Ο ΤΑΖ τριγυρνάει στο μετρό και τις πλατείες και αφουγκράζεται τους βρυχηθμούς ενός τέρατος που λέγεται αδιαφορία.
Xτες στο μετρό μπήκε ένας άλλου τύπου ζητιάνος. Με γάζες από τον Ευαγγελισμό και χωρίς να ντρέπεται παρακαλετά να συγκινήσει την ψυχή όποιου επιβάτη ξεκίνησε ουρλιάζοντας δυνατά και λέγοντας μια λέξη μόνο, «πεινάω». Όλοι τραβηχτήκαμε στην άκρη μήπως και μας μιάνει αλλά το αρχικό του κλάμα μεταμορφώθηκε σε θυμό. «Δεν ντρέπεστε ρε; Πεινάω σας λέω καθίκια». Εκείνη την ώρα 7 στους 10 γύρω μου ασχολούνταν με το κινητό τους. Μια μίλαγε για τον γκόμενο μιας άλλης, ένας γκούγκλαρε ειδήσεις, κάποιος άκουγε μουσική, κάποια έπαιζε παιχνίδια. Η τεχνολογική εξέλιξη σε αντιπαράθεση με τον ανθρώπινο εκμηδενισμό. Το απάνθρωπο εκείνο σημείο που η κραυγή «πεινάω» δεν σου λέει τίποτα περισσότερο από το ότι πέφτει η μπαταρία του κινητού σου. Ντράπηκα. Και για μένα και για όλο το ανθρώπινο είδος. Είχα κι εγώ 3 ευρώ στην τσέπη αλλά προτίμησα να τα κρατήσω για μπύρα αντί για αυτόν που πεινάει. Και κάπως έτσι, όλο και πιο ψυχρά, όλο και πιο απομονωμένοι, διαμορφώνουμε τη νέα κουλτούρα μας.
Το μέλλον θα είναι ζοφερό, αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Όσο σίγουρο είναι πως θα είναι πλουσιοπάροχο σε όσους ανέκαθεν ήταν πλούσιοι. Και η πλειοψηφία των μετέωρων μικροαστών θα άγεται και θα φέρεται σύμφωνα με το νέο trend που πρέπει να το μάθει για να μην είναι εκτός. Κάποιοι φοράνε σκισμένα παντελόνια επειδή δεν έχουν άλλα και κάποιοι άλλοι πάνε και σκίζουν τα πανάκριβα τζιν τους για να δείξουν ροκιά και αναρχία. Ναι, μέσα στα Mall. To βλέπω και είναι σαν να κοροϊδεύεις αυτούς που πραγματικά δεν έχουν ρούχα να φορέσουν. Αυτό που εσύ κάνεις από άποψη είναι ο καθημερινός πόνος του άλλου. Θυμάμαι στην «Αμερικάνικη Ψύχωση» νομίζω, του Μπρετ Ίστον Έλις, ένα από τα πράγματα που διασκέδαζε τον serial killer ήρωα του βιβλίου, ήταν να πηγαίνει στους ζητιάνους και να σκίζει μπροστά τους εκατοστοδόλαρα.
Τον Αύγουστο ειδικά, στις πόλεις, ένα τεράστιο τσουνάμι δυστυχίας καλύπτει τους δρόμους και τις πλατείες. Τα νησιά και οι εξοχές είναι μια άλλη χώρα. Στην πλατεία που αράζω με τις μπύρες μου, παρατηρώ κάθε βράδυ δυο, τρεις ρακοσυλλέκτες να ψάχνουν τα σκουπίδια για μπουκάλια ή γυάλινα ή πλαστικά ή τσίγκινα να τα βάλουν στη σακούλα τους για να τα πουλήσουν αύριο για μερικά ευρώ, κανένα τάλιρο δηλαδή. Ανακύκλωση περικυκλωμένη. Τα πιτσιρίκια ακούνε άθλιο ελληνικό ραπάρισμα (καλά, τόσα χρόνια πέρασαν από όταν διαλύθηκαν οι θεϊκοί και πρωτοπόροι Στέρεο Νόβα;), οι παρέες γελάνε με ηλίθια αστεία. Το μόνο που με ηρεμεί είναι κάτι γιαγιάδες και παππούδες που κάθονται στο δικό τους παγκάκι, διηγούνται ιστορίες από τα παλιά και τρώνε παγωτό με ευλάβεια, σαν να είναι το τελευταίο τους. Και τα πιτσιρίκια με διασκεδάζουν μέσα στην αφέλεια της έπαρσής τους, αλλά με τους παππουδογιαγιάδες ξετρελαίνομαι επειδή πασχίζουν να βγουν από το περιθώριο. Στην κοινωνία μας, χαιρόμαστε και νταντεύουμε μέσα στην αδυναμία του μόνο ένα μωρό επειδή μας θυμίζει το θαύμα της γέννησης και είναι τόσο γλυκούλι και ανήμπορο. Και αποστρεφόμαστε τους γέροντες που είναι επίσης γλυκοί κι ανήμποροι επειδή μας θυμίζουν την κατάληξη μας και το θάνατο. Αγαπάμε τον Αντετονκούμπο ως Έλληνα, αλλάζουμε θέση όμως στο λεωφορείο όταν δίπλα μας κάτσει ένας σκουρόχρωμος. Θα ήμασταν περήφανοι μέσα στην ανημπόρια μας αν βλέπαμε ότι το θαυμαστό, το όμορφο που μπορούμε να κάνουμε είναι εκεί, δίπλα μας.
Ο τύπος που φωνάζει «πεινάω» και δεν του δίνουμε ούτε μια τυρόπιτα. Αυτή η χώρα τελικά, όποια κρίση κι αν περάσει δε θα ξεμείνει από δέκα τυροπιτάδικα κι άλλα δέκα σουβλατζίδικα σε κάθε οικοδομικό τετράγωνο. Να φας μέχρι να σκάσεις και μετά να δεις στην τηλεόραση ντοκιμαντέρ για τον τρίτο κόσμο. Εγκλωβισμένοι μέσα σε έναν από αυτούς τους λαβύρινθους με τα τζάμια και τους καθρέφτες που έχουν τα λούνα παρκ να χάνουμε την προοπτική του ματιού μας και τον προσανατολισμό μας. Κάποτε που είχα χαθεί με το ζόρι με κρατάγανε μην σπάσω τον καθρέφτη για να βγω έξω πάλι στον αέρα. Σαν ποντίκι σε πειραματικό εργαστήριο αισθάνθηκα, και σαν ποντίκια σε πειραματικά εργαστήρια ζούμε. Το χειρότερο, είναι πως έχουμε αρχίσει να μιλάμε όπως στις σαπουνόπερες. «Είναι λογοδοσμένος», «τον είδα με μια άγνωστη γυναίκα», «Θα ζήσεις καλή μου». Ή μήπως οι σαπουνόπερες αναπαράγουν το ψέμα της καθημερινής μας κουβέντας και ζωής; Αν έτσι, που είναι το «πεινάω» του ζητιάνου στο τρένο; Πού είναι το κρυφό φλερτάρισμα των ματιών του με τις ράγες; «Αυτοκτόνησε κύριε διοικητά μη έχοντας σώας τας φρένας». Τον σκοτώσαμε κύριε διοικητά επειδή δεν έχουμε μάθει να βάλουμε φρένο και προτεραιότητες. Μόνο να γεννοβολάμε και να βλέπουμε με απώθηση τους παππουδουγιαγιούληδες.
Σχόλια για αυτό το άρθρο