Ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα όλων των εποχών γίνεται 5ωρος μαραθώνιος – εμπειρία στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, με τον ΤΑΖ να μεταμορφώνεται σε μπαμπούσκα
Να ξεκινήσω με μια δήλωση σοκ και ντροπής; Δεν έχω διαβάσει τους αδερφούς Καραμάζοφ, σε αντίθεση με όλον τον κόσμο που προφανώς έχει διαβάσει τα άπαντα του Ντοστογιέφσκι, του Τολστόι, του Ντίκενς και της Λένας Μαντά μαζί κι έχουν άποψη για τα πάντα. Το γράφω αυτό επειδή το τι κουλαμάρες άκουσαν τα αυτιά μου στα διαλείμματα του 5ωρου επικού “Καραμάζοφ” όσον αφορά το κείμενο (που ναι, 1000 λέξεις βιβλίο το θυμόντουσαν όλοι απ’ έξω) και τη θεατρική του μεταφορά, δεν τα γράφει ούτε τηλεκριτικός. Κατ’ αρχάς, το τρομερό (και τρομακτικό όσον αφορά το καζάνι του εγκεφάλου του) 40χρονο αγαπημένο και μισητό παιδί του θεάτρου, ο Κονσταντίν Μπογκομόλοφ, με τιμιότητα ξεκαθαρίζει από τις αρχές τις προθέσεις του, δίνοντας στο έργο τον υπότιτλο “Μια ονειροφαντασία του σκηνοθέτη Κ. Μπογκομόλοφ.”
Για να καταλάβεις τι σημαίνει Μπογκομόλοφ, μιλάμε για τον άνθρωπο που έχει βάλει ηθοποιούς να κλάνουν στον “Ιδανικό Σύζυγο” του Όσκαρ Ουάιλντ μετατρέποντας το σε trash κι έχει φανταστεί τον “Βασιλιά Λιρ” ως καρκινοπαθή γυναίκα. Κι όλα αυτά στο ιστορικό Θέατρο της Μόσχας με τους θεατές όπως ήταν αναμενόμενο να παθαίνουν εγκεφαλικό. Με βάση τα παραπάνω, λογική η υποψία σου ότι πρόκειται για ακόμα έναν ευφυή καραγκιοζάκο που προσπαθεί να εντυπωσιάσει κανιβαλίζοντας. Στους “Καραμάζοφ” γίνεται επίσης της μουρλής. Από καμπαρέ μέχρι τηλεοπτικό ριάλιτι σόου και ξεκαρδιστικές αναφορές στη λογοτεχνία των Άρλεκιν με φράσεις στο video wall όπως “η πύρινη λόγχη του αποφάσισε να τρυγήσει τον ανέγγιχτο ανθό της”. Σκηνές με μεθυσμένους μπάτσους ντυμένους “Κουρδιστό Πορτοκάλι”, φέρετρο σολάριουμ, υπονόμευση δραματικών κορυφώσεων κι έναν θίασο σε υπερδιέγερση.
Κι όμως, δεν κοροϊδεύει τον Ντοστογιέφσκι. Ο λόγος του, η πάλη του συγγραφέα με το καλό, το κακό και το Θεό, φτάνουν ατόφια κι ολοκάθαρα στο θεατή με ρυθμό πυροβόλου. Σαν να τεστάρει ο Μπογκομόλοφ τα όρια μεταξύ του αβάσταχτου βάρους αιωνίων υπαρξιακών ερωτημάτων σε αντιπαράθεση με την pop trash τηλεοπτική ελαφρότητα ενός νεοπλουτίστικου κατάμαυρου μπαρόκ μίνιμαλ (αν υπάρχει κάτι τέτοιο) σκηνικού σαπουνόπερας. Γκλαμουράτου αλλά λιτού, με το κιτς να παθαίνει κρίση ταυτότητας, αντανακλώντας τον ψυχισμό των ηρώων του έργου. Με βιντεοοθόνες, καμεραμέν να κινηματογραφούν τους ηθοποιούς επί σκηνής, ρώσικη κιτς ποπ, Νικ Κέιβ κι έναν παπά να τραγουδάει το “Show must go on” των Queen στη νεκρώσιμη ακολουθία.
Καρικατούρες; Ναι αλλά για τον Μπογκομόλοφ η ανθρώπινη ύπαρξη είναι από μόνη της μια καρικατούρα και πάνω σε αυτήν του την οπτική τοποθετεί το υπαρξιακό βασάνισμα των ηρώων του. Κάπου εκεί επίσης, μέσα στον πυροβολισμό των ιδεών του που κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή, χάνονται λίγο “στη μετάφραση” οι πολιτικές αναφορές του για την κοινωνική και ηθική παρακμή με την τοποθέτηση του έργου στη σημερινή (ή μια απροσδιόριστη) εποχή μολονότι η ειρωνική του στάση απέναντι στη σύγχρονη μπουρζουαζία και η καυστική κριτική του, αναδεικνύονται από το στιλιζάρισμα ανθρώπινων μαριονετών και την οπερατική υπερβολή στο παίξιμο σαν απόηχο μιας κακοπαιγμένης ζωής. Με μεγαλύτερη επιτυχία του, επαναλαμβάνω, το ότι μέσα σε αυτό το drag show κατορθώνει να εκφράσει με απίστευτη καθαρότητα μέσα στον σκηνικό πανζουρλισμό, τον Ντοστογιεφσκικό λόγο, πάθος, αγωνία.
Θέλει μεγάλα από τέτοια φίλε, να το πετύχεις αυτό σε μια πεντάωρη παράσταση με υπέρτιτλους. Από τη μία να καρφώνεις τα μάτια σου στον μεταφρασμένο λόγο, μετά να κοιτάς τους ηθοποιούς και να νομίζεις ότι καταλαβαίνεις και μιλάς ρώσικα. Από τη μία η σκέψη σου και οι αναλυτικές διαδικασίες του εγκεφάλου σου να σε οδηγούν σε μονοπάτια απελπισίας και τρόμου κι από την άλλη το “τσίρκο” στη σκηνή, να σε φέρνει σε μία κατάσταση “ασεβούς” ευθυμίας και αποκαθήλωσης όλων των “πρέπει” χτυπώντας σε με “διασκεδαστικές” αναφορές στη δική σου κουλτούρα, ψυχαγωγία, τρόπο ζωής. Αν ήμουν σκηνοθέτης, μετά από αυτή την εμπειρία δεν αποκλείεται να είχα επιλέξει τη Ρούλα Κορομηλά, για το ρόλο του πατέρα Ζόσιμα, του Σμέρντιακοφ μη σου πω και του Αλιόσα.
Όλα σαν ένα σόου με τα ηθικά διλήμματα σε δεύτερη θέση. Συμφωνώ σε αυτό με τον Μπογκομόλοφ. Το θέατρο δεν είναι μάθημα ηθικής αλλά κάλεσμα σε εξερεύνηση ανάλογων εννοιών. Όταν κάποιος στα τρίβει στα μούτρα, τότε μπορείς άνετα να σηκωθείς να φύγεις από το διάλειμμα. Αλλού είναι το πρόβλημα στη συγκεκριμένη παράσταση. Στο ότι δεν καταφέρνεις να αισθανθείς τις σχέσεις των ηρώων. Αν δεν έχεις διαβάσει το βιβλίο, ακόμα χειρότερα. Στο πρώτο μέρος δεν καταλαβαίνεις ποιος είναι ποιος. Λογικό κι αναμενόμενο πως το μισό βιβλίο θα έμενε έξω από την παράσταση. Όμως στο άλλο μισό, εκεί που πρέπει οι ήρωες να σου γίνουν οικείοι, να ενδιαφερθείς γι αυτούς, απλώς παρακολουθείς τους υπέρτιτλους χτυπώντας αυχενικό και μετά χάνεσαι στο ποιος είναι ποιος και γιατί. Πέφτει στην πορεία και το ξεμπούρλεμα, και μένεις απλά με εντυπώσεις και στιγμιότυπα.
Πιθανότατα να ήταν κι αυτός στόχος του Μπογκομόλοφ. Να παρακολουθήσεις στιγμιότυπα ενός έπους κι όχι όλο το έπος εφ’ όσον τελικά η επική του διάσταση σαν αφήγηση ενός μύθου, από σινεμασκόπ καταλήγει σε κοντινό πλάνο των ηρώων. Τι να σου πω, ανάμικτα τα συναισθήματά μου όσον αφορά το αν η παράσταση επικοινώνησε αυτά που ήθελε να πει, αλλά και μόνο που κάθομαι και το σκέφτομαι ακόμα και τώρα, ναι, μάλλον τα επικοινώνησε. Το ότι για 5 ώρες έβλεπα θέατρο και αν είχε άλλες 5 ώρες ακόμα, θα συνέχιζα, συνηγορεί στην προηγούμενη πρόταση. Όπως συνηγορεί ο ενθουσιασμός του κοινού στο χειροκρότημα και η αίσθηση του ότι αν είχα χάσει την παράσταση, θα είχα χάσει μια απολαυστική θεατρική εμπειρία τράπουλας.
Σχόλια για αυτό το άρθρο