Χτενίσαμε την ιστορικότερη συνοικία των Αθηνών, διανύοντας αρκετά χιλιόμετρα στα πανέμορφα στενά της. Δοκιμάσαμε τις τουριστικές της ταβέρνες, περάσαμε από τα τραπέζια των καλύτερων εστιατορίων και ξετρυπώσαμε καινούργιες αφίξεις. Έχοντας ακούσει, όπως όλοι σας φαντάζομαι, από μικρό παιδί τις τραγελαφικές ιστορίες με τις πανάκριβες χωριάτικες σαλάτες και τους άθλιους μουσακάδες που πλάσαραν οι ταβερνιάρηδες της Πλάκας στους τουρίστες, οπλίστηκα με υπομονή, βλέποντας το για να είμαι ειλικρινής και λίγο χιουμοριστικά και βγήκα στο δρόμο.
Το βασικό ερώτημα που ήθελα με σιγουριά να απαντήσω στο τέλος ήταν το εξής απλό και γενικόλογο: τρώει καλά ένας άνθρωπος στην Πλάκα; Όλα αυτά που λέγονται κατά καιρούς, για τα απαράδεκτα ταβερνάκια με τις τσιμπημένες τουριστικές τιμές, ισχύουν; Ή υπάρχουν πια διάφορες επιλογές που δημιουργούν ένα επιεικές τουλάχιστον αντίβαρο στην ντροπιαστική πλευρά της; Σε τελική ανάλυση δηλαδή, σε τι επίπεδο είναι το 2015 το φαγητό στην ιστορική συνοικία της Αθήνας; Αξίζει τελικά ένας τουρίστας ή ένας κάτοικος της πόλης να αφήσει τα χρήματά του στις επιχειρήσεις της;
Ανμου πείτε τώρα ότι τα ερωτήματα είναι περισσότερα από ένα, θα έχετε απόλυτο δίκιο. Ο φάκελος “Πλάκα” όμως δεν είναι τόσο απλός, όσο ίσως φαίνεται. Μετά από δυο εβδομάδες γαστρονομικού σαφάρι, δεν κατάφερα, ούτε να την απαξιώσω αλλά ούτε και να υπερθεματίζω για εκείνη ασφαλώς. Η αλήθεια, ως συνήθως, είναι κάπου στην μέση. Προσπαθήσαμε λοιπόν, με όλη την καλή μας διάθεση, να ξετυλίξουμε το κουβάρι της για να βγάλουμε μια άκρη.
Οι ταβέρνες: η εκδίκηση της πατίνας του χρόνου και οι εξαιρέσεις της
Θα σας εκμυστηρευτώ ότι πολλές στιγμές σε αυτή την περιπλάνηση, αισθάνθηκα σαν τον Τομ Χανκς στο Terminal. Ήρθα αντιμέτωπος με τις προσωπικές μου προτιμήσεις και έβαλα στόχο να ανακαλύψω τις καλές της ταβέρνες. Ήξερα εκ των προτέρων ότι θα πέσω αρκετές φορές και σε κινούμενη άμμο τρώγοντας απαράδεκτα, γεγονός το οποίο μοιραία συνέβη.
Ανπερπατήσετε τα πλακιώτικα δρομάκια από την Νίκης, διαμέσου των στενών μέχρι και τα εκκεντρικά Αναφιώτικα με την κυκλαδίτικη αρχιτεκτονική στους πρόποδες της Ακρόπολης, θα καταλάβετε ότι σε αυτή την μποέμ αισθητική ταιριάζουν γάντι τα γραφικά ταβερνάκια. Κάποια μάλιστα, μες την όποια “παραίτησή” τους, από άποψη ή όχι, εκπέμπουν και μια γοητευτική ομορφιά.
Ένα από τα πιο αγαπημένα κουτούκια που θα συναντήσετε στην περιοχή είναι τα θρυλικά “Μπακαλιαράκια του Δαμίγου” (Κυδαθηναίων 41, τηλ. 210 3225084). Μια υπόγεια ταβέρνα σημείο αναφοράς στην περιοχή μιας και είναι από τις ελάχιστες εκείνες εξαιρέσεις που δεν επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Από το 1865 μέχρι και σήμερα με νύχια και με δόντια, ιδιαίτερα τον τελευταίο καιρό, όπως με διαβεβαίωσε η κα Δαμίγου σε μια κουβέντα μας, προσπαθούν να κρατήσουν την ποιότητα των προϊόντων τους ψηλά, χωρίς να κάνουν εκπτώσεις στην ποιότητα. Μια δοκιμή από το δυνατό τους τηγάνι τους θα πείσει νομίζω και εσάς όπως έπεισε και μένα. Μεγάλο χιτ τα μπακαλιαράκια τους ασφαλώς με την σάρκα τόσο τρυφερή ορισμένες φορές σαν χιόνι.
Στην κλασική “Ταβέρνα του Ψαρρά” (Ερέχθεως 16 – τηλ, 2103218733) η οποία έχει περάσει τα τελευταία χρόνια στα χέρια του Όμιλου Σταθοκωστόπουλου, δοκίμασα συμπαθητικά μαγειρευτά και μέτριο ψάρι ενώ στην “Παλιά Ταβέρνα του Σταματόπουλου” (Λυσίου 26 – τηλ. 210 3228722) με τις εντυπωσιακές τοιχογραφίες του παλιού λαΐκού ζωγράφου Γιώργου Σαββάκη, ό,τι δοκιμάσαμε ήταν σχεδόν κακό και το σέρβις του αγενές στα όρια του ενοχλητικού. Νοστιμιά και γνήσια σπιρτάδα είχε η μελιντζανοσαλάτα στην γραφική “Σπηλιά”(Θρασύλου 3 – τηλ. 2103248593) αλλά οι γαρίδες σαγανάκι και τα γεμιστά τους ήταν σκέτη απογοήτευση οπότε μας χάλασαν το κέφι.
Θα κάνω μια τελευταία εξαίρεση για την Υδρία ( Αδριανού 68 – τηλ. 210 3251619). Μπορεί να μην είναι η τυπική Πλακιώτικη ταβέρνα, αλλά σερβίρει ένα προσεγμένο σε γενικές γραμμές εδεσματολόγιο όπως θα έπρεπε ενδεχομένως να το κάνει κάθε ταβέρνα στην δεν την ενδιαφέρει να τηρεί μόνο τα προσχήματα. Υπέροχοι οι γίγαντες με το σύγκλινο Μάνης, το φασκόμηλο και την γλυκοκολοκύθα αλλά και το τρυφερό λεμονάτο αρνάκι τους.
Και ύστερα …ήρθαν οι μέλισσες. Λασπωμένα γεμιστά, λαδοπιωμένες τυρόπιτες, παραβρασμένα γιουβετσάκια, χωριάτικες σαλάτες με ντομάτες της ντροπής και ο all time classic μουσακάς σε μερικές από τις πιο κακοποιημένες του εκδοχές. Φτηνά λάδια, χύμα κρασί για γέλια και για κλάματα, απανθρακωμένες σαρδέλες στη σχάρα, μοσχαρίσια μπιφτέκια με κιμά της πλάκας και ρύζι-καρότο από αυτά που βλέπαμε παλιότερα σε κάποια άθλια catering των γάμων. Με λίγα λόγια μια κατάφορη προσβολή στην Ελληνική Κουζίνα.
Η Πλάκα όμως δεν είναι μόνον αυτό.
Τα στέκια: Φως στο τούνελ και τα πρώτα “εναλλακτικά” χαμόγελα
Το άνοιγμα του εκπληκτικού Μουσείου της Ακρόπολης στην βαρύτιμη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, έφερε κατά πολλούς μια καινούργια πνοή στην Πλάκα. Με όσους επιχειρηματίες είχα την ευκαιρία να κουβεντιάσω, όλοι μου είπαν κάποια στιγμή το ίδιο πράγμα: αν δεν είχαμε το Μουσείο στην γειτονιά όλα θα ήταν χειρότερα και το πιο πιθανό είναι να μην έπαιρνε κανείς μας μπροστά για να κάνουμε κάτι καλύτερο. Το βρήκα ως μια συγκινητική και ρεαλιστική παραδοχή.
Το Μουσείο είναι στα αλήθεια ένα κόσμημα και το πολύ προσεγμένο καφέ-εστιατόριό του ανάμεσα στα 5 καλύτερα εστιατόρια μουσείων του κόσμου -σύμφωνα με την μεγαλύτερη σε κυκλοφορία εφημερίδα του Καναδά, Toronto Star. Αξιοπρεπής εσπρέσσο, ελληνικό πρωινό με ντόπια προϊόντα που φυσάει και μια σειρά από νόστιμα μεσογειακά πιάτα με γούστο και νοστιμιά σε καλές τιμές. Πήγα τρεις φορές στην περίοδο του ρεπορτάζ και κατάλαβα γιατί πολλοί άνθρωποι το έχουν κάνει με τη πρώτη στέκι.
Από εκεί και πέρα, το ευχάριστο είναι ότι πλέον κάνουν εμφάνιση κατά καιρούς διάφορα πολύ γουστόζικα και πιο χαλαρά projects που δημιουργούν με την σειρά τους ένα πρώτο σοβαρό αντίβαρο στην ζημιά που έχει προκληθεί.
Το πιο πρόσφατο από αυτά είναι το 7 Food Sins. Μια όμορφη gastropub στην καρδιά της Πλάκας η οποία σερβίρει από το πρωί μέχρι το βράδυ την street food γκουρμεδιάρικη κουζίνα του Τάσου Στεφάτου. Αγαπήσαμε κιόλας τον crunchy μουσακά του και περιμένουμε με αγωνία την εξέλιξή του.
To Heteroclito στα σύνορα της Πλάκας, είναι από τα πρώτα wine bars που είδαν το κρασί με σοβαρό μάτι στην περιοχή. Η ατμόσφαιρα είναι χαλαρή, οι επιλογές σε ποτήρι αρκετές και τα προσεγμένα tapas του συμπληρώνουν το σκηνικό μιας εξόδου με ταυτότητα και στυλ.
Το προσεγμένο Oinoscent έχει μια πολύ ενδιαφέρουσα λίστα κρασιών που ανανεώνει συχνά, λειτουργεί και αυτό αυτόνομα ως κάβα και συγκεντρώνει τους δικούς του πιστούς θαμώνες, ενώ η πιο πρόσφατη άφιξη με κέντρο βάρους το κρασί είναι το Sideways στην Ναυάρχου Νικοδήμου. Συμπαθητικό, ευέλικτη wine list και μια σειρά από μπρουσκέτες και κρύα πιάτα για easy going τσιμπολόγημα.
Το ομορφότερο wine bistro της Πλάκας, το Vintage, έχει παριζιάνικο αέρα, αρκετά καλή κουζίνα με μεσογειακά κυρίως στοιχεία και τραπεζάκια στον μικρό πεζόδρομο που βλέπουν ένα μέρος από τον Παρθενώνα και κάνουν χάζι στην περαντζάδα της γειτονιάς. Το elegant παζλ συμπληρώνει η εκτενέστερη λίστα κρασιών στην Αθήνα για το είδος του, με 350 ετικέτες από όλον τον κόσμο σε μπουκάλι και σχεδόν 220 σε ποτήρι με την πρωτοποριακή μέθοδο του Coravin που έφεραν πρώτοι στην Ελλάδα και από τους πρώτους στην Ευρώπη. Το μενού είναι ευέλικτο και αλλάζει συχνά. Χιτ η ωμή king γαρίδα με ελαιόλαδο και γκρεμολάτα μαϊντανού και το ψημένο στην εντέλεια φιλέτο αρνιού από την Βόνιτσα.
Αν σας πω τώρα ότι άνοιξε ένα τροπικό beach bar στις παρυφές της Πλάκας, θα με πιστέψετε; Το Boom of the Sea στην οδό Νίκης, είναι κάτι ανάμεσα από μπαρ και καντίνα, σερβίρει κοκτειλάκια με 5 ευρώ και διαφόρων ειδών ελληνικά fingers food, μεταξύ των οποίων και greek sushi: αμπελόφυλλο με ρύζι δηλαδή, φύκι, ποντιακό λάχανο και πληγούρι βρασμένο σε ζωμό γαρίδας με διάφορα θαλασσινά. Δεν είναι καθόλου άσχημο.
Ο Λατίφης, στην Κυδαθηναίων 30, μπορεί να ξεκίνησε από το 1970 πουλώντας παγωτό καϊμάκι, πλέον όμως έχει ταράτσα με θέα Ακρόπολη και σερβίρει βάφλες με πάνω από τριάντα γεύσεις παγωτών. Ενώ θα είναι νομίζω παράλειψη να μην περάσετε έστω για ένα καφέ από το κουκλίστικο Γιασεμί (φωτό στην αρχή του άρθρου) στους πρόποδες του βράχου, με το φανατικό κοινό να το γεμίζει νυχθημερόν. Κάθισα επίσης για ένα καφέ και στο διπλανό “Μελίνα”, αλλά για να μου φέρουν ένα νερό θα έπρεπε μάλλον να το παραγγείλω τηλεφωνικά από το σπίτι, γεγονός το οποίο με κούρασε και μετά από ένα τέταρτο αναμονής, έφυγα.
Τα εστιατόρια: Η αμπιγιέ γαστρονομική της πλευρά
Το σοβαρότερο αντίπαλο δέος της ταλαιπωρημένης Πλάκας, είναι μια σειρά από εστιατόρια, παλιότερα και πιο σύγχρονα, που ξελασπώνουν κατά κάποιο τρόπο την ιστορική συνοικία από την κακή της φήμη αναφορικά με το φαγητό. Αξιόλογα και εκλεπτυσμένα μενού, σεφ με ταλέντο και δημιουργικότητα, ντιζαϊνάτα roof gardens με υπέροχη θέα στην Ακρόπολη είναι μερικά από τα κύρια χαρακτηριστικά τους. Φτάνουν όμως τα παραπάνω για μια πολύ καλή γαστρονομική εμπειρία; Όχι απαραίτητα.
Δυο χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι το Modern Restaurant του υπέρκομψου Athens Was Hotel και το Point A του Herodion. Και τα δυο στην ομορφότερη οδό της περιοχής, στην Διονυσίου Αρεοπαγίτου, στο roof garden των ξενοδοχείων τους με συγκλονιστική θέα στον Παρθενώνα και ένα ακόμα κοινό σημείο: μια κουζίνα που παρά τις φιλότιμες προσπάθειες, πάσχει σοβαρά από έλλειψη τεχνικής, φαντασίας και νοστιμιάς. Η καρμπονάρα που δοκίμασα για παράδειγμα, στο Point A, με το απάκι και τα σκιουφιχτα μακαρόνια, ήταν πνιγμένη στην κρέμα γάλακτος ενώ η πολύ ευγενική σερβιτόρα με διαβεβαίωσε στην αρχή ότι την φτιάχνουν με αυγό. Κρίμα. Προσφέρονται όμως και τα δυο για αξιόλογα cocktails με το βλέμμα καρφωμένο στην Ακρόπολη.
Αν μου ζητούσε ένας τουρίστας να του προτείνω το εμβληματικότερο εστιατόριο της περιοχής, θα τον έστελνα με τη μία στο φημισμένο Διόνυσο με αυτή την συνταρακτική θέα στον Παρθενώνα και το Ηρώδειο. Θα του εξηγούσα ότι το εστιατόριο μπορεί να πέρασε από διάφορα σκαμπανεβάσματα τα τελευταία χρόνια, όμως ο νέος ικανότατος σεφ του, Χάρης Νικολούζος κάνει αρκετά καλή δουλειά προσπαθώντας να εκμοντερνίσει κλασικές ελληνικές σπεσιαλιτέ.
Το 2Μαζί των Γιάννη Μπαξεβάνη και Ηλία Γώγου μπορεί να καυχιέται σίγουρα για ένα πράγμα: ήταν από τα πρώτα openings στην Πλάκα που προσπάθησαν να ανατρέψουν την κακή φήμη της συνοικίας αναφορικά με το φαγητό. Και οι δυο τους σεφ με περγαμηνές και αξιόλογες καταθέσεις στην ελληνική κουζίνα, δημιούργησαν ένα όμορφο ρεστοράν στο ύψος της οδού Νίκης με ελληνικό χρώμα, ξεκάθαρη ταυτότητα και προσεγμένα πιάτα με δημιουργικά twist. Κάποια από αυτά είναι αρκετά εύγεστα και ντελικάτα και κάποια άλλα πιο αδιάφορα. Τα αχνιστά μύδια είναι πολύ φίνα αν και τα καταδυναστεύει λίγο η φέτα και το τονάκι ταρτάρ σε βάση από ντάκο και αυτό εξαιρετικό. Μπουγιαμπέσα με ούζο και σαφράν για φίλημα.
Σε ένα ντιζαΐνάτο χώρο, στην καρδιά της τουριστικής Πλάκας, συναντάμε το φωτεινό Eat at Miltons που μετράει αρκετά χρόνια στο γαστρονομικό γίγνεσθαι της περιοχής. Κάθε φορά που περνάω και το βλέπω συνήθως γεμάτο, σκέφτομαι πόσο τυχεροί είναι οι ξένοι επισκέπτες μας που επέλεξαν να δειπνήσουν εδώ και όχι σε ένα από τα άπειρα άθλια ταβερνάκια της όμορφης συνοικίας. Τι γίνεται όμως με την κουζίνα; Στο Eat at Miltons θήτευσε για αρκετά χρόνια ο Alain Parodi, ένας πολύ αξιόλογος Γάλλος σεφ. Έχει πλέον αποχωρήσει από το εστιατόριο, οι υποδομές όμως που δημιούργησε το διάστημα που μαγείρευε εκεί σε συνδυασμό με την σχολαστική ενασχόληση του επιχειρηματικα ήταν αρκετες έτσι ώστε το εστιατόριο να είναι πολύ φορμαρισμένο ακόμα και τώρα. Η κατάσταση λοιπόν έχει ως εξής: το εδεσματόγιο που δημιούργησε ο σεφ μαζί με τον ιδιοκτήτη του εστιατορίου, εκτελείται κανονικά. Έτσι, το χταπόδι σχάρας με την φάβα και τα καπαρόφυλλα είναι μια όπως πρέπει ελληνική γκουρμεδιά που πρεσβεύει την κουζίνα μας στους ξένους επισκέπτες.
Το Mono του σεφ Βασίλη Βασιλείου με τα ιδιαίτερα βιτρό, τις φυλλωσιές και την μεγάλη μπάρα αποπνέει έναν καλόγουστο κλασικισμό και σερβίρει μια πολύ ενδιαφέρουσα κουζίνα της Μεσογείου με μοντέρνο χαρακτήρα και άποψη. Στο Mono, το μόνο σίγουρο είναι ότι κάποιος τρώει καλά. Μπορεί και αρκετά καλά αν έχει την προνοητικότητα να επιλέξει τα πιο λιτά του πιάτα που δεν αδικούνται ίσως από ατυχείς συνδυασμούς ή κακοτοπιές στις εκτελέσεις. Απόλαυσα με όλο μου το είναι, ένα εξαιρετικό ριζότο με καρπούζι κουκουνάρι και νιφάδες φέτας και βρήκα πολύ γουστόζικο το Like Sushi από τα ορεκτικά: Ρολά από αμπελόφυλλα με ρύζι δηλαδή, αλμύρα σωτέ με ντομάτα και τσίλι και σάλτσα γιαουρτιού με wasabi. Το foie gras το καταδυνάστευσε δυστυχώς η σάλτσα από passion fruit.
Στις παρυφές της Πλάκας, καταμεσής σχεδόν της Οδού Φιλελλήνων, το εντυπωσιακό και ντιζαϊνάτο εστιατόριο NewTaste του New Hotel, είναι μια ιδιαίτερα αξιόλογη επιλογή για φαγητό στην ευρύτερη περιοχή. Διακοσμημένο από το διάσημο δίδυμο των αδελφών Campana με τα υπέροχα arty “δέντρα-κολώνες” να μαγνητίζουν το βλέμμα, σερβίρει ένα από τα καλύτερα brunch της πόλης κάθε Κυριακή που κάνει πάταγο, σε καθημερινή βάση διαφόρων ειδών πρωινά, καθώς και την προσεγμένη μεσογειακή κουζίνα του Steven Forst για γεύμα και δείπνο. Τα πιάτα που ξεχωρίζω σίγουρα είναι το αέρινο Gazpacho Andaluz, μια παραδοσιάκη κρύα σούπα από την Ανδαλουσία με βάση την ντομάτα και το εξαιρετικό Fish n Chips του.
Last but not least, μια από τις ομορφότερες εστιατορικές ταράτσες της περιοχής: το Acropolis Secret στο Divani Acropolis Palace. Χρόνο με τον χρόνο όλο και καλύτερο, με υποδειγματικό σέρβις και μια ελληνική κουζίνα με συγκρατημένα δημιουργική διάθεση και σταθερά καλές επιδόσεις.
Και τέλος… μια μικρογραφία της Chinatown
Ένα μικρό κομμάτι της Πλάκας προς την Μητροπόλεως, στα όριά της δηλαδή, μια ανάσα από την Πλατεία Συντάγματος, αποτελείται από διάφορα μαζεμένα ασιατικά εστιατόρια. Άλλωστε αυτή η συνοικία είναι η αγαπημένη των Κινέζων, γι’ αυτό αν περπατήσετε την Νίκης ή την Απόλλωνος κατά μήκος θα δείτε πολλούς τουρίστες από την Καντονέζικη μπότα να τρώνε μεσημέρι βράδυ εκεί. Τα περισσότερα από αυτά όμως δεν είναι καν άξια λόγου. Εξαίρεση αποτελεί το all time classic Furin Kazan το οποίο σερβίρει μακράν το καλύτερο sushi της ευρύτερης περιοχής, έχοντας φανατικούς πελάτες που το κατακλύζουν καθημερινά. Το διπλανό East Pearl, με πολυασιατικές γεύσεις, διατηρεί μια από τις πιο συμπαθητικές Κινέζικες μπριγάδες της πόλης χώρις όμως να είναι κάτι το ιδιαίτερο. Καλύτερες επιδόσεις σημειώνει το Attic Moon λίγα στενά πιο πάνω αλλά και αυτό δεν αποτελεί μια όπως πρέπει αντιπροσωπευτική πρόταση αυτού του είδους. Στο Dosirak πάντως, στο ύψος της οδού Βουλής, θα έχετε την ευκαιρία να δοκιμάσατε ιντριγκαδόρικες κορεάτικες σπεσιαλιτέ με πολλή νοστιμιά για γερά κυρίως στομάχια, χωρίς να λείπει και από εκεί ένα προσεγμένο sushi part. Τέλος, το talk of the town Koi Sushi Bar, θα το επιλέξετε μόνο αν θέλετε να φάτε συμπαθητικά μικρά ρολάκια σε καλές τιμές, ενώ το Indian Kitchen αν αντέχετε τα καρυκεύματα και γενικώς είστε φαν αυτής της ιδιαίτερης κουζίνας.
Σχόλια για αυτό το άρθρο