Το θρυλικό εστιατόριο-ζαχαροπλαστείο επέστρεψε για να αναβιώσει τη χρυσή εποχή του Ζωναρά. Με έντονες τις αναμνήσεις από την εποχή που σύχναζε η Μερκούρη, ο Χατζιδάκις, ο Ιόλας, τις γεύσεις που λάτρεψε ο Τσαρούχης αλλά και… σούσι
«Είναι ίδια η Αν Χάθαγουεϊ», μου σφυρίζει στο αυτί ο φίλος μου, καθώς μπαίνουμε στον προθάλαμο του Zonars και μας υποδέχεται μια χαμογελαστή μελαχρινή. «Πώς μπορώ να σας βοηθήσω;» ρωτά η (ας την ονομάσουμε) Αν, πριν μας οδηγήσει στο μπαρ για καφέ. «Ξέρετε, από τις 12 και μετά ο χώρος λειτουργεί ως εστιατόριο». Η αλήθεια είναι ότι αλλιώς φανταζόμουν την περίφημη εμπειρία της πόρτας που έγινε σημαία του τελευταίου αστικού debate. Και η ακόμα μεγαλύτερη αλήθεια, είναι ότι από την στιγμή που θα πατήσεις το πόδι σου στο υπέροχο μωσαϊκό του Zonars και θα δεις τον χώρο, θα αισθανθείς πως βρίσκεσαι μέσα σε έναν πίνακα του Edward Hopper.
Είσαι μέσα σε έναν πίνακα του Hopper και από τις μεγάλες τζαμαρίες με τις διαφανείς βουάλ κουρτίνες, βλέπεις τη συνεχή ροή της Πανεπιστημίου. Δυνατός ήλιος, το κέντρο κλειστό από μια πορεία, βιαστικοί περαστικοί. Μέσα, κυριαρχεί το φως από τα ειδικά φωτιστικά που δημιούργησε ο διεθνώς βραβευμένος Μάικλ Αναστασιάδης, αλλά και από τις αυθεντικές λάμπες που υπήρχαν στον «Αρίωνα» του Αστέρα Βουλιαγμένης στη δεκαετία του ’60. Κυριαρχεί η μουσική του Μάνου Χατζιδάκι (το «Χαμόγελο της Τζοκόντας»), αλλά και τραγούδια του Φρανκ Σινάτρα, το «Moon River»… Είναι η δεύτερη μέρα λειτουργίας του Ζοnars και έχει ήδη εδραιωθεί μια αίσθηση πως έχεις υπάρξει εδώ ξανά και ξανά, μια αίσθηση βιωμένης οικειότητας.
Λίγες μέρες μετά (στην πέμπτη μέρα λειτουργίας του), συναντάμε τον Χρύσανθο Πανά, την ψυχή του Zonars. Το μαγαζί κατάμεστο, καθώς ο Πανάς προσπαθεί να προσεγγίσει ενώ τον σταματούν σε κάθε τραπέζι, ζητούν να του μιλήσουν, να του θυμίσουν, να του περιγράψουν. «Αυτό ζω κάθε μέρα λέει», ενώ στο κινητό του φτάνουν συνεχώς μηνύματα με εντυπώσεις από επίσκεψη στον χώρο. Και όλος αυτός ο χαμός στα social media; Οι φωνές για την «πόρτα»;
«Αυτό ξεκίνησε από μια ανάρτηση», λέει ο Χρύσανθος Πανάς. «Μια κυρία που ήταν στα media, έγραψε ότι ήρθε εδώ, την ώρα του πανικού όταν μιλιούνια κόσμου είχαν μπει μέσα για να δουν το χώρο (και μάλιστα κλάπηκαν και κάποια κινητά). Εγραψε, μάλιστα πως “ο κύριος Πανάς έφερε τη νύχτα στο all day που ήταν το Zonars”. Της απάντησα! Της έγραψα ότι δεν έχει καταλάβει πως εγώ στη νύχτα, στα clubs, έφερα τη μέρα», λέει. «Η Μέριλ Στριπ που ήρθε στο Island τι είναι νυχτόβια; Ο Φωτόπουλος είναι νυχτόβιος; Χθες έφευγα απόγευμα από εδώ. Κοίταγα και χαιρόμουν τα μαγικά κυκλάμινα που φυτέψαμε, είχαν κατέβει οι σπίνοι από τα πλατάνια της Πανεπιστημίου και άκουγες το κελάηδημά τους μέσα στο Δεκέμβριο. Το μόνο που φέραμε από τη νύχτα είναι η μαγεία της».
Εξηγεί πως γέλασε πολύ όταν διάβασε κάπου στο facebook «Μα, ποιος είναι ο Πανάς και τι έκανε στο Zonars;». Κατάλαβε απόλυτα την απορία από τον θόρυβο που προκλήθηκε. Τον ρωτάω αν έχει φάει ο ίδιος πόρτα. «Μια και δυο φορές μόνο; Στο Queens στο Παρίσι με τον αδελφό μου και τις γυναίκες μας. Και αλλού. Α ναι και στην Ελλάδα, στο “Εργοστάσιο” που είχα πάει πιτσιρικάς με έναν ξάδελφό μου. Δεν μας έβαλαν μέσα. Είπαμε, οk, την επόμενη φορά θα φροντίσουμε να κάνουμε εγκαίρως κράτηση».
Μα, σούσι στο Ζοnars;
Σερβιτόροι ακροβατούν μεταξύ των γεμάτων τραπεζιών, ενώ σε πολλά από αυτά αλλά και στο μπαρ πολλοί απολαμβάνουν για μεσημεριανό σούσι. «Μα, σούσι στο Zonars;» τον ρωτάω. «Ναι, σούσι στο καινούριο Zonars» απαντά. «Eίναι το νέο αστικό εστιατόριο lounge της Αθήνας. Εχω φέρει μια εκπληκτική σούσι σεφ, την Αnna Santasetto που ήταν πριν στα Mandarin Oriental και επιμελείται το σχετικό μενού». Ο κατάλογος είναι ουσιαστικά χωρισμένος σε τρεις κατηγορίες: Το μητροπολιτικό με τις διεθνείς γεύσεις, αυτό με το σούσι, αλλά και ένα τμήμα με παραδοσιακές, αγαπημένες ελληνικές γεύσεις. Μουσακάς (με τη συνταγή της μητέρας του κ.Πανά), κολοκυθάκια γεμιστά, ντολμαδάκια. Γεύσεις που παραπέμπουν στην πρώτη εποχή του.
Δεν θα έπρεπε να μας ξαφνιάζει η κτητικότητα που νιώθουν πολλοί Αθηναίοι -και όχι μόνο- για το Ζonars. Aποτελεί τοπόσημο, αποτελεί μια νησίδα της συλλογικής αστικής μνήμης. Μυθοποιημένο, εξιδανικευμένο, συνδεδεμένο με αυστηρά προσωπικά βιώματα, τοποθετημένο σε ένα ειδικό κάδρο. Με το κυρίαρχο φίλτρο της νοσταλγίας να το κάνει σημείο αναφοράς του δημόσιου χώρου και της δημόσιας συναντίληψης. Όταν από το καλοκαίρι έγινε γνωστό ότι οι αδελφοί Σπύρος και Χρύσανθος Πανάς αναλαμβάνουν το Zonars και θα αναβιώσουν την αίγλη του χώρου, ο καθένας αντιλήφθηκε κάτι διαφορετικό, εξαιτίας ακριβώς των παραπάνω επιρροών.
«Ερχονται και μου λένε “είναι όπως ακριβώς το θυμάμαι από τη γιαγιά μου”. Καμία σχέση. Αλλοι λένε “δεν μοιάζει με το Deux Μagots”. Αυτό που λέω εγώ ότι οι χώροι που έχουν γράψει ιστορία διατηρούν τη φυσιογνωμία τους σαν χρήση και σαν εικόνα. Εδώ έγινε διατηρητέα η χρήση και μέσα στην πορεία των χρόνων άλλαξε τoυλάχιστον δέκα φορές μορφή». Η συζήτηση διακόπτεται για μια ακόμα φορά, καθώς η μεγάλη κυρία του θεάτρου και του κινηματογράφου Τζένη Ρουσέα, ζητά να του μιλήσει για να του πει πόσο συγκινημένη είναι που βρίσκεται σε αυτό το χώρο.
«Η μητέρα μου περιγράφει πως αμέσως τη δεκαετία του ’40 και αμέσως μόλις τέλειωσε ο πόλεμος, ερχόντουσαν εδώ ανάμεσα από γκρεμισμένα κτίρια. Όταν κάθονταν στον χώρο ένιωθαν μια αισιοδοξία. Αυτή την αισιοδοξία, την ενέργεια τη νιώθεις και τώρα» λέει. Πριν αρχίσει να λειτουργεί το Zonars, μίλησε με την κυρία Αλεξάνδρα Αλεξανδράκη, τη θυγατέρα του Κάρολου Ζωναρά. «Μου είπε ότι ο πατέρα της είχε φτιάξει την σοκολατοβιομηχανία στο Οχάιο, γνώρισε τη μητέρα της που ήταν Ελληνίδα και ήθελε να ζήσει στην Ελλάδα και έτσι επέστρεψαν. Εφτιαξε ένα μικρό ζαχαροπλαστείο απέναντι, κοντά στον Λαλαούνη. Το 1939 που φτιαχνόταν εδώ το Μετοχικό Ταμείο είπε «αυτό τον χώρο τον θέλω”. Εδωσε μάλιστα ένα υπέρογκο ενοίκιο. Όταν το άνοιξε, το έκανε ένα πολυτελέστατο εστιατόριο-ζαχαροπλαστείο. Για παράδειγμα, τα λινά τραπεζομάντηλα ήταν εξαιρετικής ποιότητας και είχε φέρει κεντήστρες να τα κεντάνε στην άκρη. Αυτό που ξέρει ο κόσμος σαν καφενείο Zonars είναι η παρακμή του. Στα καλύτερά του χρόνια γινόντουσαν εδώ ρεβεγιόν Χριστουγέννων, γινόντουσαν ball masqué».
Με τη βοήθεια του Διονύση Φωτόπουλου βρήκαν φωτογραφίες που απεικονίζουν τον Γιάννη Μόραλη με την Ελένη Βλάχου σε πάρτι μασκέ στο Zonars. «Αυτό θέλω να αναβιώσω. Όταν έλεγα να αναβιώσω το Zonars στα χρόνια της ακμής του, εννοούσα την εποχή που μάζευε την αστική Αθήνα για να γιορτάσει.»
Αυτό επιχειρείται ήδη από τον εξωτερικό χώρο. Με τους μικρούς κήπους από κυκλάμινα, τις ασήκωτες λευκές καρέκλες που «είναι αυτές που έχει το Plaza Athénée. Είναι ίδιες, δεν είναι “τύπου”». Στο εσωτερικό, η αίσθηση εντείνεται, με τα στοιχεία που παραπέμπουν απευθείας στη χρυσή εποχή του Zonars. Tις λευκές βουάλ κουρτίνες, τα μάρμαρα Υμηττού, τις μπουαζερί που έχουν τα ίδια εργαλεία, το δάπεδο.
Ο περίφημος σκηνογράφος Διονύσης Φωτόπουλος συνέβαλε καθοριστικά στη διαμόρφωση της ατμόσφαιρας του χώρου. «Μας είπε επίσης ότι πρέπει να βρούμε φωτογραφίες παλιές του Ζonars και των θαμώνων του και να τις βάλουμε στις κολώνες. Μας έφερε σε επαφή με τον μετρ του Ζonars, ο οποίος μας είπε τι προτιμούσε να τρώει ο Τσαρούχης, ο Χατζιδάκις… Εχω μάλιστα φωτογραφία από νότες που έχει γράψει ο Μάνος Χατζιδάκις αφιέρωση “στον Γιάννη, τον μετρ Zonars”. Τον αγαπούσαν όλοι. Μας είπε ο Φωτόπουλος επίσης να κρατήσουμε κάποια δομικά στοιχεία για να παραπέμπει στο παλιό Zonars, χωρίς όμως να γίνει ο χώρος μια ρεπλίκα».
Η αγαπημένη τούρτα αμυγδάλου του Τσαρούχη
Οσην ώρα μιλάμε, έχει μπει στον χώρο γνωστή ελληνίδα ηθοποιός, από αυτές που περπατάνε στο δρόμο και δεν υπάρχει περίπτωση να μην γυρίσουν να την κοιτάξουν άντρες και γυναίκες. Τσεκάρει τον κατάλογο και νωχελικά ζητά ένα τασάκι για να καπνίσει. Ο σερβιτόρος της εξηγεί πως δεν επιτρέπεται το κάπνισμα. Αυτή επιμένει, με τη βαθιά γοητευτική της φωνή, «μα πουθενά, ούτε σε μια γωνία;». «Μόνο έξω μπορείτε να καπνίσετε», λέει ο σερβιτόρος και αποχωρεί. «Δεν επιτρέπεται πουθενά το κάπνισμα και σε κανέναν», εξηγεί ο κ. Πανάς. «Αυτό δεν θα αλλάξει με τίποτα. Χθες ήρθε ένας πρώην υπουργός και μου είπε “έλα ένα τσιγάρο, δεν πειράζει”. Toυ είπα πως ναι πειράζει…»
Ένα trolley με τρεις τούρτες πάνω, περνάει ανάμεσα από τα τραπέζια για να επιλέξουν οι πελάτες τι προτιμούν. Ηταν τα αγαπημένα γλυκά του Τσαρούχη στο Zonars: Τούρτα αμυγδάλου, σοκολατίνα, μπλακ φόρεστ. Στα γλυκά που ήδη συζητιούνται πολύ είναι το παγωτό Σικάγο. Ο Κάρολος Ζωναράς ήταν ο πρώτος που το έφερε στην Αθήνα. Σήμερα, υπάρχει στον κατάλογο ως «το αγαπημένο της κυρίας Εριέττας» – το επώνυμο παραλείπεται, αλλά είναι πασίγνωστο…
Αναφορές σε σπουδαίους Ελληνες –και όχι μόνο- που πέρασαν από εδώ, υπάρχουν παντού. Στον τοίχο, σκίτσα και έργα που είχε φτιάξει ο Μίνως Αργυράκης, έχουν εικαστική και ιστορική αξία. «Υπάρχει ένα σκίτσο του Γκάτσου και δίπλα ένα ποίημά του με τις διορθώσεις του, όπως ακριβώς το έγραψε εδώ. Υπάρχει η αφίσα που έφτιαξε ο Αργυράκης για τη συνεργασία του Χατζιδάκι με τον Θεοδωράκη στη “Μαγική πόλη”. Την αφίσα την είχε ζωγραφίσει εδώ μέσα». Οι εκθέσεις θα συνεχίσουν και θα αποκτήσουν κι άλλες διαστάσεις. Για παράδειγμα, όταν θα γίνει στην Τate το Λονδίνου έκθεση με τα περίφημα «Μαγνητικά Πεδία» του Tάκι, θα παρουσιαστούν κάποια έργα του και εδώ ως παράλληλη δράση. Επιπλέον, υπάρχει εκπτωτική κάρτα για τους ηθοποιούς, προκειμένου να μην αφήνουν την περιοχή μετά το τέλος των παραστάσεων. «Παντού οι φτασμένοι καλλιτέχνες στον κόσμο, θέλουν να είναι εκεί που είναι οι αστοί. Και το ανάποδο. Ηδη συχνάζουν εδώ καλλιτέχνες που κάνουν «quality for the masses», αυτό που έκανε και ο Χατζιδάκις», λέει ο κ. Πανάς.
Εδώ έκανε όλα τα ραντεβού του ο Ιόλας, εδώ είχε φέρει τον θρυλικό εικαστικό Marcel Duchamp. Ερχόταν τα μεσημέρια ο Μάνος Χατζιδάκις για να συναντήσει τον Νίκο Γκάτσο, τον Θοδωρή Αντωνίου και πολλούς άλλους, με καθυστέρηση πάντα τουλάχιστον μίας ώρας… Εδώ ο Χατζιδάκις αγαπιόταν και μάλωνε παράφορα με τη Μελίνα.
Πού πήγε η απόστροφος;
Ο κ. Πανάς πιστεύει ότι απλώς κάποιοι επέλεξαν να κάτσουν «απέναντι» από το Zonars, για λόγους που ξεπερνούν και τον ίδιο τον χώρο. Ακόμα και για «να καταστρατηγήσουν την γειτονιά». Η συνύπαρξη όμως είναι εφικτή – αστοί, φοιτητές, ο Λαζόπουλος, εφοπλιστές, πολιτικοί, ο Κραουνάκης (έγραψε ήδη και σατιρικά στιχάκια), επιχειρηματίες, πολλοί επισκέπτες της πόλης. Σε μια δύσκολη στιγμή της πόλης. Της χώρας.
«Όταν ο Ζωναράς άνοιξε το Zonars στις 15 Αυγούστου του 1940, την ίδια μέρα έγινε ο τορπιλισμός της Ελλης. Όταν κλείσαμε το χώρο και άρχισαν οι εργασίες, έγιναν τα capital controls. Η Ελλάδα ξεπέρασε τις δυσκολίες την πρώτη φορά. Ετσι θα γίνει και τώρα», λέει όταν τον ρωτάμε αν πιστεύει στους οιωνούς.
Όταν ο όμιλος της Τράπεζας Πειραιώς του ζήτησε να αναλάβει το Zonars καθώς και το City Bistro με το City Bar (που βρίσκονται μέσα στο City Link, στον χώρο του πρώην Μετοχικού Ταμείου Στρατού), δημιουργήθηκε μια δυνατή συνέργεια, όπως λέει ο Χρύσανθος Πανάς. «Ουσιαστικά αυτό που κάνουμε είναι destination management. Δημιουργούμε μια ευρύτερη γειτονιά, δημιουργούμε συνέργειες. Ηδη ξεκινήσαμε με τον δήμο και τα μουσικά σύνολα που παίζουν στην Βουκουρεστίου, θα γίνουν συνεργασίες με το Μουσείο Μπενάκη και το Νομισματικό Μουσείο απέναντι. Επίσης καθημερινά μέσα στο Zonars παίζει μουσική ένα κουιντέτο, από τις πέντε ως τις επτά το απόγευμα».
Τελευταίος καφές με τη συνοδεία μιας σοκολάτας με μέντα «αυτές ακριβώς που έφτιαχνε ο Ζωναράς και έστελνε στη Βασίλισσα Σοφία της Ισπανίας» και… «ναι, αλλά το Zonars είναι ακριβό». «Δεν μπορεί να μην είναι. Σκεφτείτε και μόνο το ενοίκιο. Είναι το ακριβότερο κτίριο της Αθήνας. Πάντα ήταν. Από τότε ήρθε για πρώτη φορά εδώ ο Ζωναράς».
Για το τέλος, μια ακόμα ερώτηση: που πήγε η απόστροφος, το Zonar’s που ξέραμε ως τώρα. «Όταν ξεκίνησε δεν υπήρχε. Ηταν των Ζωναράδων όχι του Ζωναρά. Η απόστροφος μπήκε στη δεκαετία του ’60, όταν άλλαξε χέρια». Ξανά στο Zonars λοιπόν. Αλλά και πρώτη φορά στο καινούριο Ζonars.
Kαι η φωτογραφία με το Σάκη Ρουβά και το Χρύσανθο Πανά, ένα μεσημέρι των γιορτινών αυτών ημερών στο Zonars.
Σχόλια για αυτό το άρθρο