Έχει υπογράψει σκηνοθετικά πολλά έργα με αριστοτεχνικό τρόπο και έχει ερμηνεύσει με μεγάλη καλλιτεχνική επιτυχία σπουδαίους ρόλους του παγκοσμίου αλλά και του ελληνικού ρεπερτορίου και έχει προσφέρει πολλά στο θέατρο! Ο πρόεδρος του Δ.Σ του Εθνικού θεάτρου, Θανάσης Παπαγεωργίου, σκηνοθετεί τη φιλόδοξη παραγωγή του Κ.Θ.Β.Ε ‘’Το τρίτο στεφάνι’’ του Κώστα Ταχτσή, που ανεβαίνει απόψε, 7 Οκτωβρίου στο θέατρο της Μονής Λαζαριστών με πρωταγωνίστρια την πληθωρική Ελισάβετ Κωνσταντινίδου στο ρόλο της Εκάβης. Όπως είναι φυσικό, η παράστασή του αναμένεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον από το θεατρόφιλο κοινό και όχι μόνο…
-Πώς σας φαίνεται η μεταγραφή ενός μυθιστορήματος από τη σκηνή του νου του κάθε αναγνώστη στη ζωντανή πραγματικότητα της θεατρικής σκηνής;
Κάθε αναγνώστης κάνει τη δική του ανάγνωση, εξ ου και οι διαφορετικές σκηνοθετικές προσεγγίσεις. Μερικοί, αυτή την μεταγραφή, τη θεωρούν αδιανόητη, άλλοι βρίσκουν μια εκπληκτική λύση. Καμιά δεν είναι σωστή και καμιά δεν είναι λάθος. Όπως και να ‘χει το πράγμα, είναι εξαιρετικά δύσκολο να θεατροποιήσεις ένα πεζογράφημα, με την έννοια ότι δεν χτίστηκε πάνω σε θεατρικές, αλλά σε θεατρόμορφες, δομές.
-Η Νίνα και η Εκάβη, καθώς και τα υπόλοιπα πρόσωπα κινούνται μέσα σ’ ένα ασφυκτικά στενό μικροαστικό περιβάλλον, σε μια εποχή μεταιχμιακή που κάνει συνεχώς αναφορές στους Βαλκανικούς πολέμους, στον Α΄ και Β΄ Παγκόσμιο, τη μεταξική δικτατορία, τα Δεκεμβριανά και το Αλβανικό έπος. Πιστεύετε πως η ζωή στη σύγχρονη Ελλάδα του σήμερα εκφράζεται μέσα από αντίστοιχα – παράλληλα μικροαστικά συμφραζόμενα;
Δεν νομίζω ότι έπαψε ποτέ η χώρα μας να είναι βαθιά μικροαστική. Νίνες και Εκάβες διαθέτουμε πολλές. Θυμάμαι ότι το ίδιο έλεγα και για τη Μαντάμ Σουσού, σε άλλο επίπεδο βέβαια. Όλες αυτές οι κυρίες είναι κλασικά πρόσωπα για την Ελλάδα, επειδή εκπροσωπούν μεγάλο κομμάτι του γυναικείου φύλου.
-Ένα μεγάλο θέμα που θίγεται στο «Τρίτο Στεφάνι» είναι αυτό της μητρότητας. Θεωρείτε πως μέσα στο έργο αποφυσικοποιείται η μητρότητα, ότι σχηματίζονται αμφιλεγόμενες μητρικές ταυτότητες;
Ούτε αυτό θα έλεγα πως είναι πρωτότυπο και άγνωστο. Τίποτα καινούργιο δεν κομίζει η μητρότητα της μιας ή της άλλης κυρίας. Και το ‘’μίσος’’ της Νίνας για τη Μαρία και ο ‘’έρωτας’’ της Εκάβης για τον Δημήτρη, είναι κλασικές περιπτώσεις, γνωστές ακόμα και από τη μυθολογία μας. Και είναι περιπτώσεις που συναντάμε καθημερινά. Περισσότερο ιδιαίτερη είναι η σχέση της Εκάβης με τον εγγονό της(δηλαδή του Ταχτσή με τη γιαγιά του), αλλά αυτή κι αν είναι εύκολα αναγνωρίσιμη στην ελληνική κοινωνία.
-Η πολιτική ιδεολογία είναι έντονα παρούσα στο «Τρίτο Στεφάνι» κυρίως ως αποκλειστικό ανδρικό προνόμιο. Πιστεύετε πως οι γυναίκες του έργου σκιαγραφούνται ως συνειδητά πολιτικοποιημένα όντα;
Δεν θα το έλεγα. Δεν νομίζω ότι απασχόλησε τον Ταχτσή κάτι τέτοιο. Ό,τι περνάει μέσα στο έργο και αφορά την πολιτικοποίηση της γυναίκας, είναι μερικές τοποθετήσεις κάποιας εποχής που ο ελληνικός φεμινισμός ήταν στα σπάργανα ή οι γνωστές θέσεις των γυναικών για την πολιτική, που την θεωρούν πάντα άχρηστη και καθαρά ανδρική απασχόληση. Όσο για τους άνδρες, χαρακτηρίζονται κι εδώ από τους ‘ειδικούς’ Έλληνες που πάντα ξέρουν καλύτερα από τον καθένα τα πολιτικά πράγματα και παιχνίδια, διεθνή και ντόπια.
-Θεωρείτε ότι έχουμε να κάνουμε με ένα έργο με μητριαρχικό υπόστρωμα που ανατρέπει τις στερεοτυπικές προλήψεις της ανδροκρατούμενης κοινωνίας;
Μα πάντα δεν είχαμε μητριαρχία στην Ελλάδα; Δεν είχα ποτέ μου την παραμικρή αμφιβολία. Πιστεύω ότι οι Ελληνίδες, ούσες πανέξυπνες και καπάτσες, έχουν αφήσει τον άντρα να πιστεύει ότι καθορίζει αυτός τις τύχες του σπιτιού και του κόσμου ολόκληρου, αλλά όλο αυτό στηρίζεται πάνω στο ότι ο άντρας ξεχνάει ποιος τον μεγάλωσε και τον διέπλασσε.
-Πιστεύετε πως οι δύο πρωταγωνιστικές γυναικείες μορφές έχουν επηρεάσει καταλυτικά τη συγκρότηση της συγγραφικής υποκειμενικότητας του Κώστα Ταχτσή;
Το λέει ο ίδιος, δεν χρειάζεται να το πούμε εμείς. Έχει δηλώσει ότι πίσω από τη Νίνα κρύβεται αυτός και πως η Εκάβη με τις κόρες και τους γιους της είναι προσωπική οικογενειακή εμπειρία.
-Ποια είναι τα επόμενα καλλιτεχνικά σας σχέδια;
Δύσκολα κάνει κανείς σχέδια σήμερα. Δεν ξέρουμε τις μας ξημερώνει. Οικονομικά, τα θέατρα όπως η Στοά, χτυπιούνται ανελέητα από μια σκληρή πραγματικότητα, η δυναμική δε είσοδος μεγάλων ιδιωτικών ιδρυμάτων μέσα στις πολιτιστικές διαδικασίες, τείνει να εξαφανίσει τις θεατρικές πρωτοβουλίες της δεκαετίας του ’70, που πολύ αμφιβάλλω αν θα επαναληφθούν και πότε. Δεν παύω όμως να πιστεύω ότι το θέατρο ποτέ δεν έλαμψε μέσα από ιδρυματοποιήσεις, αν μου επιτρέπεται ο όρος, της τέχνης, αλλά μόνο από ιδιωτικές πρωτοβουλίες μικρών και ανεξάρτητων ομάδων.
Σχόλια για αυτό το άρθρο