Την άνοιξη του 1975 γνώρισα τον Γιώργο Ευσταθίου. Μόλις είχε απολυθεί από το στρατό, γίναμε φίλοι και αποφασίσαμε να πιάσουμε μαζί ένα σπίτι. Συγκάτοικοι στην τρέλα. Δεν είχαμε δεκάρα, ακόμα απορώ πώς νοικιάζαμε τα σπίτια και πώς πληρώναμε το νοίκι. Υπήρχαν μέρες που δεν είχαμε να φάμε, μέρες που τρώγαμε συνέχεια φακές και μέρες που ο Γιώργος πήγαινε στη μάνα του και έφερνε ταψιά ολόκληρα με ψητά, γεμιστά και άλλα καλούδια που έστελνε η Λούλα. Τότε γινόταν τσιμπούσι μεγάλο, καλούσαμε σπουδαίους φίλους, τον Γιώργο Ιωάννου, την Δήμητρα Γαλάνη, τον Γιώργο Χρονά, τον Γιώργο Μανιώτη, τον Δημήτρη Παπαδημητρίου, τον Λευτέρη Βογιατζή, τον Γιάννη Κοντό, την Αννα Κοκκίνου, τον Γιώργο Κουμεντάκη, τον Νίκο Αλεξίου, τον Σταμάτη Κραουνάκη. Μια φορά είχε έρθει ο Γιάννης Τσαρούχης, είδε όλο αυτόν τον κόσμο και αναφώνησε “Καλέ, αυτό είναι το μεγαλύτερο σαλόνι της Ανατολής!”
Ο Γιώργος μου γνώρισε την Ζυράννα Ζατέλη. Σε ένα δώμα στην οδό Θαλού, με τους τοίχους γεμάτους φωτογραφίες και αποκόμματα από εφημερίδες, την είδα για πρώτη φορά πάνω από ένα καζάνι, να βάφει τις κουρτίνες μοβ. Σε μια γωνιά υπήρχε μια επιγραφή φτιαγμένη από πούλιες “Ο θάνατος θα έρθει και θα έχει τα μάτια σου”. Γίναμε αμέσως φίλοι και άρχισε να έρχεται στην οδό Σωφρονίσκου, που ήταν το σπίτι μας. Κουλουριαζόταν στο ντιβάνι και έγραφε, έγραφε, έγραφε. “Ζυράννα πεινάς; Και τι θα φας;” την ρωτάγαμε. “Έχω κανονίσει εγώ το φαγητό μου” έλεγε και έβγαζε από την τσάντα της το “πλακωτό”, ένα λουκούμι ανάμεσα σε δυο μπισκότα Παπαδοπούλου.
H Zυράννα έγινε η μούσα μας, η αγαπημένη μας, η ξεχωριστή φίλη μας. Την φωτογραφίζαμε, της στέλναμε επιστολές, εγώ της έγραψα και τραγούδι, “Η Ζυρά η αμαρτωλή” με μουσική του Δημήτρη Λέκκα που το τραγούδησε η Βούλα Σαββίδη. Ήταν σαν να μπήκε μια πολύχρωμη πεταλούδα στην ανθισμένη μας νεανική ζωή.
Αλλά κι αυτή μας ανταπέδιδε την αγάπη με γράμματα γεμάτα πάθος, με δώρα ανεκτίμητα, φτιαγμένα από τα χέρια της, με ιστορίες που μας έλεγε τις κρύες νύχτες του χειμώνα. Είχαμε γίνει ένα τρίο, που, ενώ δεν κάναμε τίποτα σεξουαλικό, μπορούσες να το πεις και ερωτικό.
Μετά αφεθήκαμε στο ρεύμα της ζωής. Η Ζυράννα ταγμένη σε αυτό που έκανε, δημοσίευσε το πρώτο της βιβλίο την “Περσινή αρραβωνιαστικιά” που έγινε μεγάλη επιτυχία, όπως και όλα τα επόμενα. Κάποια στιγμή με τον Γιώργο αποφασίσαμε να αφήσουμε το σπίτι της οδού Σωφρονίσκου, όπου ζήσαμε χωρίς σωφροσύνη, και οι δρόμοι μας χώρισαν. Χαθήκαμε για λίγο, ο καθένας στα δικά του σκοτάδια, κάποια στιγμή είδαμε φως, βγήκαμε πάλι στον κόσμο και ξαναβρεθήκαμε πιο φτωχοί από τότε που είμαστε νέοι αλλά και πιο σοφοί για τη φύση των πραγμάτων. Η Ζυράννα, διάσημη πια συγγραφέας, ο Γιώργος γνωστός δημοσιογράφος και ραδιοφωνικός παραγωγός κι εγώ περιβόητος στιχουργός και δημοσιογράφος. Συναντιόμαστε συχνά, μιλάμε για το παρελθόν σαν να είναι παρόν, έχουμε τις δυσκολίες μας, και ο καθένας το παλεύει όπως ξέρει και μπορεί. Όμως χτες που βρήκα αυτές τις παλιές φωτογραφίες από την άνοιξη του 1976, “θέλεις” λέω της Ζυράννας ” να βρεθούμε ξανά και να φωτογραφηθούμε 40 χρόνια μετά;” “Μα το σπίτι στην οδό Σωφρονίσκου έχει πια γκρεμιστεί.” “Έχω κάτι καλύτερο. Να πάμε στου Ζωναρά” “Θα ήθελα να πάμε, αλλά…” ” Μην σε απασχολεί τίποτα! Τα έχω κανονίσει όλα!” της λέω, γιατί κατάλαβα ότι θα μιλούσε για το οικονομικό.
Όλοι εμείς που ζήσαμε και ζούμε φτωχικά, που περάσαμε από μεγάλες πείνες και περιορίσαμε τις ανάγκες μας στο ελάχιστο, δικαιούμαστε πότε-πότε την πολυτέλεια ενός χώρου σαν του Ζόναρς. Δεν κινδυνεύουμε ούτε να μας παρασύρουν τα λούσα και τα μεγαλεία, ούτε να αλλάξουμε συνήθειες και διατροφή. Θέλουμε την διακριτική ατμόσφαιρα, το άψογο σέρβις, τα ωραία φαγητά και την ήρεμη ασφάλεια ενός τέτοιου χώρου, για να πάρουμε μια μικρή ανάσα πριν ξαναβουτήξουμε στον πολτό της καθημερινότητας. ”Λες να ζητήσει πλακωτό;” μου λέει ο Ευσταθίου ενώ περιμένουμε την Ζυράννα. Γελάμε, ο Γιάννης Μποζίκης,ο υπεύθυνος του μαγαζιού, έρχεται να ρωτήσει αν όλα βαίνουν καλώς, τον ευχαριστούμε, είναι όλα άψογα. Μπαίνει η Ζυράννα, περιεργάζεται τον χώρο, “μου θυμίζει Παρίσι” λέει και πλησιάζει να δει από κοντά τους δύο πίνακες του Πικάσο που κρέμονται στους τοίχους. Έπειτα κάθεται μαζί μας και ο Άγγελος Αντωνίου και ο Γιώργος Γκίκας φροντίζουν για το φαί και το κρασί μας. Εγώ και ο Γιώργος παραγγέλνουμε λαβράκι, η Ζυράννα που είναι χορτοφάγος παραγγέλνει κριθαρότο με μανιτάρια, πίνουμε μοσχοφίλερο. “Θυμάστε τα σαλιγκάρια;” ρωτάει ο Γιώργος και γελάμε και οι τρεις. Μια βροχερή μέρα που δεν είχαμε τι να φάμε, πήγαμε εμείς οι δύο στο λόφο του Φιλοπάππου και μαζέψαμε σαλιγκάρια. Μετά ρίξαμε στην μπανιέρα μπόλικο αλεύρι και τα βάλαμε να βοσκήσουν, για να καθαρίσουν. Η Ζυράννα, που δεν το γνώριζε, πήγε κάποια στιγμή να πλύνει τα χέρια της και γύρισε έντρομη “Ελάτε γρήγορα, το μπάνιο έχει γεμίσει σαλιγκάρια!” Πάνω στο νιπτήρα, στον καθρέφτη, στο καζανάκι, στην κουρτίνα, στα πλακάκια, είχαν ξαμολυθεί χιλιάδες σαλιγκάρια ψάχνοντας το δρόμο προς την ελευθερία…
Είπαμε πολλά, για τη ζωή, τον έρωτα και το θάνατο, η Ζυράννα τελειώνει το καινούργιο της μυθιστόρημα, του χρόνου θα είναι έτοιμο, ο Γιώργος ετοιμάζει την πρώτη του ποιητική συλλογή, κι εγώ γράφω στίχους για τραγούδια που θα γίνουν μεγάλα σουξέ. Συμφωνήσαμε πως αφού είμαστε ζωντανοί 40 χρόνια μετά είναι ήδη πολύ μεγάλο πράγμα, βγήκαμε έξω να καπνίσουμε. Από το Σύνταγμα ερχόταν ο αντίλαλος από αγωνιστικά τραγούδια και διαδηλώσεις. Ο κόσμος παλεύει για ένα κομμάτι ψωμί και για μια καλύτερη ζωή. “Πες μου το τραγούδι μας” μου λέει η Ζυράννα. Κι εκεί, ανάμεσα στους σερβιτόρους του Ζωναρά και στους διαδηλωτές του Συντάγματος, άρχισα να απαγγέλλω “Η Ζυρά η αμαρτωλή, ζούσε στην Ανατολή, τα σκοτάδια δεν φοβόταν και με άγνωστους κοιμόταν…”
Σχόλια για αυτό το άρθρο