Mήπως πλησιάζει το τέλος των social media; Toυλάχιστον όπως τα ξέραμε. Και μήπως πρέπει; Εξηγώ τι εννοώ, κινδυνεύοντας να φανώ γραφικός και διπρόσωπος για το Big Brother του ίντερνετ. Γραφικός επειδή τα ίδια έλεγαν για το θέατρο όταν βγήκε το σινεμά, για το σινεμά όταν βγήκε η τηλεόραση και για την τηλεόραση όταν έκανε μεγάλο μπαμ το ίντερνετ. Γερασμένος επειδή δεν μπορώ να κατανοήσω μια ολόκληρη γενιά ανθρώπων που είναι συνεχώς συνδεδεμένοι μέσα από το κινητό τους με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ακόμα κι όταν βρίσκονται με την παρέα τους σε ένα μπαρ. Κάνουν update status ακόμα κι αν αυτό που έχουν να γράψουν είναι πως έφαγα μαρίδες και ανεβάζουν φωτό instagram μέσα από το μπάνιο τους. Που αν το κοιτάξω πιο ανοιχτά, τελικά δεν είναι θέμα γενιάς το φαινόμενο. Το έχω δει να συμβαίνει σε 20άρηδες το έχω δει και σε 50άρηδες. Και διπρόσωπος πολύ απλά επειδή έχω χρησιμοποιήσει ειδικά το facebook σε υπέρτατο βαθμό για την προώθηση της δουλειάς μου και τη διαφήμιση των κειμένων μου. Ή των απόψεων μου που με τη σειρά τους διαφημίζουν τη δουλειά μου.
Όπως κάνει και μια τεράστια πλέον μερίδα επωνύμων, από τους πιο σοφιστικέ ως τους πιο στρασάτους μέχρι τους ημίτρελους. Είτε πολιτικός, είτε συνθέτης του έντεχνου είσαι, αρκεί η ανάρτηση ενός εμπρηστικού σχολίου για να διαφημίσεις το νέο σου σουξέ στην πίστα. Εξασφαλισμένη η διαφήμιση αφού σε δέκα λεπτά έχουν τσιμπήσει όσα έγραψες δέκα κανάλια, εφημερίδες και site με εκατό υποσιτιζόμενους δημοσιογράφους που η δουλειά τους είναι βασικά αυτή: να παρακολουθούν το τι γράφουν συγκεκριμένοι άνθρωποι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να το κάνουν θέμα.
Και κάπου εκεί χάθηκε η πλάκα ενός πράγματος που στην αρχή τουλάχιστον λειτουργούσε σαν διασκέδαση, σαν παιδική χαρά, αυθόρμητη έκφραση, καβλάντισμα με γκόμενες και γκόμενους. Κι αργότερα, ομολογουμένως έπαιξε σημαντικό, πολιτικό ρόλο (κι ακόμα το κάνει) στη διάδοση ειδήσεων που δεν θα έβγαιναν αλλιώς στα media, στην έκφραση αιρετικών απόψεων, στη δημιουργία κινημάτων ενίοτε και εξεγέρσεων, και στο άνοιγμα εποικοδομητικών διαλόγων. Οι οποίοι όμως με το πέρασμα του χρόνου άρχισαν να μοιάζουν όλο και περισσότερο με μπινελίκια που ανταλάσσουν ξενύχτηδες που έχουν ξεμείνει από αντικαταθλιπτικά.
Η ίδια η ελευθερία αυτών των μέσων, ειδικά του facebook που ξεκίνησε από κολεγιόπαιδα νυν δισεκατομμυριούχους για εντελώς άλλους λόγους, είναι ταυτόχρονα το μυστικό της επιτυχίας τους αλλά και το μπούμερανγκ που κάνει όλο και περισσότερους ανθρώπους να κλείνουν τους λογαριασμούς τους. Γιατί όσον αφορά το κομμάτι διασκέδαση μέσα από τα social media, αυτό ονομάζεται πλέον ψυχαναγκασμός. Διασκέδαση είναι κάτι που το απολαμβάνεις αυθόρμητα, χωρίς να εξαρτιέσαι από αυτό. Χωρίς να αισθάνεσαι ότι αν βρεθείς έστω και μια μέρα αποκομμένος από τα social media, μοιάζεις με αποκλεισμένο πρωταγωνιστή του “Nησιού” στη Σπιναλόγκα. Ή του νησιού στο “Lost”.
Tαυτόχρονα, η μετατροπή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης σε πλατφόρμα έκφρασης και διαμόρφωσης απόψεων ή πολιτικών κοινωνικών αντιπαραθέσεων, προκάλεσε στον ίδιο το χαρακτήρα των μέσων μια σχιζοφρένεια σε σχέση με την αρχική τους, ας πούμε αθωότητα. Σχιζοφρένεια που άγγιξε το ζενίθ της όταν στο παιχνίδι μπήκε η σόου μπιζ, σε όλα της τα ύψη και τα βάθη. Από τη δημιουργία σελίδας για μια νέα χολιγουντιανή ταινία, θεατρικό, βιβλίο, καλλιτεχνικό γεγονός, τηλεοπτικού καναλιού ή κρέμας γάλακτος, μέχρι το fan club της μπουζουκίστριας ή τα αποφθέγματα σοφίας της ίδιας που συνήθως βάζει και της τα γράφει η φιλιπινέζα της (ξέρει καλύτερα ελληνικά από την ίδια).
Από το διαταραγμένο ψυχολογικά ναρκισσισμό του όποιου που αρκεί να γράψει “σκατά στον τάφο σας, ψόφο καρκίνο” για να χριστεί σε μία νύχτα αντισυστημικό σύμβολο και ασυμβίβαστος με 1000 like από κάτω, μέχρι την κοινωνική συνειδητοποίηση της ομάδας “Οφηλία η νουφαροπνιγμένη” που σου στέλνει μήνυμα “υπέγραψε κι εσύ για να σωθεί η γαρίδα τρομπέτα τρομπέτα της Ακτής του Ελεφαντοστού.” Tα καλέσματα αγνώστων για να κάνεις like στη σελίδα του προσωπικού τους καλλιτεχνικού project, τρότζεκτ, κρότζεκτ, μέχρι τα καλέσματα αγνώστων για να παίξεις κι εσύ farmville ή όπως λέγεται και να γίνεις ψηφιακή αγρότισσα. Αν και από όλα τα παραπάνω το αγαπημένο μου είναι ένα group που μου ζήτησαν να συμμετάσχω και λέγεται (ή κάπως έτσι αλλά αυτό είναι το νόημα) “κοιμάμαι χωρίς εσώρουχα χειμώνα καλοκαίρι”. Η χαρά του αποτυχημένου blogger δηλαδή.
Iδιωτικά βίτσια δημόσιες αρετές κι εκεί μάλλον είναι το πρόβλημα. Στο ότι στα social media υπάρχει μια πολύ μικρή γραμμή από το αν αυτό που γράφεις είναι σε προσωπικό σου χώρο για σένα και τους φίλους σου ή το γράφεις χωρίς εσώρουχα χειμώνα καλοκαίρι γυμνός σε δημόσια θέα. Και αν αυτό είναι αυτό που τελικά επιδιώκεις. Είχα τσακωθεί γι αυτό άγρια κάποτε με ένα φίλο που έλεγε ότι το facebook δεν είναι το προσωπικό σου κομμωτήριο. Πλέον σαφέστατα έχει δίκιο. Aλλά επίσης δεν έχει. Ειδικά όταν το καλοκαίρι σου σκάνε όλες με το στρινγκ στο Instagram, πέντε φωτογραφίες τη μέρα σε διαφορετικές πισίνες κι αν γράψεις κάτι για αυτό κινδυνεύεις και με μήνυση. Ή όταν ξεκατινιάζονται επώνυμες και οι απαντήσεις τους γίνονται άρθρο σε περιοδικά και πρωινάδικα. Μη σου πω και στην Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα.
Που αναρωτιέμαι η έκδοση της εγκυκλοπαίδειας δέκα χρόνια μετά πως θα περιγράφει τα social media του σήμερα. Όπως αναρωτιέμαι και πως θα είναι τα social media 10 χρόνια μετά. Για να σου απαντήσω στο αρχικό μου ερώτημα, όχι δεν πιστεύω ότι ήρθε το τέλος τους. Ήρθε η μετατροπή τους σε πλατεία λάικα του κάγκουρα και της ξέκωλης με ντεκαπάζ σερβιτόρας, με cafe bar να παίζουν μουσική απόκριες όλο το χρόνο. Ήρθε σίγουρα ο κορεσμός και η απομάκρυνση από αυτά όσων εκτιμούν ακόμα την ιδιωτικότητά τους. Ήρθε η απαξίωση της προσωπικής άποψης όταν προκύπτει σαν λεκτικός οχετός. Ήρθε η στολή παραλλαγής της διαδραστικότητας και της επικοινωνίας σε μορφή, είναι 3 το πρωί, έχω πιει πέντε βότκες, μπορώ να σου γράψω στον τοίχο σου ότι να’ναι και την άλλη μέρα να μην τρέχει τίποτα. Ήρθε ο λόγος να σε απολύσει το αφεντικό σου. Ήρθε η ακύρωση της ελευθερίας έκφρασης όταν αυτή γίνεται ουρλιαχτό σακαταμένης ηθικά αγέλης. Ήρθε η μετατροπή τους σε αυτοδιαφημιστική πλατφόρμα (το κάνω κι εγώ συνεχώς). Και ήρθε η μετάλλαξη τους στο περιβόητο lifestyle που όλοι το βρίζουν αλλά όλοι ξερογλύφονται.
Ευτυχώς ή δυστυχώς το lifestyle δεν πέθανε. Και δεν έχει λόγο να πεθάνει αν μεταφράσεις σωστά τον όρο και έχεις την κατάλληλη παιδεία να τον χειριστείς. Το lifestyle στην Ελλάδα, ζει και βασιλεύει στη χειρότερη όμως μορφή του από ποτέ. Μπροστά στα 15 εξώφυλλα περιοδικών στα περίπτερα με τίτλους “βογκούσε το βράδυ στο σπίτι της η τάδε”, “φύγε από την κόρη μου αλήτη φώναζε η μάνα της δείνα” ακόμα και η τελευταία βιζιτού εξώφυλλο στα lifestyle περιοδικά πριν από 5,6,7 χρόνια, φωτογραφημένη με στιλ, ήταν τέχνη. Άρτε πόβερα αλλά τέχνη. Έτσι και τα social media. Δεν πέθαναν αλλά έγιναν η νέα, τσάμπα και φτηνή όλο και πιο συχνά, πλατφόρμα ενός νέου lifestyle. Mε άλλοθι ελευθερίας συμμετοχής και έκφρασης. Αλλά απόλυτη σύγχιση εγκεφάλου και ενίοτε επικίνδυνες παρενέργειες.
Ήρθε η παρακμή τους που εμπορικά αυτή τη στιγμή μεταφράζεται σε ακμή. Όσο πιο λαϊκό το θέαμα, τόσο περισσότερες οι επισκέψεις. Ήρθε στην επιφάνεια η κρυφή επιθυμία όποιου έβριζε το life style να γίνει πρωταγωνιστής αφού τώρα έχει την ευκαιρία να αναρτήσει χωρίς μεσάζοντες, φωτογραφίες του μωρού στη μπανιέρα, του άντρα του στο μπιντέ, της παρέας του στο σκυλάδικο. Και από κάτω μετά να βάλει κι ένα post για τη νέα συγκέντρωση των Aγανακτισμένων. To απόλυτο reality Βig Brother. 24 ώρες το 24ωρο, με λίγο από όλα σε συζητήσεις εγκλωβισμένων σε ένα δωμάτιο. Σεξ, πολιτική, σόου μπιζ, καβγάδες και σοφά αποφθέγματα ανάμεσα στον Πρόδρομο και τον Τσάκα. Το ερώτημα είναι, ποιος θυμάται πλέον τον Πρόδρομο και τον Τσάκα; Oύτε οι ίδιοι τον εαυτό τους. Όπως γίνεται κάθε φορά και με το δικό σου εαυτό που καταθέτεις συχνά μεθυσμένος, την παράδοση σοφίας σου, στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης και την άλλη μέρα δεν θυμάσαι τίποτα. Εκτός κι αν έχει πουλήσει.
Εκεί όμως είναι που σταματάει να είναι δόκιμος ο όρος μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Και αλλάζει σε “πέντε κρίκοι ένα τάληρο” για τους παλιότερους, μπουτίκ καφενέ “ότι πάρετε 1 ευρώ” για τους νεότερους. Σήμερα στο χωριό μας έχουμε πανηγύρι και τη γυναίκα με τα μούσια.
Σχόλια για αυτό το άρθρο