Στην κατά Θωμά Μοσχόπουλο Μανόν που παρουσιάστηκε από την Εθνική Λυρική Σκηνή η Μυρτώ Παπαθανασίου στον ομώνυμο ρόλο ήταν μια γυναίκα που γνώρίζε τη δική της δύναμη. Αν και δεν έπειθε ηλικιακά στο ρόλο της 16χρονης Μανόν, εντούτοις ήταν μαγευτική τόσο φωνητικά όσο και δραματικά. Η σκηνική απεικόνιση της Μανόν συνήθως στηρίζεται στη ματαιοδοξία της ομορφιάς της και γι’ αυτό παρουσιάζεται ως θύμα των επιθυμιών της, παραβλέποντας την αληθινή αγάπη της για την πολυτέλεια που της προσφέρεται και της συνειδητοποίησης πως η ακόρεστη επιθυμία της για πλούτη θα την καταστρέψει. Όλες οι ενέργειές της, αν και τις περισσότερες φορές φαίνονται λανθασμένες, παρακινούνται πάντοτε από την προσπάθειά της να αξιοποιήσει τις καταστάσεις στις οποίες βρίσκεται και αυτό ακριβώς ανέδειξε ο Μοσχόπουλος. Στη δική του προσέγγιση της όπερας η Μανόν αγαπά ειλικρινά τον νεαρό φοιτητή που την έσωσε από μια ζωή σε ένα μοναστήρι, Ντε Γκριε, και γι’ αυτό η Μανόν της Παπαθανασίου βρισκόταν σε σύγχιση για το τι θα έπρεπε να κάνει όταν μαθαίνει ότι ο πατέρας του αγαπημένου της θα παρέμβει. Αν αποδεχτεί την πολύ γενναιόδωρη προσφορά του πλούσιου ευγενή, γνωρίζει πως θα ενηλικιωθεί και δεν θα είναι πια μια 16χρονη. Και η Παπαθανασίου έδειξε όλη αυτήν την απόγνωσή της για την επιλογή που κάνει. Η βαθιά αγάπη της για τον Ντε Γκριέ φαίνεται, όταν η Μανόν πληροφορείται ότι ο Ντε Γκριε πρόκειται να πάρει τον όρκο της ιεροσύνης. Στις περισσότερες σκηνοθεσίες η Μανόν τον αναζητά για να τον αποπλανήσει ώστε να τρέξει μαζί της και να ζήσουν μια ζωή στα άκρα.
Η Παπαθανασίου υπήρξε διαφορετική. Συνειδητοποιούσε ότι αν δεν κατάφερνε να τον μεταπείσει, δεν θα μπορούσε ποτέ να αποκαταστήσει τη ζημιά που του έκανε και έτσι να ξαναφτιάξει τη ζωή που επιθυμούσε μαζί του. Ενώ το τελικό αποτέλεσμα είναι το ίδιο, η «αποπλάνησή» της ήταν κάτι άλλο: μια απεγνωσμένη προσπάθεια να του υπενθυμίσει τις χαρές που μοιράστηκαν κάποτε. Η τελική καταστροφή τους είναι, πράγματι, δικής της υπαιτιότητας για την υπονόμευση μιας ζωής αλλά η Παπαθανασίου καθιστούσε σαφές ότι επρόκειτο για πράξη απελπισίας απέναντι στην πτώχευση και όχι στην επιθυμία της για πλούτη. Η τελική τους συνάντηση στην φυλακή είναι σχεδόν αποτρόπαια θλιβερή να την παρακολουθήσει κάποιος και γι’ αυτό ο Μοσχόπουλος επέλεξε η δική του νεκρή Μανόν να απομακρύνεται πάνω σε έναν κυλιόμενο τάπητα σαν να οδηγείται σε κρεματόριο. Η Παπαθανασίου φωνητικά υπήρξε καταπληκτική, αφού διέθετε μια λαμπρή φωνή, με γεμάτες σιγουριά ψηλές νότες και αξιοσημείωτη ευελιξία. Ήταν εξίσου εντυπωσιακή σε πλήρη φωνητικά ένταση αλλά και όταν κινούνταν σε πιο χαμηλούς τόνους και μαλακές νότες. Κάθε νότα της ήταν μέρος μιας φράσης που επικοινωνούσε με τις λέξεις και τα συναισθήματα που κρύβονταν πίσω από αυτές.
Ο Ρουμάνος Γιόαν Χοτέα στο ρόλο του Ντε Γκριε ήταν ισάξιος της Παπαθανασίου, αλλά ο χαρακτήρας του ρόλου του δεν ήταν τόσο περίπλοκος. Κατάφερε ωστόσο να μεταφέρει φωνητικά και υποκριτικά με σιγουριά την βαθιά αγάπη του για την Μανόν και τις όποιες συγκρουσιακές σχέσεις του ρόλου του. Ο Διονύσης Σούρμπης απεικόνισε εξαίρετα τον ξάδελφο της Μανόν, τον Λεσκώ, καθώς ο βαρύτονος πέτυχε να μεταφέρει το λιμπρέτο με έντονο τρόπο. Στους υπόλοιπους ρόλους διακρίθηκαν ο Χάρης Ανδριανός ως Ντε Μπρετινύ με τις τρεις γυναίκες “συνοδούς” του Πουσσέτ, Ζαβότ και Ροζέτ (Βιολέττα Λούστα, Ρόζα Πουλημένου-Καπόν και Έλενα Μαραγκού αντίστοιχα). Η σκηνοθετική προσέγγιση του οπερατικού έργου από τον Θωμά Μοσχόπουλο έχει δημιουργήσει ήδη αμφιλεγόμενα σχόλια και αντικρουόμενες απόψεις μεταξύ κοινού και κριτικών. Η σκηνή ήταν συχνά γεμάτη κόσμου και πολύβοη, μερικές φορές σε σημείο να αποσπάται η προσοχή του θεατή, καθώς πολλά πράγματα συνέβαιναν ταυτόχρονα. Ενδιαφέρουσα ωστόσο υπήρξε η σκανδαλώδης εκδοχή και γεμάτη ερωτικά υπονοούμενα σκηνή στην χαρτοπαιχτική λέσχη.
Ο Λουκάς Καρυτινός στη μουσική διεύθυνση ήταν μια ήρεμη δύναμη στη θυελλώδη και επηρεασμένη από τον βερισμό γαλλική όπερα. Συνέπλεε με τον ενθουσιασμό που επικρατούσε στη σκηνή, αλλά είχε πάντοτε υπό τον έλεγχό του την μουσική διάσταση του Μασνέ. Το τέμπλο του ωθούσε την πλοκή της όπερας να κινείται προς τα εμπρός, χωρίς να αφήνει ποτέ το μουσικό ρυθμό να καθυστερεί ή να μην εμπλουτίζει με τη δική του ομορφιά τη σκηνική δράση. Η ισορροπία της ορχήστρας με τη δράση ήταν εξαιρετική και η ορχήστρα ανταποκρίθηκε στην μουσική καθοδήγηση του Καρυτινού.
Ο Κώστας Καρασαββίδης είναι υποψήφιος διδάκτωρ θεατρολογίας με επιστημονικές δημοσιεύσεις και συμμετοχή σε συνέδρια στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Ασχολείται με την κριτική παραστάσεων και θεατρολογικών εκδόσεων
Σχόλια για αυτό το άρθρο