Παίζουν οι παπάδες τάβλι; Κι αν παίζουν, μπορούν να γίνουν “μοντέλα” για… διακοσμητικά – αναμνηστικά κουκλάκια απ΄το ιερό νησί της Τήνου; Χιονίζει στη Μύκονο; “Φοριούνται” τα ωρολόγια στα …σκέλια; Πόσα επίπεδα εικόνας μπορεί να βγάλει ένας ζωγραφικός πίνακας; Πόση φλόγα μπορεί να βγάλει ένα …τσαρούχι-τσακμάκι. Πόσο κλέος αρχαιολοελληνικό ένας σάτυρος με πέος σε σχήμα …φραουλίτσας; Η συλλογή κιτς αντικειμένων ανήκει -σε ποιον άλλον, εξάλλου;- στον δήμαρχο Θεσσαλονίκης Γιάννη Μπουτάρη. Και “εκτίθεται” μάλιστα προκλητικότατα στο κτήμα του κυρ-Γιάννη, στο Γιαννακοχώρι της εύφορης Ημαθίας.
Την εντόπισα στη σελίδα 94 του -400 και πλέον σελίδων – μυθιστορήματος της Μαρλένας Πολιτοπούλου (“Η Πηνελόπη των τρένων” -εκδ. Μεταίχμιο), αλλά …προηγείτο η εξέλιξη του δράματος.
“…Συνάντησε την ομάδα των Αθηναίων μπροστά στη συλλογή του ‘κυρ-Γιάννη’ με τα κιτς ενθύμια από τα ταξίδια του. Από την πρώτη φορά που είχε χαζέψει τούτα τα μπιχλιμπίδια είχε σκεφτεί πως αυτός ο άνθρωπος πρέπει να είχε μια πολύ προσωπική ματιά στα πράγματα και κανενός είδους ενοχές ως προς το ωραίο και έπαιρνε ρίσκα αισθητικής, άρα θα πρέπει να έπαιρνε και άλλα ρίσκα. Δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί πως αυτές οι ιδιότητές του θα τον έκαναν σπουδαίο δήμαρχο. Τώρα σκεφτόταν πως αυτοί που μπορούν να υπερασπιστούν ένα ευτελές αντικείμενο είναι μόνο οι άνθρωποι που δεν έχουν ανάγκη να παριστάνουν κάτι. Όταν υπερασπίζεσαι το λαϊκό γούστο, μπορείς να υπερασπιστείς και τον λαϊκό άνθρωπο. Όταν δεν ντρέπεσαι να παίξεις με τις μικροαστικές επιλογές σε μπιχλιμπίδια, θα βρεις τον τρόπο να μιλήσεις στους μικροαστούς. Κι όταν, μαζί με όλα αυτά, διαθέτεις το θάρρος της γνώμης ενός μορφωμένου αστού που δεν έχει βερεσέδες με τη ζωή, θα τα καταφέρεις να συνομιλήσεις με όλους...”.
“Δεν ξέρω πώς το εκλαμβάνουν οι ‘άλλοι’ ή αν τα κατάφερα να μιλήσω με τους μικροαστούς… Όλη μου η ζωή διέπεται από μια αισθητική. Το αμπέλι, το κρασί το δημιούργησε αυτό… Σου δίνει μια αίσθηση τελειότητας η διαδικασία οινοποίησης. Αυτό το σταφύλι που έλαμπε στον ήλιο πριν λίγες μέρες, γίνεται πολτός, βγάζει διοξείδιο, το …ακούς να ζει μέσα στο βαρέλι και… -δε μπορείς αλλιώς- μιλάς σιγά μη και το ξυπνήσεις. Με καταλαβαίνεις; Αυτό που εγώ θεωρώ άσχημο, για κάποιον άλλο είναι όμορφο! Μ’αυτή τη λογική είναι που αποδέχομαι τους μουσουλμάνους, υποστηρίζω το gay pride, φορώ κόκκινες κάλτσες… Είναι άσχημες οι κόκκινες κάλτσες;” μου… “απολογείται” απόλυτα απενοχοποιημένος ο Γιάννης Μπουτάρης ένα απόγευμα Κυριακής, καθισμένος στο τσιμεντένιο πεζούλι του Μεγάρου Μουσικής, σε ένα διάλειμμα της 24ωρης παράσταση του Φλαμανδού Γιαν Φαμπρ, που παρακολούθησε μαζί με εκατοντάδες, νέους κυρίως, θεατρόφιλους.
“Ήταν εκεί στα μέσα της δεκαετίας του ’80, όταν άρχισα τις εξαγωγές με τα κρασιά, ταξίδευα συνεχώς, περνούσα μεγάλο μέρος του χρόνου μου στα αεροδρόμια. Χάζευα στα duty free και στα καταστήματα με τα ενθύμια. Το σύνολο σχεδόν των αντικειμένων ήταν ιδιαίτερα κακόγουστα –ακόμα και τα δήθεν αρχαία αντικείμενα είναι προχειροφτιαγμένα (δεν είναι ακριβή αντίγραφα). Να σκεφτείς υπάρχουν μπάλες (ξέρεις αυτές που…χιονίζει, όταν τις κουνάς) με ένα λευκό σπιτάκι με μπλε παράθυρα μέσα, χιόνι, και στη βάση γράφουν … “Ι love Mykonos”. Μα , χιονίζει στη Μύκονο;” αναρωτιέται ο δήμαρχος.
Η συλλογή …κιτς του Γιάννη Μπουτάρη “μετρά” περί τα 2000 αντικείμενα και πλέον
Κι είναι …τα πάντα, όλα. Μπουκάλια από την Αρμενία σε σχήμα σπαθιού και περιεχόμενο κονιάκ …20 αστέρων(!), σε σχήμα παπουτσιού, γυναικείου κορμιού, αναπτήρες–γόβες και αναπτήρες-τσαρούχια και γυμνές γυναίκες, διακοσμητικά ρολόγια τοίχου σε σχήμα ήλιου, ωρολόγια που …συγκρατούν τον χρόνο ανάμεσα στους καλλίγραμους μηρούς γυναικών, ογκώδη αγάλματα απ΄τις Φιλιππίνες, φτερά, πούπουλα, παγώνια -πουλιά γενικώς- κουκλάκια διακοσμητικά με τις μορφές παπάδων, που παίζουν τάβλι, αγορασμένα από την …Τήνο (“έμαθα ότι ο μητροπολίτης διέταξε να αποσυρθούν από την αγορά του νησιού, ίσα που τα πρόλαβα” λέει και γελάει ο δήμαρχος).
“Η εμμονή με τις συλλογές ξεκινάει από τότε που ήμουν παιδί. Με τα αμερικάνικα τσίγκινα παιγνίδια και τα στρατιωτάκια …που έβρισκα έκτοτε στο ζαχαροπλαστείο του ‘Μουρούζη’… Είχα μαζέψει δεκάδες… Τα χάρισα πλέον… Αυτό με τα κιτς έγινε εμμονή. Είχε πέσει στα χέρια μου εκείνη η έκδοση του ‘Αντί’ με τίτλο ‘Κάτι το ωραίον’ -θυμάσαι; Και σιγά σιγά άρχισε να μ’ αρέσει η ασχήμια. Συμφιλιώθηκα μαζί της. Όχι μόνο δεν την απορρίπτω, τη χαϊδεύω κιόλας… Ε, από τότε μάζευα μανικά σχεδόν ό,τι κακάσχημο έβρισκα. Με πήραν χαμπάρι και οι φίλοι μου και μου έφερναν δώρα απ’ όλο τον κόσμο… Γέμισα κούτες, βιτρίνες, δεν χωρούσαν πουθενά. Τώρα μαζεύτηκαν όλα εκεί, στο Γιαννακοχώρι, στην αίθουσα του πωλητηρίου -στο οινοποιείο… Ίσως κάποτε τα κάνουμε μια έκθεση. Να τα δούμε όλοι κι ύστερα να τα μαζέψουμε σε κούτες…”.
Σχόλια για αυτό το άρθρο