Είχα μεγάλη λαχτάρα να δω την νέα ταινία του Πάνου Χ. Κούτρα. Παρακολουθώντας τον περασμένο Μάιο στις Κάννες όλο το κοινό που την παρακολούθησε να χειροκροτούν ακατάπαυστα για τουλάχιστον 5 λεπτά στο τέλος της προβολής, ήξερα ότι ο Πάνος μας φέρνει και πάλι κάτι μαγικό.
Γνωρίζω τον Πάνο από τα χρόνια που ήταν ο ίδιος όπως ονομάζει τον εαυτό του «μετανάστης deluxe», δηλαδή φοιτητής σκηνοθεσίας στο Παρίσι και στο Λονδίνο, κι από τότε είχε αυτό που λέμε πάθος για τον κινηματογράφο. Δεν υπήρχε μέρα που δεν πήγαινε σινεμά. Καμιά φορά με έσερναν κι εμένα μαζί με όλη την παρέα να δούμε κάτι ταινίες που στην Ελλάδα μόνο σε ειδικά φεστιβάλ δηλαδή πολύ σπάνια τις βλέπαμε. Μπορώ να αναγνωρίσω σε πολλές σκηνές του ΧΕΝΙΑ ωδές σε σκηνοθέτες που αγαπάει, αλλά αυτό δεν είναι φαντάζομαι δική μου δουλειά, αλλά των ειδικών κριτικών. Εγώ μόνο για συναισθήματα μπορώ να μιλήσω. Διότι αυτή είναι η δουλειά της αληθινής τέχνης, να δημιουργεί πηγαία συναισθήματα.
Κατά την ταπεινή μου γνώμη, ο Πάνος Χ. Κούτρας είναι ίσως ο μόνος Έλληνας σκηνοθέτης που μπορεί και μιλάει για την αλήθεια της χώρας με μια πολιτική ματιά που τσακίζει. Μια ματιά που δεν την έχουν άλλοι «αριστεροί» σκηνοθέτες με βούλες και περγαμηνές.
Ο Κούτρας μέσα από την ματιά του queer κινηματογράφου στον οποίο κατά βάση ανήκει, μας ανοίγει μια πόρτα σε έναν κόσμο καθημερινά βίαιο που όμως θα τον βλέπουμε πια σε άλλη διάσταση, μέσα από την απελευθερωμένη ομορφιά του φακού του. Η σκληρή αλήθεια του κόσμου που βιώνουμε καθημερινά, όπου ο αστυνόμος πάει χέρι χέρι με τον φασίστα που τελικά δεν είναι άλλος από τον «αψεγάδιαστο» υποψήφιο δήμαρχο στο Πανόραμα Θεσσαλονίκης. Έναν κόσμο όπου ένας Αλβανός θα πυροβολήσει έναν άλλο Αλβανό, όπως πάντα γίνεται σε κοινωνίες των μειονοτήτων τίγκα στο θυμό και το μίσος. Ένα κόσμο που η Ελληνίδα μάνα, με ό,τι κι αν συμβολίζει αυτό, ξέρει τα πάντα για την γλουτένη, αλλά δεν ξέρει τίποτα για τον άντρα που έχει επιλέξει να πρωταγωνιστεί στην ζωή της. Που δίνει στα παιδιά της γεύμα και καλά υγιεινό όπως είναι η ομελέτα με αρακά (!!!) γιατί σκέφτεται την σιλουέτα περισσότερο από τον εσωτερικό τους κόσμο, μια και δεν ξέρει πώς να συμπεριφερθεί στην ψυχή τους όταν η βόμβα σκάσει μέσα στο ίδιο της το σπίτι. Στο τέλος δεν έχει παρά να τα κλειδώσει. Αγαπημένος ελληνικός εγκλεισμός.
Παράλληλα όμως ο σκηνοθέτης μας δείχνει ξεκάθαρα έναν άξιο κόσμο που πάντα θα υπάρχει, αρκεί να τον βρούμε μέσα στα σκουπίδια της ψευτολάμψης. Μας δείχνει μια υπέροχη Ηλέκτρα Λήδα Κούτρα να υπερασπίζεται την αληθινή δικαιοσύνη. Μας μαγεύει με την δύναμη της μουσικής που πάντα θα υπάρχει για να μας δώσει την ώθηση και την ορμή να κατέβουμε πέντε πέντε τα σκαλιά όπως ο Όντυ στην πολυκατοικία για να βρει το όνειρο του. Μας δείχνει την επαρχία που θα βρούμε τον Τάσο, κάποιον που δεν έχει το αίμα μας, αλλά ξέρει με αγάπη να βάζει τα όρια σαν σωστός γονιός, όπως στην σκηνή με το μπισκότο. Ο Ντάνι που προφανώς μεγάλωσε χωρίς κανένας να τον σταματήσει να τρώει τόσα γλυκά, να βάζει ζάχαρη ακόμα και στα μακαρόνια, να είναι με το γλυφιτζούρι, υποκατάστατο της γυναικείας θηλής, χωμένο μέσα στο στόμα του με κάθε τρόπο, βρίσκει τελικά ξανά τον Τάσο που του χτυπάει μαλακά το χέρι και του λέει «Σταμάτα πια». Πριν αποκαλυφθεί το πιστόλι στη τσάντα, πίστευα ότι ίσως κρύβει ναρκωτικά μέσα εκεί, αλλά έβγαλα ένα τεράστιο «ουφ» όταν είδα το πιστόλι. Πάντα πίστευα ότι καλύτερη είναι η ωμή βία από οποιαδήποτε παθητική βία. Σε εκείνη ακριβώς την στιγμή κατάλαβα ότι ο Ντάνυ θα σωθεί ό,τι κι αν επακολουθήσει. Θα βρει τον τρόπο να βάλει μόνος του τα όρια που του στέρησαν οι γονείς του. Εδώ να πω ότι γνωρίζοντας τον Πάνο από μικρό, υποκλίνομαι στην ηθοποιία που Κώστα Νικούλι ακριβώς γιατί μου τον θύμισε τόσο πολύ σε άπειρες σκηνές. Ο τρόπος που συρτά σχεδόν ρωτάει το «Μήπως έχετε τίποτα γλυκό;» αλλά και σε πολλές άλλες σκηνές, ήταν σαν να έβλεπα deja vues τα νιάτα μου και ξεπετσιάστηκα από την ανατριχίλα. Όπως επίσης με συγκινεί η σκηνή που επέλεξε ο ίδιος ο Πάνος να παίξει στο έργο. Τον τιμά η επιλογή του.
Ο Τάσος, εν τέλει, είναι η επιτομή της αγάπης. Είναι αυτός που ακόμα κι όταν κάνουμε το μέγιστο των λαθών, δεν θα μας πει ποτέ του «στα ‘λεγα εγώ να προσέχεις», αλλά θα βρει λόγια που θα μας γαληνέψουν. Δεν θα μας πει «εγώ ήμουν ο τριχωτός που σε αγαλλίαζε ενώ θα έπρεπε να είναι το βυζί της μάνας σου» αλλά θα μας αφήσει να βρούμε μόνοι την αλήθεια μας, διότι σέβεται το ταξίδι, σαν το πρωτότυπο κείμενο της Οδύσσειας. Απλά, σαν βράχος θα είναι πάντα εκεί δίπλα μας, αν χρειαστεί να ακουμπήσουμε λίγο, μέχρι να βρούμε τον δικό μας φάρο.
Είναι συγκλονιστική η ερμηνεία του Άγγελου Παπαδημητρίου και μας καθήλωσε όλους με την αγάπη που ενέπνεε. Είναι ο πατέρας που θα τον διάλεγα ανάμεσα σε πολλούς που ξέρω, ως δικό μου προσωπικό επιλεγμένο πατέρα.
Ο Πάνος μας δείχνει ακόμα πόσο Θεϊκά αθώα είναι τελικά όλα τα παιδιά του κόσμου, συμπεριλαμβάνοντας ακόμα κι αυτά του Πανοράματος πριν μεγαλώσουν και γίνουν «τέρατα» σαν τον πατέρα τους, όταν χωρίς ίχνος φόβου τα δείχνει να χαμογελούν φωτεινά στην κουπαστή αναγνωρίζοντας μια ψυχή γλυκιά όπως είναι ο Ντάνυ.
Η σκηνοθεσία του ΧΕΝΙΑ μας κάνει εν τέλει να θυμηθούμε την ομορφιά των νιάτων, όταν ζούσαμε αγκαλιά με τα όνειρα μας. Και όνειρα σήμερα στην χώρα μας δεν έχουν παρά μόνον οι μετανάστες και τα παιδιά τους.
Εμείς έχουμε βάλει στην άκρη την γαμάτη Αθήνα που μύριζε ιδρωτσίλα και μπόλικο σεξ κι ας μην ήταν τόσο «μοδάτη».
Πλέον από τον σούπερ wow καναπέ του σπιτιού μας, απλά αναπολούμε και βέβαια σαστίζουμε που κάποιος σαν τον Ντάνυ μας θυμίζει πόσο απολαυστικά ήταν τότε. Μας κέρδισε δυστυχώς το πολίτικαλι κορέκτ που είναι στη χώρα μας τόσο ψεύτικο, όσο και το πρόσωπο του ακατονόμαστου.
Και δεν έχουμε βέβαια πάρει χαμπάρι ότι ζούμε σε ένα εγκαταλελειμμένο τοπίο, μια και σχεδόν κανείς δεν το φροντίζει πια, μεταφορικά και κυριολεκτικά. Μια χώρα που ξεπουλάει τους παρθένους αιγιαλούς της, ενώ υπάρχουν τόσα XENIA παρατημένα στα πιο ωραία σημεία της. Σε παιδιά σαν τον Όντυ, που έχει όνειρο να το αγοράσει, έστω να το νοικιάσει, έστω να το ονειρευτεί, βασίζω κάθε μου ελπίδα ότι για τη χώρα υπάρχει κάποιο μέλλον.
Άφησα τελευταίο τον ρόλο της μάνας, αν και φυσικά με αυτήν ξεκινάει η ταινία και αυτή είναι ο λώρος που τους ενώνει όλους. Την μάνα δύο παιδιών που ενώ στα μάτια τους ακόμα φαντάζει σαν ένα μυθικό πρόσωπο όπως η τραγουδίστρια στο σκάφος δεν είναι τελικά παρά η ίδια η μάνα της Μαρίνας Καλογήρου στην ΑΛΗΘΙΝΗ ΖΩΗ. Παραιτημένη, προδομένη, απογοητευμένη, περιμένοντας από τα παιδιά της να γεμίσουν το κενό της μέχρι να το πάρει απόφαση να φύγει από την ζωή, έστω και με αυτόν τον τρόπο, αποδεσμεύοντας τα να ζήσουν. Πάνω από όλα η ταινία δείχνει το όλον του θυμού που εμπεριέχει ο θάνατος της.
Όλοι με ρωτάνε να τους πω αν ρώτησα στην πρεμιέρα τον Πάνο ποιό είναι το τέλος τελικά. Συνηθισμένοι από τα happy end που δίνει ο Πάνος στις ταινίες του – που οι ήρωες του φυσικά ΠΑΝΤΑ το δικαιούνται- οι θεατές έμειναν κάπου μετέωροι με το κλείσιμο του έργου.
Πολλές φορές η τέχνη βασίζεται στην αρχή πως ο άνθρωπος μπορεί να αλλάξει. Σε αυτό το έργο πολύ σωστά, ΤΕΛΟΣ δεν υπάρχει.
Είναι τελικά ο ακατονόματος;
Θα γυρίσουν πίσω στην γιαγιά; Θα πάρουν την υπηκοότητα;
Θα τους βοηθήσει η Βιβή; Θα γίνουν καλλιτέχνες;
Θα τους υιοθετήσει ο Τάσος; Θα γίνουν κι αυτοί αλκοολικοί;
Στην τελευταία συνέντευξη του Πάνου στο flix, τον άκουσα να λέει ότι «Η ζωή πολλές φορές του φαίνεται δύσκολη». Παρατήρησα στην σκηνή στο ποτάμι πως η βάρκα πηγαίνει ανάποδα με την όπισθεν, παρόλα αυτά όμως βλέπουμε πως έφερε τα αδέλφια στον σωστό προορισμό. Έτσι είναι κι η ζωή. Μπορεί τα πράγματα να φαίνονται ανάποδα και δύσκολα, αλλά μας πάνε μπροστά τελικά. Και το «μπροστά» δεν είναι άλλο παρά αυτά τα δύο παιδιά στην τελική σκηνή να είναι με όλη την σημασία της λέξης αδελφωμένα και να παίρνουν την ζωή στα χέρια τους, όσα βάσανα κι αν τράβηξαν, όπως κάνουν όλοι οι ώριμοι ενήλικες.
Μακάρι όλα αυτά τα παιδιά όπως ο Ντάνυ και ο Όντυ, ξένοι που έχουν γεννηθεί εδώ σε αυτή την πατρίδα, περίπου 200.000 νέοι, όπως είπε ο σκηνοθέτης στην πρεμιέρα, να πάρουν τελικά την ελληνική υπηκοότητα. Την δικαιούνται όσο κανείς. Ας είναι αυτό το happy end τελικά !
Σχόλια για αυτό το άρθρο