«Ξέρω για τη θνητότητά μου. Όμως τη θνητότητα των αγαπημένων, πώς να την αντέξω. Ξέρω ότι η ζωή συνεχίζεται όσο οι άνθρωποι μας θυμούνται. Εσένα πολλοί άνθρωποι θα συνεχίσουν να σε θυμούνται. Ατέλειωτα τα μετερίζια που υπηρέτησες στον άνθρωπο. Αυτή η αγάπη που έδωσες στην κοινωνία, την κάνει καλύτερη. Εμείς, οι άνθρωποι που σε γνωρίσαμε και ευεργετηθήκαμε από την παρουσία σου, αποτελούμε μια κοινότητα αγάπης. Αυτή η κοινότητα χρειάζεται να ακτινοβολήσει στην κοινωνία. Να πολλαπλασιαστεί επί χίλια. Να θεραπεύσει το τραυματισμένο πρόσωπο του ανθρώπου. Αυτό που ήθελες να κάνεις εσύ Νίκο Τσούκα». Το 12ο Πανθεσσαλικό Φεστιβάλ Ποίησης, μετά την έναρξη στη Λάρισα -δες αναλυτικά εδώ- συνέχισε την επιτυχημένη του διαδρομή στο Βόλο και συγκεκριμένα στο φιλόξενο Art Café στην πανέμορφη Μακρινίτσα, όπου η βραδιά όπως και ολόκληρο το Φεστιβάλ, ήταν αφιερωμένη στον Νίκο Τσούκα. Ο Νίκος Τσούκας, γέννημα θρέμμα της Μακρινίτσας, ήταν ο γενικός γραμματέας της “Μαγνήτων Κιβωτός”, ένα παράδειγμα ανθρώπου, ένας ακούραστος εργάτης για τον πολιτισμό, τον αθλητισμό και την τοπική αυτοδιοίκηση, ο οποίος αγκάλιασε από την πρώτη στιγμή το Πανθεσσαλικό Φεστιβάλ. Με τα παραπάνω λόγια στην εισαγωγή, η ποιήτρια Έλενα Ψαραλίδου, μίλησε για για την απώλεια του εκλεκτού κι αγαπημένου συνεργάτη κι αποχαιρέτησε τον Νίκο Τσούκα. Ο διευθυντής του Φεστιβάλ, Θάνος Γώγος και ο Νίκος Βαραλής μίλησαν επίσης για τον Νίκο Τσούκα, ενώ παρών ήταν και ο γιος του.
Ο Δημήτρης Τσούκας είπε για τον πατέρα του: «Καλωσορίσατε στη Μακρινίτσα, όπως θα έλεγε ο Νίκος Τσούκας. Η οικογένειά μας, σας ευχαριστεί για την τιμή που μας κάνετε να αφιερώσετε αυτή τη βραδιά στον πατέρα μου και σίγουρα θα ήταν πολύ υπερήφανος που σας μιλώ. Δεν ξέρω πολλά από ποίηση αλλά σήμερα θα ήθελα να ήμουν ποιητής για να έχω την ικανότητα στον όμορφο κόσμο της ποίησης, να σας περιγράψω τι νιώθουμε για την απώλειά του. Από την άλλη όμως, θα ήθελα να μεταφέρω αν μπορούσα την αγάπη του για τον άνθρωπο, το χωριό του και τα ιδανικά τα οποία υπηρετούσε με αυταπάρνηση, πάντοτε για το καλό. Ίσως ένα από τα αποψινά αστέρια να είναι η ψυχή του πατέρα μου που μας παρακολουθεί και χαίρεται που όλοι εσείς οι ποιητές με την πένα σας αγωνίζεστε για έναν καλύτερο κόσμο».
Το φετινό φεστιβάλ εκτός από τον Νίκο Τσούκα, ήταν αφιερωμένο και στην Αποστολία Νάνου Σκοτινιώτη, μετά από δική του επιθυμία, με αφορμή τη συμπλήρωση ενός αιώνα από τη γέννησή της και είκοσι ετών από το θάνατό της.
Τη δεύτερη μέρα του Φεστιβάλ στη Μακρινίτσα, παρουσίασε η ξεχωριστή Λίνα Φυτιλή.
Τη βραδιά «έντυσε» μουσικά ο Κρέοντας Κανακάρης. Ποιήματα διάβασαν στη γλώσσα τους η ΄Ελενα Ψαραλίδου, ο Σπύρος Κιοσσές, ο Δημήτρης Καρακίτσος, η Λίνα Φυτιλή, η Dragica-Anta Djipalo Patsea (Ελλάδα/Σερβία), ο Σωκράτης Καμπουρόπουλος, ο Βασίλης Μόσχος, η Marija Andrijašević (Κροατία), ο Ondřej Lipár (Τσεχία), η Marija Dejanović (Κροατία/Ελλάδα), η Ευτυχία Αλεξάνδρα Λουκίδου, ο Νίκος Βαραλής, η Σοφία Γουργουλιάνη, η Αντιγόνη Κατσαδήμα, η Μίνα Πατρινού, η Ελευθερία Τσίτσα και η Χαριτίνη Μαλισσόβα. Η βραδιά έκανε φινάλε με performance από την Παυλίνα Μάρβιν με μουσική συνοδεία από τον Κρέοντα Κανακάρη.
Ακολουθούν αποσπάσματα από τα ποιήματα που ξεχώρισα:
Έλενα Ψαραλίδου: «Αν»
Αν-θρωποι, ναυάγια άψογα διατηρημένα σε ειδικές συνθήκες βυθού, γίνονται αντικείμενο παρατήρησης ιχθύων και μαλακίων μέσα από σκάφανδρα διαπολιτισμού. Πρόκειται για το είδος που εξαφανίστηκε όταν κύματα μίσους άλωσαν της αγάπης τους ωκεανούς. Όταν οι πάγοι έλιωσαν κάτω από τη λαίλαπα καπιταλισμού ακρατούς. Εύθυμα όνειρα καταποντίστηκαν, εξουσίας φαντάσματα από τη λάσπη αναδύθηκαν. Διάνοιες των ανθρώπων καταλήφθηκαν, στέγνωσαν οι καρδιές, στο θάνατο εγκαταλείφθηκαν. Τοτε, ένα μικρό παιδί γεννήθηκε άκρως στραμμένο στην πηγή. Ο κόσμος συγκλονίστηκε, τα μάτια στράφηκαν στην Ανατολή, έτοιμα πάλι για μια νέα αρχή.
Νίκος Βαραλής: “Το χάος”
Θαφτήκαμε μέσα σε μία απάνθρωπη σιωπή. Δοκιμάζουμε να μιλήσουμε αλλά βγαίνει μια φωνή ντενεκεδένια, ψεύτικη. Δοκιμάσαμε να κάνουμε σχέσεις, να παίξουμε έστω ένα παιχνίδι. Στάθηκε αδύνατο. Τα μάτια μας ήταν χωρισμένα, το ένα κοίταγε τον ουρανό και το άλλο το πρώτο κουμπί από το παντελόνι. Τριγύρω είχε πάντα ένα σταχτί από παλιά ταινία. Η δουλειά μας έσωζε, προσωρινά. Το πρωί παίρναμε τις μεγάλες πέτρες, τις κουβαλούσαμε μέχρι την κορυφή του λόφου μέχρι το απόγευμα. Ήμασταν διαλυμένοι, μούσκεμα στον ιδρώτα και βουβοί. Σαν σφουγγάρια ξερά. Κάποιος τις άφηνε να κυλήσουν και την άλλη μέρα κουβαλούσαμε την ίδια πέτρα. Αυτό δεν είναι ζωή, είπε μια μέρα ο πιο γέρος. Ευτυχώς τον πετάξαμε γρήγορα έξω στη σιωπή να σαπίσει. Αλλά το ξέραμε ότι είχε δίκιο. Οι νεκροί άρχισαν πλέον να μας ενοχλούν. Κατέβαιναν και κοιμόνταν στα κρεβάτια μας. Κρύβονταν ανάμεσα στα παπούτσια μας. Και μας χαμογελούσαν ξεδιάντροπα σαν να μην τους ένοιαζε πλέον το πόσο είναι πεθαμένοι. Τα απογεύματα βαδίζαμε δίπλα σε μια θάλασσα από λάσπη γεμάτη πτώματα ψαριών. Περπατούσαμε σιωπηλοί με μάτια ανοιχτά. Αφού κοιτάζαμε τόσο καιρό το χάος, τώρα κι αυτό μας κοίταζε, τόσο γλυκά, σαν νοσταλγία.
Δημήτρης Καρακίτσος: Διάβασε πεζογραφία σε σχήμα ποίησης από το βιβλίο του Αυτοκοινωνιοπαραμυθία. Η Αυτο-κοινωνιο-παραμυθία, λέξη φτιαγμένη από τρεις λέξεις, είναι μια αυτοβιογραφική ιστορία αγάπης φτιαγμένη από πολλά πρόσωπα, όπως όλες οι ιστορίες αγάπης – ποτέ δεν αφορούν μόνο τους πρωταγωνιστές τους. Είναι ένα βιβλίο μικρού σχήματος – τσέπης. Να χωράει σε μια τσάντα με τα απαραίτητα, τα πιο σημαντικά, π.χ. την ταυτότητά σου. Ό,τι θες να σώσεις σε μια οριακή κατάσταση – λόγου χάρη σε μια πυρκαγιά. Οι βιβλιοθήκες καίγονται στις πυρκαγιές. Η Αυτο-κοινωνιο-παραμυθία είναι αυτό ακριβώς: η ματιά πριν την εκκένωση. Η απάντηση στην ερώτηση: τι θα ήθελες να σωθεί.
Λίνα Φυτιλή: “Σημάδι ενός κόσμου”
Κι αν ό,τι φαίνεται είναι μια ανακατασκευή βραχνών ψιθύρων. Ένα λουλούδι που ανθίζει μόνο του στα κύματα του αέρα. Στη λαμπερή μου φλέβα, πάλλεται το σημάδι ενός κόσμου από μελλοντικούς καιρούς ζώντας στα κενά των ειδήσεων, στη δόξα ενός κήπου από κάποιο ποίημα του Τένισον. Οι μίσχοι λυγίζουν από την ωριμότητα και το βάρος της ακρωτηριασμένης γης δίπλα σε ζώα που έχουν εκλείψει από τη μοναξιά των κλουβιών και την υπερβολική μελαγχολία.
Dragica-Anta Djipalo Patsea: Η αρχή των πραγμάτων είναι το μοναδικό μέλλον. Το βλέπω μέσα από το θάνατό μου. Μια φορά είδα το θάνατό μου στα μάτια κάποιου άλλου. Μια άλλη φορά, είδα τη ζωή μου μετά από το θάνατο αυτό, στα μάτια κάποιου τρίτου. Αρκετό καιρό μετά από όλα αυτά, είδα εκείνο που δεν είχε γεννηθεί μετά από τόσους θανάτους, ξαφνικά να φυτρώνει ανάμεσα στους πληγωμένους σπονδύλους με μία άγνωστη κατανόηση από μέσα προς έξω. Τότε οριστικά το μέλλον φώτισε το παρελθόν στο σημείο του παρόντος που και τα δύο δεν υπήρχαν. Παρόλα αυτά ο θάνατος δεν είναι η αρχή των πραγμάτων. Ήμουν εκεί όταν γεννήθηκε η μάνα μου και πέθανε η δική της. Όπως κι εκεί όπου η κόρη μου πρόβαλε στο ένα παρόν στο οποίο εγώ είχα πεθάνει σε όποιο μέλλον και να κοιτούσα. Αυτό το σημείο δεν ήταν μέλλον ούτε παρελθόν, ακόμα λιγότερο το παρόν, παρά η στιγμή ανάμεσα στους σπονδύλους που λυγίζουν τρυφερά όταν τα κόκαλα σπάνε.
Σωκράτης Καμπουρόπουλος: “11 στάσεις”
Τα κούτσουρα τρίζουν στο τζάκι. Οι γλώσσες της φωτιάς τυλίγουν το ξύλο, ούτε μεγάλες ούτε μικρές. Τα κάρβουνα πυρώνουν κάτω από τα ξύλα και διατηρούν στη ζωή τις φλόγες. Μαύρο, ό,τι άφησε η παλιά φωτιά. Κόκκινο, η ζωή της καινούργιας φωτιάς. Σιγά σιγά η φωτιά γίνεται νωθρή. Τα κάρβουνα ροδίζουν και χωνεύουν. Η φωτιά ετοιμάζεται να πεθάνει. Η φωτιά είναι εφτάψυχη. Από εκεί που πάει να χωνέψει, υψώνεται πάλι. Αν έχει κάτι να κάψει δεν τη νοιάζει να ζωντανέψει χίλιες φορές. Η ανάφλεξη είναι πολλές φορές αργή.
Βασίλης Μόσχος: “Αληθινή αγάπη”
Εμείς δεν θα πιάσουμε την καλή. Δεν θα κυνηγάμε το ηλιοβασίλεμα και στο πίσω κάθισμα η βαλίτσα με τα φράγκα καθώς πέφτουν οι τίτλοι τέλους. Μας αρκεί ένα παράθυρο να βλέπει θάλασσα. Μια μπάρα από μάρμαρο ή ξύλο. Ένα σινεμά και μία Τούμπα μια στο τόσο. Τα άλλα όλα θα τα φτιάξουμε εμείς. Δόξα τω Θεώ, δεν γεννήσανε οι μανάδες μας τίποτα κοπρόσκυλα. Ας τα βάλουμε όλα φωτιά να ανάψουμε τσιγάρο αφού δεν χρησιμεύουν σε τίποτα. Κι ας μας κοιτούν καχύποπτα εκείνοι που νομίζαμε συμμάχους. Σαν τα μοναχικά μπαλκόνια, φωτισμένα αργά τη νύχτα, μέσα στης πόλης το φιλήσυχο τον ύπνο. Γιατί είναι κάβλα ατέλειωτη να φεύγεις από το σπίτι με το ντεπόζιτο μισό άδειο, να καρτεράς τη μοναξιά παρέα ή όταν βρίσκεις με ποιο τραγούδι μπαίνετε νεόνυμφοι στο πάρτι. Κι αν ύστερα από όλα αυτά δεν μας έχουν τραπέζι ρεζερβέ στα μπουζούκια του ουρανού, θα βρούμε άλλους εκπεσόντες να κολλήσουμε παρέα τα φτερά με άτομα που μας χρωστούσαν, χωρίς ούτε επιτόκιο.
Marija Andrijašević: “Άτιτλο”
Το βλέμμα των ματιών μου είναι όσο ευγενική είναι μια αμφεταμίνη και πιστεύει πως η φαρμακευτική είναι μια θεόσταλτη επιστήμη. Κάθε πρωί , άδεια ακόμη από σκέψεις, το χέρι μου γλιστράω κατά μήκος στο στομάχι μου, ελπίζοντας να φτάσω στους μηρούς. Ένα παράξενο συναίσθημα. Θα σηκωθώ, θα υπάρξω και θα με γνωρίσετε. Είμαι κακή στις υποσχέσεις δεν μου αρέσουν μα τείνω να υπόσχομαι αβίαστα. Η ζωή γλιστράει όταν την ελέγχω. Πάει αργά κι αδιάκοπα και δεν μιλάει σε κανέναν ποτέ. Όρια δεν έχει. Τώρα κοίτα, κάποτε είδα τον γέρο μου να κλαίει. Και ήταν τόσο άβολο.
Ondřej Lipár: “Κόρτε”
Συντηρώ το σπίτι αψεγάδιαστο. Κατοχή. Οδηγώ τους δικούς μου επιλεγμένους θεατές, σε διαδρόμους προκαθορισμένης γλώσσας. Ο καθείς με το δικό του αρωματικό ελαφρύ όνομα. Είναι πολύ καθαρά εδώ, γίνε όποιος θες να είσαι. Μετέφρασε τον εαυτό σου πάνω στις επιφάνειες. Τα τζιτζίκια βουίζουν μέσα από κρυφά ηχεία. Άντρες παίζουν με το κάτω μέρος της κοιλιάς τους. Και πνίγουν τα πάντα.
Marija Dejanović: “Μετακόμιση”
Η μετακόμιση του οργανισμού μας συνέβη εν μία νυκτί. Πετάξαμε από πάνω μας τη σαρκώδη μας πανοπλία. Και ξεχάσαμε πώς είναι να είμαστε φορτωμένοι. Δεν μας πολυαπασχόλησε αυτό. Το σώμα δονείται όσο κείτεται δίπλα στη λίμνη. Από τα αφτιά φυτρώνει ένα νούφαρο κι η ραχοκοκκαλιά είναι βέλος που δείχνει το νότο. Πού πάνε τα χρώματα όταν τα πέταλα σκορπίζονται κι επιστρέφουν στην αγκαλιά της γης; Στη μύτη σου, τρυπώνουν μέσα στη μύτη σου.
Αντιγόνη Κατσαδήμα: “Να νιώθω εξαίρεση”
Οι αριστερόχειρες μελαγχολούν όταν το ψωμί κόβεται στραβά και η ψίχα δείχνει τα δόντια της. Όταν γράφουν κι ο αγκώνας πλαγιοδρομεί. Πάλι κινδυνεύουν από τον εαυτό τους. Όταν κάνουν χειραψία ή το σταυρό, θα οραματιστούν το γενικό. Τη συνήθεια να προτάσσουν το δεξί. Στο μαυροπίνακα παλιά, τα στρογγυλά μου γράμματα έδειχναν για τέλεια. Όμοια με των δεξιόχειρων. Τώρα που μεγάλωσα, ένας θα βρεθεί να βολιδοσκοπήσει να η Αριστερά είναι οι ρίζες μου. Κι όμως πιο πολύ κουράζει το άλλο. Να νιώθω εξαίρεση σε ένα κόσμο που ήδη με έχει εξαιρέσει.
Μίνα Πατρινού: “Κάποτε ο καιρός θα κατασιγάζει τις βροντές”
Θα ανοίγω το παραθύρι,η νύχτα θα μπαίνει στενάζοντας, θα ακουμπάει στα μάγουλα κι ολόκληροι κουρελιασμένοι κόσμοι θα σμίγουν με πούλιες και δελφίνια. Το δέρμα θα ψιθυρίζει ήλιους μυστικούς κι εκεί που γέρνουν υποταγμένοι οι ανέμοι, θα επαληθεύεται το όνομά μας.
Σοφία Γουργουλιάνη: “Το 90”
Λένε πως θα έχει δύο δίδυμα μπαρ. Θα τα λένε 90. Και θα είναι το ένα, στην εθνική οδό στο πλάι. Και το άλλο θα είναι στο βουνό ψηλά. Και στα δύο μέσα θα μένει ο παππούς μου. Αυτός που πέθανε από μελάνωμα κι ο άλλος που πέθανε από γεράματα. Θα ματώνουνε τα σίδερα στις ψηλές κορφές με τα γυμνά τους χέρια. Για κάθε λουλούδι που θα τρυπάει την οδό την εθνική, θα χάνουν κι από ένα χρόνο. Οι γιαγιάδες θα τηγανίζουν πατατούλες για άλλους νεαρούς παππούδες. Δεν θα τις πουλάνε κι όμως θα είναι το μπαρ 90 γεμάτο μπολ με φρέσκες τηγανιτές πατάτες για όσους χάσανε το γέλιο ή το δρόμο τους.
Σπύρος Κιοσσές: “Μικρή ερωτική ιστορία”
Ένα ποίημα δρόμος ήταν τότε το σπίτι σου. Νύχτα ξεκινούσα θυμάμαι. Από το παράθυρο δείχνεις καθαρά μια κάφτρα να τραυματίζει το σκοτάδι. Πόσο κοντά σου ήμουν υπολόγισες από το σκαμπανέβασμά της. Μέχρι να έρθω, είχε καεί και η τελευταία λέξη.
Ελευθερία Τσίτσα: “Η κυρία Χάνιμπαλ”
Ο Λέκτερ ήταν αρνάκι στο σπίτι; Μόνο η κυρία Χάνιμπαλ μπορεί να απαντήσει. Εκείνη είχε τον πλήρη έλεγχο κι ας μην διέθετε επαρκείς γνώσεις οικοκυρικών. Η σύζυγος του εκλεκτικού κανίβαλου, κλεισμένη σε ένα σκοτεινό κελί, χωρίς δικαίωμα επικοινωνίας με κανέναν άλλον, εκτός από τον μάγειρα των φυλακών, αφιερώνει το χρόνο της στα δικαιώματα των βίγκαν και των χορτοφάγων. Μέχρι τώρα δεν είχε αποκαλύψει πώς τον ξεπάστρεψε.
Χαριτίνη Μαλισσόβα: “Κι ύστερα και πάνω από όλα η ζωή”
Στον ανελέητο κυκεώνα των αλλεπάλληλων κυμάτων δυσοίωνων γεγονότων, έρχεται μια απρόσμενα θετική είδηση. Ένα παιδί θα γεννηθεί. Πριν καν γεννηθεί το φτερούγισμα στα σπλάχνα της μάνας του, η δική σου καρδιά φτερουγίζει από προσμονή. Η ομίχλη σχεδόν εξανεμίζεται. Ενώ οι σκέψεις απομακρύνονται από το ζόφο που περιβάλλει το σύμπαν. Ένα παιδί γεννιέται, η χαραμάδα φωτός γίνεται ήλιος. Υπάρχει μέλλον, υπάρχει προοπτική, υπάρχει φως. Πάνω από όλα η ζωή.
Επίλογος με την Ευτυχία Αλεξάνδρα Λουκίδου και το ποίημα της “Σχέδιο διάσωσης”
Χτυπώ το χρόνο για να μπω, τη γυάλινη του συγκατάθεση γυρεύω μήπως στεριώσει τούτη τη φορά η επιστροφή στην ξενιτιά, μα δεν αναγνωρίζω το όνομά μου, ο αρχαίος τρόμος διέρχεται από τις αμυχές κι αρνούμαι, αντιστέκομαι το ρίγος να κατανοήσω τυφλή κι αποχρωματισμένη με την ηχώ γαμήλιων αποχαιρετισμών κύκλους να κάνει γύρω μου λες και το χάος ορίζεται αν παρατηρηθεί.
Να ξεγλιστράς
αυτό μονάχα σώζει
φύλλα ευκαλύπτου να εισπνέεις
και σε υδάτινους ναούς τις ρίζες σου ν’ απλώνεις.
Θάνος Γώγος
Νίκος Βαρελής
Βασίλης Μόσχος
Αντωνία Μποτονάκη
Κρέον Κανακάρης, Marija Dejanović
Patrick Dubost
Ευτυχία Αλεξάνδρα Λουκίδου
Παυλίνα Μάρβιν
Νίκος Κουρμουλής, Βασίλης Νάτσιος
Φωτογραφίες: Νίκος Κατσαρός
Επόμενος σταθμός του Φεστιβάλ η Καρδίτσα
12ο Πανθεσσαλικό Φεστιβάλ Ποίησης: Εντυπωσιακή έναρξη στη Λάρισα
Σχόλια για αυτό το άρθρο