Είχαμε κάνει κόμμα με τις δύο αδελφές μου. Τη μια την περνάω τέσσερα χρόνια και την άλλη οκτώ. Αποφασίσαμε λοιπόν οι τρεις μας ότι τα γεμιστά και γενικά τα λαδερά είναι για τους συνταξιούχους που παραθερίζουν στο Λουτράκι, τους ηλικιωμένους στην Αιδηψό και πάει λέγοντας. Τα φασολάκια έχουν κλωστές, οι μπάμιες μύξες, οι μελιτζάνες είναι πικρές και τα κολοκυθάκια έχουν γένια. Επίσης τα ψάρια έχουν κόκαλα. Η μητέρα μου για να με πείσει το αντίθετο έβαζε το ψάρι στο στόμα της και μου έλεγε «να παιδί μου, μη φοβάσαι, δεν έχει κόκαλα». Α ναι, και τα όσπρια είναι για τους πτωχούς. Δεν τα θέλαμε καθόλου. Δεν ήμαστε πάμπλουτοι, αλλά τέλος πάντων δεν μας άρεσαν γιατί τα βλέπαμε σε σπίτια πτωχών, τότε το ‘50 στον Πειραιά. Εμάς μας άρεσαν οι πατάτες οι τηγανητές, τα μπιφτέκια και τα μακαρόνια. Κλασικά πράγματα.
Φτάνουμε στην εφηβεία και το rock’n’roll. Δεν δίναμε σημασία στο φαγητό. Τρώγαμε ελάχιστα. Μετά τα ξενύχτια το τελευταίο πράγμα που σε ενδιαφέρει είναι το φαγητό. Κάτι τοστ τρώγαμε και κάτι μακαρονάδες, αργά τη νύχτα.
Μεγαλώνοντας, βρισκόμαστε με τη γυναίκα μου στη Νέα Υόρκη, όπου διατηρούσε μπουτίκ. Η ίδια δεν μαγείρευε, δεν προλάβαινε και δεν την αφορούσε δηλαδή, γι’αυτό και ξεκινήσαμε να τρώμε 2 φορές την ημέρα έξω σε γαλλικά, ιταλικά, κινέζικα, καμιά φορά και ελληνικά εστιατόρια. Εκεί ανακάλυψα τα υπέροχα πράγματα που είχα χάσει στα χρόνια της νιότης μου. Γιατί στα σοφιστικέ εστιατόρια της Νέας Υόρκης τα πράγματα που έχαιραν μεγάλης εκτίμησης ήταν ένα μπολ φακές για κυρίως πιάτο και λαδερά φασολάκια στον ατμό με βούτυρο που έλιωναν. Τόσο γευστικά ώστε μου έκαναν μεγάλη εντύπωση. Να λοιπόν πώς τα όσπρια ξαναμπήκαν στη ζωή μου. Ξαφνικά ό,τι δεν γούσταρα ποτέ άρχισε να φαντάζει εξωτικό στη γεύση και στο στόμα.
Έτσι εξοικειώθηκα με το να τρώω τα πάντα. Τώρα τρώω τα πάντα, απολαμβάνω τα πάντα και δεν τρελαίνομαι για ιδιαίτερες επιδόσεις τύπου Nouvelle Cuisine, ούτε για δείπνα fusion. Όχι ότι δεν τα έχω δοκιμάσει, αλλά το να βρει κανείς καλό φαγητό δεν είναι δύσκολο. Εξακολουθώ να τρώω 2 φορές την ημέρα έξω οπότε είναι εύκολο για μένα να μάθω πού έχει καλό φαγητό σ’αυτήν την πόλη.
Αυτό που είναι δύσκολο είναι να εφιστήσω την προσοχή των νέων ανθρώπων που κάνω παρέα προς το φαγητό. Θα προτιμούσαν να είναι σε ένα μπαράκι με ένα ποτάκι, όπως μου λένε χαρακτηριστικά. Εγώ παλιά με το ποτάκι και το μπαράκι είχα συνδυάσει, όχι απαραίτητα με αυτό το υποκοριστικό, το φλερτ. Όταν μεγαλώνεις, δεν είναι ότι σταματάς να φλερτάρεις, αλλά ότι δεν ξέρεις τον λόγο για τον οποίο το κάνεις. Παλιά είχες κάτι στο μυαλό σου. Μεγαλώνοντας, αυτό δεν είναι πια κυρίαρχο, οπότε έχει μείνει κεκτημένη ταχύτητα και το κάνεις από χούι. Όπως και το καλό ντύσιμο. Συνέχεια μου λένε ότι είμαι εξαιρετικά ντυμένος. Από συνήθεια, απαντάω. Στην αρχή έκανα επίδειξη στα κορίτσια στα πάρτυ. Μετά, διαπίστωσα ότι αν είσαι καλοντυμένος κρατάς σε απόσταση τους κανιβάλους, τους ατσούμπαλους και όλα αυτά τα ζαβαρακατρανέμια της ανθρώπινης φυλής. Κάπως έτσι λοιπόν πορεύομαι όσον αφορά τη γεύση και τα γούστα.
Πηγή:http://www.mamapeinao.gr
Σχόλια για αυτό το άρθρο