι αυτό το “doo doodoo doodoo…” τι να σημαίνει άραγε; Ούτε τα Αγγλικά μου, ούτε οι πληροφορίες που είχα μπορούσαν να με βοηθήσουν. “Θεέ μου” είπα, “γιατί να είναι αυτό το πρώτο μου τραγούδι;” και επειδή φοβήθηκα μήπως βγει παρακμιακό, έκατσα και έφτιαξα το αντίθετο, ένα αισιόδοξο, χαρούμενο τραγούδι και μια μέρα, το πήρα, οπλίστηκα με θάρρος και κατέβηκα τα σκαλιά της Μέδουσας.
Έπεσα πάνω στην πρόβα του τραγουδιού. Ο Νίκος Δανίκας είχε κάνει την ενορχήστρωση και ο Μαρίνος έλεγε το τραγούδι χωρίς λόγια, μόνο με “να-να-να”. Μόλις με είδε “Έλα βρε αγάπη μου, το τραγούδι κοντεύει να γίνει “Νινόν και Νανά” χωρίς τα λόγια!” Με παίρνει, πάμε στο καμαρίνι, κάθεται πάλι μπροστά στον καθρέφτη, εγώ στον καναπέ, αρχίζει να διαβάζει, δεν μπορώ να δω αντιδράσεις, ακούω πότε-πότε καμιά λέξη να την λέει δυνατά, στο τέλος σηκώνει το κεφάλι και βλέπω στον καθρέφτη το βλέμμα της Μέδουσας! “Τι είναι αυτά; Tι μου έφερες εδώ να τραγουδήσω; Ένα σκοτεινό τραγούδι, το έκανες χαζοχαρούμενο; Ξέρεις τι τους κάνω εγώ τέτοιους στίχους;” Διπλώνει το χαρτί, το σκίζει σε κομμάτια και το πετάει στο καλάθι των αχρήστων. “Αυτό τους κάνω! Τους σκίζω και τους πετάω!” Δεν ξέρω τι να πω. Θέλω να ανοίξει η γη και να με καταπιεί. Μπαίνει ο Δανίκας “Δεν μας βρήκες σε καλή ημέρα” μου λέει. “Όλοι έχουν τα νεύρα τους σήμερα. Δεν το ξαναδουλεύεις και να έρθεις κάποια άλλη μέρα;” Με τράβηξε από το χέρι και βγήκαμε από το καμαρίνι, ενώ ο Μαρίνος φώναζε από μέσα: “Όχι Νίκο, δεν θα το πω, θα το βγάλω από το πρόγραμμα!”
H φίλη μου Μαρία Παπαγεωργίου, που είχε ζήσει στην Αμερική, μου τα εξήγησε όλα. Την φράση “Hey baby, take a walk on the wild side” την έλεγαν οι πόρνες της Νέας Υόρκης στους περαστικούς, η Candy Darling και ο Joe Dallesandro ήταν πρωταγωνιστές στις καλτ ταινίες του Άντι Γουόρχολ, “giving head” σημαίνει στοματικός έρωτας, το Apollo ήταν γνωστή ντίσκο της εποχής. Ο Μαρίνος είχε δίκιο. Είχα πάρει ένα βιωματικό τραγούδι με πόρνες, τεκνά και περιθωριακούς και το είχα κάνει τελείως χαζοχαρούμενο. Έκατσα και το δούλεψα από την αρχή. Eβαλα μέσα ιστορίες δικές μου και ιστορίες άλλων που τις ήξερα ή τις είχα ακούσει. Η Ζαν ντ΄Αρκ, ο Αντώνης, η Βέρα και ο Ηλίας που αναφέρονται μέσα είναι πρόσωπα πραγματικά, τα είχα γνωρίσει και είχα μιλήσει μαζί τους. Όταν τέλειωσα, το πήρα και πήγα ξανά στο καμαρίνι. Το διάβασε, σήκωσε πάλι το κεφάλι και αντί για το βλέμμα της Μέδουσας, είδα στον καθρέφτη έναν άλλο Μαρίνο, ενθουσιασμένο, γελαστό, να μου κάνει κοπλιμέντα. “Αυτό μάλιστα Παύρη μου! Αυτό να βγω να το πω με ένα προβολέα και να κάνω το χέρι μου έτσι…” και σηκώθηκε να μου δείξει. Έσκυψε μετά στο αφτί μου και μου λέει “Σου είπα 30, αλλά επειδή μου αρέσει πολύ θα σου δώσω 50 χιλιάδες δραχμές! Πήγαινε τώρα στον Ηλία να πληρωθείς!”
Βαρέθηκα το μέσα... αποφάσισα να βγαίνω μέσα στην παύρη νύχτα, να βλέπω λίγη κίνηση του δρόμου, να συναντάω ανθρώπους, να φεύγει λίγο το μυαλό... ότι βλέπω, ότι σκέφτομαι, ότι μου αρέσει, θα το γράφω το βράδυ και κάθε βράδυ στην cosmopoliti... εκεί μπορείτε να ακούτε "το τρίτο στεφάνι" του Κώστα Ταχτσή, τραγούδια σε αποκλειστική πρώτη μετάδοση, παρουσιάσεις βιβλίων και παραστάσεων... ευχαριστώ Χριστίνα Πολίτη, που με έβγαλες από το σπίτι και με έκανες cosmopoliti!
Σχόλια για αυτό το άρθρο
Κλείστε διακόπες με σκάφος απο την BednBlue.com και λάβετε έκπτωση χρησιμοποιώντας το κούπονι: cosmopoliti
Σχόλια για αυτό το άρθρο