Το πρόβλημα στην περίπτωση των υπέρβαρων και παχύσαρκων ατόμων είναι ότι συχνά παρουσιάζουν έλλειψη και ανεπάρκεια βιταμίνης D. Αυτό συμβαίνει διότι στα υπέρβαρα και τα παχύσαρκα άτομα το αυξημένο σωματικό τους λίπος δεσμεύει ποσότητα βιταμίνης D (λόγω της λιποδιαλυτής της φύσης), με αποτέλεσμα να παρεμποδίζεται ο φυσιολογικός μεταβολισμός της.
Η Αμερικανική Ενδοκρινολογική Εταιρεία καταλήγει στο συμπέρασμα ότι για το λόγο αυτό τα παχύσαρκα άτομα χρειάζονται 2,5 φορές περισσότερη βιταμίνη D για να αυξήσουν στον ίδιο βαθμό με τα άτομα φυσιολογικού βάρους, τα επίπεδα της 25(ΟΗ)D στο αίμα (Ekwaru et al. 2014).
Επιπλέον, τα παχύσαρκα άτομα στατιστικά δαπανούν μεγαλύτερο μέρος του χρόνου τους σε εσωτερικούς χώρους είτε στο σπίτι, είτε για εργασία, είτε γιατί απλά θέλουν να αποφεύγουν τον ήλιο, φορούν μακριά ρούχα που αφήνουν μικρότερο γυμνό μέρος του σώματος εκτεθειμένο στον ηλιακό φως και χρησιμοποιούν συχνά αντηλιακά, τα οποία παρεμποδίζουν την απορρόφηση της βιταμίνης D.
Το καθαρό τελικό αποτέλεσμα όμως είναι να περιορίσουν την ζωτικής σημασίας ποσότητα του ήλιου και επομένως βιταμίνης D που λαμβάνει το σώμα τους. Ως συνέπεια μεγεθύνεται ακόμη περισσότερο ο κίνδυνος προσβολής του ανοσοποιητικού συστήματος ενός υπέρβαρου ή παχύσαρκου ατόμου.
Ο κίνδυνος αυξάνεται περισσότερο εάν στην εξίσωση παρεμβληθούν παράγοντες (Holick et al. 2011) όπως η εμμηνόπαυση, η ηλικία άνω των 50 ετών, θυρεοειδικές παθήσεις (οι οποίες είναι πολύ συχνές στους παχύσαρκους), σκουρόχρωμη επιδερμίδα (τα άτομα με σκούρο τόνο του δέρματος διαθέτουν φυσική προστασία από τον ήλιο εξαιτίας της μελανίνης του δέρματος, η οποία δρα ως φίλτρο κατά της υπεριώδους ακτινοβολίας) και φυσικά η διαμονή σε περιοχές με γεωγραφικό πλάτος μεγαλύτερο από 35° (Κεντρική και Βόρεια Ελλάδα).
Ταυτόχρονα, η παχυσαρκία και ιδιαίτερα εκείνη κεντρικού τύπου (κοιλιακή παχυσαρκία) θεωρείται από τους κυριότερους παράγοντες της χρόνιας φλεγμονής. Η επικίνδυνη εναπόθεση λίπους γύρω από τη μέση (κοιλιακή χώρα) διακρίνεται για τον προ-οξειδωτικό και προ-φλεγμονώδη χαρακτήρα της. Η φλεγμονή που ξεκινά με αυξημένα επίπεδα iNOS (inducible nitric oxide ‒ επαγώγιμο νιτρικό οξείδιο) προκαλεί μεγέθυνση της αυτοανοσίας. Μόρια πρωτεϊνών (όπως η γλουτένη) διαρρέουν μέσω του εντέρου και γίνονται εξαιρετικά αντιδραστικά. Τότε το ανοσοποιητικό σύστημα αναγνωρίζει αυτές τις πρωτεΐνες ως «εισβολείς» με αποτέλεσμα να τους επιτεθεί.
Συμπερασματικά, με δεδομένο τον κομβικό ρόλο της Βιταμίνης D στη λειτουργία (ρύθμιση) του αμυντικού συστήματος αλλά και την φλεγμονώδη φύση της (κεντρικής) παχυσαρκίας, εξηγείται λοιπόν γιατί η τελευταία αποτελεί μία κατάσταση υψηλού κινδύνου για την αποδυνάμωση και την εξασθένιση του ανοσοποιητικού συστήματος. Επομένως, με τον τρόπο αυτό εξηγείται η αυξημένη επίπτωση των αυτοάνοσων διαταραχών στα υπέρβαρα και παχύσαρκα άτομα. Η παχυσαρκία εξασθενεί το ανοσοποιητικό σύστημα. Ως αποτέλεσμα παρουσιάζεται υψηλός κίνδυνος για τη συνολική υγεία!
Είναι γνωστό ότι ο κεντρικός εκλεκτικός ρυθμιστής της έκφρασης των κυττάρων του ανοσοποιητικού συστήματος είναι η βιταμίνη D, διαθέτοντας σημαντικές ανοσορυθμιστικές ιδιότητες. Μέσω των ρυθμιστικών CD4+ Τ κυττάρων συνεισφέρει στην ισόρροπη ανάπτυξη των Th-1 και Th-2 βοηθητικών κυττάρων και επομένως στην ομαλή έκφραση των λεμφοκυττάρων του ανοσοποιητικού συστήματος.
Το καθαρό αποτέλεσμα για το ανοσιακό σύστημα που αναπτύσσεται σε περιβάλλον όπου υπάρχει περιορισμένη διαθεσιμότητα βιταμίνης D, είναι η αύξηση του αριθμού των προ-φλεγμονωδών Τh1 κύτταρων με συνέπεια την αυτοανοσία (Cantorna & Mahon 2004). Αντίθετα, η επάρκεια της 1,25-διυδροξυβιταμίνης D3 (η ορμονική μορφή της βιταμίνης D) οδηγεί σε αριθμητικά μικρότερα και λιγότερο επιθετικά Th-1 κύτταρα και ταυτόχρονα στην αντισταθμιστική ομοιογενή ανάπτυξη των αντιφλεγμονωδών Th-2 βοηθητικών κυττάρων, με επακόλουθο τη φυσιολογική συνολική λειτουργία των Τ-Κυττάρων.
Εκτεταμένες διεθνείς έρευνες έχουν δείξει ότι υποδοχείς της βιταμίνης D (VDRs) έχουν εντοπιστεί σε πολλαπλά όργανα και ιστούς του ανθρώπινου σώματος. Ως εκ τούτου, η ανεπάρκεια βιταμίνης D μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο αυτοάνοσων ασθενειών και καρκίνου, και αυτό έχει αναφερθεί σε ζωικά μοντέλα.
Κύρια πηγή πρόσληψης της βιταμίνης D είναι το ηλιακό φως. Υπολογίζεται ότι το 80% της βιταμίνης D3 προσλαμβάνεται από το ανθρώπινο σώμα με το συγκεκριμένο μηχανισμό. Βέβαια υπάρχουν και διατροφικές πηγές πρόσληψης βιταμίνης D αλλά αυτές είναι περιορισμένες και μάλλον δυσεύρετες στην καθημερινή διατροφή (σολομός, τόνος, ιχθυέλαια κλπ.). Επομένως, η ηλιακή ακτινοβολία είναι κομβικής σημασίας για την επαρκή πρόσληψη και απορρόφηση της βιταμίνης D (Holick 2004).
Σχόλια για αυτό το άρθρο