Aυτό το μακρυμάλλικο αγόρι που στέκει πλάτη στο φακό, ανάμεσα στον Μάνο Χατζιδάκι και στον Ευγένιο Σπαθάρη, είμαι εγώ, 23 χρονών. Είμαστε στο Φιλοπρόοδο Όμιλο Υμηττού, λίγο πριν την παράσταση των “Βατράχων” του Αριστοφάνη, σε διασκευή δική μου για το Θέατρο Σκιών. Aς πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή…
“Θέλω να μου κάμεις ένα έργο που να το παίξει ο Ευγένιος Σπαθάρης. Θα το παρουσιάσουμε στο Φιλοπρόοδο Όμιλο Υμηττού” μου λέει μια μέρα ο Χατζιδάκις. Έσπασα το κεφάλι μου και τελικά αποφάσισα να κάνω τους “Βατράχους” με μια ουσιώδη διαφορά. Στο πρωτότυπο έργο διαγωνίζονται στην τραγωδία ο Αισχύλος και ο Ευριπίδης, στην διασκευή που έκανα θα διαγωνίζονταν στο τραγούδι ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης!
Μαζί με τον Δημήτρη Λέκκα πήγαμε στο Μαρούσι, στο σπίτι του Σπαθάρη. Στην είσοδο του σπιτιού μας υποδέχτηκαν οι γάτες του, όλες με περίεργα ονόματα: “Ντοντόνα”, “Φιρφιρίκος”, “Κουφοντίνα” κλπ. Η Φανή, η γυναίκα του, μια πραγματική αρχόντισσα, μας άνοιξε και έγινε η πρώτη γνωριμία. Του είπαμε την ιδέα, ενθουσιάστηκε και άρχισε να φτιάχνει τις φιγούρες. Πρώτα του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη. Μετά άρχισε να σχεδιάζει τα βατράχια. Τα έφτιαχνε όμως προφίλ και δεν έβγαιναν ωραία.”Πάω να φτιάξω τα βατράχια και μου βγαίνουν σαν αστροναύτες!” “Δεν δοκιμάζεις να τα φτιάξεις ανφάς;” του πρότεινα. “Ανφάς; Στον Καραγκιόζη Γιωργάκη καμιά φιγούρα δεν βγαίνει ανφάς! Όλες προφίλ, όλες προφίλ!”. Επειδή όμως ήταν καινοτόμος και του άρεσαν οι προκλήσεις, έκατσε και τα έφτιαξε. Ήταν υπέροχα! “Στο Θέατρο Σκιών πρώτη φορά γίνεται αυτό” μου είπε με δέος και υπερηφάνεια μαζί. Είχε πάει την παράδοση ένα βήμα μπροστά.
Δουλέψαμε μαζί νύχτα και μέρα. Ο Σπαθάρης ήταν εργατικός, δεχόταν ιδέες, ήταν όμως και απαιτητικός. Κάναμε πρόβες για το έργο και στην πορεία αντιμετωπίσαμε ένα πρόβλημα. Τη σκηνή που βλέπετε παρακάτω, με τη
βάρκα, τα βατράχια και τα κύματα, τη διαδεχόταν μια άλλη, στη στεριά. Πώς όμως θα αλλάζαμε σκηνικό; Θα μπορούσαμε να σβήσουμε τα φώτα και να αλλάξουμε σκηνικά στο σκοτάδι. Όμως αυτό ξενερώνει το θεατή που νομίζει ότι το έργο τελείωσε. Τη λύση την βρήκε ο Ευγένιος:” Όταν τα βατράχια τελειώσουν το τραγούδι τους, θα χωθούν μέσα στα κύματα , θα τα σηκώσουν στον αέρα και θα τα πάρουν πίσω!”
Έμαθα πολλά κοντά στον Σπαθάρη. Όχι θεωρίες. Στην πράξη. Στο παιχνίδι της σκιάς με το φως, το ευτελέστερο υλικό γίνεται τέχνη. Ένας ντενεκές με καψούλια κάνει τον ήχο της θάλασσας, ένας αναμμένος φακός πάνω στον μπερντέ μπορεί να κάνει το φεγγάρι, ο καπνός από το τσιγάρο την ομίχλη, οι σπίθες από έναν άδειο αναπτήρα μπορούν να κάνουν τη λάμψη από τους πυροβολισμούς, ένα καλάμι τον ήχο από το καταραμένο φίδι. Με έμαθε πώς να κρατάω τη φιγούρα, πώς να την περπατάω επάνω στο πανί. Ήταν γλυκός όταν σου μάθαινε κάτι και αυστηρός όταν δεν το έκανες καλά. Μια-δυο φορές, πάνω στην παραφορά της πρόβας μου έδωσε σφαλιάρες. Να φας σφαλιάρα από τον Σπαθάρη! Δεν υπάρχει μεγαλύτερη τιμή!
Η παράσταση ήταν ένας θρίαμβος. Δεν είχαμε πει στον Χατζιδάκι ότι θα τον βγάζαμε στη σκηνή και όταν είδε τη φιγούρα του, ακούσαμε το τρανταχτό του γέλιο. Όταν βγήκε και ο Θεοδωράκης και άρχισε ο διαγωνισμός, γέλαγε σαν μικρό παιδί. Αυτό όμως δεν είναι το Θέατρο Σκιών; Σε κάνει ένα μικρό παιδί και βλέπεις τη μεγάλη αλήθεια που λέει ο Καραγκιόζης. “Θα φάμε, θα πιούμε και νηστικοί θα κοιμηθούμε!”
Σχόλια για αυτό το άρθρο