O TAZ κοντράρεται με το πολυφορεμένο κλισέ της “σκουπιδοτηλεόρασης” και τους εύκολους αφορισμούς από ανθρώπους που δεν έχουν να προτείνουν καμία εναλλακτική λύση.
Ναι, ούτε για μένα η ελληνική ιδιωτική τηλεόραση είναι το καλύτερό μου, ειδικά τα τελευταία χρόνια με την κρίση να έχει ισοπεδώσει τα πάντα. Γιατί όταν πέφτουν κατακόρυφα τα χρηματικά budget τότε πέφτουν κατακόρυφα και τα κέρδη, (που και πριν την κρίση προβληματικά ήταν, με τη χασούρα να καραδοκεί πάντα), και ταυτόχρονα εξανεμίζονται και οι ελπίδες για κάτι πιο πλούσιο και διαφορετικό. Θα μου πεις πως η ποιότητα και η αισθητική δεν εξαρτώνται από τα χρήματα. Μαζί σου. Όμως για να υπάρξει ποιότητα και αισθητική πρέπει να υπάρχει και υγιές εμπορικό κομμάτι. Για παράδειγμα, το λεγόμενο ανεξάρτητο αμερικάνικο σινεμά, δε θα κυκλοφορούσε στη διανομή από μεγάλα στούντιο αν αυτά τα στούντιο δεν είχαν κέρδη από τα blockbuster.
Παρ’ όλα αυτά, κι επειδή ανήκω στη γενιά των ανθρώπων που δούλεψαν στην τηλεόραση και στα χρυσά από οικονομικής άποψης χρόνια της, και πρόσφατα, θα ήθελα όλοι όσοι κριτικάρουν να κάνουν και μία αντιπρόταση. Δε λέω ότι δεν χρειάζεται η κριτική. Και κριτική και κράξιμο μπόλικο χρειάζεται για πέντε τόνους σκουπίδια ππου υπάρχουν αυτή τη στιγμή στον αέρα. Άλλο όμως η κριτική επί της ουσίας κι άλλο η κριτική για τα ποστίς της τάδε, το μπούστο της άλλης και το βαμμένο μαλλί του παραπέρα. Αγάπη μου, που πας να κρίνεις το κατιναριό όταν τα επιχειρήματα σου είναι της μεγαλοκατίνας; Ειδικά όταν αύριο μεθαύριο αυτοί ακριβώς που βρίζεις, σε κάνουν πανελίστρια, εσύ κάνεις κωλοτούμπα και τα βλέπεις όλα ρόδινα γιατί αποκτάς μούρη στο γυαλί και μερικά ευρώ παραπάνω στην τσέπη;
Έχω γνωρίσει αρκετούς από αυτούς που κάνουν τηλεκριτική, την οποία θεωρώ ανύπαρκτο επάγγελμα γιατί η τηλεόραση δεν είναι ένα πράγμα, είναι πολλά και διαφορετικά και δεν μπορείς να κρίνεις με τον ίδιο τρόπο και γνώσεις ένα πολιτικό talk σόου, ένα ντοκιμαντέρ, τη Eurovision, τη Μενεγάκη και μια σειρά. Η πλειοψηφία τους είναι κολλημένοι με ένα τηλέφωνο όλη τη μέρα στο αυτί και κωλοτρίβονται με μικρούς ή μεγάλους παράγοντες των καναλιών περιμένοντας με αγωνία τη μέρα που κάποιος θα τους θυμηθεί να τους καλέσει. Στο μεσοδιάστημα βγάζουν το άχτι του πεινασμένου, θάβοντας, τις περισσότερες φορές ανώνυμα, όποιον και όποια εκείνη την ώρα τους ζοχαδιάσει επειδή είναι πιο όμορφη πιο πλούσια πιο πετυχημένη από αυτούς. Το έχω κάνει κι εγώ, δε βγάζω την ουρά μου απ’ έξω.
Το θέμα όμως είναι πως όταν ασκείς κριτική, δεν ξεκινάς με το μυαλό σου κολλημένο στη φράση, “σήμερα θα ξεσκίσω τον τάδε”. Ούτε με τη γλώσσα να γλλύφει τζαμαρίες για να καλοπιάσεις αυτόν που σε βολεύει. Γιατί και τα δύο δείχνουν όχι απλά προκατάληψη αλλά κομπλεξισμό που ακουμπάει ταβάνι και κακομοιριά που σέρνεται στα πατώματα. Κάθεσαι, βλέπεις, ακούς και με επιχειρήματα μετά τοποθετείσαι όσο θετικά ή όσο αρνητικά θέλεις. Έχοντας όμως στο μυαλό σου κάτι πολύ σημαντικό που το έγραψα και στην αρχή. Τα “λεφτά”. Ότι δηλαδή η ιδιωτική τηλεόραση δεν είναι ούτε κοινωφελές ίδρυμα ούτε πολιτιστικός οργανισμός. Είναι επιχείρηση. Μπίζνα. Και δεν το έκρυψε ποτέ.
Αυτό που νοιάζει τον επιχειρηματία, αυτόν που επενδύει πάνω της είναι να βγάλει λεφτά και είναι απόλυτα λογικό. Το πως θα τα βγάλει, με ποια προγράμματα και τι αισθητική είναι κάτι που αφορά ως ρίσκο τον ίδιο. Και ως επιλογή το θεατή. Δεν έβαλε ποτέ κάποιος καραμπίνα στο κεφάλι του θεατή για να δει 50η φορά “Το Καφέ της Χαράς”. Όταν όμως το κανάλι βλέπει ότι και μέχρι το 2050 να το παίζει, το κοινό θα το βλέπει, δεν έχει λόγο να μην το κάνει. Ο θεατής ρυθμίζει το πρόγραμμα στην ουσία, όπως έξυπνα είχε παίξει με αυτό το concept κάποτε το Mega. Πολλοί απαντούν στο παραπάνω, με το ότι ο θεατής δεν έχει άλλη επιλογή. Δεν άκουσα, τι είπατε, ορίστε; Όλοι έχουμε τουλάχιστον ένα dvd player για να δούμε κάτι που μας αρέσει. Δε μιλάω καν για το Ίντερνετ που σου δίνει πρόσβαση στα πάντα και καταρρίπτει το μύθο “δεν έχει επιλογές ο θεατής”. Κάποιοι άλλοι θα μου πουν ότι ο θεατής εκπαιδεύεται και σε ότι τον μάθεις προσαρμόζεται. Ναι, ωραία, και ποιος σου είπε ότι μια επιχείρηση είναι εκπαιδευτικός οργανισμός;
Ξέρω ανθρώπους που απλά τελείωσαν το λύκειο, δεν πήγαν ούτε πανεπιστήμιο ούτε τίποτα, και από μόνοι τους έχουν διαβάσει δεκαπλάσια βιβλία από ότι εγώ, έχουν δει περισσότερες παραστάσεις και μπορούν άνετα να με στριμώξουν στη γωνία σε μια συζήτηση για μια κινηματογραφική κριτική μου. Αυτούς ποιος τους έμαθε και τους δίδαξε; Απλό. Η δική τους επιθυμία. Αν υπάρχει μια τηλεόραση που έχει χρέος να προάγει την αισθητική και τη γνώση αυτή είναι η κρατική. ΣΟΡΙ, ΑΛΛΑ ΧΙΛΙΕΣ ΦΟΡΕΣ ΝΑ ΒΛΕΠΩ ΜΕΣΗΜΕΡΙΑΝΑΔΙΚΑ ΑΠΟ ΤΟ ΝΑ ΔΩ ΕΡΤ. Που την πληρώνω κι όλας. Δεκατίες μετά την ίδρυση της, η κρατική τηλεόραση όχι απλά δεν εξελίσσεται, αλλά είναι χειρότερη κι από την δεκαετία του 80.
Μετά από κρούσεις, συγκρούσεις, αντιπαραθέσεις και κλεισίματα, η ΕΡΤ ξανάνοιξε, οι αγωνιστές δικαιώθηκαν και ο τηλεθεατής ταξιδεύει στη μηχανή του χρόνου. Αν είσαι και γρια με λίγο Αλτζχάιμερ την πάτησες επικίνδυνα. Χάνεις την επαφή σου με το χρόνο εντελώς γιατί τα σίριαλ που έχει να προτείνει η ΕΡΤ είναι τύπου “Η κυρία Ντο Ρε Μι” με την Ελένη Ανουσάκη σε επανάληψη, κάποια ντοκιμαντέρ σε επανάληψη, και για σόου οι εκπομπές “Στην Υγειά Μας” του Σπύρου Παπαδόπουλου σε επανάληψη, από την εποχή που επιτρεπόταν ακόμα να καπνίζεις στην οθόνη. Το είδα και δεν το πίστευα.
Η κρατική τηλεόραση για άλλη μια φορά, αποδεικνύει την ανικανότητα της να κάνει τη διαφορά, να πειραματιστεί και να βουλώσει στόματα. Προσωπικά, δεν θέλω καν να σκέφτομαι μια τηλεόραση που θα είχε μόνο κρατικά κανάλια. Ποιος σου είπε ότι τα μεσημεριανάδικα είναι δημόσιες βιβλιοθήκες και ότι στο “The Voice” πρέπει να τραγουδάνε μπαλαλάικα; Ο κάθε λαός έχει τους πολιτικούς και την τηλεόραση που του αξίζει. Κι εν πάσει περιπτώσει, υπάρχουν αρκετές εξαιρέσεις κι επιλογές προγραμμάτων στην ελληνική ιδιωτική tv που αξίζουν τον κόπο. Αν ρωτάς γιατί δεν παίζει ξένα σίριαλ ή τα βάζει μετά τα μεσάνυχτα είναι γιατί ως θεατής έχεις αποδείξει ότι δεν τα βλέπεις. Αν ρωτάς γιατί κόπηκε η εξαιρετική “Eθνική Ελλάδος”, αναρωτήσου πόσο ευθύνεσαι κι εσύ για την οικονομική κρίση. Δεν υπήρχαν λεφτά, γι αυτό κόπηκε. Πολύ απλά.
Και το γράφω αυτό για τα λεφτά ξανά, γιατί διάβασα σε μια εφημερίδα ένα άρθρο με τον έξυπνο τίτλο, “Στην εκπομπή υπάρχει τοποθέτηση παρουσιάστριας”. Σάτιρα με βάση την επισήμανση “στην εκπομπή υπάρχει τοποθέτηση προϊόντος” που αναγράφεται όταν διαφημίζονται έμμεσα μέσα από ένα πρόγραμμα, εταιρείες. Γέλασα και το βρήκα έξυπνο, γιατί ειδικά αυτό με τα υαλουρονικά, που σε μια δίωρη εκπομπή την μία ώρα την τρώνε με το πάνελ να λέει πόσο του τσίτωσε τη μούρη η τάδε μάρκα πόσιμου κολλαγόνου, έχει γίνει σουρεαλιστικό. Είναι όμως αναγκαίο. Γιατί τα έσοδα και τα λεφτά με τα οποία θα πληρωθούν 100, 200, 300 οικογένειες ανθρώπων σε ένα κανάλι από εκεί έρχονται, από τη διαφήμιση. Κι όταν η κανονική διαφήμιση, έχει πέσει στο ναδίρ, πέφτουν και τα έσοδα. Οπότε η μόνη λύση είναι αυτή.
Ο κάθε ένας κρίνεται απο τις επιλογές του. Τι γίνεται όμως όταν οι επιλογές αυτές διαμορφώνονται από τις καταστάσεις; Δεν υπερασπίζομαι τα όποια σκουπίδια υπάρχουν στην τηλεόραση. Απλώς σαν θεατής επιλέγω να τα αγνοώ. Κι αν δεν τα αγνοώ και τα παρακολουθώ, είναι επειδή αυτή είναι η δουλειά μου. Το να βγάζεις όμως κραυγές αρχαίας τραγωδίας παιγμένης από αυτιστικούς για κριτική, είναι σαν να σε πετυχαίνω κάθε βράδυ σε μπουζούκια γ κατηγορίας ενώ λίγο πριν μου έλεγες πόσο σου αρέσουν τα μικρά αρτίστικα jazz club. Και στα δύο ξέρεις τι θα ακούσεις και πως θα περάσεις. Και τα δύο μπίζνα είναι, όσο κι αν το jazz έχει το άλλοθι του πιο σοφιστικέ. Στο τέλος της βραδιάς, αυτό που μετράει για τον μαγαζάτορα και την ορχήστρα που περιμένει να πληρωθεί, είναι το πόσα ποτά πλήρωσες για να πιεις.
Σχόλια για αυτό το άρθρο