Ο Σταύρος Παπαγιάννης, εκ των ιδρυτών της Stage Design Office, μας κερνάει καφέ στο ολοκαίνουριο και τόσο διαφορετικό μπουτίκ ξενοδοχείο της Διονυσίου Αεροπαγίτου. Ένα πραγματικό διαμαντάκι – πρότυπο για τη σοφιστικέ Αθήνα της νέας εποχής. Μια ξενάγηση στο εκπληκτικό Athens Was
Ακρόπολη, Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Ή, αλλιώς, ο πιο «βαρύτιμος» δρόμος της πρωτεύουσας. Μια περατζάδα ανάμεσα στο παλιό, το τουριστικό, το ιστορικό, το σύγχρονο. Εδώ ξεπρόβαλε πολύ πρόσφατα ένα καινούργιο ξενοδοχείο –ναι, στις μέρες μας!- που φέρει την υπογραφή της Stage Design Office των Σταύρου Παπαγιάννη και Γιώργου Κυριαζή. Είναι το «Athens Was» της εταιρείας Anemi Hotels της οικογένειας Μπενακόπουλου (βλ. το ξενοδοχείο Anemi στη Φολέγανδρο, δουλειά επίσης της Stage Design Office).
Χμ, περίεργο όνομα, θα πει κάποιος! Αλλά ο Σταύρος Παπαγιάννης δίνει την απάντησή του: «Έχει να κάνει με την περιοχή: Ακρόπολη, Πλάκα, Αναφιώτικα. Το ξενοδοχείο βρίσκεται σε έναν κόμβο που περικλείει όλη την Αθήνα. Παράλληλα, ήθελα το όνομα να κρύβει και μια ίντριγκα. Επίσης, θέλησα να κάνω μικρές και διακριτικές αναφορές στο μοντέρνο κίνημα της Αθήνας – και τονίζω το μικρές, γιατί δεν είμαι αρχιτέκτων». Πόση σημασία έχει όμως αυτό, τη στιγμή μάλιστα που ο «νονός» του «Athens Was» έχει σπουδάσει ιατρική με ειδικότητα στην παθολογοανατομία, μια δύσκολη και αφανή ειδικότητα, όπως την αποκαλεί; «Εγώ ήθελα να ασχοληθώ με το θέατρο και τον κινηματογράφο. Τελικά, βρέθηκα στη Ρουμανία για Ιατρική, την οποία ουσιαστικά την πέρασα με τα σχέδια και τα σκίτσα –η ανατομία έχει πολλά τέτοια- και αυτό με βοήθησε, γιατί λατρεύω την εικόνα»
Στα 21 δωμάτια του ξενοδοχείου εκ των οποίων τα τρία σουίτες, παρότι όλα τα έπιπλα είναι επώνυμα, τίποτα δεν κραυγάζει και τίποτα δεν είναι αντιγραφή.
Το εστιατόριο του “Athens Was” λέγεται “Modern” και εστιάζει στις εξελιγμένες μεσογειακές γεύσεις.
Η κουβέντα μας περνάει ξανά στο τώρα και στο «Athens Was», το οποίο αρχικά ήταν ένα κτίριο με διαμερίσματα και με απλή αφαιρετική αρχιτεκτονική. Τώρα βέβαια, ως ξενοδοχείο είναι ήδη μέλος των Design Hotels κι αυτή η σύνδεση δεν είναι τυχαία, δεδομένης της φυσιογνωμίας του και της σχεδιαστικής του αφήγησης. «Την πιο μεγάλη επέμβαση την κάναμε στο πίσω τμήμα. Δεν θελήσαμε να κρύψουμε εντελώς τους ακάλυπτους χώρους, γιατί είναι μια ενδιαφέρουσα πραγματικότητα. Βάλαμε λοιπόν τις κουρτίνες από τα φυτά», λέει ο Σταύρος Παπαγιάννης, δείχνοντας τις πράσινες «γιρλάντες» που σκεπάζουν τα πίσω μπαλκόνια.
Το “Athens Was” δίνει το δικό του στίγμα αισθητικής μέσα από τα δωμάτια και τις σουίτες του που αναφέρονται στο σύγχρονο κεφάλαιο του design.
Ωστόσο, από το καφέ του «Athens Was» όπου καθόμαστε, οι ακάλυπτοι εμφανίζονται χωρίς ενοχές. Στο εσωτερικό, τα πράγματα έχουν τη δική τους αφήγηση: «Χρησιμοποιήσουμε καλά υλικά, όπως λευκό μάρμαρο Διονύσου, μαύρο μάρμαρο Βόλου και πράσινο μάρμαρο Τήνου. Ως προς το ξύλο, επιλέξαμε μόνο καρυδιά, σε συνδυασμό με έπιπλα που έχουν αναφορές από τη δεκαετία του 1920 έως σύγχρονα κομμάτια design», λέει. «Οι καρέκλες του εστιατορίου (λέγεται “Modern” και εστιάζει στις μεσογειακές γεύσεις) είναι Cassina, σχεδιασμένες το 1950, ενώ οι ταπισερί είναι σχέδιο δικό μας που το τυπώσαμε σε μοκέτα και αποτελεί μια αναφορά στο μοντέρνο κίνημα. Συνολικά, θέλαμε ένα σχεδιασμό που να βιώνεται και όχι να δηλώνεται. Βάλαμε και βγάλαμε στοιχεία σαν παζλ. Άλλωστε, όταν κάνεις interior design, αφαιρείς και συμπληρώνεις, γιατί όλα έχουν έναν εσωτερικό διάλογο».
Και σε ένα τέτοιο πλαίσιο πού κολλάει η ισορροπία άραγε; «Το design συχνά ξεφεύγει – έχω κι εγώ κάνει πράγματα όπου έχω ξεφύγει-, αλλά έτσι μαθαίνεις», λέει ο Σταύρος Παπαγιάννης. Ο οποίος, ως σχεδιαστής, θεωρεί κάπως φλύαρο τον Marcel Wanders σε αντίθεση με τον Philippe Starck που τον λογίζει ανατρεπτικό: «Όταν έκανε τα πρώτα ξενοδοχεία με τον Schrager, φάνηκε ότι ήξερε να χειρίζεται το χώρο με ελαφρότητα και χιούμορ. Έβλεπες τι έφτιαχνε και αναρωτιώσουνα “ποιος θα καθίσει εδώ”, αλλά μετά έβλεπες τον κόσμο να το ζει. Άλλωστε, όταν σχεδιάζεις για κάποιον, πρέπει αυτός να είναι συμμέτοχος, πρέπει να μπορεί να το υποστηρίξει. Πρέπει να βρεις το μέτρο του πελάτη σου, γιατί αλλιώς το δικό σου design πάει άπατο»
Ζεστές αποχρώσεις κυριαρχούν και συνεισφέρουν στην αίσθηση της χαλαρότητας και της ισορροπίας.
Οι κουβέντες αυτές συνοδεύουν τη βόλτα μας στο «Athens Was», ξεκινώντας από το lobby, όπου αισθητικά κυριαρχούν τρεις γενιές design. Από τις «LC3» του Le Corbusier (1928) και τον καναπέ «Utrecht» του Rietveld (1935) μέχρι τα φωτιστικά «OΚ» του Grcic (2014). Μια άλλη λεπτομέρεια έχει να κάνει με τις διάσπαρτες φωτογραφίες του Στέφανου Σάμιου: 45 διαφορετικές και εμφατικές λεπτομέρειες από αγάλματα του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου της Αθήνας, οι οποίες συνδέονται με το σκεπτικό του «Athens Was».
«Μου άρεσε το σχόλιο ανάμεσα στα κλασικά αυτά έργα των φωτογραφιών και την ιστορία του σύγχρονου design» τονίζει ο Σταύρος Παπαγιάννης. Κάτι που ενισχύεται από την παρουσία των έργων του «Athens 1281», του street artist που δίνει τη δική του ερμηνεία για τη σχέση αρχαίου και σύγχρονου. Aυτό το κλίμα είναι ορατό στα 21 δωμάτια του ξενοδοχείου, όπου, παρότι όλα τα έπιπλα είναι επώνυμα, τίποτα δεν κραυγάζει και τίποτα δεν είναι αντιγραφή. Ζεστές αποχρώσεις κυριαρχούν και συνεισφέρουν στην αίσθηση της χαλαρότητας και της ισορροπίας.
«Στην ταράτσα κάναμε ελάχιστες παρεμβάσεις: ούτε τζάμια ούτε πέργολες. Μόνο ανοιχτός ουρανός με συγκλονιστική θέα. Είμαστε στον έκτο όροφο και κοίτα πού φτάνει το μάτι σου: Hilton, Ακρόπολη και στο μέσον πολλές ταράτσες. Αυτή είναι η Αθήνα!» όπως λέει ο Σταύρος Παπαγιάννης της Stage Design Office, που ευθύνεται για την αρχιτεκτονική και διακοσμητική φυσιογνωμία του ξενοδοχείου.
«Όταν πήγα στον Δελούδη για τα έπιπλα, με ρώτησε τι θέλω να κάνω. Παραγωγή Λάμπρος Κωσταντάρας;» λέει γελώντας ο Σταύρος Παπαγιάννης. «Στην ταράτσα κάναμε ελάχιστες παρεμβάσεις: ούτε τζάμια ούτε πέργκολες. Μόνον ανοιχτός ουρανός με συγκλονιστική θέα. Είμαστε στον έκτο όροφο και κοίτα πού φτάνει το μάτι σου: Hilton, Ακρόπολη και στο μέσον πολλές ταράτσες. Αυτή είναι η Αθήνα!»
Πάντως, στο roof garden τα πράγματα είναι απλά και ευέλικτα. Οικεία, αφού το μπαρ στην πραγματικότητα είναι δύο τραπέζια, δηλαδή μια κατασκευή που στήνεται και ξεστήνεται, ανάμεσα από μια παρέλαση από φυτά αρωματικά, ροδιές και συκιές. Όσο για τη γενική αισθητική της φυλής, τι λέει; «Κρίνουμε, βλέποντας ένα τοπ πραγμάτων και όχι το μέσο όρο. Ωραίο είναι να ξεφυλλίζουμε περιοδικά μόδας και design, αλλά εκεί βλέπουμε την αφρόκρεμα, την ελίτ. Όμως, αυτά δεν είναι το μέτρο. Και στην Ελλάδα παίρνουμε ως μέτρο σύγκρισης την… καρτ ποστάλ. Εμείς όμως είμαστε πιο άναρχοι, όπως και η ελληνική φύση, άλλωστε».
Στον έκτο όροφο όπου βρίσκεται το roof bar, η oποία είναι ουσιαστικά μια ευέλικτη κατασκευή που στήνεται και ξεστήνεται, η Ακρόπολη ξεπροβάλλει θεαματική.
Μια κουβέντα όσο ποτέ επίκαιρη, καθώς κοιτάζουμε τη θέα από τη βεράντα ενός δωματίου που αιχμαλωτίζει το μάτι μεταξύ Πλάκας και Ακρόπολης. «Να ο βαθμός δυσκολίας, να καθαρίζεις και να προσέχεις τα λουλούδια, αυτό με απασχολεί, όχι ο λεκές στο μάρμαρο», λέει παρατηρώντας τα φυτά, τυπικά αθηναϊκά, όπως ας πούμε γαζίες. Ένας αθηναϊκός κήπος, αυτό θέλησαν να αναπαραστήσουν με την επιμέλεια της Έλλης Παγκάλου.
Στο lobby κυριαρχούν τρεις γενιές design, αρχής γενομένης από τις “LC3″ του Le Corbusier (1928) και τον καναπέ “Utrecht” του Rietveld (1935) μέχρι τα φωτιστικά “Ok” του Grcic (2014).
Και η σχέση Παπαγιάννη-Αθήνας ποια είναι τελικά; «Είναι μια πόλη που έχει μικροκλίμακα. Δεν έχουμε τεράστια κτίρια εξουσίας, δεν αναπτύχθηκε άλλωστε μέσα στην ιστορία μας μια μεγάλη βιομηχανική αστική τάξη. Αυτό το ανακάλυψα διαβάζοντας το «Αούστερλιτς» του Sebald, ο οποίος περιηγείται και γράφει για τα κτίρια που εκφράζουν τον καπιταλισμό. Εμείς, δεν είχαμε παλάτια και ανάκτορα που να εκφράζουν την κεντρική εξουσία. Μόνο μερικά ταπεινά κτίρια που χτίστηκαν κυρίως για τους Ευρωπαίους. Επίσης, η Αθήνα έχει πολλούς λόφους, έχει ανεβοκατεβάσματα και σφαίρες. Κι όλη η Ελλάδα έτσι είναι: σαν ανδρικό κορμί, όπως έχει πει η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ. Και η Αθήνα είναι όμορφη-άσχημη, όπως και οι άνθρωποι, δεν είναι καρτ ποστάλ. Δεν έχει νεκρές γειτονιές, με εξαίρεση ίσως την Εκάλη (γέλια). Το φως μας πάλι είναι αιχμηρό και τα σύννεφα ψηλά, κι έχεις την αίσθηση του βάθους και του ορίζοντα».
Φτάνοντας στην έξοδο του «Athens Was», ρίχνουμε μια ματιά στις αντανακλάσεις της τζαμαρίας, όπου αποτυπώνεται σε αργή κίνηση το πηγαινέλα του κόσμου. «Μην το υποτιμάς, η σχέση του δρόμου με την έλευση αυτού του ξενοδοχείου έχει αρχίσει να αλλάζει», εξηγεί ο Σταύρος, σβήνοντας ακόμα ένα τσιγάρο ως δείγμα μιας χαμογελαστής υπερκινητικότητας που, όπως λέει, δεν είναι ψυχαναγκαστική. «Πιστεύω ότι πρέπει να απεγκλωβίζεσαι εύκολα, να έχεις ευελιξία και όχι δόγματα, άλλωστε τίποτα δεν είναι φιξαρισμένο. Κι αν γυρίσεις το βλέμμα σου αλλιώς, έχει ήδη αλλάξει και η εικόνα». Όπως αυτή της Διονυσίου Αρεοπαγίτου, με την άφιξη του «Athens Was».
Μία από τις 45 φωτογραφίες του Στέφανου Σάμιου με λεπτομέρειες από αγάλματα του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου της Αθήνας.
Οι φωτογραφίες του Στέφανου Σάμιου είναι ένα σχόλιο ανάμεσα στην κλασική αρχαιότητα και τη μοντέρνα προσέγγιση των ιδιωτικών χώρων.
Τι άλλο εκτός από μάρμαρο και ξύλο, δομικά στοιχεία στο “Athens Was”, μπορούσε να ντύσει τα μπάνια;
Το γυμναστήριο του “Athens Was” με όργανα άθλησης Technogym.
Σχόλια για αυτό το άρθρο