Κοιτάζω αυτή την αριστουργηματική γελοιογραφία του Μποστ και κλαίω από τα γέλια. Δημοσιεύτηκε το Σεπτέμβριο του 1959, μοιάζει όμως σαν να φτιάχτηκε χτες. Εκείνη την εποχή η Ελλάς περίμενε οικονομική βοήθεια από τη Γερμανία. Στον κινηματογράφο Υβόννη (=Η Βόννη) κάθεται στο ταμείο ο Λούντβιχ Έρχατ, υπουργός Οικονομικών, κάτι σαν τον δικό μας Σόιμπλε. Το έργο που παίζεται είναι η “Κοινή Αγορά” έργο “Κατάλληλο δια υποαναπτύκτους”. Απ΄έξω στέκεται η Ελλάδα με σκισμένο χιτώνα, κοντάρι λυγισμένο και στραβοπατημένα παπούτσια. Ο γιος της, που μοιάζει με τον Καραγκιόζη την ρωτάει: “Μαμά, ήρχισεν το σινεμά, υπάρχει μίας θέσεως, είναι οικονομικής υποθέσεως!” Η Ελλάς απαντά: “Παιδί μου, εφόσον έχει αρχίσει, δυσκόλως κάποιος να το παρακολουθήσει, είτε περί κωμωδίας, είτε περί δράματος, εμείς στερούμεθα προγράμματος!”
Όλα τα λεφτά όμως είναι στα προσεχώς: “Γαστέρω”, “Σφίξ! Κάνει καλό”, “Οι Γερμανοί ξανάρχονται και ξαναφεύγουν”, “Με γέμισες λίπη”, η πονεμένη ιστορία μιας μητέρας που αγάπησε έναν χοντρόν περιμένοντας λεπτότητες!
O Mέντης Μποσταντζόγλου ή Μποστ όπως είναι γνωστός, ήταν σπουδαίος σκιτσογράφος, γελοιογράφος, θεατρικός συγγραφέας, στιχουργός και ζωγράφος. Γεννήθηκε στη Κωνσταντινούπολη το 1918 και πέθανε στις 13 Δεκεμβρίου του 1995. Ήταν ένας σοβαρός, σιωπηλός, σχεδόν μελαγχολικός άνθρωπος, όμως μέσα του έκρυβε ένα τρελό χιούμορ που όταν το διοχέτευε στην πολιτική γελοιογραφία, κατόρθωνε να είναι πιο εύστοχος αλλά και πιο αιχμηρός από οποιαδήποτε πολιτική ανάλυση.
Εκείνο που έκανε τον Μποστ να ξεχωρίσει ήταν τα σκίτσα και τα σχόλιά του στο περιοδικό “Ταχυδρόμος”. Ένα από τα χαρακτηριστικά των έργων του είναι η γλώσσα και τα επίτηδες ανορθόγραφα κείμενα. Όπως είχε δηλώσει ο ίδιος, γελοιοποιώντας την καθαρεύουσα, πίστευε ότι μπορούσε να βοηθήσει στην ταχύτερη καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας.
Η σάτιρα του Μποστ στοχεύει κυρίως τον μικροαστό Έλληνα των μεταπολεμικών δεκαετιών και η ανορθόγραφη γλώσσα του, τολμηρή και προφητική, χτυπάει τον καθωσπρεπισμό, την ημιμάθεια, τον νεοπλουτισμό, την ξενομανία, τις έντονες ταξικές αντιθέσεις και την ελληνική πολιτική ζωή.
Ο Μποστ σατιρίζει ιδιαίτερα την εξάρτηση της Ελλάδας από τον ξένο παράγοντα, την εθνικοφροσύνη των δεξιών κομμάτων αλλά από τα βέλη του δεν ξεφεύγει ούτε η παράταξη της Αριστεράς στην οποία ανήκει.
Οι τρεις χαρακτηριστικοί ήρωες των γελοιογραφιών του είναι η Μαμά Ελλάς με τα δύο παιδιά της, τον Πειναλέοντα και την Ανεργίτσα. Η Μαμά Ελλάς παρουσιάζεται αρχαιοπρεπής, αλλά φτωχοντυμένη και εξαθλιωμένη, το ίδιο και τα δύο μικρά παιδιά της με ανορθόγραφα γραμμένους στίχους.
Διαβάζοντας σήμερα αυτές τις γελοιογραφίες βλέπουμε ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει στη μικρή μας χώρα και όπως δείχνουν τα πράγματα ούτε και πρόκειται να αλλάξει…
Σχόλια για αυτό το άρθρο