Τheatrale: O TAZ σας προσκαλεί με ομιχλώδεις διαθέσεις στα σύνορα του θεάτρου με τη θεατρική πλασματικότητα της ζωής σας και τα βασανισμένα φαντάσματα που μπορεί να κουβαλάνε τη λύτρωση. Ή την καταδίκη.
Πώς γράφεις για «Μεταξωτές Γυναίκες» σε χαρτί, σε οθόνη pc που έχει κιτρινίσει από τη λιπαρότητα των χεριών σου; Των χεριών σου σαν προέκταση των συναισθημάτων σου. Ή του κίτρινου σεντονιού με το οποίο κάθε βράδυ νανουρίζεις τη συνενοχή σου σε όλα οσα την επόμενη μέρα θα προσπεράσεις, αξιοπρεπής και ατσαλάκωτος. Στο ιστορικό υπόγειο του «Άστυ» στην πλατεία Κοραή, δίπλα στο σινεμά με τις πιο όμορφες κινηματογραφικές αναμνήσεις μας και τα ναζιστικά υπόγεια κολαστήρια, υπήρχε ένα μικρό εμπορικό Mall της εποχής. Οι χώροι των καταστημάτων του και οι πινακίδες του έχουν διατηρηθεί ανέπαφα, με μια τοξική κομψότητα άλλης εποχής.
Τοξική όταν μέσα στο «πακέτο» συνδυάσεις το πέρασμα του χρόνου, το ιστορικό σινεμά, το κομψό εμπορικό κέντρο και τις φωνές από τα βασανιστήρια έναν τοίχο πιο δίπλα. Η τέχνη πονάει όταν η νύχτα γυρνάει και τη μνήμη κουβαλάει. Για το «Άστυ» τι να γράψω; Την ιστορία των παιδικών μου χρόνων; Το θέμα είναι τι να γράψω για το UNDERGROUND. Το θεατρικό χώρο που στήθηκε σε εκείνη τη «συνοικία» των μαγαζιών ευζωίας και πλέον, ανέπαφος, έχει μεταμορφωθεί σε ένα μεταθεατρικό χώρο φασματικών αναμνήσεων του μέλλοντος ενός ζοφερού παρελθόντος. Ή του παρελθόντος ενός ζοφερού μέλλοντος, πάντα μπερδέυομαι με κάτι τέτοια λογοπαίγνια. Ο χώρος πλέον ανήκει στο καλλιτεχνικό σωματείο «ΠΕΤΡΑ» με πρόεδρο τον Κώστα Αρζόγλου και σε προκαλεί σε θεατρικά και όχι μόνο ταξίδια, στα οποία η ανάμνηση του παρελθόντος αντανακλάται σε ένα διαταραγμένο παρόν και ο αστικός κομφορμισμός μιας βόλτας για ψώνια ή μιας θεατρικής βραδινής εξόδου, έχει για ταξιθέτες του, φαντάσματα μιας εποχής που έζησες, μιας εποχής που ζεις ή μιας εποχής που δεν ξέρεις που ακριβώς να την προσδιορίσεις στο αισθητικό και συναισθηματικό χρονολόγιο της μνήμης σου γι αυτό και σε στοιχειώνει.
Τα εγκαίνια του χώρου έγιναν λίγες εβδομάδες πριν με την παράσταση που έγραψε και σκηνοθετεί η Βάνα Πεφάνη, τις «Μεταξωτές Γυναίκες». Μια μαλβινική φράση που είναι το κλειδί λύσης του μυστηρίου αλλά ίσως και απόκρυψης του από τα μάτια των ανθρώπων που βλέπουν μόνο στο φως της μέρας. Η Πεφάνη συνηθίζει αυτό το παιχνίδι κλειδώματος ξεκλειδώματος με τους θεατές της, ειδικά αν έχεις παρακολουθήσει τις ύπουλα μυσταγωγικές, συνωμοτικές θα έλεγε η Μαλβίνα, στο σύμπαν του Ζενέ. Αντιγράφω από το δελτίο τύπου: «Στο έργο, η 23χρονη Ωρόρ από τη Νιγηρία, θύμα trafficking, ζει στο υπόγειο μιας πολυκατοικίας του κέντρου της Αθήνας και βουτάει στο κενό από την ταράτσα. Ο ξαφνικός και αποτρόπαιος θάνατός της γίνεται η αφορμή για να παρακολουθήσουμε πως οι ένοικοι της πολυκατοικίας διαπραγματεύονται τη ζωή τους, την αποξένωση, την ξενοφοβία, τον ρατσισμό, την αδιαφορία σε μια πόλη που νοσεί και επηρεάζει τη στάση των ανθρώπων απέναντι στον συνάνθρωπο.
Επειδή τα θύματα του trafficking αποκαλούνται και «αόρατες γυναίκες», καθώς οι εκμεταλλευτές τα κρύβουν συνεχώς και τα αντιμετωπίζουν σαν εμπόρευμα, η νεαρή Ωρόρ, μετά το θάνατό της, στοιχειώνει το χώρο, περιμένοντας κάποιος επιτέλους να την δει, για να φύγει ήσυχη με τη βεβαιότητα, πως κάποτε υπήρξε. Η σκιά του θανάτου, της φρίκης και της αδικίας πέφτει ανελέητη, πάνω στους ήρωες.
Η συγγραφέας και σκηνοθέτις βρίσκει το θάνατο της Ωρόρ ως μια αφορμή για να φωτίσει μέσα από το έργο,τη συμπεριφορά του κοινωνικού περίγυρου σε περιστατικά στέρησης ελευθερίας, αναδεικνύοντας έναν ολόκληρο μηχανισμό συγκάλυψης και αποσιώπησης. Μια εγκαταλειμμένη υπόγεια εμπορική στοά στην καρδιά της πόλης, την οποία προσπερνούμε καθημερινά για να διασχίσουμε το κέντρο, αγνοώντας την ύπαρξή της, γίνεται το φυσικό σκηνικό στο οποίο ζωντανεύει το έργο που διαπραγματεύεται με την ίδια δυναμική το ζήτημα ενός φαινομένου που προσπαθούμε ενοχικά να προσπεράσουμε.»
Aυτά λέει το δελτίο τύπου και τα λέει όμορφα γι ‘αυτό και το άφησα άθικτο. Δεν τα λέει όμως όλα, ούτε εγώ θα σας τα πω για να μείνει η έκπληξη, Η Πεφάνη χρησιμοποιώντας έναν πιο πεζό, πιο καθημερινό δε γίνεται, λόγο, αφήνει τη θεατρική μαγεία να τον μετουσιώσει σε κάτι σημαντικό, ξεχωριστό, με ψεύτικη υπόσχεση ελπίδας αλλά στην ουσία χωρίς λύτρωση. Στήνει ένα σαδιστικό παιχνίδι μουσικής καρέκλας, αυτό στο οποίο όταν η μουσική σταματήσει όλοι πρέπει να κάτσουν αλλά σε κάθε γύρο, λείπει μια καρέκλα κι ένας από τους παίκτες εξορίζεται. Η διαφορά είναι πως οι ήρωές της δεν γνωρίζουν την εξορία τους. Κι ας είναι μπροστά στα μάτια τους. Μετατρέπονται σε φαντάσματα σαν την Ωρόρ χωρίς καν τη λύτρωση που τελικά, εύχομαι, βρήκε η ίδια.
Η Πεφάνη και οι συνεργάτες της, ηθοποιοί και τεχνικοί, χρησιμοποιούν τον «στοιχειωμένο» χώρο της εμπορικής στοάς, σεβόμενοι απόλυτα τα φαντάσματά του. Φώτα ανάβουν και σβήνουν, ζωές στήνονται σε βιτρίνες, όλοι ψωνίζουν ή ψωνίζονται διαιωνίζοντας την εφιαλτική ευδαιμονία τους σαν ένα διαβολικά κουρδισμένο στην ακρίβεια ρολόι συναισθηματικό μετρητή. Για την Πεφάνη, ίσως παρά πάνω αμείλικτα από ότι αντέχω, οι νεκροί ανήκουν με τους νεκρούς και οι ζωντανοί με τους ζωντανούς. Το θέμα είναι, σε ποια κατηγορία από τις δύο, ανήκει η Ωρόρ και σε ποια όλοι εμείς; Σε ένα έργο που η έννοια «διάδραση» αποκτάει μια εντελώς δική της, μινιμαλιστικη αλλά με χάραγμα στο στήθος, έννοια.
Την Παρασκευή και την Κυριακή στις 21.00, και το Σάββατο στις 24.00, οι θεατές συγκεντρώνοντα ιστην πλατεία Κοραή για να προσέλθουν στο χώρο του UNDERGROUND (Είσοδος από ΑΣΤΥ), όπου πραγματοποιούνται οι παραστάσεις των «Μεταξωτών Γυναικών» (η αρχή της παράστασης γίνεται ταυτόχρονα με την είσοδο των θεατών). Στην παράσταση παίζουν οι: Βασίλης Αφεντούλης, Σιμόνη Γιαννάτου, Μαρία Καβουκίδου, Αγγελική Καρυστινού, Σοφία Μανωλάκου, Aurora Marion, Νικολίνα Μουαίμη και Ιάκωβος Μυλωνάς.
Σχόλια για αυτό το άρθρο