Πόσο οικεία μπορεί να αισθανθεί ένας θεωρητικός της θεατρολογίας συνομιλώντας με έναν σκηνοθέτη που συναντά, μάλιστα, για πρώτη φορά; Κρίνοντας από τη συνάντησή μου με τον Δημήτρη Καραντζά στο Βυσσινόκηπο στα Εξάρχεια, θα απαντούσα πολύ. Και τη χαρακτηρίζω συνάντηση (τον όρο συνέντευξη τον αφήνω σε άλλους, πιο ειδικούς), γιατί είχε την αίσθηση συνάντησης φίλων για καφέ. Ή ηρώων θεατρικού έργου, που γρήγορα αποποιήθηκαν τον κατ’ επίφασιν πληθυντικό και μίλησαν περί θεάτρου και άλλων δαιμονίων.
– Δημήτρη σε ενδιαφέρει η υποκριτική; Σκέφτεσαι κάποια στιγμή να εμφανιστείς ίσως σε παράστασή σου ως ηθοποιός ή έχεις αποποιηθεί πια αυτόν το ρόλο;
Ο λόγος που πήγα στη δραματική σχολή ήταν επειδή στην πραγματικότητα ήθελα να καταλάβω τη διαδικασία της λειτουργίας του ηθοποιού. Μου φαίνεται δύσκολο κάποιος θεωρητικός της τέχνης να μπορέσει να καθοδηγήσει τους ηθοποιούς χωρίς να είναι και ο ίδιος ηθοποιός. Μπορεί να το κάνει εμπειρικά ή διαισθητικά. Στο «Εμπρός» με ενδιέφερε περισσότερο το τι έκανε ο ηθοποιός με τον οποίο είχα κομμάτι, παρά το τι θα έκανα εγώ, και παρατηρούσα αυτή τη διαδικασία. Η αλήθεια είναι πως, αν και εγώ επιβάλλω κάποιου είδους ακρίβεια και υπακοή στους ηθοποιούς μου, στην πραγματικότητα δε θα μπορούσα να υποστώ κάτι τέτοιο ο ίδιος. Μου φαίνεται ψυχοφθόρο.
– Η φόρμα στα έργα σου είναι πολύ συγκεκριμένη. Είναι από πριν προδιαγεγραμμένη ή κάτι εν εξελίξει, που διαμορφώνεται από τη διαδικασία της πρόβας;
Έχω μια δομή στο μυαλό μου, αλλά με ενδιαφέρει το ανθρώπινο υλικό. Είμαι ανοιχτός να δω πώς ο ηθοποιός αντιδρά σε μια εντολή, πώς αντιδρά στο ερέθισμα που του δίνω, πώς θα συναντηθούμε μεταξύ μας και πώς θα το επικοινωνήσουμε στο κοινό. Είναι μια αλυσίδα επικοινωνίας.
– Πόση σημασία δίνεις στο κείμενο;
Δεν μπορώ να δημιουργήσω καμιά ιδέα ή καμιά είδους φόρμα αν πρώτα δεν με εμπνεύσει το κείμενο, αλλά συγχρόνως και ο ρυθμός του λόγου που παίζει καθοριστικό ρόλο για μένα, είτε μιλάμε για κείμενο είτε για γλώσσα μετάφρασης. Ο Δημητριάδης έχει πειραματιστεί πολύ στα δικά του σχήματα από την εποχή που άρχισε να πρωτογράφει, όμως η σύγχρονη αφαιρετική του γλώσσα με εκφράζει απόλυτα.
– Αισθάνεσαι μεγαλύτερη ασφάλεια με ένα έργο κλασικό ή με ένα κείμενο σύγχρονης δραματουργικής μορφής και γραφής;
Οι κλασικοί συγγραφείς, όπως ο Ίψεν, έχουν απόλυτη γνώση της δομής, κάτι που μου δίνει ασφάλεια. Δεν χρειάζεται να παλέψω για να δω τι θα κάνω, παρόλο που αναζητώ τη διέγερση για να ξεκινήσω. Έχω χρόνια ωστόσο να γοητευτώ και να συγκινηθώ από ένα τελείως σύγχρονο έργο. Είναι κάτι που με προβληματίζει. Θα έπρεπε να βρεθεί μια νέα γλώσσα επικοινωνίας.
-Η όπερα είναι μια γλώσσα επικοινωνίας;
Θα έπρεπε να είναι. Αλλά η εκπαίδευση του λυρικού τραγουδιστή είναι τέτοια που δεν αφήνει πολλά περιθώρια στο σκηνοθέτη ως προς την αξιοποίηση των λυρικών τραγουδιστών, ενώ και η χρήση του σώματός τους είναι περιορισμένη.
– Θα σε ενδιέφερε μια δεύτερη φορά στην Επίδαυρο;
Ασφαλώς. Η εβδομάδα της Επιδαύρου ήταν η πιο ήρεμη εβδομάδα που πέρασα, από άποψη άγχους. Όλα έγιναν ομαλά. Η Επίδαυρος μου έβγαλε μια ζεστασιά, δεν την φοβήθηκα. Αισθάνθηκα δέος, αλλά όχι με την έννοια του τρόμου. Με έκανε να αισθανθώ ασφαλής με αυτά που έκανα, και οικεία. Το ίδιο ευτυχώς ίσχυσε και για τους ηθοποιούς.
– Χρησιμοποιείς πάντα στις δουλειές σου ένα ηχητικό τοπίο, που ειδικά στο Όταν ξυπνήσουμε εμείς οι νεκροί άγγιξε τα όρια ενός ηχητικού installation. Πώς τον βρίσκεις αυτόν τον ήχο επεξεργαζόμενος παράλληλα τη σκηνοθεσία;
Η λειτουργία της μουσικής για μένα είναι μέρος της παράστασης, αναπόσπαστο μέρος της συνεργασίας. Με τον Δημήτρη Καμαρωτό εν προκειμένω συζητούμε από την αρχή, μιλάμε με τις ίδιες ηχητικές ποιότητες και εφαρμόζουμε πάνω στη δραματουργία της παράστασης τη μουσική, ως αναπόσπαστο πια κομμάτι, ως μια ενότητα. Αλλιώς επιλέγω μια τελείως σιωπηλή παράσταση. Η μουσική για μένα είναι μια αντίληψη. Προέκταση της μουσικής ανάγνωσης του ρυθμού του κειμένου.
– Ένας σύγχρονος σκηνοθέτης μπορεί να επικοινωνήσει με άλλους σκηνοθέτες μέσω των ηθοποιών που ανήκουν σε διαφορετικές γενιές ή σε διαφορετικές σχολές;
Οι ηθοποιοί που είναι ενεργοί, δηλαδή διαυγείς, προσαρμόζονται. Η Ρένη Πιττακή για παράδειγμα προσπαθεί να επικοινωνήσει με κάτι που της είναι ξένο, αλλά όχι με αναστολές ή δεύτερες σκέψεις, με απόλυτο δόσιμο. Δεν δίνεται ωστόσο αμαχητί. Μου δημιουργούσε συγκίνηση, γιατί αναζητούσε πολλές φορές την επιβεβαίωση από εμένα. Στο θέατρο πρέπει να βρίσκουμε τρόπους να επικοινωνούμε με το «αλλότριο».
– Συμπτωματικά στην παράστασή σου υπάρχουν 3 ηθοποιοί του Τέχνης: Σαράντης, Μουστάκης και Πιττακή. Λέω «συμπτωματικά», γιατί οι δύο κύριοι ανήκουν στους σταθερούς σου συνεργάτες. Έχουν κάποιο κοινό οι τρεις τους, ίσως λόγω της μαθητείας του στη δραματική σχολή του Θεάτρου Τέχνης;
Το κοινό που βρίσκω είναι η απόλυτη ανάγκη τους να δουλέψουν μέχρι εξαντλήσεως για να πετύχουν αυτό που τους ζητείται. Ίσως αυτό, με τη σειρά του, να οφείλεται στο Θέατρο Τέχνης.
– Γιατί κανείς Ευρωπαίος όταν επισκέπτεται την Ελλάδα δεν έχει στο μυαλό ή στο πρόγραμμά του να παρακολουθήσει μια παράσταση; Οφείλεται μόνο στο εμπόδιο της γλώσσας ή σε λάθος χειρισμούς ετών όσον αφορά την πολιτική του πολιτισμού;
Μα από πού να ενημερωθεί; Το κράτος δεν έχει ιδέα επί του καλλιτεχνικού προϊόντος που υπάρχει στη χώρα. Υπάρχει άγνοια και αδιαφορία όχι μόνο για τη χρηματοδότηση της Τέχνης, αλλά και για την επικοινωνία της. Υπέρτιτλοι στην Επίδαυρο μπήκαν πρώτη φορά στην Ελένη και τον Προμηθέα του Λυγίζου. Τα τελευταία χρόνια η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του ιδρύματος Ωνάση έχει κάνει κάποιους χειρισμούς για να συνδέσει το ελληνικό θέατρο με ένα διεθνές ρεπερτόριο. Αλλά αυτό δεν θα έπρεπε να είναι φροντίδα ενός ιδιωτικού ιδρύματος.
-Η σύγχρονη ελληνική παραγωγή έχει όντως να επιδείξει κάτι ή μας αντιμετωπίζουν και λίγο ως μόδα;
Στην Αβινιόν είχαν εμμονή στο να βρουν τι σχέση είχε η παράστασή μου με την κρίση, που δεν είχε καμία. Υπάρχουν όμως καλλιτέχνες σήμερα που το έργο τους δεν απευθύνεται αποκλειστικά στην Ελλάδα και μπορούν να επικοινωνήσουν με ένα διεθνές κοινό, ακόμη και αν δεν βιώναμε οικονομική κρίση: Παπαϊωάννου, Vasistas, Blitz, Κιτσοπούλου, Θάνος Παπακωνσταντίνου, Λιβαθινός.
– Ανεξαρτήτως της θέσης που πήρες στη θεατρική επικαιρότητα με όσα συνέβησαν στους κόλπους του Φεστιβάλ Αθηνών, ήταν κάτι που εσένα ως Δημήτρη θα σε εμπνεύσει και θα σε οδηγήσει κάπου παραπέρα ή θα σε απογοητεύσει και θα σε προβληματίσει;
Ελπίζω να μην με απογοητεύσει περισσότερο. Η απογοήτευσή μου ούτως ή άλλως δεν ήρθε τώρα, από το πόσο γραφικά αντιμετωπίζονται οι καλλιτέχνες σε αυτήν τη χώρα. Το πρόβλημα δεν ήταν ο Φαμπρ. Το πρόβλημα ήταν πως για μια ακόμη φορά δεν υπήρξε πρόταση ούτε για την εγχώρια παραγωγή, ούτε για το νόημα του ίδιου του Φεστιβάλ. Ήταν ατιμωτικό. Το Φεστιβάλ θα εκφυλιζόταν. Οι εξηγήσεις που δόθηκαν μετά δεν με κάλυψαν. Με πεισμώνει να συνεχίσω, γιατί αυτό ξέρω να κάνω. Δυστυχώς, για μια ακόμη φορά θα πρέπει να σφίξω τα δόντια και να πω ότι θα τα καταφέρω.
Δείτε περισσότερα στο theatro-technis.gr
Σχόλια για αυτό το άρθρο