Ο ΤΑΖ παρασύρεται αλλά δεν διασύρεται. Όπως οι Ρήγας – Ματσούκα που επίσης εύκολα παρασύρονται – διασύρονται , αλλά αυτή τη φορά «γαζώνουν» φορώντας τιάρα.
Το παραμύθι θέλει και τρόπο και κόπο για να σε σαγηνεύσει, διαφορετικά μοιάζει με παιδική παράσταση από αυτές που περιοδεύουν τις Κυριακές σε κινηματογράφους, και η πριγκίπισσα φοράει ένα σκισμένο κολάν λες και πριν ήταν στην Τρούμπα, ενώ τον κακό δράκο τον παίζει εύσωμος τσιγγάνος που τον πήρανε από σουβλατζίδικο και για στολή του φόρεσαν μπαγιάτικα πιτόγυρα. Ωραία αναγνώστη μου. Κι αφού τώρα ελπίζω πως έκανες εικόνα την παραπάνω περιγραφή μου με τόσο απωθητικό τρόπο που να φοβάσαι να ξαναπάς θέατρο, σου έχω τη λύση για να την ξορκίσεις. Οι λύσεις πάντα έρχονται από εκεί που δεν το περιμένεις και ναι, σίγουρα ο Αλέξανδρος Ρήγας δεν ήταν η λύση που περίμενα, κυρίως γιατί τον έχει πιάσει τα τελευταία χρόνια μια ντεβουρλίγκα κοινωνικοπολιτικού σχολιασμού στα όρια της καταθλιψάρας, που τον είχα ικανό να ανεβάζει μόνος του δρώμενο σαν τσιγγάνος ντυμένος με πιτόγυρα.
Το καλό με αυτόν τον τύπο είναι ότι παρά τις ενίοτε καραφωνάρες του (στα σίριαλ και στο θέατρο) και τις καταθλιψάρες του και τον κυνισμό του, μας δουλεύει μάλλον όλους ψιλό γαζί γιατί έχει καβάντζα αντικαταθλιπτικό, το ισχυρότερο όλων. Τη θρησκευτική προσήλωση στα παραμύθια του και έναν δονκιχωτικό κοινωνικοπολιτικό ρομαντισμό που, πώς να στο πω, θα έπειθε ακόμα και την Αλίκη να παίξει τη Ρόζα Λούξεμπουργκ. Σε μιούζικαλ εννοείται. Κάπου, κάπως, μέσα σε αυτό το καζάνι αναφορών, βρήκε ξανά γιατρικό με την Ωραία μου Κυρία από τον Πυγμαλίωνα του Μπέρναρ Σο. Ο Σο έγραψε το έργο πρόζα, η «Ωραία μου Κυρία απογειώθηκε σαν μιούζικαλ με την Όντρει Χέμπορν δεκαετίες μετά.
Κάτι υπάρχει μέσα σε αυτό το μύθο, κάτι που μόνο ο Ρήγας το έχει ψιλιαστεί και έχει καταφέρει να το μετατρέψει στη μεγαλύτερη επιτυχία της καριέρας του κι ένα από τα μεγαλύτερα Ελληνικά τηλεοπτικά σουξέ όλων των εποχών, δηλαδή τους «Δύο Ξένους». Μια ακροβατική ισορροπία ανάμεσα στο ειδύλλιο φτηνής φυλλάδας και το μανιφέστο ενός παράνομου εντύπου σε πολύγραφο που πάει χέρι με χέρι. Μια τραμπάλα ανάμεσα στην ενοχή ενός αριστερού να ονειρευτεί ένα αστικό παραμύθι και την ντροπή ενός αστού να πρωταγωνιστήσει σε προλεταριακό λαϊκό κωμειδύλλιο. Αντιφάσεις που προκαλούν εκρήξεις κι ευτυχώς εκπλήξεις γιατί πάνω σε αυτές πάτησε ο Αλέξανδρος ρισκάροντας μια υπερθεαματική αλλά σεμνή (όχι φτωχή) πληθωρική και ταυτόχρονα με επίγνωση του οικογενειακού της κορσέ, αναβίωση ενός κλασσικού έργου με ένα θίασο καραβάνι αστεράτο. Αποκαλύπτοντας μας ότι το θεατρικό glamour και η παράδοση μας στην αίγλη του, είναι το αντίθετο της υπερβολής με την οποία το προσεγγίζουν κάποιοι.
Ω ναι, υπάρχει σκηνογραφική και ενδυματολογική πλουσιάδα στην παράσταση αλλά με έναν τέτοιο διακριτικό τρόπο από τον Απόλλωνα Παπαθεοχάρη και τον Μανόλη Παντελιδάκη στον αντίποδα του ντεφιλέ – κράξιμο που απλά ενισχύει την αίγλη του παραμυθιού και του εκτός εντός χώρου και χρόνου ταξιδιού. Πολλές φορές κατηγορούμε τους ηθοποιούς ότι παίζουν θεατρικά με άξονα την τηλεοπτική τους σύμβαση. Όμως δεν φταίει ο απολαυστικός Καφετζόπουλος που παίζει τον εμβληματικό Ακάλυπτο γιατί ο Ακάλυπτος δεν θα ήταν εμβληματικός αν δεν προϋπήρχαν ρόλοι σαν τον πατέρα της Ελάιζα Ντουλίτλ. Και όχι δεν φταίει η Δήμητρα Ματσούκα αν σου θυμίζει τη χρυσή εποχή της στο «Κάτι τρέχει με τους δίπλα» γιατί κι εκεί ο ρόλος της δεν θα υπήρχε αν δεν υπήρχε το «Ωραία μου Κυρία».Το ίδιο για τον πάντα αγαπητό και θερμό Κώστα Κόκκλα που όμως λόγω μιας ιδιαίτερης αντισταρίστικης ιδιοσυγκρασίας που τον διακρίνει φαίνεται διχασμένος ανάμεσα στη μισογυνική ψηλομύτική μπρουταλιτέ του ρόλου του και τη γνήσια αγαπημένη μας λαϊκή του ψυχοσύνθεση με αποτέλεσμα (που έχει το σχιζοφρενικό ενδιαφέρον του αλλά και τον αποσυντονισμό του) σαν να είναι αυτός κάποιες στιγμές ο απλοικός ήρωας που πρέπει να μεταμορφωθεί σε πρίγκηπα. Όμως τελικά το βρίσκει.
Έγραψα για χρυσή εποχή της Ματσούκα και ναι, εδώ είναι στη δεύτερη της άνοιξη που πατάει στην πρώτη και κερδίζει το στοίχημα με το σπαθί της όμως κανονικά. Δίνει στο σκίτσο υπόσταση και μετά παίζει παιχνίδι μυθοποίησης και απομυθοποίησης μαζί του, με άνεση και πόζα και ψυχή. Ο Παύλος Χαϊκάλης λειτουργεί σαν άψογος διασκεδαστής – πυροσβεστήρας κάποιων αμήχανων στιγμών, η Χριστίνα Θεοδωροπούλου πάνω κάτω αδιαφορεί για την όλη ιστορία αλλά έχει έναν τρόπο η αδιαφορία της να δημιουργεί χαρακτήρα, ο Ορέστης Τζιόβας δυστυχώς το αντιλαμβάνεται σαν θεατής της παράστασης που του είπαν να ανέβει για λίγο στη σκηνή, ο Περικλής Αλμπάνης, ο Θωμάς Παλιούρας και ο Δημήτρης Γαλάνης, τονίζουν διασκεδαστικά, σαν κάρακτερς την εμμονή του Ρήγα στο παλιό Ελληνικό σινεμά, ο Ησαϊας Ματιάμπα δίνει μια πολύ κομψή και ψυχικά θερμή απόκοσμη νότα μιούζικαλ στο έργο (ο Ρήγας επέλεξε την πρόζα του Σο με στοιχεία στη δραματουργική επεξεργασία από το μιούζικαλ και δικές του προσθαφαιρέσεις) και η κυρία Μπέττυ Λιβανού, ουουουουουουουφ…
Ας το πάρουμε αλλιώς, όταν εμφανίζεται η κυρία Μπέττυ Λιβανού στη σκηνή αισθάνεσαι σαν βλαμμένος επισκέπτης στο Μπάκινγχαμ που δεν γνωρίζεις τι λέει το πρωτόκολλο για τη συμπεριφορά σου απέναντι στη βασίλισσα και βραχυκυκλώνεσαι. Γενικά με την περίπτωση του «Ωραία μου Κυρία» είναι τόσες οι ισορροπίες που δίπλωμα σκοινοβάτη να έχεις και πάλι δύσκολα τη γλυτώνεις. Από το μαζικό υπερθέαμα «ύπνωσης» στη δυναμικά φεμινιστική, αλλά ταυτόχρονα θηλυκά ναζιάρικη κοφτή, ταξική «αφύπνιση», το παραμύθι περνάει από τόσες μοδίστρες… που ναι, τώρα το βρήκα. Αυτή είναι η επιτυχία του Ρήγα. Καθιστά τους θεατές του μοδίστρες πάνω στο παραμύθι που με τόση επιμέλεια κι ευγένεια έχει απλώσει σαν ύφασμα στη σκηνή. Γιατί μερικές φορές, το νεραϊδένιο άγγιγμα, είναι σαν το γάζωμα.
PANTHEON THEATER: Πειραιώς 166, Γκάζι, 2103426802, www.pantheontheater.gr , Τετ. – Κυρ., εισιτήρια 15 – 40 ευρώ.
Σχόλια για αυτό το άρθρο