Eίναι καιρός που έγινα κοσμοπολίτης και έχω αφεθεί να με οδηγεί το ένστικτο της Χριστίνας Πολίτη. Δεν έχω βγει χαμένος. Δεν βαριέμαι ποτέ μαζί της, σε κάθε μας έξοδο κάτι συμβαίνει, κάποιον συναντάω, κάτι μαθαίνω. Να, όπως προχτές που πήγαμε μαζί με την “αρραβωνιαστικιά” μου όπως την λέω πλέον, τον Μάκη Γαζή και τον Βασίλη Νάτσιο, στο Θέατρο Βράχων του Βύρωνα, για να δούμε την παράσταση “Του Κουτρούλη ο γάμος” έπεσα πάνω στον Δημήτρη Λέκκα, αγαπημένο φίλο και συνεργάτη χρόνων. “Κι εσύ εδώ;” του λέω. “Μα έχω γράψει τη μουσική του έργου” μου απαντάει και μου θυμίζει πως είμαστε από τους πρώτους που εγκαινιάσαμε αυτό τον χώρο, με τους “Βάτραχους” του Αριστοφάνη και το θέατρο σκιών του Ευγένιου Σπαθάρη.
Τον Γιάννη Βούρο δεν τον είχα δει ποτέ να παίζει. Δεν έτυχε. “Έλα, πάμε μπορεί να μας αρέσει” μου είπε η Χριστίνα που είχε δει μια πρόβα. Δεν μου άρεσε απλώς, με ενθουσίασε. Έπαιξε τον Κουτρούλη τόσο ανάλαφρα, τόσο ντελικάτα, σαν χορευτής που ακολουθεί μια χορογραφία. Γυάλιζε το ματάκι του πίσω από τα γυαλιά, έγλειφε τα χείλη του φιλήδονα όταν έβλεπε την αγαπημένη του Ανθούσα, τα πόδια χόρευαν μια ξεκαρδιστική ταραντέλα. Δεν έπαιζε τον Κουτρούλη, ήταν ίδιος ο Κουτρούλης. Ο Βούρος έχει μια εύπλαστη φωνή που μπορεί να την κάνει ότι θέλει, είναι μεγάλο προσόν αυτό. Τον χειροκροτήσαμε μαζί με τους υπόλοιπους άξιους ηθοποιούς και στο καμαρίνι που πήγαμε να του πούμε συγχαρητήρια από κοντά, είδα την Νταίζη Σεμπεκοπούλου, παλιά μου φίλη από τα ένδοξα χρόνια της Μέδουσας και του ανεπανάληπτου Γιώργου Μαρίνου..
Έρχεται και ο Βασίλης Νάτσιος, που τον γνώρισα κι αυτόν απ΄την Χριστίνα. Είναι ένα πανέξυπνο και ταλαντούχο παιδί, με πολλές γνώσεις και μεγάλη σεμνότητα. Το χιούμορ του είναι άπαιχτο, ενώ στο ανεξάντλητο αρχείο του έχει σπάνιες φωτογραφίες για κάθε θέμα. ” Μα που τις βρίσκεις;” τον ρωτάω. Δεν μου αποκαλύπτει. Κρατάει το στόμα του ερμητικά κλειστό και το ανοίγει μόνο όταν φτάνουμε όλοι στις “Νοστιμιές της Μαίρης”. Τον λατρεύω τον Βασίλη, μπορώ να κάθομαι να συζητάω μαζί του ώρες, για θέματα που τα ξέρει, ενώ δεν τα έχει ζήσει. Όταν όμως έρχεται ο ξεροψημένος γαύρος της Μαίρης, όλες οι κουβέντες σταματάνε και πάνω από τα πιάτα αρχίζει… του Κουτρούλη ο γάμος.
Τρώμε και συζητάμε για την παράσταση. Είμαστε όλοι ευχαριστημένοι, έχουμε μόνο καλά λόγια να πούμε, κι αυτό κάνει την κουβέντα πιο εύκολη, ο Βούρος έχει γεννηθεί την ίδια χρονιά με μένα, με 3 μέρες διαφορά, είναι κι αυτός Καρκινάκι, ευαίσθητος και δοτικός. Κάνουμε σχόλια και προβλέψεις, μιλάμε για άλλες παραστάσεις, θυμάμαι ότι παλιά αυτές τις κουβέντες τις έκανα κάθε μέρα, μετά πέρασα μια περίοδο μούχλας και εσωστρέφειας, μέχρι που ήρθε η “αρραβωνιαστικιά” και με έβγαλε από το καβούκι μου.
Γυρνάω να ευχαριστήσω την Χριστίνα, είναι πάνω στη μηχανή του Γιάννη για φωτογράφιση αλλά δεν την αφήνω. “Πάμε και εμείς;” λέω της Χριστίνας και του Βασίλη. Καληνυχτίζουμε τον Μάκη και την Μαίρη και βγαίνουμε στην Πατησίων. “Άντε, και στα δικά σου!” μου πετάει την σπόντα του ο Βασίλης. “Καλά, όταν θα παντρευτώ εγώ αντί για του Κουτρούλη, θα γίνει του Παυρούλη ο γάμος” του απαντάω, μπαίνω στο ταξί και χάνομαι μέσα στην παύρη νύχτα.
Σχόλια για αυτό το άρθρο