«Αποφεύγω τις προσφωνήσεις για έναν απλό λόγο. Στην ποίηση όπως και στη ζωή, δεν χωράνε αξιώματα και διακρίσεις. Απόψε είμαστε όλοι ίσοι και συζητάμε για την ποίηση, που είναι η χαμένη αθωότητα της ανθρωπότητας. Αν είχαμε περισσότερες ποιητικές στιγμές, στον προσωπικό μας ή συλλογικό μας βίο, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Ευτυχώς που υπάρχουν φορείς όπως η Θράκα που για 12 χρόνια συγκεντρώνει ποιητές και διευρύνει διαρκώς τη θεματολογία, όπως φέτος για το μέλλον, τι πιο ελπιδοφόρο αλήθεια. Ο χώρος εδώ, στη Φυλακτή, έχει συνδεθεί με την ποίηση και με έναν άνθρωπο, τον Χρήστο Διαμαντή, που μας άφησε ένα έργο παρακαταθήκη, ενώ ο ίδιος έγινε αθάνατος και αιώνιος και πάντα έφηβος».
Με αυτά τα λόγια, ο Δήμαρχος της Λίμνης Πλαστήρα, Παναγιώτης Νάνος, ξεκίνησε την τρίτη μέρα για το 12ο Πανθεσσαλικό Φεστιβάλ Ποίησης που πραγματοποιήθηκε στην αυλή του Δημοτικού Σχολείου Φυλακτής – Εστία Πολιτισμού Χρήστος Διαμαντής του Δήμου Πλαστήρα, παρουσία της συζύγου του Χρήστου Διαμαντή, Αφροδίτης Σερέτη και της μικρής κόρης τους Μαργαρίτας. Ο Χρήστος Διαμαντής έφυγε από τη ζωή το 2021 μετά από επιπλοκές στην υγεία του λόγω κορωνοϊού.
Ο διευθυντής του Φεστιβάλ, Θάνος Γώγος μίλησε για τον φίλο και συνεργάτη Χρήστο Διαμαντή: Ο Χρήστος Διαμαντής ήταν φίλος, συνεργάτης, ένας άνθρωπος που εκτιμούσα και σε συναισθηματικό επίπεδο και σε επίπεδο συνεργασίας. Εκείνος ήταν που με έπεισε ότι το Φεστιβάλ που μόλις είχε ξεκινήσει δεν μπορεί να γίνεται μόνο στην πρωτεύουσα της Θεσσαλίας αλλά και σε άλλες περιοχές. Έτσι άνοιξε το Φεστιβάλ και ήρθε στη Φυλακτή, ήταν στην Καρδίτσα πριν. Θυμάμαι τις επιθυμίες του και προσπαθούμε να τις υλοποιήσουμε. Η ημέρα Χρήστου Διαμαντή στη Φυλακτή και στο Φεστιβάλ θα είναι πάντα εδώ.
Την τρίτη ημέρα του Φεστιβάλ στη Φυλακτή παρουσίασε η ποιήτρια Δανάη Σιώζιου. Ποιήματα διάβασαν στη γλώσσα τους οι: Εύη Λιακέα, Πόπη Αρωνιάδα, Νικόλας Κουτσοδόντης, Ράνια Ορφανάκου, Αθανασία Κακαράντζα, Ηλίας Μπαρτζιώκας, Παναγιώτης Νάνος, Παναγιώτης Κεχαγιάς, Alma Braja (Αλβανία/Ελλάδα), Josip Čekolj (Κροατία), Selahattin Yolgiden (Τουρκία), Athena Farrokhzad (Ιράν/Σουηδία),Nikola Madžirov (Βόρεια Μακεδονία), ενώ ο Patrick Dubost (Γαλλία), πραγματοποίησε μια ποιητική περφόρμανς με τη συμμετοχή πολλών ποιητών του φεστιβάλ.
Ακολουθούν αποσπάσματα από τα ποιήματα που ξεχώρισα:
Εύη Λιακέα
“Μάνα μου το ζώο γλύτωσε, ήταν μια όμορφη αλεπού. Αν είναι ζωντανή δεν ξέρω. ‘Ίσως να κρύβεται δίχως την ουρά της που κόπηκε πάνω στον γκρίζο δρόμο”.
Alma Braja: “Επιλεγμένη μνήμη”
Στο λιγοστό φως της σχεδόν γεμάτης σελήνης, οι δρόμοι φαίνονται στρωμένοι σκιές. Ξεχασμένα έχω τα λόγια ενός ποιήματος. Μόνο η ουσία έχει μείνει εδώ. Κι ο εαυτός μου ξεχασμένος είναι ανάμεσα σε στίχους που ήξεραν να με κλείσουν μέσα τους. Οι άλλοι λένε ότι η ζωή είναι κάπου κρυμμένη και το μόνο που άφησε πίσω, είναι επιλεγμένη μνήμη.
Josip Čekolj: “Μεγαλώνοντας”
Καθώς οι κάμπιες σκαρφάλωναν ακόμη επάνω στους μηρούς μου
σέρνοντας μαζί τις πρώιμες εκείνες, άσπρες τρίχες
πέφταν οι άγγελοι από τον ουρανό
ένας προς έναν
παράχωσα το φόβο μου του λιθοβολισμού σ’ ένα κουτί,
μα καμιά φορά ακόμη ξετρυπώνει στο μεσονύχτι
και γλείφει τα τρεμάμενα μου πόδια με την ιοβόλο γλώσσα του
αντίκρισα το φόβο του θανάτου
στις επισκέψεις που θα έκανε ο παππούς στο μπράντι που είχε στο κελάρι
και μες στο φθαρμένο προσκυνητάρι της γιαγιάς
και σε σπασμούς που διατρέχουνε το δέρμα
ο φόβος του εαυτού
υπάρχει στο κρυμμένο καριοφίλι και στο αμβλύ μαχαίρι,
σε αχρησιμοποίητα φάρμακα κι αχρησιμοποίητα κρεβάτια
σε αλυσίδες σφυρηλατημένου σίδερου επάνω στους καρπούς
κι όλα αυτά τα πράγματα έπρεπε να γραφούν στο χώμα μ’ ένα
ξύλο και όλα αυτά τα πράγματα έπρεπε να χαθούνε στη σιωπή
κι όλα αυτά τα πράγματα έπρεπε να λησμονηθούν.
Selahattin Yolgiden: “Ουρλιάζω όπως ουρλιάζει ο λύκος”
Κατέβηκα στην πεδιάδα μέσα στο φεγγαρόφωτο σαν λύκος.
τέσσερα πόδια, τέσσερις άλυσοι: πόνος, αποστροφή, υποψία και πάθος.
δυο γράμματα έξι γραμματόσημα τέσσερις σφραγίδες.
κοιμόσουν τα παράθυρά σου θόλωσαν
το φεγγάρι ήταν ο πατέρας μου το ’ξερα καλά.
Ξαπλώνω δίπλα σου ένας νεκρός ποντικός πάνω στο στήθος μου.
νόμιζες πως θα κρατούσες τα ψέματά σου για τον εαυτό σου; τι γελοίο!
τις προάλλες τα είπα με τον Θεό
γι’ αυτό και ούρλιαξα όταν ρώτησες εάν πιστεύω σε κάτι.
χαμογέλασες. ακόμη ένα αστείο.
συνέχιζαν τα μέσα έξω ο ένας στον άλλο.
γλείψανε αλάτι ο ένας απ’ το δέρμα του άλλου.
σκότωσα την επιθυμία μου να σκοτώνω τη νύχτα.
μια ημέρα πλάι στο ποτάμι έσκισα το τομάρι μου που ήταν πολύ οκέι.
κατάλαβα πως όλοι εξουθενώνονται μια μέρα το οποίο είναι εντάξει.
ουρλιάζω και ουρλιάζω και ουρλιάζω;
ουρλιάζω όπως ουρλιάζει ο λύκος.
Athena Farrokhzad
Ο Θεός είπε στον Νώε: Θα εξαλείψω τους ανθρώπους. Γιατί έχουν γεμίσει τη γη με βία. Θα καταστρέψω και τη γη και αυτούς. Μα με σένα επιθυμώ να συνάψω μια συμφωνία. Από όλα τα ζωντανά θα φέρεις στην κιβωτό από ένα ζευγάρι, που όλα μαζί θα επιβιώσουν με σένα. Κι ο Νώε έφερε τα ζώα στην κιβωτό. Όμως όταν ήρθε η σειρά των γαϊδουριών, το θηλυκό αντέδρασε έντονα. Μα αν είναι δυνατόν, μούγκρισε. Τι ανόητη συμφωνία είναι αυτή. Περιμένω τόσο καιρό τον κατακλυσμό. Έχω προσευχηθεί στον Θεό να κάνει εκκαθάριση στη γη. Πάρε μαζί σου τούτο τον ανόητο, που θέλει να θεωρεί τον εαυτό του επιβήτορα. Εφόσον έχεις μια φοράδα ανάμεσα στο πλήρωμα, επίτρεψέ της να ζευγαρώσει με αυτόν και να φέρει στον κόσμο τον καρπό του. Για να τελειώσει επιτέλους αυτή η παραβία μια για πάντα. Το είδος μου έτσι θα γλυτώσει την επίγεια ζωή.
Νικόλας Κουτσοδόντης: “Με κερδίζεις”
Να η χούφτα μου. Τη γλείφεις καθώς νυστάζεις και σου έχει σηκωθεί, ευάλωτος σύνορο χώρας νεανικής, φτιαγμένης για κάποιο άγνωστο σε μένα παιχνίδι. Με έχεις πια οριστικά κερδίσει. Παίρνοντας ό,τι μου ανήκει μέχρι γύμνιας και γέλιου. Έχω την έγνοια σου. Πάνω από όλα είμαστε φίλοι και σου λέω μην κατέβεις στη Σταδίου να με βρεις για βόλτα, η σχολή σου σε απόκαμε στα πήγαινε έλα, ξεκουράσου. Εισχωρείς στη μνήμη μου με ένα χαμόγελο ζεστή κομπρέσα. Φοράς τα παιδικά μου ρούχα, με χαιδεύεις, με κρύβεις, δεν με βρίσκουν τα αγόρια που θέλουν να με πετάξουν στα αγκάθια αλλά τις τρως εσύ για χάρη μου και μπήγω τα κλάματα. Στο μαξιλάρι δίπλα στο κόκκινο αφτί σου σαν τρυφερούλα πιπεριά…
Nikola Madžirov: “Πατρίδα”
Ζούσα στις παρυφές της πόλεις σαν φανοστάτης που τη λάμπα του κανείς δεν αλλάζει. Ιστοί αράχνης συγκρατούσαν τους τοίχους. Και ιδρώτες στα σφιχτοπλεγμένα χέρια μας. Έκρυβα το αρκουδάκι μου σε εσοχές χοντροφτιαγμένων πετρότοιχων κι έτσι το έσωζα από τα όνειρα. Μέρα νύχτα ζωντάνευα το κατώφλι, σαν μέλισσα που πάντα επιστρέφει στο προηγούμενο λουλούδι. Ήταν καιρός ειρήνης όταν έφυγα από την πατρίδα. Το δαγκωμένο μήλο δεν είχε μαυρίσει. Στο γραμματόσημο ένα παλιό ερημωμένο σπίτι. Από γεννησιμιού μου μεταναστεύω σε γαλήνια μέρη. Και τα κοινά κολλημένα πάνω από τα πόδια μου, όπως το χιόνι που δεν γνωρίζει αν ανήκει στη γη ή στον αέρα.
Ράνια Ορφανάκου: “Στη χώρα της μοναξιάς”
Αυτός ο χώρος μοιάζει με πατρικό μου σπίτι, όσο κι αν λέω θα φύγω, δω ξανά γυρνάω. Κι αν μοιάζει να είναι έρημος, έχει παντού ανθρώπους. Κανείς όμως δεν φαίνεται, δεν βλέπει, δεν ακούει. Έκτισαν τοίχος γύρω από τον εαυτό τους κι εκεί φυλακίστηκαν δίχως να το γνωρίζουν. Τα βράδια φαντάζονται τις ψυχές τους να γίνονται πουλιά. Να πετούν ψηλά και άλλα να ανταμώνουν. Μα γρήγορα γκρεμίζονται. Και πέφτουν στα κλουβιά τους. Ψάχνουν με μάτια κλειστά να βρουν χέρι για να κρατήσουν. Στόμα να αγγίζει και το δικό τους στόμα. Κορμί για να ζεστάνουν το κρύο που κουβαλάνε. Μα μόνο η μοναξιά επάνω τους κολλάει και τραγουδάει μονότονα το ίδιο τραγούδι. Ξένε εδώ θα είσαι μόνος σου, στους μόνους ο πιο μόνος.
Αθανασία Κακαράτζα: “Αυτογνωσία του εμείς”
Ξέρω θα πονέσει το εγώ μου, θα νιώσω οδύνη, φλόγα στο δέρμα. Ανεκπλήρωτος έρωτας. Σιωπή των απόντων. Δεν με ενοχλεί ιδιαίτερα, δεν με τρομάζει τόσο. Η βίαιη αλλαγή της δικτατορίας και η πολεμική φυσική.
Ηλίας Μπαρτζιώκας: “Τροχαίο ατύχημα”
Στη Λούτσα που εν τω χρόνο ονομάστηκε Αγγελική. Για να ταφεί η πόλη θέλει να κλάψεις και τα φθαρμένα ντροπαλά σκιρτήματα τραγούδι χαρωπό να κάνεις. Την τελευταία σημαία σιγοντάροντας που θα κατεβαίνει ατιμασμένη. Χρωμάτισε τις ευαισθησίες σου με αξεδιάλυτα χρώματα φως και πνοή, βυζαίνοντας με τα μάτια σου. Η πόλη με διακριτικότητα θα χαθεί άθικτη. Μεταφορά σε χρόνους κατοπινούς τροχαίου ατυχήματος με διαστημικό λεωφορείο και πεζούς. Θεσσαλονίκη, 16 Οκτωβρίου 1983.
Παναγιώτης Νάνος: “Εωθινό” (αφιερωμένο στη μνήμη του Χρήστου Διαμαντή)
Νωρίς αποκοιμήθηκε, όλβιος δίχως να γνωρίζει με το χαμόγελο στα χείλη στην άγνοιά του ευτυχής. Στον ύπνο του έβλεπε τον ουρανό ατέρμονο λιβάδι όπου αμέτρητα αστέρια σε λειμώνα σαν ένα κοπάδι να βόσκει κι αυτός ποιμένας σε ράβδο να στηρίζεται μιας ευτυχίας που τον κύκλωνε πριν αλέκτωρ λαλήσει. Ήταν ήρεμος σαν δέντρο στη μέση του κάμπου. Κοίταζε την κλεψύδρα έτσι όπως άδειαζε λουλούδια. Η μάνα πιο πέρα σιωπηλή με τη ρόκα της έγνεθε σύννεφα.
Ο πεζογράφος Παναγιώτης Κεχαγιάς διάβασε ένα μικρό διήγημα με τίτλο “Βότσαλο στο πηγάδι”
Ακολούθησε προβολή βίντεο με ποίηση και μουσική του Χρήστου Διαμαντή
Η βραδιά έκλεισε με τον Patrick Dubost που πραγματοποίησε μια ποιητική περφόρμανς με τη συμμετοχή πολλών ποιητών του φεστιβάλ
Επίλογος με την Πόπη Αρωνιάδα και το ποίημα της “Παραμύθι με δράκο”
Πρόθεση ανάβασης στη φασολιά του παραμυθιού γελώντας με κάλπικα φλουριά, ξεγελώντας με κάλπικα φλουριά το παιδί μέσα μου, θησαυρούς δεν ψάχνω, οραματίζομαι το ασπρόμαυρο των παραστάσεων του ονείρου. Ένας ασεβής ανθός αναβλύζει γεμάτος φρέσκες δικαιολογίες. Εισχοχώντας στις εισόδους του σώματος, αγγίζοντας ευαισθησίες οι οποίες υγραίνοντας αρνητικές εκδοχές. Γέννησε ο φόβος παιδιά χωρίς φωνή, παχύσαρκα, τυφλά. Στο χώρο του αίματος μπήκαν, το έσπρωξαν στο κεφάλι και ο μύθος κυλιόμενος τάπητας εκτροχιάστηκε. Συναγερμός! Πρέπει τα κουτάβια να πνιγούν. Η αυτοπεποίθηση άγουρη, παρθένα. Πολιορκίες ανώδυνης σκλαβιάς. Στο βάθος κλωστές και βελόνες κεντήματος. Μεταποιήσης ενδυμάτων, πίτσα στις δύο ακόμα μία δώρο. Με οδηγεί ένας αέρας χωρίς πατρίδα, πάνω από μνήματα και μνήμες. Γι΄αυτό γράφω ποιήματα μονάχα με τα μάτια. Να μην αφήσω χνάρια στον προδότη, να μην ολιγορήσω, να προσδοκώ μονάχα με παλμούς.
Φωτογραφίες: Νίκος Κατσαρός
Επόμενος σταθμός του Φεστιβάλ τα Τρίκαλα
Σχόλια για αυτό το άρθρο